Λυγερός Σταύρος
Όπως αποδείχθηκε και από το τουρκικό διάβημα στον Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα, το καθεστώς Ερντογάν όχι μόνο επιμένει να διατηρεί την απαίτησή του για αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του ανατολικού Αιγαίου, αλλά και κλιμακώνει τις πιέσεις του προς αυτή την κατεύθυνση. Το δυσάρεστο για την ελληνική πλευρά είναι ότι αυτή η τουρκική απαίτηση έχει βρει εν μέρει υποστήριξη από τη Δύση. Προφανώς, ΗΠΑ και ΕΕ απορρίπτουν τον τουρκικό μαξιμαλισμό ότι εάν τα νησιά δεν αποστρατιωτικοποιηθούν θα πάψουν να αναγνωρίζονται ως ελληνικά. Δεν απορρίπτουν, όμως, μία “μερική αποστρατιωτικοποίηση”.
Όπως συμβαίνει κατά κανόνα, πριν μία διεκδίκηση σε βάρος της Ελλάδας καταστεί επίσημη θέση της Άγκυρας, ακούγεται από ανεπίσημα χείλη. Για πρώτη φορά, λοιπόν, πριν σχεδόν δύο χρόνια, είχε ακουστεί από τουρκικά χείλη ότι εάν η Ελλάδα δεν προχωρήσει σε αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου θα έχει παραβιάσει τις συνθήκες, με τις οποίες της παραχωρήθηκαν και ως εκ τούτου η παραχώρηση θα πάψει να ισχύει! Τη θέση αργότερα εξέφρασε και ο Τσαβούσογλου, προσδίδοντάς της επίσημο χαρακτήρα.
Από την πρώτη στιγμή είχα επισημάνει πως εκείνη η ανεπίσημη δήλωση ήταν προάγγελος κλιμάκωσης του τουρκικού επεκτατισμού. Από το 1973-74 η Άγκυρα ήγειρε επεκτατικές διεκδικήσεις αναφορικά με τον εναέριο χώρο, το FIR και την υφαλοκρηπίδα. Το 1996, η Άγκυρα κλιμάκωσε με τη θεωρία των “γκρίζων ζωνών”, διεκδικώντας ένα μεγάλο αριθμό νησίδων και βραχονησίδων.
Πριν, λοιπόν, ένα χρόνο, με την επιστολή που κατέθεσε στον ΟΗΕ ο εκεί μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας πρέσβης Σινιρλίογλου, η Άγκυρα έκανε το μεγάλο βήμα και κατέστησε την ανεπίσημη θέση επίσημη πολιτική, ανοίγοντας τον δρόμο για τα όσα συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα με κορύφωση το τουρκικό διάβημα. Αυτό, άλλωστε, είχε συμβεί και με τη θεωρία περί “γκρίζων ζωνών”. Τέσσερα χρόνια πριν προβληθεί ως επίσημη θέση της Άγκυρας, την είχε προαναγγείλει ένας Τούρκος ναύαρχος, αλλά στην Αθήνα είχε περάσει “ντούκου”.
Είναι εδώ και πολύ καιρό ξεκάθαρο από αλυσίδα επίσημων δηλώσεων ότι η Άγκυρα έχει μετατρέψει την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών σε αιχμή του διπλωματικού της δόρατος. Πρόκειται για ζήτημα-κλειδί της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής και κατ’ επέκταση της ελληνοτουρκικής διένεξης. Είναι κοινό μυστικό, μάλιστα, πως κατά καιρούς ασκούνται στην Αθήνα πιέσεις από το Βερολίνο και από την Ουάσιγκτον για να αποδεχθεί “μερική αποστρατιωτικοποίηση”.
Υπενθυμίζουμε τη δήλωση Πομπέο ότι «πρέπει να μειώσουμε το στρατιωτικό αποτύπωμα παντού και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διπλωματικά μέσα, όχι στρατιωτικά». Η δήλωση εκείνη, σε συνδυασμό με την κυβερνητική σιωπή, είχε τροφοδοτήσει σχετικά δημοσιεύματα, υποχρεώνοντας τον πρεσβευτή Πάιατ να προβεί σε διάψευση μέσω Twitter: «Η Αμερική δεν κάνει τέτοιες προτάσεις (για αποστρατιωτικοποίηση). Μια ασφαλής και ισχυρή Ελλάδα είναι προς το συμφέρον της Αμερικής».
