Τάρκας Αλέξανδρος
Η προγραμματιζόμενη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στην Άγκυρα «υπό προϋποθέσεις» και «αν το επιτρέψουν οι συνθήκες», είναι χρήσιμη θεωρητικά, υπό το πρίσμα της διατήρησης διαύλων επικοινωνίας με έναν δύστροπο και επικίνδυνο γείτονα. Ο διάλογος είναι καλύτερος από τη στρατιωτική ένταση, ή ένα αεροναυτικό δυστύχημα ή, πιθανώς, και από τη λανθασμένη εικόνα στη διεθνή κοινότητα περί ελληνικής αδιαλλαξίας.
Όμως, πρακτικά, τα διπλωματικά ρίσκα είναι πολλά και μεγάλα, είτε η επίσκεψη αναβληθεί, είτε πραγματοποιηθεί τελικά. Σε περίπτωση αναβολής, η τουρκική προπαγάνδα θα καταλογίσει στην Ελλάδα άρνηση διαλόγου, σε αντίθεση με υποτιθέμενες κινήσεις της Άγκυρας για αποκλιμάκωση. Ασφαλώς, δεν θα είναι η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που η τουρκική πλευρά θα αντιστρέφει την πραγματικότητα.
Το πρόβλημα, ωστόσο, στην παρούσα συγκυρία είναι ότι οι επαφές σε υψηλό πολιτικό επίπεδο αποτελούσαν μέρος των άτυπων συνεννοήσεων των διπλωματικών συμβούλων Ελένης Σουρανή και Ιμπραχήμ Καλίν, πριν και μετά τη μυστική συνάντηση του Βερολίνου, τον Ιούλιο του 2020. Οι δύο στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Τούρκου προέδρου Ερντογάν είχαν αξιολογήσει –μετά την κρίση των τουρκολιβυκών μνημονίων του Νοεμβρίου 2019– πως η ένταση θα μπορούσε να εκτονωθεί με τέσσερα βήματα:
- Πρώτον, την αναβίωση των διερευνητικών συνομιλιών που ανεστάλησαν το 2016.
- Δεύτερον, την επανάληψη των πολιτικών διαβουλεύσεων, στο επίπεδο των γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, που τελευταία φορά είχαν πραγματοποιηθεί τον Ιανουάριο του 2020 και, νωρίτερα, τον Απρίλιο 2019, παρά τη συμφωνία επαφών κάθε έξι μήνες.
- Τρίτον, με την επανεξέταση μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) στρατιωτικής φύσης.
- Τέταρτον, με συνάντηση του Νίκου Δένδια με τον ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν.
Η άτυπη συμφωνία Σουρανή-Καλίν δεν υλοποιήθηκε το καλοκαίρι και τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο του 2020, λόγω των παραβιάσεων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας από το Oruc Reis. Υπήρξε όμως επιβεβαίωση της συμφωνίας από την ελληνική πλευρά και διμερώς και προς τους ενδιαφερόμενους μεσολαβητές (ΗΠΑ, Γερμανία), πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2020.
Οι δε αποφάσεις του, με κατάργηση της πολιτικής κυρώσεων και επανεξέταση των ευρωτουρκικών σχέσεων στη σύνοδο της 25ης Μαρτίου 2021, άνοιξαν τον δρόμο διαλόγου Αθήνας-Άγκυρας «μετά την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος τουρκικής συμμόρφωσης». Αν και πραγματική συμμόρφωση δεν υπήρξε, οι διερευνητικές επανελήφθησαν στις 25 Ιανουαρίου και 16 Μαρτίου και οι πολιτικές διαβουλεύσεις στις 17 Μαρτίου.
Η επανεξέταση ΜΟΕ εκκρεμεί (διεξάγονται πάντως παρόμοιες συζητήσεις στον μηχανισμό αποκλιμάκωσης στο ΝΑΤΟ) και το επόμενο ορόσημο είναι η συνάντηση Δένδια-Τσαβούσογλου στις 14 Απριλίου. Επομένως, αφού η Αθήνα αναίρεσε de facto από τον Δεκέμβριο ως σήμερα τις περισσότερες προϋποθέσεις ύφεσης και τουρκικής συμμόρφωσης που η ίδια είχε θέσει, θα είναι δύσκολο να εξηγήσει διεθνώς πιθανή απόφαση αναβολής της επίσκεψης Δένδια. Η τουρκική προπαγάνδα θα αφηνιάσει και η ΕΕ, η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο θα χρεώσουν στην κυβέρνηση αντιπαραγωγική πολιτική.
Από την άλλη πλευρά, η μετάβαση στην Άγκυρα του Νίκου Δένδια (αποτελούσε και αποτελεί ανάχωμα σε ακραίες σκέψεις και λάθη του πρωθυπουργικού επιτελείου) κρύβει μέγιστους κινδύνους. Το Μαξίμου δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει ποιο είναι το όριο των “ανεκτών” τουρκικών προκλήσεων και φυσιολογικών συνθηκών που επιτρέπουν διάλογο σε υψηλό επίπεδο.
Παραμένει η τουρκική απειλή
Εφόσον οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου και οι υπερπτήσεις κατοικημένων νησιών συνεχίζονται ακόμα και τις παραμονές της επίσκεψης, γίνονται αποδεκτές σαν νέα κανονικότητα των διμερών σχέσεων; Πλέον η Αθήνα καταδικάζει μόνον τις υπερπτήσεις ηπειρωτικών περιοχών, όπως στον Έβρο πέρυσι; Επίσης, το Μαξίμου δεν έχει αναλογιστεί τι θα συμβεί στο ενδεχόμενο προκλήσεων, λίγες ώρες πριν από το ταξίδι Δένδια ή κατά τη διάρκειά του.
Αντιθέτως, κατά τις συνομιλίες του στην Άγκυρα τον Απρίλιο του 2005, ο υπουργός Εξωτερικών Πέτρος Μολυβιάτης είχε εξουδετερώσει, εν τη γενέσει τους, κάποιες προκλήσεις στα Ίμια, σε περίοδο που ο Ερντογάν δεν ήλεγχε καν τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του. Και τον Ιανουάριο του 2008, πριν και μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, δεν σημειώθηκε κανένα περιστατικό τουρκικής παραβατικότητας.
Ορισμένοι ξένοι διπλωμάτες στην Αθήνα υποστηρίζουν πως η Ελλάδα δεν ριψοκινδυνεύει κάτι ιδιαίτερο στη συνάντηση Δένδια-Τσαβούσογλου. Αφενός προβλέπουν πως θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμφωνία για δευτερεύοντα συνοριακά θέματα, αφετέρου κρίνουν ότι μόνον η πολιτική εξουσία μετρά πια στην Τουρκία, οι δε επαφές μεταξύ υπηρεσιακών παραγόντων δεν έχουν βαρύτητα. Ίσως έχουν δίκιο στα δευτερεύοντα και τα διαδικαστικά, αλλά όχι στο πρωτεύον ζήτημα της τουρκικής απειλής. Αυτή μετρά.
Δημοσίευση σχολίου