Τα πέντε κρίσιμα ερωτήματα στον δρόμο προς τις εκλογές και η επόμενη μέρα για τους πρωταγωνιστές της κάλπης.
Γιώργος ΣκαφιδάςΉταν 2 Ιουλίου του 1993, ημέρα προσευχής – καθότι Παρασκευή – για τους μουσουλμάνους, όταν ένας όχλος από φανατικούς σουνίτες επιτέθηκε στο ξενοδοχείο «Madimak Otel» στη Σεβάστεια όπου ήταν προγραμματισμένο να διεξαχθεί εκδήλωση αλεβιτών διανοουμένων με τη συμμετοχή του συγγραφέα Αζίζ Νεσίν.
Εξαγριωμένοι από την παρουσία του Νεσίν, που είχε τολμήσει να μεταφράσει στα τουρκικά τους «Σατανικούς Στίχους» του Σαλμάν Ρουσντί, εκατοντάδες – εάν όχι χιλιάδες – φανατικοί πολιόρκησαν το ξενοδοχείο βάζοντάς του φωτιά… με την ανοχή, όπως καταγγέλλεται, των αρχών της Σεβάστειας.
Ο Νεσίν (συγγραφέας βιβλίων όπως είναι, μεταξύ άλλων, και το «Κρεμάστε τους σαν τα τσαμπιά» που εξιστορεί τον διωγμό των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη) τελικώς διέφυγε ζωντανός από το φλεγόμενο κτήριο. Τριανταπέντε άλλοι Αλεβίτες ωστόσο, δεν στάθηκαν το ίδιο τυχεροί, και άφησαν την τελευταία τους πνοή εκεί, μέσα στις φλόγες, με τα γεγονότα εκείνης της αποφράδας ημέρας να μένουν στην ιστορία γνωστά ως η σφαγή της Σεβάστειας.
Δήμαρχος της Σεβάστειας εκείνες τις ταραχώδεις ημέρες του 1993 ήταν ένας ισλαμιστής/σουνίτης πολιτικός ονόματι Τεμέλ Καραμολάογλου, προερχόμενος από το Κόμμα Ευημερίας (Refah Partisi, RP) του Νετσμετίν Ερμπακάν.
Από τη «σφαγή» στη συμπόρευση
Εν έτει 2023, τριάντα χρόνια έπειτα από την σφαγή της Σεβάστειας, ο (81χρονος πια) Τεμέλ Καραμολάογλου πήρε θέση μπροστά στις κάμερες, ως ηγέτης πλέον του ισλαμοσυντηρητικού Κόμματος Ευδαιμονίας (Saadet), και ανακοίνωσε ότι ο κοινής αποδοχής υποψήφιος της τουρκικής αντιπολίτευσης για την προεδρία ενάντια στον Ερντογάν, θα είναι… ένας αλεβίτης: ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου με τη Μεράλ Ακσενέρ και τον Τεμέλ Καραμολάογλου
Δίπλα τους την περασμένη Δευτέρα, κατά την ανακοίνωση του κοινού υποψηφίου της ενωμένης αντιπολίτευσης των «έξι» για την τουρκική προεδρία, οι κ.κ. Καραμολάογλου και Κιλιτσντάρογλου είχαν μια μάλλον ετερόκλιτη «εθνική συμμαχία» (Millet Ittifaki) πολιτικών δυνάμεων, αποτελούμενη από: κοσμικιστές/κεμαλιστές (CHP), εθνικιστές/ακροδεξιούς (Ακσενέρ/İYİ), κεντροδεξιούς (Ουισάλ/DP), συντηρητικούς ισλαμιστές (Saadet) και πρώην υπουργούς του Ερντογάν (Μπαμπατζάν/DEVA, Νταβούτογλου/Gelecek).
