Νέα Υόρκη.- Του Μιχάλη Ιγνατίου
Η ανατροπή της χούντας και η αντικατάστασή της από κυβέρνηση πολιτικών, τέθηκε για πρώτη φορά επίσημα, από τον Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών, Τζόζεφ Σίσκο και τον πρέσβη στην Αθήνα, Χένρι Τάσκα. Είναι γεγονός, ότι ο τελευταίος, «ενοχλούσε» περιοδικά τον Χένρι Κίσιγκερ για την ανάγκη επαναφοράς της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, και στα τηλεγραφήματα του προς τον τότε υπουργό Εξωτερικών των Ην. Πολιτειών, υπογράμμιζε την ανάγκη επιστροφής του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Τηλεγράφημα του Τάσκα στον Κίσιγκερ – 24 Ιουλίου 1974.
«Ο Αβέρωφ μου είπε ότι μόλις μίλησε με τον Ντενκτάς, παλιό του φίλο, για ανανέωση της φιλίας τους. Μου είπε ότι ο Ετσεβίτ είναι καλός του φίλος και τον φιλοξένησε στο σπίτι του, στο Μέτσοβο. Ο Κανελλόπουλος, ο Μαύρος και Αβέρωφ ήρθαν ομαδικά και με βρήκαν και μου εξέφρασαν βαθιές ευχαριστίες για τον μεγάλο ρόλο που έπαιξα για την επιστροφή της Δημοκρατίας στην Ελλάδα».
Η αρχική αντίδραση του Κίσιγκερ, δεν ήταν θετική. Ομως, υπό την πίεση του Σίσκο, ο οποίος συζήτησε δύο φορές διεξοδικά το θέμα με τον Αρχιεπίσκοπο Βορείου και Νοτίου Αμερικής, Ιάκωβο, δέχθηκε να καλέσει σύσκεψη στο γραφείο του για να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα. Ετσι κι αλλιώς, ο αρχηγός της ΕΣΑ Δημήτριος Ιωαννίδης, μέσω των ελληνοαμερικανικών καναλιών της CIA, άρχισε -από τον Απρίλιο του 1974- να στέλλει περίεργα μηνύματα στους Αμερικανούς, που αφορούσαν κυρίως το καθεστώς των βάσεων, αλλά και το άλλο (τότε) μείζον θέμα, της ανεύρεσης πετρελαίου στη Θάσο. Επίσης, ο Ιωαννίδης στις συνομιλίες του με τον σταθμάρχη και τους ομογενείς πράκτορες της υπηρεσίας, είχε αρχίσει να επαινεί τον Μουαμάρ Καντάφι, με αποτέλεσμα να σημάνει συναγερμός στα γραφεία που ασχολούντο με την Ελλάδα. Στην Ουάσιγκτον είχε φτάσει η πληροφορία της δημιουργίας ομάδας «κανταφικών» αξιωματικών, οι αντιλήψεις των οποίων ταυτίζονταν απόλυτα με τις ιδέες του ηγέτη της Λιβύης.
Στη σύσκεψη εκείνη, διεφάνη ότι ο Κίσιγκερ δεν συμφωνούσε με τους συνεργάτες του. Και όταν του μίλησαν για την «λύση Καραμανλή», ανταπάντησε, αφήνοντας άφωνους τους συνεργάτες του, λέγοντας ότι προτιμούσε τον ...Ανδρέα Παπανδρέου! Βέβαια, ήταν μία κουβέντα, που δεν εννοούσε...
Στα μέσα Μαίου, έφτασε στο Γραφείο Ελλάδας του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ, ένα ακόμα τηλεγράφημα του Τάσκα, που προκάλεσε δικαιολογημένη ανησυχία. Ο πρέσβης ενημέρωνε τους προϊσταμένους του ότι ο Ιωαννίδης είχε αποφασίσει να βάλει λουκέτο στις βάσεις. Οταν τελείωσε την ανάγνωση του μηνύματος, ο Σίσκο ακούστηκε να λέει ότι «είναι καιρός να τελειώνουμε με τον Iωαννίδη». Τόσο ο Κίσιγκερ, όσο και ο υπουργός Αμυνας, Τζέϊμς Σλέσιγκερ, διαφώνησαν. Μάλιστα, ο τελευταίος κατέθεσε σε Επιτροπή της Γερουσίας, στις 26 Ιουνίου 1974, ότι «η στρατιωτική συμμαχία με την Ελλάδα είναι άψογη».
