Η δημόσια συζήτηση καταπιάνεται με μια εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη απόφαση για τα εξοπλιστικά, ενώ στο περιβάλλον αυτής της συζήτησης, υπάρχουν φωνές που επιμένουν να αναδεικνύουν μια διαφορετική τεχνική προσέγγιση που θα έπρεπε να κυριαρχήσει, προκειμένου να καταστεί λειτουργικό, αποτελεσματικό και εν τέλει περισσότερο εύχρηστο ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα, που θα αντιστοιχίζεται με τις αμυντικές ανάγκες της χώρας και που δεν θα αγνοεί τάσεις και δεδομένα της νέας εποχής…
Αυτή η συζήτηση είναι πρωθύστερη. Επιπροσθέτως είναι και ανεπαρκής. Κυρίως γιατί σε αυτόν τον τόπο, δεν συζητήσαμε ποτέ σοβαρά πάνω στα κρίσιμα ζητήματα που αντιμετωπίζουν την εθνική άμυνα, ΟΧΙ ως διπλωματική υποχρέωση της χώρας έναντι των «συμμάχων» της, οι οποίοι είναι ταυτόχρονα και παραγωγοί οπλικών συστημάτων, ΑΛΛΑ ως θεματοφύλακα της στρατηγικής της επιβίωσης και φυσικά ως εγγυητή της γεωστρατηγικής ενδυνάμωσης του Ελληνισμού, στο περιφερειακό σύστημα ισχύος.
Προφανώς μια τέτοια συζήτηση, δεν γίνεται στο παραπέντε μιας μεγάλης αγοράς, ιδιαίτερα όταν στο παρασκήνιο κονταροχτυπιούνται συμφέροντα και η πολιτική ηγεσία αισθάνεται «υποχρεωμένη» να κάνει διαχείριση ισορροπιών, αλλά και ενός πορτοφολιού που δεν μπορεί να δει με αισιοδοξία τις υποχρεώσεις της επόμενης μέρας. Πολύ δε περισσότερο, μια τέτοια συζήτηση δεν μπορεί να προκληθεί από ένα πολιτικό προσωπικό που απεδείχθη ανεπίδεκτο μαθήσεως αλλά και απρόθυμο να ασχοληθεί σοβαρά με τις νέες ιστορικές προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η πατρίδα μας.
Έτσι… Δυστυχώς ΚΑΙ το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα, αντιμετωπίζεται πρωτίστως ως διακρατική εμπορική πράξη και ΟΧΙ ως μέρος μιας νέας, συνολικής και επικαιροποιημένης αντίληψης, η οποία δεν καλείται να διαχειριστεί απλώς έναν αμυντικό επιχειρησιακό σχεδιασμό, αλλά επιστρατεύεται για να προωθήσει ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό περιφερειακό όραμα στο περιβάλλον μιας νέας ισορροπίας ισχύος.
Αυτή η αντίληψη, πίσω και πέρα από τα όποια ταρατατζούμ, ισοδυναμεί με διαχείριση ήττας και αυτό για τρεις κυρίως λόγους:
- Πριν απ’ όλα γιατί η εξοπλιστική παρακαταθήκη που διαθέτει η χώρα, αποσυνδέεται πλήρως από την πολιτική αποφασιστικότητα του πολιτικού της προσωπικού να την χρησιμοποιήσει στοχευμένα, αξιοποιώντας το μάξιμουμ της αποτελεσματικότητάς της και προϊδεάζοντας τον αντίπαλο για το δυσβάστακτο κόστος που θα έχει γι’ αυτόν, κάθε πιθανή απερισκεψία του.
- Δεύτερον γιατί οι ισχύοντες κανόνες εμπλοκής, παραμένουν φοβικοί, άτολμοι, μη επικαιροποιημένοι, προβλέψιμοι και ως εκ τούτου απολύτως διαχειρίσιμοι στην κλιμάκωση που επιχειρούν τα τουρκικά επιτελεία. Η πρόσφατη πολυεπίπεδη κρίση στο Αιγαίο άλλωστε, επιβεβαίωσε με τρόπο απόλυτο και δραματικό αυτό το συμπέρασμα. Οι Τούρκοι «διάβασαν» το εύρος των επιχειρησιακών μας ανοχών και προφανώς εξεπλάγησαν ευχάριστα από την ευκολία με την οποία οι Ελληνικές «κόκκινες γραμμές» μετατοπίζονται στα όρια των πειρατικών τους επιδιώξεων.