Για πρώτη φορά στα τουρκικά χρονικά, μια «συμμαχία» πολιτικών δυνάμεων που είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, έρχεται να συμπαραταχθεί πίσω από έναν κοινό πολιτικό/εκλογικό στόχο, τον οποίο είναι πιθανό μάλιστα να στηρίξουν με την ψήφο τους ακόμη και οι Κούρδοι του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP), ενισχύοντας έτσι την πολυσυλλεκτικότητα του αντι-Ερντογάν αντιπολιτευόμενου μετώπου στον δρόμο προς τις διπλές (βουλευτικές και προεδρικές) εκλογές της 14ης Μαΐου.
Εάν εμπιστευθούμε, δε, τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις, τότε ο 74χρονος ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου διατηρεί προβάδισμα δέκα ή και παραπάνω ποσοστιαίων μονάδων έναντι του Ερντογάν.
Επί του πρακτέου, βέβαια, και ανεξάρτητα από την όποια εικόνα των σφυγμομετρήσεων, η πορεία της Τουρκίας τους προσεχείς μήνες δεν θα είναι περίπατος αλλά, πιο πολύ, κούρσα ταχύτητας σε αχαρτογράφητο ναρκοπέδιο.
Τα κρίσιμα ερωτήματα
Ακριβώς δύο μήνες πριν από τις εκλογές της 14ης Μαΐου, ένα σετ από βασικά ερωτήματα έρχεται να διαμορφώσει το πλαίσιο όσων θα μπορούσαν να συμβούν:Θα καταφέρει η αντιπολίτευση των «έξι» της «Συμμαχίας του Έθνους» (Millet Ittifaki) να παραμείνει συσπειρωμένη απέναντι στη «Συμμαχία του Λαού» (Cumhur Ittifaki) των κ.κ. Ερντογάν (AKP) και Μπαχτσελί (MHP);
Θα καταφέρουν οι Κούρδοι, πρακτικά, να πάρουν μέρος στις εκλογές (καθότι εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης απαγόρευσης του HDP στις 11 Απριλίου);
Που θα πάει η κουρδική ψήφος; Θα στηρίξουν οι ψηφοφόροι του HDP την υποψηφιότητα του Κιλιτσντάρογλου;
Θα στιγματιστούν οι εκλογές από φαινόμενα βίας και/ή καταγγελίες για νοθεία;
Και τι θα γίνει στην Τουρκία εάν, τελικώς, χάσει ο Ερντογάν;
Κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα βρέθηκαν στο επίκεντρο εκδήλωσης/συζήτησης που διοργάνωσε στις 9 Μαρτίου η αμερικανική δεξαμενή σκέψης FFD – Foundation for Defense of Democracies, υπό τον τίτλο «Η Τουρκία μετά τον Ερντογάν», με τη συμμετοχή των: Σινάν Τζίντι (FFD, Marine Corps University), Αρνί Μπάρκι (Council on Foreign Relations, Lehigh University), Μερβέ Ταχιρόγλου (Project on Middle East Democracy) και Νέιτ Σένκαν (Freedom House).
«Η Τουρκία μετά τον Ερντογάν»
«Έχουμε ένα Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο που είναι γεμάτο με οπαδούς του Ερντογάν. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι αυτοί θα εφαρμόσουν τον εκλογικό νόμο; Θα επιτραπεί στους Κούρδους του HDP να πάρουν μέρος στις εκλογές; Θα επιτραπούν παρατηρητές, ώστε να διασφαλιστεί ότι η ψηφοφορία θα είναι δίκαιη και ελεύθερη; Τι θα γίνει με τους ψηφοφόρους στις σεισμόπληκτες ζώνες; Και αν υποθέσουμε ότι έχουμε μια καθαρή νίκη της αντιπολίτευσης, τι κάνει ο Ερντογάν;», διερωτάται, από την πλευρά του, ο Σινάν Τζίντι, υπογραμμίζοντας ότι η διαδικασία αλλαγής φρουράς στην εξουσία υπό αυτό το νέο σύστημα της εκτελεστικής υπερπροεδρίας που κόμισε ο Ερντογάν δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ ξανά στο παρελθόν.