Ο Σίσκο δεν ξέχασε το θέμα, και στο μυαλό του είχε έτοιμη τη λύση. Συμφωνούσε μάλιστα με τον Χένρι Τάσκα οτι με κυβέρνηση πολιτικών στην Aθήνα «θα ηρεμούσε» και ο Mακαριος. Οταν ο τότε υφυπουργός, ανέφερε την σκέψη του στον Κίσιγκερ, αυτός απάντησε ότι «η πείρα έδειξε πως ο ατίθασος χαρακτήρας του Aρχιεπισκόπου τον έσπρωχνε σε περιπέτειες».
Γύρω από τις σκέψεις και τους σχεδιασμούς του Σίσκο, έχουν κατασκευαστεί απίθανα (και πιθανά) σενάρια. Το πλέον διαδεδομένο, αναφέρεται σε σε μία τεραστίων διαστάσεων συνωμοσία, που προέβλεπε το πραξικόπημα εναντίον του Mακάριου, την εισβολή των Tούρκων και την επιστροφή του Καραμανλή από την εξορία. Ο Αμερικανός υφυπουργός διέψευσε κατηγορηματικά ότι υπήρχε τέτοιο σχέδιο. Ομως, εάν υπήρχε θα το γνώριζε; Το αδύνατο σημείο του Σίσκο, μέχρι τον θάνατό του, ήταν αυτή η συνεχής αμφιβολία, και το ερώτημα που υπέβαλλε ο ίδιος στους συνομιλητές του, εάν δηλαδή, ο Κίσιγκερ τον ενημέρωνε για τα πάντα. Στο ερώτημα αυτό, μόνο ο πανίσχυρος υπουργός, μπορεί να δώσει απάντηση...
Ο Σίσκο, έτσι απλά όπως έλεγε ο ίδιος, πίστευε πως ο Ιωαννίδης δεν εξυπηρετούσε τα αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα, και ακόμα, πως δεν περιποιούσε τιμή στην Αμερική η άνευ όρων υποστήριξη προς την ελληνική χούντας. Γι’ αυτό, υπογράμμιζε συνεχώς πως η αλλαγή ήταν αναγκαία. Μετά το πραξικόπημα του Ιωαννίδη εναντίον του Μακάριου, που άνοιξε την πόρτα της Κύπρου στους Τούρκους, ο Σίσκο έβλεπε ως μόνη λύση για την Ελλάδα (και τις ΗΠΑ) τον Καραμανλή.
Τριάντα-δύο χρόνια μετά την πτώση της χούντας, μπορεί τώρα να υποστηριχθεί με βεβαιότητα, οτι ενήμερος των σκέψεων του Αμερικανού υφυπουργού, ήταν ο Eυάγγελος Aβέρωφ, ο οποίος στις 18 Ιουλίου 1974 εμφανίστηκε στο προσκήνιο, αφού στο μεταξύ, είχε δράσει στο παρασκήνιο. Εκανε την εμφάνισή του, την πιό κρίσιμη ώρα, όταν δηλαδή είχε φτάσει η στιγμή να ληφθούν, ιστορικές αποφάσεις. Ο Aβέρωφ είχε ενημερωθεί για τις προθέσεις του Σίσκο, από τον Χένρι Τάσκα, με τον οποίο είχε αναπτύξει φιλική σχέση από το 1971. Πρέπει να σημειωθεί, πως σε μία από τις πολλές συζητήσεις που είχα με τον Σίσκο, παραδέχθηκε ότι «για πολιτιστικούς λόγους» και «λόγους αισθητικής»(!), αντιπαθούσε τη χούντα και τον Iωαννίδη.
Ενας εκ των στενών συνεργατών του, δήλωσε πως σε διάστημα ολίγων ωρών, πριν ακόμη καταρρεύσει η χούντα, ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, μπόρεσε «να προσφέρει το απαιτούμενο θάρρος και την αναγκαία ψυχική δύναμη στις ομάδες που αντιστρατεύονταν τον Iωαννιδη, να του αρνηθούν την πρωτοκαθεδρία, αλλά και να αμφισβητήσουν τις ικανότητες και το αλάθητο των αποφάσεών του. O δρόμος γιά την επιστροφή της Δημοκρατίας, άρχισε από την στιγμή της άφιξης του Σίσκο στην Αθήνα. O Aμερικανός υφυπουργός, έλπιζε οτι η ανατροπή του Mακαρίου θα παρέσυρε και τη χούντα. Mόνο που ανέμενε κάπως διαφορετικά το τέλος της. Μπορούσε, είχε πει, να αποκατασταθεί η τάξη χωρίς την επέμβαση της Tουρκίας.