- Τρίτον γιατί ο πολύ κακός συνδυασμός της λάθος ανάγνωσης που παραμένει κυρίαρχη, αναφορικά με τις πραγματικές προθέσεις των Τούρκων από την μια, και της ολοκληρωτικής ενσωμάτωσης των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στον συμμαχικό επιχειρησιακό σχεδιασμό από την άλλη, είναι η καταστροφική συνταγή που ακυρώνει και παροπλίζει την χώρα σε ένα περιβάλλον ανεπίτρεπτων ψευδαισθήσεων, ενώ σε καμία περίπτωση δεν σηματοδοτεί πολλαπλασιαστή ισχύος, παρά τους κούφιους και ανέξοδους πανηγυρισμούς.
Πρώτον: Το παραμύθι με τον αμυντικό χαρακτήρα των εξοπλισμών θα πρέπει να τελειώσει οριστικά. Η Ελλάδα οφείλει να υιοθετήσει έναν πρωτοποριακό ΜΙΚΤΟ σχεδιασμό (αμυντικό αλλά και επιθετικό) ΤΟΣΟ στην διάταξη ισχύος, ΟΣΟ και στην συνολική εξοπλιστική της φιλοσοφία.
Η ενσωμάτωση της ιδέας του Πρώτου Συντριπτικού Στρατηγικού Πλήγματος η οποία επιβάλλεται να υιοθετηθεί, δεν θα πρέπει να είναι απλώς μια διακηρυγμένη πρόθεση η οποία σταδιακά θα διολισθήσει στην αυτοεξάλειψή της, αλλά μια συνολικά διαφορετική φιλοσοφία που θα αποπνέεται παντού και θα μεγιστοποιεί στο έπακρο το διαρκές αίσθημα ανασφάλειας του αντιπάλου.
Δεύτερον: Το τρισάθλιο ιδεολόγημα του συμβιβασμού που νομιμοποίησε στρατηγικές υπαναχωρήσεις και συνοψίζεται στο αφήγημα που λέει πως: «ΔΕΝ διεκδικούμε τίποτε αλλά και ΔΕΝ παραχωρούμε τίποτε και σε κανέναν», θα πρέπει να τελειώσει χθες.
Η Ελλάδα οφείλει να διεκδικεί τα ιστορικά της Δίκαια που καταπατήθηκαν, όπως και το δικαίωμά της σε ανεμπόδιστη άσκηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς. Οι φωνές που επιδιώκουν να αναγορεύσουν το αυτονόητο σε ταμπού, δεν έχουν και δεν πρέπει να έχουν καμιά απολύτως θέση στην χώρα.
Προφανώς οφείλουμε ως χώρα να υπερασπιστούμε τα εθνικά χωρικά μας ύδατα, στα όρια που μας υπαγορεύει το Διεθνές Δίκαιο πως είναι νόμιμο και απαραίτητο να τα επεκταθούν. Και οφείλουμε να τα υπερασπιστούμε με τρόπο παραδειγματικό, έτσι ώστε να καταλάβουν οι πάντες ότι σε περίπτωση παραβίασης, τρίτη προειδοποίηση ΔΕΝ πρόκειται να υπάρξει. Αυτό θα έκανε κάθε χώρα σε αυτόν τον πλανήτη που σέβεται τον εαυτό της στοιχειωδώς. Αυτό ακριβώς οφείλει να κάνει και η δική μας η χώρα. Αυτό παζαρεύουμε;;; Το αυτονόητο;;;
Έχουμε καταλάβει ότι γελάνε και οι πεταλίδες που κόλλησαν στα ύφαλα των τουρκικών βαποριών, όταν δηλώνουμε ότι θα ασκήσουμε το δικαίωμά μας «όταν το αποφασίσουμε»;;;
Έχουμε καταλάβει ότι όσο εμείς αμπελοφιλοσοφούμε με σοβαροφάνεια ως δήθεν «συνετά σκεπτόμενοι» στρατηγιστές, οι Τούρκοι συσσωρεύουν τετελεσμένα που δεν ανατρέπονται;;;