Δίπλα τους την περασμένη Δευτέρα, κατά την ανακοίνωση του κοινού υποψηφίου της ενωμένης αντιπολίτευσης των «έξι» για την τουρκική προεδρία, οι κ.κ. Καραμολάογλου και Κιλιτσντάρογλου είχαν μια μάλλον ετερόκλιτη «εθνική συμμαχία» (Millet Ittifaki) πολιτικών δυνάμεων, αποτελούμενη από: κοσμικιστές/κεμαλιστές (CHP), εθνικιστές/ακροδεξιούς (Ακσενέρ/İYİ), κεντροδεξιούς (Ουισάλ/DP), συντηρητικούς ισλαμιστές (Saadet) και πρώην υπουργούς του Ερντογάν (Μπαμπατζάν/DEVA, Νταβούτογλου/Gelecek).
Για πρώτη φορά στα τουρκικά χρονικά, μια «συμμαχία» πολιτικών δυνάμεων που είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, έρχεται να συμπαραταχθεί πίσω από έναν κοινό πολιτικό/εκλογικό στόχο, τον οποίο είναι πιθανό μάλιστα να στηρίξουν με την ψήφο τους ακόμη και οι Κούρδοι του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP), ενισχύοντας έτσι την πολυσυλλεκτικότητα του αντι-Ερντογάν αντιπολιτευόμενου μετώπου στον δρόμο προς τις διπλές (βουλευτικές και προεδρικές) εκλογές της 14ης Μαΐου.
Εάν εμπιστευθούμε, δε, τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις, τότε ο 74χρονος ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου διατηρεί προβάδισμα δέκα ή και παραπάνω ποσοστιαίων μονάδων έναντι του Ερντογάν.
Επί του πρακτέου, βέβαια, και ανεξάρτητα από την όποια εικόνα των σφυγμομετρήσεων, η πορεία της Τουρκίας τους προσεχείς μήνες δεν θα είναι περίπατος αλλά, πιο πολύ, κούρσα ταχύτητας σε αχαρτογράφητο ναρκοπέδιο.
Τα κρίσιμα ερωτήματα
Ακριβώς δύο μήνες πριν από τις εκλογές της 14ης Μαΐου, ένα σετ από βασικά ερωτήματα έρχεται να διαμορφώσει το πλαίσιο όσων θα μπορούσαν να συμβούν:Θα καταφέρει η αντιπολίτευση των «έξι» της «Συμμαχίας του Έθνους» (Millet Ittifaki) να παραμείνει συσπειρωμένη απέναντι στη «Συμμαχία του Λαού» (Cumhur Ittifaki) των κ.κ. Ερντογάν (AKP) και Μπαχτσελί (MHP);
Θα καταφέρουν οι Κούρδοι, πρακτικά, να πάρουν μέρος στις εκλογές (καθότι εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης απαγόρευσης του HDP στις 11 Απριλίου);
Που θα πάει η κουρδική ψήφος; Θα στηρίξουν οι ψηφοφόροι του HDP την υποψηφιότητα του Κιλιτσντάρογλου;
Θα στιγματιστούν οι εκλογές από φαινόμενα βίας και/ή καταγγελίες για νοθεία;
Και τι θα γίνει στην Τουρκία εάν, τελικώς, χάσει ο Ερντογάν;
Κάποια από τα παραπάνω ερωτήματα βρέθηκαν στο επίκεντρο εκδήλωσης/συζήτησης που διοργάνωσε στις 9 Μαρτίου η αμερικανική δεξαμενή σκέψης FFD – Foundation for Defense of Democracies, υπό τον τίτλο «Η Τουρκία μετά τον Ερντογάν», με τη συμμετοχή των: Σινάν Τζίντι (FFD, Marine Corps University), Αρνί Μπάρκι (Council on Foreign Relations, Lehigh University), Μερβέ Ταχιρόγλου (Project on Middle East Democracy) και Νέιτ Σένκαν (Freedom House).