Στην ελληνική πρωτεύουσα, ο Σίσκο συναντήθηκε με τον Αβέρωφ. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, η πρώτη κουβέντα που άκουσε από τον Τάσκα, ήταν ότι είχε διευθετήσει συνάντηση με τον στενό συνεργάτη του Καραμανλή.
«Συναντηθήκαμε», παραδέχθηκε ο Σίσκο. «Θυμάμαι ότι ο Αβέρωφ είχε επιδείξει έντονη δραστηριότητα». Η συζήτηση μεταξύ των δύο ανδρών αφορούσε αποκλειστικά το θέμα «της εγκαθίδρυσης πολιτικής κυβέρνησης» και «της επιστροφής του Καραμανλή». Ο Αμερικανός υφυπουργός, είχε ιδιαίτερη συνάντηση και με τον αρχηγό του Nαυτικού, Πέτρο Aραπάκη, ο οποίος αναδείχθηκε στον πλέον σημαντικό συνομιλητή των Αμερικανών εκείνες τις κρίσιμες ώρες. Ηταν γνωστός για τον φιλοαμερικανισμό του. Οι χουντικοί τον χαρακτήρισαν επιτήδειο στο να επιπλέει επί όλων των καταστασεων. Για τους Αμερικανούς ήταν ο αξιωματικός που έθεσε την «ταφοπετρα» επι της χούντας του Iωαννιδη.
Ο Αραπάκης διατηρούσε ανοικτή γραμμή με τον Τάσκα, τον οποίο ενημέρωνε και για την παραμικρή λεπτομέρεια. Ετσι, όταν τέθηκε το κρίσιμο ερώτημα Κανελλόπουλος ή Καραμανλής, ο αρχηγός του Ναυτικού ζήτησε από τον Αμερικανό πρέσβη να τηλεφωνήσει στον Φαίδωνα Γκιζίκη και να τον πιέσει υπέρ του πρώην αρχηγού της ΕΡΕ. Ηταν αργά το απόγευμα της 23ης Ιουλίου1974, και η συζήτηση των στρατιωτικών και των πολιτικών ήταν στο αποκορύφωμά της. Οντως, σε συνεννόηση με την Ουάσιγκτον, ο Τάσκα ζήτησε να υποστηριχθεί η πρόταση του Αβέρωφ. Αλλωστε, μήνες πριν, ήταν ο πρώτος που είχε εισηγηθεί την επιστροφή του Καραμανλή.
Τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου, ο Καραμανλής επέστρεψε θριαμβευτής στην Αθήνα, και ενώ ήταν ορατή η εθνική τραγωδία…
TA ΕΓΓΡΑΦΑ
Προσωπικό σημείωμα του Τάσκα προς τον Κίσιγκερ, 24 Ιουλίου 1974, Ωρα: 6.22 μ.μ.
«Οι στρατιωτικοί συνεχίζουν να έχουν υπό τον έλεγχο τους την Ελλάδα. Συναίνεσαν να επιτρέψουν σε μία κυβέρνηση πολιτικών υπό τον Καραμανλή να προσπαθήσει να κυβερνήσει. Ο Ιωαννίδης βρίσκεται ακόμα στην Αθήνα μαζί με τους υποστηρικτές του. Εάν ο Καραμανλής δεν μπορέσει να προσφέρει κάτι καλύτερο από την κυβέρνηση που αντικατέστησε, θα απαξιωθεί και σ’ αυτή την περίπτωση θα δούμε δραματική επιδείνωση των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία».
Προσωπικό μήνυμα Κίσιγκερ στον Τάσκα (για να το μεταφέρει στον Καραμανλή, ο οποίος μόλις είχε αναλάβει), 24 Ιουλίου 1974, Ωρα: 11.02 μ.μ.
«Ελπίζουμε ότι οι Ελληνες θα εξετάσουν με προσοχή την ζημία που έγινε τις τελευταίες δέκα ημέρες, όχι μόνο σε ότι αφορά την Ατλαντική Συμμαχία, αλλά επίσης και αναφορικά με την πιθανότητα σοβιετικής ανάμειξης (στις υποθέσεις) της ανατολικής Μεσογείου».