Η προφανής παγίδα
Μετά την κρίση στα Ίμια (1996), οι Αμερικανοί είχαν ρίξει στο τραπέζι την πρόταση η Ελλάδα να αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αφήνοντας εκεί μόνο τις δυνάμεις που προβλέπουν οι Συνθήκες της Λωζάννης (του 1923 για το βορειοανατολικό Αιγαίο) και των Παρισίων (του 1947 για τα Δωδεκάνησα). Σε αντάλλαγμα, οι Τούρκοι θα απέσυραν τη Στρατιά του Αιγαίου στο εσωτερικό και τον αποβατικό στόλο τους από τα μικρασιατικά παράλια.
Αν και τότε οι γνωστοί κύκλοι στην Αθήνα συζητούσαν με διάθεση να αποδεχθούν αυτή την πρόταση, η παγίδα ήταν πολύ προφανής. Δεν χρειάζονται στρατιωτικές γνώσεις για να δούμε ότι σε περίπτωση κρίσης οι τουρκικές χερσαίες δυνάμεις και ο αποβατικός στόλος θα μπορούσαν να επιστρέψουν σε 24 ώρες, ή έστω ημέρες, απέναντι από τα ελληνικά νησιά, ενώ ο επανεξοπλισμός των νησιών θα απαιτούσε μήνες, εάν ποτέ καθίστατο εφικτός.
Έτσι, στο διπλωματικό παρασκήνιο είχε πέσει δεύτερη πρόταση. Τότε, η κυβέρνηση Σημίτη είχε προτείνει την παραπομπή στη Χάγη της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της κυριαρχίας των Ιμίων. Για να διευκολύνει την υιοθέτηση της πρότασης από τους Τούρκους, μάλιστα, η Αθήνα είχε απελευθερώσει το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο της ΕΕ προς την Τουρκία, που μέχρι τότε μπλόκαρε.
Οι Τούρκοι, όμως, είχαν άλλα σχέδια. Στόχος τους ήταν να παραπεμφθεί στη Χάγη η αποστρατικοποίηση των νησιών. Ήθελαν να εκμεταλλευθούν την ασθενή νομική θέση της Ελλάδας για το ζήτημα, προκειμένου να θέσουν τα νησιά σε καθεστώς ομηρίας και κατ’ επέκταση να μπορούν να εκβιάζουν αποτελεσματικά την Αθήνα. Αν η αποστρατιωτικοποίηση πήγαινε πακέτο με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η Άγκυρα εκτιμούσε (όχι αβάσιμα) πως μάλλον θα έχανε το έλασσον και θα κέρδιζε το μείζον, δηλαδή την αποστρατιωτικοποίηση.
Τί προβλέπουν οι συνθήκες
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μία παρένθεση. Η Συνθήκη της Λωζάννης προβλέπει ότι στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου μπορούν να υπάρχουν μόνο δυνάμεις από ντόπιους στρατεύσιμους. Η δε Συνθήκη των Παρισίων προβλέπει για τα Δωδεκάνησα την ύπαρξη δυνάμεων εσωτερικής ασφαλείας, όχι στρατού. Οι δεσμεύσεις αυτές είχαν επιβληθεί, επειδή οι Τούρκοι είχαν υποστηρίξει ότι τα νησιά μπορεί να χρησιμοποιηθούν από την Ελλάδα ως βάση εισβολής στη Μικρά Ασία. Σήμερα ο ισχυρισμός αυτός προκαλεί μόνο γέλια.
Μέχρι το 1974, τα νησιά ήταν αποστρατιωτικοποιημένα. Μετά το 1974 η τουρκική απειλή κατέστη συγκεκριμένη όχι μόνο λόγω της εισβολής στην Κύπρο, αλλά και λόγω του ότι το 1975 συστάθηκε η στρατιά του Αιγαίου με ισχυρό αποβατικό στόλο και με ξεκάθαρο στόχο τα ελληνικά νησιά. Έτσι, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να τα οχυρώσει. Νομικά στηρίζεται στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που υπερισχύει των συνθηκών και ο οποίος προβλέπει το δικαίωμα κάθε κράτους στην άμυνα.
Η ελληνική πλευρά έχει νομικά το δικαίωμα να αρνηθεί την παραπομπή του συγκεκριμένου θέματος, γιατί δεν έχει αναγνωρίσει στο Διεθνές Δικαστήριο δικαιοδοσία για θέματα άμυνας. Πολιτικά, όμως, είχε βρεθεί σε μειονεκτική θέση, επειδή η ίδια η Αθήνα έχει αναγάγει τη Χάγη σε κεντρικό διπλωματικό εργαλείο επίλυσης των ελληνοτουρκικών. Αυτό είχε φανεί από όταν οι Αμερικανοί στη δεκαετία του 1990 είχαν υιοθετήσει την τουρκική απαίτηση και πίεζαν τον τότε υπουργό Εξωτερικών Πάγκαλο να αναγνωρίσει στη Χάγη και δικαιοδοσία για θέματα άμυνας, ή να αρχίσει μία συνολική διαπραγμάτευση για το Αιγαίο. Όταν ο Πάγκαλος είχε αρνηθεί, η Ουάσιγκτον είχε ζητήσει και επισήμως να παραπεμφθούν στη Χάγη όλες οι «εδαφικές διαφορές»!