«Η Τουρκία μετά τον Ερντογάν»
«Έχουμε ένα Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο που είναι γεμάτο με οπαδούς του Ερντογάν. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι αυτοί θα εφαρμόσουν τον εκλογικό νόμο; Θα επιτραπεί στους Κούρδους του HDP να πάρουν μέρος στις εκλογές; Θα επιτραπούν παρατηρητές, ώστε να διασφαλιστεί ότι η ψηφοφορία θα είναι δίκαιη και ελεύθερη; Τι θα γίνει με τους ψηφοφόρους στις σεισμόπληκτες ζώνες; Και αν υποθέσουμε ότι έχουμε μια καθαρή νίκη της αντιπολίτευσης, τι κάνει ο Ερντογάν;», διερωτάται, από την πλευρά του, ο Σινάν Τζίντι, υπογραμμίζοντας ότι η διαδικασία αλλαγής φρουράς στην εξουσία υπό αυτό το νέο σύστημα της εκτελεστικής υπερπροεδρίας που κόμισε ο Ερντογάν δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ ξανά στο παρελθόν.
Αναφερόμενος στο θέμα της κουρδικής ψήφου και, πιο συγκεκριμένα, στις «περίπου 6 εκατομμύρια ψήφους που αντιπροσωπεύουν οι Κούρδοι» στην Τουρκία, ο Αρνί Μπάρκι βλέπει με ανησυχία την επιλογή της 11ης Απριλίου ως ημερομηνίας εκδίκασης της υπόθεσης που σχετίζεται με την επαπειλούμενη απαγόρευση του HDP. Κι αυτό διότι ως τα μέσα Απριλίου, τα κόμματα που θέλουν να πάρουν μέρος στις τουρκικές εκλογές θα έχουν καταθέσει στο Ανώτατο Εκλογικό Συμβούλιο τις λίστες με τους υποψηφίους τους. Εάν το HDP απαγορευθεί, «τι θα συμβεί με τους υποψήφιους του», διερωτάται ο Μπάρκι, υπογραμμίζοντας ότι μέρος της κουρδικής ψήφου θα μπορούσε να πάει στο CHP από τη στιγμή που δεν θα υπάρχουν πια τα χρονικά περιθώρια για την έγκαιρη δημιουργία ενός άλλου φιλοκουρδικού κόμματος πριν από τις κάλπες της 14ης Μαΐου.
Το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα ανησυχεί για το μέλλον του
«Το HDP (σ.σ. το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα δηλαδή σήμερα στην τουρκική εθνοσυνέλευση, πίσω από τα AKP και CHP) ακόμη δεν γνωρίζει αν θα λάβει μέρος στις εκλογές ή όχι, λόγω της πολιτικά υποκινούμενης υπόθεσης κλεισίματος…», καταγγέλλει, από την πλευρά του, με ανακοίνωση που εξέδωσε στις 10 Μαρτίου, το γραφείο της αντιπροσωπείας του HDP στις Βρυξέλλες, αποτυπώνοντας έτσι πόσο ρευστό εξακολουθεί να είναι πρακτικά το προεκλογικό τοπίο στη γείτονα μόλις δύο μήνες πριν από τις κάλπες.
Τρεις φάσεις
Η τουρκική εκλογική αναμέτρηση αναμένεται να εξελιχθεί σε τρεις φάσεις, με διαδοχικούς σταθμούς: όσα πρόκειται να συμβούν έως και τις 13 Μαΐου, όσα θα συμβούν την ημέρα των εκλογών, και όλα όσα θα ακολουθήσουν μετεκλογικά.
Οι κ.κ. Αρνί Μπάρκι και Σινάν Τζίντι θεωρούν όντως πιθανό το ενδεχόμενο να απαγορευθεί με δικαστική απόφαση το HDP πριν από τις κάλπες. Ο Μπάρκι, από την πλευρά του, θεωρεί ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε παράλληλα να επιχειρήσει προεκλογικά «να στήσει και μια κρίση στη Βόρεια Συρία και να μετακινήσει εκεί στρατεύματα» κυνηγώντας την εθνικιστική ψήφο, πλην όμως κάτι τέτοιο πλέον καθίσταται λιγότερο πιθανό λόγω των καταστροφικών σεισμών της 6ης Φεβρουαρίου αλλά και στη σκιά της επίσκεψης που πραγματοποίησε ο Αμερικανός στρατηγός Μάρκ Μίλεϊ στη Βόρεια Συρία μέσα στον μήνα Μάρτιο στέλνοντας έτσι ένα μήνυμα «αποτροπής» με πολλούς δυνητικούς αποδέκτες σε Άγκυρα, Μόσχα και Δαμασκό.
