ARIS MESSINIS via Getty Images
Το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αμφότερες οι πλευρές -υπέρμαχοι και αρνητές - παρουσίασαν τα επιχειρήματα τους, εντός και εκτός κοινοβουλίου, εστιάζοντας περισσότερο στην εξουδετέρωση των πολιτικών τους αντιπάλων παρά στην ουσία και συνέπειες της Συμφωνίας. Αποτελεί γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι επιφυλακτική έως και αρνητική έναντι της Συνθήκης, ενδεχομένως ορμώμενοι περισσότερο από ένστικτο και λιγότερο από μια τεκμηριωμένη ανάλυση. Η δημόσια αντιπαράθεση επιχειρημάτων υπήρξε, για άλλη μια φορά, πτωχή και επιδερμική. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι και στις ελάχιστες περιπτώσεις παραγωγικού διαλόγου, μεταξύ «τεχνοκρατών», δεν είχαμε καθαρά αποτελέσματα. Συχνά δε, η επιλογή θέσεων των συμπολιτών μας, βασίζονταν ως επί το πλείστον, σε βιωματικές εμπειρίες και παρορμήσεις, γεγονός απολύτως δικαιολογημένο για ένα θέμα με τόσο μεγάλη συναισθηματική φόρτιση.
Εκτίμηση μου είναι ότι η επιτευχθείσα συμφωνία, υπήρξε κατώτερη των στόχων που τη συγκεκριμένη περίοδο θα μπορούσαμε να επιτύχουμε ως κράτος. Η χαμηλή αυτή απόδοση οφείλεται σε πλήθος λόγων που βαρύνουν σε σημαντικό βαθμό την παρούσα κυβέρνηση. Πράγματι, βασικό μειονέκτημα της Συνθήκης αποτελεί η έμμεση αναγνώριση μιας εθνικής ταυτότητας του «άλλου» με ότι αρνητικό ενδεχομένως να επέλθει στο μέλλον. Ο συμβιβασμός στη θέμα της σύνθετης ονομασίας φαίνονταν ως αναπόφευκτος και ίσως υπό προϋποθέσεις αποδεκτός.
Σήμερα, η κύρωση της Συμφωνίας από αμφότερες τις χώρες δημιουργεί νέα δεδομένα τα οποία πρέπει να λάβουμε υπόψη και ανάλογα πλέον να προσαρμόσουμε την εθνική μας στρατηγική. Προσπάθειες επιστροφής στην αρχική αφετηρία φαίνονται ανεδαφικές εκτός εάν το άλλο μέρος, προσφέρει ανάλογες ευκαιρίες, τις οποίες και φυσικά πρέπει πάντα να είμαστε έτοιμοι να εκμεταλλευτούμε.
Δυστυχώς για άλλη μια φορά, η μακροχρόνια στρατηγική μας φαίνεται να απουσιάζει. Κόμματα, πολιτικός κόσμος αλλά και πολιτικοποιημένοι κρατικοί μηχανισμοί αδυνατούν να σχεδιάσουν και κυρίως να εφαρμόσουν με συνέπεια μια πραγματικά μακροχρόνια εθνική στρατηγική που διατηρώντας αναλλοίωτους στόχους θα προσαρμόζεται κατάλληλα στις περιστάσεις. Η στρατηγική μας περιορίζεται σε στόχους περιορισμένης εμβέλειας καθώς αδυνατούμε να διακρίνουμε το στρατηγικό βάθος και να προχωρήσουμε τολμηρά μετά το πρώτο, περισσότερο ή λιγότερο, πετυχημένο βήμα.