Δικαιολογημένα ο τότε Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ είχε δηλώσει ότι εκείνη «η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ πλησιάζει τις τουρκικές θέσεις», προσθέτοντας με εμφανή ικανοποίηση ότι γι’ αυτό και είχε προκαλέσει σοκ στην Αθήνα. Κι όμως, η εξέλιξη εκείνη δεν ήταν έκπληξη. Από την άνοιξη του 1996 και επανειλημμένως είχα γράψει στην “Καθημερινή” και στον “Επενδυτή” ότι η Ουάσιγκτον θα προωθούσε τη φόρμουλα του πακέτου, δηλαδή την παραπομπή στη Χάγη αθροιστικά όλων των θεμάτων που θα έθετε η μία και η άλλη πλευρά, μετατρέποντας τη Χάγη σε μπούμεραγκ για την ελληνική διπλωματία.
Αποστρατιωτικοποίηση και “επιθετικά” όπλα
Αυτά τότε. Ισχύουν ακριβώς τα ίδια και σήμερα; Η απάντηση είναι όχι. Μπορεί και σήμερα οι Τούρκοι να θέτουν ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης, αλλά γνωρίζουν ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αφοπλίσει τα νησιά. Γιατί το θέτουν τότε; Το θέτουν όχι τόσο για να πάρουν κάποιο αντάλλαγμα κάπου αλλού, όσο επειδή ελπίζουν ότι υπό το κράτος του φόβου η Αθήνα μπορεί να αποσύρει σιωπηλά από τα νησιά τα λεγόμενα “επιθετικά” όπλα, δηλαδή οπλικά συστήματα που μπορούν να πλήξουν στόχους στη ζώνη των μικρασιατικών ακτών. Με άλλα λόγια δεν τους ενδιαφέρουν οι στρατιώτες, αλλά οι πύραυλοι.
Κυρίως, όμως, το θέτουν για να αποτρέψουν τη μετατροπή των νησιών σ’ αυτό που μπορούν να μετατραπούν: σε μία αλυσίδα βάσεων πυραυλικών συστημάτων (εδάφους-εδάφους, εδάφους-αέρος και εδάφους-θαλάσσης), τα οποία θα αποτελούν την καλύτερη αποτροπή. Κι αυτό, επειδή θα μπορούν να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό το Αιγαίο σε αέρα και θάλασσα, αλλά και να πλήξουν με ακρίβεια ζωτικούς στόχους σε μεγάλο βάθος στη δυτική Τουρκία, αν όχι και ανατολικότερα.
Αυτός είναι ο δυνητικός εφιάλτης των Τούρκων στο στρατιωτικό επίπεδο. Ακόμα κι αν σε μία σύγκρουση κατάφερναν με απόβαση να καταλάβουν ένα ή και δύο ελληνικά νησιά, το στρατιωτικό και οικονομικό κόστος που θα πλήρωναν θα ήταν πολλαπλάσιο. Με άλλα λόγια, η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική θα αποκτούσε πολύ πιο αξιόπιστη βάση από ό,τι σήμερα. Η Άγκυρα θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τα στρατιωτικά νταηλίκια, με τα οποία προωθεί τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδας.
Εδώ ακριβώς “μπαίνουν στη σκηνή” η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο. Ο Πάιατ, όπως και ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα, δεν είπαν προ καιρού ψέματα όταν δήλωναν πως οι κυβερνήσεις τους δεν πιέζουν την Ελλάδα να αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, όμως, την πίεζαν να δεσμευτεί πως θα αποσύρει τα “επιθετικά” όπλα, ή τουλάχιστον πως δεν θα εγκαταστήσει “έξυπνα” πυραυλικά συστήματα στα νησιά, όπως επιβάλλει στοιχειώδης στρατιωτική και πολιτική λογική, προκειμένου η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική να καταστεί συμπαγής, αξιόπιστη και αποτελεσματική.