Ο Σινάν Τζίντι εκτιμά ότι, με φόντο πια την καταστροφή που άφησαν πίσω τους οι σεισμικές δονήσεις της 6ης Φεβρουαρίου και με δεδομένη τη διεθνή βοήθεια που εκείνες ενεργοποίησαν συνακόλουθα υπέρ της Τουρκίας, ο Ερντογάν θα επιλέξει προεκλογικά να απέχει από τη δημιουργία αντιδυτικών, αντιαμερικανικών ή αντι-ισραηλινών εντυπώσεων που θα μπορούσαν όμως να εργαλειοποιηθούν, υπό άλλες συνθήκες, προς άγραν ψήφων.
Εντός των τουρκικών συνόρων ωστόσο, το περιβάλλον Ερντογάν μπορεί, με πολιορκητικό κριό υπουργούς όπως είναι ο ΥΠΕΣ Σουλεϊμάν Σοϊλού, να αρχίσει να ανεβάζει εκ νέου τους τόνους ενάντια σε «εσωτερικούς εχθρούς» (βλ. ΛΟΑΤΚΙ, πρόσφυγες κ.ά.) σε μια προσπάθεια να συσπειρώσει την ισλαμοεθνικιστική αλλά και την ευρύτερα συντηρητικοί ψήφο (ως συντηρητικοί λογίζονται, για παράδειγμα, μεταξύ άλλων και πολλοί Κούρδοι ψηφοφόροι).
Το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα ανησυχεί για το μέλλον του
«Το HDP (σ.σ. το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα δηλαδή σήμερα στην τουρκική εθνοσυνέλευση, πίσω από τα AKP και CHP) ακόμη δεν γνωρίζει αν θα λάβει μέρος στις εκλογές ή όχι, λόγω της πολιτικά υποκινούμενης υπόθεσης κλεισίματος…», καταγγέλλει, από την πλευρά του, με ανακοίνωση που εξέδωσε στις 10 Μαρτίου, το γραφείο της αντιπροσωπείας του HDP στις Βρυξέλλες, αποτυπώνοντας έτσι πόσο ρευστό εξακολουθεί να είναι πρακτικά το προεκλογικό τοπίο στη γείτονα μόλις δύο μήνες πριν από τις κάλπες.
Τρεις φάσεις
Η τουρκική εκλογική αναμέτρηση αναμένεται να εξελιχθεί σε τρεις φάσεις, με διαδοχικούς σταθμούς: όσα πρόκειται να συμβούν έως και τις 13 Μαΐου, όσα θα συμβούν την ημέρα των εκλογών, και όλα όσα θα ακολουθήσουν μετεκλογικά.
Οι κ.κ. Αρνί Μπάρκι και Σινάν Τζίντι θεωρούν όντως πιθανό το ενδεχόμενο να απαγορευθεί με δικαστική απόφαση το HDP πριν από τις κάλπες. Ο Μπάρκι, από την πλευρά του, θεωρεί ότι ο Ερντογάν θα μπορούσε παράλληλα να επιχειρήσει προεκλογικά «να στήσει και μια κρίση στη Βόρεια Συρία και να μετακινήσει εκεί στρατεύματα» κυνηγώντας την εθνικιστική ψήφο, πλην όμως κάτι τέτοιο πλέον καθίσταται λιγότερο πιθανό λόγω των καταστροφικών σεισμών της 6ης Φεβρουαρίου αλλά και στη σκιά της επίσκεψης που πραγματοποίησε ο Αμερικανός στρατηγός Μάρκ Μίλεϊ στη Βόρεια Συρία μέσα στον μήνα Μάρτιο στέλνοντας έτσι ένα μήνυμα «αποτροπής» με πολλούς δυνητικούς αποδέκτες σε Άγκυρα, Μόσχα και Δαμασκό.