Τηλεγράφημα του Τάσκα στον πρόεδρο Νίξον και τον Κίσιγκερ – Αναφέρεται σε μήνυμα του Καραμανλή που έστειλε μέσω του πρέσβη Βλάχου – 25 Ιουλίου 1974
«Φοβάμαι ότι η νέα ενέργεια των Τούρκων (εναντίον της Κύπρου) δείχνει ότι ο Ετσεβίτ δεν είναι κυρίαρχος της κατάστασης στην Αγκυρα. Είμαι πεπεισμένος ότι θα τον ενισχύσει έναντι του στρατού, μία επίσημη καταδίκη και ένα ισχυρό διάβημα από την Ουάσιγκτον. (Ο Καραμανλής) θεωρεί ότι η Βρετανία είναι υποχρεωμένη να παρέμβει και να σταματήσει τις ενισχύσεις του τουρκικού στρατού».
Τηλεγράφημα του Τάσκα στον Κίσιγκερ – 24 Ιουλίου 1974
«Μίλησα με τον πρωθυπουργό Καραμανλή και του μετέφερα την επιστολή του προέδρου (Νίξον). Οταν διάβασε το γράμμα, εξέφρασε την βαθιά του ευαρέσκεια για το περιεχόμενο. Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και υπολογίζει πολύ στην βοήθεια της μεγάλης φίλης χώρας, των Ην. Πολιτειών. Του είπα ότι ο πρόεδρος (Νίξον) είχε πάντα την καλύτερη των εντυπώσεων γι’ αυτόν και τα επιτεύγματά του. Ο Καραμανλής είπε ότι η πολιτική υποδομή της χώρας του χρειάζεται να οικοδομηθεί ξανά. Στη συνέχεια, μου διάβασε τον κατάλογο με τα ονόματα των υπουργών. Είπε ότι η επιλογή δεν έγινε με πολιτικά κριτήρια. Είπε πως ελπίζει να πείσει τον Γιάννη Πεσματζόγλου να αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών. Του είπα ότι και με τον Ζολώτα υπουργό Συντονισμού, θα έχει στην κυβέρνηση του δύο πρώτης τάξης οικονομολόγους. Αναχωρώντας, συνάντησα τον υπουργό Αμυνας Αβέρωφ, ο οποίος εξέφρασε γνήσια ικανοποίηση για την φιλική επιστολή του Ετσεβίτ στον Καραμανλή».
Τηλεγράφημα του Τάσκα στον Κίσιγκερ – 24 Ιουλίου 1974.
«Ο Αβέρωφ μου είπε ότι μόλις μίλησε με τον Ντενκτάς, παλιό του φίλο, για ανανέωση της φιλίας τους. Μου είπε ότι ο Ετσεβίτ είναι καλός του φίλος και τον φιλοξένησε στο σπίτι του, στο Μέτσοβο. Ο Κανελλόπουλος, ο Μαύρος και Αβέρωφ ήρθαν ομαδικά και με βρήκαν και μου εξέφρασαν βαθιές ευχαριστίες για τον μεγάλο ρόλο που έπαιξα για την επιστροφή της Δημοκρατίας στην Ελλάδα».
Τηλεγράφημα του Τάσκα στον Κίσιγκερ – 26 Ιουλίου 1974, Ωρα: 7.55 μ.μ.
«Η συζήτηση μου με τον υπουργό Αμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ, επιβεβαίωσε τους φόβους μου ότι η κυβέρνηση Καραμανλή αντιμετωπίζει σοβαρότατο πρόβλημα επιβίωσης τις επόμενες ημέρες, ίσως και αύριο. Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να προσφέρουμε την μεγαλύτερη μας βοήθεια στον Καραμανλή ενόψει της σύγκρουσης (με τους στρατιωτικούς). Ο Αβέρωφ μου ζήτησε να μεταφέρουμε στον αρχηγό στρατού, Γαλατσάνο, ισχυρό υποστηρικτή του Ιωαννίδη, ότι εάν οι στρατιωτικοί ανατρέψουν την κυβέρνηση (Καραμανλή), οι Ην. Πολιτείες θα τερματίσουν την στρατιωτική βοήθεια (προς την Ελλάδα). Ο Αβέρωφ επιθυμεί να πούμε ότι πιστεύουμε πως ο Ιωαννίδης ήταν μία τεράστια αποτυχία και η επιστροφή του θα είναι καταστροφική για το ΝΑΤΟ και τις διμερείς μας σχέσεις».
Δημοσίευση σχολίου