Αυτό το νόημα είχε η δήλωση Πομπέο περί μείωσης του στρατιωτικού αποτυπώματος. Το ίδιο νόημα έχουν και οι συναφείς δηλώσεις από εταίρους και συμμάχους. Ακριβώς γι’ αυτό, δεν αρκεί η δήλωση ότι δεν τίθεται θέμα αποστρατιωτικοποίησης. Η Αθήνα οφείλει να καταστήσει πάγια εθνική θέση ότι δεν πρόκειται να αναλάβει την οποιαδήποτε δέσμευση έναντι Τουρκίας, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ αναφορικά με την άμυνα και τον εξοπλισμό των νησιών. Αυτό ως πρώτο βήμα, γιατί το δεύτερο και σημαντικότερο είναι να μετατρέψει τα νησιά σε “αβύθιστα πυραυλοφόρα”.
Αυτά τότε. Ισχύουν ακριβώς τα ίδια και σήμερα; Η απάντηση είναι όχι. Μπορεί και σήμερα οι Τούρκοι να θέτουν ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης, αλλά γνωρίζουν ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αφοπλίσει τα νησιά. Γιατί το θέτουν τότε; Το θέτουν όχι τόσο για να πάρουν κάποιο αντάλλαγμα κάπου αλλού, όσο επειδή ελπίζουν ότι υπό το κράτος του φόβου η Αθήνα μπορεί να αποσύρει σιωπηλά από τα νησιά τα λεγόμενα “επιθετικά” όπλα, δηλαδή οπλικά συστήματα που μπορούν να πλήξουν στόχους στη ζώνη των μικρασιατικών ακτών. Με άλλα λόγια δεν τους ενδιαφέρουν οι στρατιώτες, αλλά οι πύραυλοι.
Κυρίως, όμως, το θέτουν για να αποτρέψουν τη μετατροπή των νησιών σ’ αυτό που μπορούν να μετατραπούν: σε μία αλυσίδα βάσεων πυραυλικών συστημάτων (εδάφους-εδάφους, εδάφους-αέρος και εδάφους-θαλάσσης), τα οποία θα αποτελούν την καλύτερη αποτροπή. Κι αυτό, επειδή θα μπορούν να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό το Αιγαίο σε αέρα και θάλασσα, αλλά και να πλήξουν με ακρίβεια ζωτικούς στόχους σε μεγάλο βάθος στη δυτική Τουρκία, αν όχι και ανατολικότερα.
Αυτός είναι ο δυνητικός εφιάλτης των Τούρκων στο στρατιωτικό επίπεδο. Ακόμα κι αν σε μία σύγκρουση κατάφερναν με απόβαση να καταλάβουν ένα ή και δύο ελληνικά νησιά, το στρατιωτικό και οικονομικό κόστος που θα πλήρωναν θα ήταν πολλαπλάσιο. Με άλλα λόγια, η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική θα αποκτούσε πολύ πιο αξιόπιστη βάση από ό,τι σήμερα. Η Άγκυρα θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τα στρατιωτικά νταηλίκια, με τα οποία προωθεί τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδας.
Εδώ ακριβώς “μπαίνουν στη σκηνή” η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο. Ο Πάιατ, όπως και ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα, δεν είπαν προ καιρού ψέματα όταν δήλωναν πως οι κυβερνήσεις τους δεν πιέζουν την Ελλάδα να αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, όμως, την πίεζαν να δεσμευτεί πως θα αποσύρει τα “επιθετικά” όπλα, ή τουλάχιστον πως δεν θα εγκαταστήσει “έξυπνα” πυραυλικά συστήματα στα νησιά, όπως επιβάλλει στοιχειώδης στρατιωτική και πολιτική λογική, προκειμένου η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική να καταστεί συμπαγής, αξιόπιστη και αποτελεσματική.
Αυτό το νόημα είχε η δήλωση Πομπέο περί μείωσης του στρατιωτικού αποτυπώματος. Το ίδιο νόημα έχουν και οι συναφείς δηλώσεις από εταίρους και συμμάχους. Ακριβώς γι’ αυτό, δεν αρκεί η δήλωση ότι δεν τίθεται θέμα αποστρατιωτικοποίησης. Η Αθήνα οφείλει να καταστήσει πάγια εθνική θέση ότι δεν πρόκειται να αναλάβει την οποιαδήποτε δέσμευση έναντι Τουρκίας, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ αναφορικά με την άμυνα και τον εξοπλισμό των νησιών. Αυτό ως πρώτο βήμα, γιατί το δεύτερο και σημαντικότερο είναι να μετατρέψει τα νησιά σε “αβύθιστα πυραυλοφόρα”.
Δημοσίευση σχολίου