Η πρόσφατη ιστορία έχει αποδείξει ότι η επιτυχία είναι αποτέλεσμα συνεπούς σχεδίασης αλλά κυρίως προσεκτικής εφαρμογής και επιβραβεύεται ο «παίκτης» που αθροιστικά κάνει τα λιγότερα (σε αριθμό ή σημασία) σφάλματα. Σχεδόν ποτέ ένα ιστορικό γεγονός (μάχη, συνθήκη κλπ) δεν επέφερε το επιθυμητό ή μοιραίο αποτέλεσμα αλλά συνήθως αποτέλεσε τμήμα μιας μακράς και επίπονης διαδικασίας. Οι Συμφωνίες Λονδίνου-Ζυρίχης, προϊόν αναγκαστικού συμβιβασμού, σίγουρα δημιούργησαν μια μη επιθυμητή κατάσταση για τον κυπριακό ελληνισμό αλλά δεν επέφεραν από μόνες τους την καταστροφή. Η καταστροφή επήλθε από σωρεία λαθών μας που ακολούθησαν τις προβληματικές αυτές συνθήκες ενώ τα περισσότερα εξ΄ αυτών θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Ως εκ τούτου, σήμερα, επιβάλλεται η προσεκτική εκ μέρους μας προετοιμασία, παρακολούθηση και εφαρμογή των προβλέψεων της Συνθήκης των Πρεσπών, ώστε να μειωθούν τα (πολλά) ελαττώματα της και να υπάρξει η μέγιστη εκμετάλλευση των θετικών της σημείων. Σε τελευταία ανάλυση θεωρώ ότι το πλέον αδύναμο (σε όλα τα επίπεδα) μέρος -Σκόπια-είναι αυτό που θα πρέπει να ανησυχεί περισσότερο για την υλοποίηση των προβλέψεων της Συνθήκης και την -σε βάθος χρόνου- ενδεχόμενη απώλεια της οποιασδήποτε εθνικής του ταυτότητας.
Συμπερασματικά, δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένος με την Συνθήκη και μάλιστα είμαι απόλυτα απογοητευμένος με τον τρόπο που το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου χειρίστηκε το μακροχρόνιο αυτό πρόβλημα. Ανησυχώ όμως για το αντιπαραγωγικό διχαστικό κλίμα που καλλιεργείται και κυρίως για την παντελή έλλειψη σχεδιασμού και την αδυναμία ενεργοποίησης όλων των δυνάμεων μας για την κατάλληλη εκμετάλλευση των στοιχείων που μας παρέχει η προβληματική συμφωνία σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες διεθνείς περιστάσεις. Ίσως αδόκιμο το παράδειγμα, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω την Γερμανία του μεσοπολέμου που με αφετηρία την επώδυνη για αυτή, Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), κατόρθωσε να κυριαρχήσει, μόλις 20 χρόνια μετά, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης.
Άρα, παρά τη δίκαιη κριτική και την υπερβολική καταστροφολογία, τίποτα δεν χάθηκε οριστικά. Απλά απαιτείται ορθή κατανόηση της νέας πραγματικότητας και των νέων δεδομένων, μερική αναπροσαρμογή των μεσοπρόθεσμων στόχων και αναπροσανατολισμός των μέσων και προσπαθειών. Προπαντός όμως απαιτείται ο ορθός και ρεαλιστικός καθορισμός των μακροχρόνιων εθνικών στόχων μας, σε πνεύμα εθνικής συναίνεσης και με την πρόβλεψη θεσμικής λειτουργίας των οργάνων που θα σχεδιάσουν και θα «τρέξουν» την ανάλογη στρατηγική. Παρά τα προβλήματα, δυνατότητες υπάρχουν πολλές. Παρά τις δυσκολίες, συμπολίτες μας που θα αγωνιστούν και θα δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους υπάρχουν ακόμη περισσότεροι. Ηγέτες όμως που ψύχραιμα και σταθερά θα μας καθοδηγήσουν και θα μας οραματίσουν υπάρχουν;