Ο Σινάν Τζίντι εκτιμά ότι, με φόντο πια την καταστροφή που άφησαν πίσω τους οι σεισμικές δονήσεις της 6ης Φεβρουαρίου και με δεδομένη τη διεθνή βοήθεια που εκείνες ενεργοποίησαν συνακόλουθα υπέρ της Τουρκίας, ο Ερντογάν θα επιλέξει προεκλογικά να απέχει από τη δημιουργία αντιδυτικών, αντιαμερικανικών ή αντι-ισραηλινών εντυπώσεων που θα μπορούσαν όμως να εργαλειοποιηθούν, υπό άλλες συνθήκες, προς άγραν ψήφων.
Εντός των τουρκικών συνόρων ωστόσο, το περιβάλλον Ερντογάν μπορεί, με πολιορκητικό κριό υπουργούς όπως είναι ο ΥΠΕΣ Σουλεϊμάν Σοϊλού, να αρχίσει να ανεβάζει εκ νέου τους τόνους ενάντια σε «εσωτερικούς εχθρούς» (βλ. ΛΟΑΤΚΙ, πρόσφυγες κ.ά.) σε μια προσπάθεια να συσπειρώσει την ισλαμοεθνικιστική αλλά και την ευρύτερα συντηρητικοί ψήφο (ως συντηρητικοί λογίζονται, για παράδειγμα, μεταξύ άλλων και πολλοί Κούρδοι ψηφοφόροι).
Περιμένοντας τα χειρότερα
Αν και αισιόδοξη κατά τα λοιπά, η Μερβέ Ταχιρόγλου ανησυχεί για όσα μπορεί να γίνουν την ίδια την ημέρα των εκλογών, που έχουν προγραμματιστεί για τις 14 Μαΐου. Η διευθύντρια του Προγράμματος Τουρκίας της ΜΚΟ «Project on Middle East Democracy – POMED» φοβάται ότι μπορεί ξαφνικά να πέσει μαύρο στα τουρκικά social media κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης των ψήφων. Η ίδια ανησυχεί, επίσης, για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσουν τα πρώτα μετεκλογικά 24ωρα όχι οι Τούρκοι στρατιώτες αλλά οι δυνάμεις της αστυνομίας που ελέγχονται από το υπουργείο Εσωτερικών.
«Το πιο σημαντικό σε αυτές τις εκλογές είναι να διασφαλιστεί ότι θα υπάρχει τουλάχιστον ένας ανεξάρτητος παρατηρητής σε κάθε κάλπη σε κάθε εκλογικό κέντρο. Η Τουρκία έχει περίπου 200.000 κάλπες. Στις εκλογές του 2018, περίπου 11.000 από αυτά τα κουτιά επιβλέπονταν μόνον από διορισμένους από την κυβέρνηση αξιωματούχους», σημειώνει η Ταχιρόγλου, εγείροντας ανησυχίες περί ενδεχόμενης νόθευσης του εκλογικού αποτελέσματος.
Ενδεχόμενη απώλεια της τουρκικής προεδρίας ισοδυναμεί, πάντως, με «υπαρξιακή απειλή» για τον ίδιο τον Ερντογάν, όπως σημειώνει από την πλευρά του ο Σινάν Τζίντι, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι έπειτα από 20 χρόνια στο τιμόνι της χώρας το περιβάλλον Ερντογάν θα έκανε τα πάντα, θεμιτά και αθέμιτα, προκειμένου να κρατηθεί στην εξουσία.
Αισιοδοξία
Ακόμη και μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ωστόσο, η Μερβέ Ταχιρόγλου δηλώνει αισιόδοξη ότι η αντιπολίτευση αυτήν τη φορά θα νικήσει. «Βλέπω τον Ερντογάν και τον Μπαχτσελί να έχουν απέναντί τους όχι έναν αλλά οχτώ ηγέτες», σημειώνει, αναφερόμενη στους ηγέτες των έξι κομμάτων της «Συμμαχίας του Έθνους» στους οποίους όμως προσθέτει και τους προερχόμενους από το CHP δημάρχους της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, και της Άγκυρας, Μανσούρ Γιαβάς, που έχει διαρρεύσει ότι θα έχουν ενισχυμένο κυβερνητικό ρόλο μετεκλογικά σε περίπτωση ήττας του Ερντογάν.
Τι θα κάνει, όμως, η ενωμένη αντιπολίτευση, εάν τελικώς καταφέρει να επικρατήσει στην κάλπη; Έπειτα από περίπου δύο δεκαετίες ερντογανισμού, μια αλλαγή στην κορυφή θα ισοδυναμούσε με είσοδο σε αχαρτογράφητα νερά, όχι μόνο για τη νεοεκλεγείσα ηγεσία αλλά και για την Τουρκία ως χώρα συνολικότερα.
Νέα ηγεσία; Παλαιά προβλήματα
Μια νέα ηγεσία στην Τουρκία πρόκειται να βρεθεί αντιμέτωπη, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων της, με σειρά παλαιών προβλημάτων. Η επούλωση των πληγών που άφησαν πίσω οι πρόσφατες σεισμικές δονήσεις αναμένεται να βρεθεί, εκ των πραγμάτων, στην κορυφή των πιο άμεσων χρονικά προτεραιοτήτων, ακολουθούμενη από τα επίσης δύσκολα στοιχήματα της επούλωσης των πληγών που έχει αφήσει πίσω της η 20ετής διακυβέρνηση Ερντογάν στην οικονομία, στον κρατικό μηχανισμό, στις δημόσιες υπηρεσίες και στις σχέσεις της χώρας με τους «έξω».
Για να μπορέσει να επαναφέρει, όπως έχει διαμηνύσει ότι θέλει να κάνει, το σύστημα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που κατήργησε ο Ερντογάν, η συμμαχία των έξι θα πρέπει είτε να προκαλέσει νέο δημοψήφισμα (πράγμα όμως για το οποίο χρειάζεται τα 3/5 της εθνοσυνέλευσης) είτε να αλλάξει «απευθείας» εκ νέου το Σύνταγμα (πράγμα όμως για το οποίο χρειάζεται τα 2/3 της εθνοσυνέλευσης). Εάν δεν έχει στη διάθεσή της τις προαναφερθείσες πλειοψηφίες, τα περιθώρια των κινήσεων σε αυτό το μέτωπο θα είναι για εκείνη περιορισμένα.
Αλλά και στο μέτωπο των σχέσεων με τους «έξω», η όποια νέα (περισσότερο φιλοδυτική σε σχέση με τον Ερντογάν) τουρκική ηγεσία δεν θα είναι εύκολο να κάνει άμεσα στροφές 180 μοιρών. Η Τουρκία έχει άλλωστε «ανοιχτεί» τα περασμένα χρόνια σε πολλά μέτωπα (βλ. της Συρίας, της Λιβύης, του Κυπριακού και των Βαρωσίων, των σχέσεων με τη Ρωσία και με το Ιράν, της Χαμάς κ.ά.) στα οποία δεν θα είναι εύκολο να αλλάξει γραμμή άμεσα.
Ο Σινάν Τζίντι εκτιμά, για παράδειγμα, ότι ακόμη και με πρόεδρο τον Κιλιτσντάρογλου η τουρκική ηγεσία θα μπορούσε να επιχειρήσει να χρησιμοποιήσει τους ρωσικούς S-400 ως διαπραγματευτικό χαρτί έναντι της Δύσης, με φόντο παράλληλα και όλα τα άλλα μεγάλα ζητήματα (ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, οριοθετήσεις ΑΟΖ, αμερικανικά F-16, εκσυγχρονισμός τελωνειακής ένωσης με ΕΕ και βίζα, ένταξη Σουηδίας στο ΝΑΤΟ εάν όχι και Φινλανδίας κ.ά.) τα οποία θα συνεχίσουν, προφανώς, να παραμένουν ανοιχτά το προσεχές διάστημα ως εκκρεμότητες… επιδεχόμενες πολιτικής εργαλειοποίησης και εκμετάλλευσης…
Δημοσίευση σχολίου