Δεν αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς συζητάμε… Την παραχώρηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων δια της μεθόδου της μη άσκησης;;; Είπε κανείς ότι αυτού του είδους η παραχώρηση είναι λιγότερο γκρίζα από την παραχώρηση του Σημίτη στα Ίμια και ότι ένα συνυποσχετικό ντροπής θα είναι λιγότερο ταπεινωτικό από την ντροπή του πρακτικού της Μαδρίτης;;;
Επιτέλους ας σοβαρευτούμε…
Και κυρίως ας ξεκαθαρίσουμε άπαξ και δια παντός, πως η δήθεν «συνετή» αντίληψη που συντηρεί και αναπαράγει την ολέθρια υπεκφυγή με την προσχηματική επίκληση της αυτονόητης παραδοχής που λέει πως, «ότι ανακηρύξουμε έχουμε και την υποχρέωση να το υπερασπιστούμε γι αυτό καλύτερα να μην το ανακηρύξουμε», δεν συνιστά σύνεση αλλά φτηνή μπακαλίστικη κουτοπονηριά, που επί της ουσίας νομιμοποιεί την εκχώρηση κάτω από το τραπέζι. Προφανώς και έχουμε υποχρέωση να υπερασπιστούμε τα αυτονόητα. Αλλά…
Υπερασπίζομαι τα αυτονόητα, ΔΕΝ σημαίνει απλώς «δηλώνω παρουσία όταν αυτά παραβιάζονται» παίζοντας έτσι το παιχνίδι του αντιπάλου ο οποίος επιδιώκει μέσα από ένα σκηνικό κατατριβής δυνάμεων να μονιμοποιεί το «δικαίωμά» του σε διαρκή αμφισβήτηση.
Υπερασπίζομαι τα αυτονόητα, σημαίνει πως συμπεριφέρομαι με όρους εθνικά κυρίαρχου κράτους. Σημαίνει πως ότι παραβιάζει συνειδητά και σκόπιμα την επικράτειά μου, προειδοποιείται… προειδοποιείται… και τελικά καταρρίπτεται ή βυθίζεται, ώστε να μην υπάρξει δεύτερη φορά.
Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση προφανώς διαθέτει πλεόνασμα σοβαροφάνειας, ψευδονηφαλιότητας και υποκρισίας, αλλά συνιστά μακροχρόνια παραίτηση και εν τέλει ΕΚΧΩΡΗΣΗ, με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Μια τέτοια προσέγγιση, μας θυμίζει ότι η Αλεξανδρούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Λάρισα αλλά και Κρήτη, υφίστανται ακόμη ως τμήματα της Ελληνικής επικράτειας, επειδή απλώς δεν απειλήθηκαν. Μόνο που αυτό το status, δεν είναι διαρκές για όσους αντιμετωπίζουν φοβικά τα αυτονόητα.
Τα Ίμια στο όνομα του ΜΗ πολέμου, έγιναν γκρίζα. Το καθεστώς συγκεκριμένων νήσων και νησίδων αμφισβητείται συστηματικά. Η λογική της σύνεσης ΔΕΝ το εξαίρεσε από το μενού του βουλιμικού αντιπάλου. Στην Κύπρο ο Αττίλας εδραιώνει τετελεσμένα και τα εθνικά χρώματα της Θράκης, αμφισβητούνται με όχημα την «συνετή» στάση απέναντι σε διαρκείς προκλήσεις κατά την διάρκεια των δεκαετιών που προηγήθηκαν. Έτσι θα συνεχίσουμε;;; Υποκρινόμενοι πως δεν βλέπουμε ότι το τέλος του δρόμου είναι κοντά σε μια διαδρομή που ακολουθήσαμε και η οποία ήταν σπαρμένη με αυταπάτες;;;
Τρίτον: Η Ελλάδα οφείλει να δραπετεύσει οριστικά από τον αστερισμό της καταστροφικής υποχωρητικότητας και να υιοθετήσει επιτέλους το ΔΙΚΟ της casus belli. Οι προκλήσεις πληθαίνουν ανησυχητικά και είναι αδύνατον η χώρα να συνεχίσει να πορεύεται με όχημα τις αυταπάτες της, παραδομένη στον παρασιτικό προστατευτισμό που έχει επιδεινώσει δραματικά την μεταπολεμική της θέση.
Η πατρίδα μας οφείλει να κατανοήσει ότι το Τουρκικό casus belli δεν προέκυψε για να θεμελιώσει το δικαίωμα της Τουρκικής «άμυνας» έναντι μιας απροσδιόριστης δήθεν «απειλής» από την φοβική και άτολμη Ελλάδα. Το Τουρκικό casus belli είναι αμιγώς επιθετική στρατηγική, στην οποία η Τουρκία επιχειρεί να δώσει χαρακτηριστικά νομιμοφάνειας. Το Τουρκικό casus belli, είναι το εργαλείο ενός άλλου Αττίλα μέσω του οποίου η Τουρκική Εξωτερική πολιτική κλιμάκωσε τις διαχρονικές διεκδικήσεις της και στην εποχή της κλιμάκωσης της νεο-οθωμανικής επιθετικότητας, αναγορεύεται σε εργαλείο μέσα από το οποίο αμφισβητείται συνολικά η γεωπολιτική υπόσταση της Ελλάδας.
Η επιθετική – απειλητική φυσιογνωμία αυτής της ενεργής απειλής, ΔΕΝ αντιμετωπίζεται με ψευδαισθήσεις και με την απατηλή προσδοκία της τυπικής ανάκλησης της απόφασης της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης.
Πρώτον γιατί επί της ουσίας η απειλή παραμένει ενεργή και απολύτως επικαιροποιημένη και…
Δεύτερον διότι το Τουρκικό casus belli, διαπερνά πλέον συνολικά την Τουρκική Εξωτερική πολιτική, παράγοντας συγκεκριμένα αποτελέσματα στην Συρία, στο Ιράκ, στην Λιβύη, στην Αρμενία, αλλά ΚΑΙ στο Αιγαίο… ΚΑΙ στην Κύπρο… ΚΑΙ στην ΝΑ Μεσόγειο… ΚΑΙ αλλού… Και μόνο οι πεφωτισμένοι εγκέφαλοι των «συνετών» της Αθήνας επιμένουν να μην το αντιλαμβάνονται.
Το Ελληνικό casus belli…
Ως οργανικό και αναπόσπαστο στοιχείο ενός πλήρως αναθεωρημένου και επικαιροποιημένου Νέου Εθνικού Αμυντικού Δόγματος, μέρος του οποίου θα είναι και το Αρχιπελαγικό Αμυντικό Δόγμα, είναι η μόνη σοβαρή απάντηση την οποία οφείλει να δώσει μια χώρα που σέβεται τον εαυτό της, που δηλώνει αποφασισμένη να υπερασπιστεί την κυριαρχία της και διεκδικεί ρόλο και λόγο στις περιφερειακές εξελίξεις της επόμενης μέρας.
Είναι ταυτόχρονα μία επιλογή που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη της και στην εκφυλιστική επίδραση των φοβικών συνδρόμων τα οποία συντηρούνται επιμελώς από τα ευαγή ιδρύματα και τους ευαγείς στρατηγιστές που απεραντολογούν αδιάκοπα αλλά παραμένουν απρόθυμοι να συνεκτιμήσουν τις συνέπειες των ευφυολογημάτων τους στην ιστορική διαδρομή αυτού του τόπου.
Και φυσικά είναι μια επιλογή που από μια μεριά καταδεικνύει αποφασιστικότητα στην υπεράσπιση των αυτονόητων και στην περαιτέρω ισχυροποίησή τους με τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου και από την άλλη υποδηλώνει την απόλυτη και κατηγορηματική άρνηση αποδοχής τετελεσμένων, που θίγουν τα συμφέροντα του Ελληνισμού και διαρρηγνύουν τους όρους της στρατηγικής του ενότητας και συνοχής.
Έτσι… Σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία που η Τουρκική διοίκηση εδραιώνει ήδη τα τετελεσμένα του Αττίλα στα Κατεχόμενα, με την ανοχή και την συγκατάθεση του χρεοκοπημένου ΟΗΕ, η Αθήνα οφείλει να δηλώσει απερίφραστα…
Όχι μονάχα την πρόθεσή της να εφαρμόσει τα νόμιμα στο Αρχιπέλαγος αλλά παράλληλα με αυτό…
Να υπενθυμίσει στους πάντες ότι ο τερματισμός της Κατοχής στην Κύπρο και η υλοποίηση των αρχικών ψηφισμάτων του ΟΗΕ, θα πρέπει να θεωρείται δεδομένος, ΕΙΤΕ με εργαλείο την αποφασιστική στάση της Διεθνούς κοινότητας, ΕΙΤΕ με την δημοσιοποίηση της ιστορικής δέσμευσης της Ελλάδας για απελευθέρωση των Κατεχομένων και οριστική εκδίωξη του Αττίλα από το νησί.
Επίλογος…
Ένας επίλογος που απευθύνεται κυρίως σε όσους εκλαμβάνουν βιαστικά και αβασάνιστα, όλα τα παραπάνω ως αδιέξοδες και απερίσκεπτα πολεμοχαρείς λογικές και αντιλήψεις. Απέναντί μας κύριοι υπάρχει η Τουρκία. Μια δύναμη η οποία οδηγεί συστηματικά σε ναυάγιο τις ψευδαισθήσεις περί συνεννόησης και κατευνασμού. Και αυτό ακριβώς θα συνεχίσει να κάνει, διότι η επιδίωξή της είναι να αφανίσει γεωπολιτικά τον Ελληνισμό (Ελλάδα και Κύπρο) ή να τον καθυποτάξει πλήρως σε ένα καθεστώς άβουλης και πλήρους δορυφοροποίησης, διότι έτσι και μόνον έτσι μπορεί να προσβλέπει στην ευόδωση του ιστορικού ρόλου τον οποίο ή ίδια επιφυλάσσει στον εαυτό της και θεωρεί ότι αυτός ο ρόλος θα πρέπει ντε φάκτο να της αναγνωριστεί.
Όποιος συνεχίζει να επενδύει σε αυταπάτες έχοντας απέναντί του έναν τέτοιο γείτονα, συντηρεί την ψευδαίσθηση ότι αγοράζει χρόνο ενώ στην ουσία αυτό που κάνει είναι να προσφέρει απροβλημάτιστα στην Τουρκική Εξωτερική πολιτική τον γεωπολιτικό χρόνο που της είναι απαραίτητος προκειμένου να δημιουργήσει τις ευκαιρίες ώστε να δρομολογήσει ανατροπές που θα τροποποιήσουν δραματικά και αμετάκλητα τον περιφερειακό χάρτη.
Αυτό το λάθος, δεν θα πρέπει να το κάνει η χώρα μας, γιατί αυτήν την φορά θα είναι μοιραίο. Η Ελλάδα οφείλει να προετοιμάζεται σε κάθε επίπεδο για την αποτελεσματική προάσπιση των Εθνικών της Δικαίων. Πολιτικά, διπλωματικά και επιχειρησιακά. Κυρίως οφείλει να προετοιμάσει και να επικαιροποιεί διαρκώς την Στρατηγική της Μοιραίας Νύχτας. Η μεγάλη ευκαιρία του Ιουλίου του 2016 χάθηκε, διότι την κρίσιμη στιγμή που η πατρίδα μας όφειλε να ανασκουμπωθεί και να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων, το πολιτικό της προσωπικό προτίμησε να εκφωνεί πανηγυρικούς για την Δημοκρατία στην Τουρκία του Ισλαμοφασίστα Ερντογάν.
Η διαφαινόμενη ανατροπή του Ερντογάν, είναι φανερό πως θα δημιουργήσει μια νέα ιστορική ευκαιρία και αυτήν την φορά το κρίσιμο timing δεν θα πρέπει να χαθεί. Η Ελλάδα οφείλει να διδαχτεί ΚΑΙ από την εμπειρία της αλλά ΚΑΙ από το τίμημα της αναποφασιστικότητας και της ατολμίας της, και να αλλάξει ρότα. Αυτήν την φορά, οι προϋποθέσεις είναι ακόμη πιο ευνοϊκές. Οι μεταβολές που έχουν συντελεστεί στην περιφερειακή ισορροπία, είναι το πολύτιμο εργαλείο που μπορούν και θα πρέπει να αξιοποιήσουν τα ιστορικά έθνη της περιοχής, για να ξεμπερδέψουν οριστικά με τον νεο-οθωμανικό Εφιάλτη. Θα το τολμήσουμε;;;
Δημοσίευση σχολίου