*Υποστράτηγος εα, Διευθυντής Μελετών ΕΛΙΣΜΕ.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Απαιτείται ο ορθός και ρεαλιστικός καθορισμός των μακροχρόνιων εθνικών στόχων μας
Ιπποκράτης Δασκαλάκης*Το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αμφότερες οι πλευρές -υπέρμαχοι και αρνητές - παρουσίασαν τα επιχειρήματα τους, εντός και εκτός κοινοβουλίου, εστιάζοντας περισσότερο στην εξουδετέρωση των πολιτικών τους αντιπάλων παρά στην ουσία και συνέπειες της Συμφωνίας. Αποτελεί γεγονός ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι επιφυλακτική έως και αρνητική έναντι της Συνθήκης, ενδεχομένως ορμώμενοι περισσότερο από ένστικτο και λιγότερο από μια τεκμηριωμένη ανάλυση. Η δημόσια αντιπαράθεση επιχειρημάτων υπήρξε, για άλλη μια φορά, πτωχή και επιδερμική. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι και στις ελάχιστες περιπτώσεις παραγωγικού διαλόγου, μεταξύ «τεχνοκρατών», δεν είχαμε καθαρά αποτελέσματα. Συχνά δε, η επιλογή θέσεων των συμπολιτών μας, βασίζονταν ως επί το πλείστον, σε βιωματικές εμπειρίες και παρορμήσεις, γεγονός απολύτως δικαιολογημένο για ένα θέμα με τόσο μεγάλη συναισθηματική φόρτιση.
Εκτίμηση μου είναι ότι η επιτευχθείσα συμφωνία, υπήρξε κατώτερη των στόχων που τη συγκεκριμένη περίοδο θα μπορούσαμε να επιτύχουμε ως κράτος. Η χαμηλή αυτή απόδοση οφείλεται σε πλήθος λόγων που βαρύνουν σε σημαντικό βαθμό την παρούσα κυβέρνηση. Πράγματι, βασικό μειονέκτημα της Συνθήκης αποτελεί η έμμεση αναγνώριση μιας εθνικής ταυτότητας του «άλλου» με ότι αρνητικό ενδεχομένως να επέλθει στο μέλλον. Ο συμβιβασμός στη θέμα της σύνθετης ονομασίας φαίνονταν ως αναπόφευκτος και ίσως υπό προϋποθέσεις αποδεκτός.
Σήμερα, η κύρωση της Συμφωνίας από αμφότερες τις χώρες δημιουργεί νέα δεδομένα τα οποία πρέπει να λάβουμε υπόψη και ανάλογα πλέον να προσαρμόσουμε την εθνική μας στρατηγική. Προσπάθειες επιστροφής στην αρχική αφετηρία φαίνονται ανεδαφικές εκτός εάν το άλλο μέρος, προσφέρει ανάλογες ευκαιρίες, τις οποίες και φυσικά πρέπει πάντα να είμαστε έτοιμοι να εκμεταλλευτούμε.
Δυστυχώς για άλλη μια φορά, η μακροχρόνια στρατηγική μας φαίνεται να απουσιάζει. Κόμματα, πολιτικός κόσμος αλλά και πολιτικοποιημένοι κρατικοί μηχανισμοί αδυνατούν να σχεδιάσουν και κυρίως να εφαρμόσουν με συνέπεια μια πραγματικά μακροχρόνια εθνική στρατηγική που διατηρώντας αναλλοίωτους στόχους θα προσαρμόζεται κατάλληλα στις περιστάσεις. Η στρατηγική μας περιορίζεται σε στόχους περιορισμένης εμβέλειας καθώς αδυνατούμε να διακρίνουμε το στρατηγικό βάθος και να προχωρήσουμε τολμηρά μετά το πρώτο, περισσότερο ή λιγότερο, πετυχημένο βήμα.
Η πρόσφατη ιστορία έχει αποδείξει ότι η επιτυχία είναι αποτέλεσμα συνεπούς σχεδίασης αλλά κυρίως προσεκτικής εφαρμογής και επιβραβεύεται ο «παίκτης» που αθροιστικά κάνει τα λιγότερα (σε αριθμό ή σημασία) σφάλματα. Σχεδόν ποτέ ένα ιστορικό γεγονός (μάχη, συνθήκη κλπ) δεν επέφερε το επιθυμητό ή μοιραίο αποτέλεσμα αλλά συνήθως αποτέλεσε τμήμα μιας μακράς και επίπονης διαδικασίας. Οι Συμφωνίες Λονδίνου-Ζυρίχης, προϊόν αναγκαστικού συμβιβασμού, σίγουρα δημιούργησαν μια μη επιθυμητή κατάσταση για τον κυπριακό ελληνισμό αλλά δεν επέφεραν από μόνες τους την καταστροφή. Η καταστροφή επήλθε από σωρεία λαθών μας που ακολούθησαν τις προβληματικές αυτές συνθήκες ενώ τα περισσότερα εξ΄ αυτών θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Ως εκ τούτου, σήμερα, επιβάλλεται η προσεκτική εκ μέρους μας προετοιμασία, παρακολούθηση και εφαρμογή των προβλέψεων της Συνθήκης των Πρεσπών, ώστε να μειωθούν τα (πολλά) ελαττώματα της και να υπάρξει η μέγιστη εκμετάλλευση των θετικών της σημείων. Σε τελευταία ανάλυση θεωρώ ότι το πλέον αδύναμο (σε όλα τα επίπεδα) μέρος -Σκόπια-είναι αυτό που θα πρέπει να ανησυχεί περισσότερο για την υλοποίηση των προβλέψεων της Συνθήκης και την -σε βάθος χρόνου- ενδεχόμενη απώλεια της οποιασδήποτε εθνικής του ταυτότητας.
Συμπερασματικά, δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένος με την Συνθήκη και μάλιστα είμαι απόλυτα απογοητευμένος με τον τρόπο που το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού κόσμου χειρίστηκε το μακροχρόνιο αυτό πρόβλημα. Ανησυχώ όμως για το αντιπαραγωγικό διχαστικό κλίμα που καλλιεργείται και κυρίως για την παντελή έλλειψη σχεδιασμού και την αδυναμία ενεργοποίησης όλων των δυνάμεων μας για την κατάλληλη εκμετάλλευση των στοιχείων που μας παρέχει η προβληματική συμφωνία σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες διεθνείς περιστάσεις. Ίσως αδόκιμο το παράδειγμα, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω την Γερμανία του μεσοπολέμου που με αφετηρία την επώδυνη για αυτή, Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), κατόρθωσε να κυριαρχήσει, μόλις 20 χρόνια μετά, στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης.
Άρα, παρά τη δίκαιη κριτική και την υπερβολική καταστροφολογία, τίποτα δεν χάθηκε οριστικά. Απλά απαιτείται ορθή κατανόηση της νέας πραγματικότητας και των νέων δεδομένων, μερική αναπροσαρμογή των μεσοπρόθεσμων στόχων και αναπροσανατολισμός των μέσων και προσπαθειών. Προπαντός όμως απαιτείται ο ορθός και ρεαλιστικός καθορισμός των μακροχρόνιων εθνικών στόχων μας, σε πνεύμα εθνικής συναίνεσης και με την πρόβλεψη θεσμικής λειτουργίας των οργάνων που θα σχεδιάσουν και θα «τρέξουν» την ανάλογη στρατηγική. Παρά τα προβλήματα, δυνατότητες υπάρχουν πολλές. Παρά τις δυσκολίες, συμπολίτες μας που θα αγωνιστούν και θα δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους υπάρχουν ακόμη περισσότεροι. Ηγέτες όμως που ψύχραιμα και σταθερά θα μας καθοδηγήσουν και θα μας οραματίσουν υπάρχουν;
*Υποστράτηγος εα, Διευθυντής Μελετών ΕΛΙΣΜΕ.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου