Από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι σήμερα οι στόχοι της Τουρκίας στα νότια σύνορά της είναι ίδιοι. Γιατί η Άγκυρα επιλέγει τη σκληρή ρητορική αλλά την επιφυλακτική δράση. Τα λάθη των Βρετανών, η παράμετρος «πετρέλαιο» και οι κινήσεις των Κούρδων.
Πριν από 95 χρόνια, μια αντιπροσωπεία της -καταρρέουσας τότε- Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμφανίστηκε ενώπιον των Συμμαχικών Δυνάμεων σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μη διαλυθεί η αυτοκρατορία. Τονίζοντας πως οι Οθωμανοί δεν έφεραν καμία ευθύνη για τον Ευρωπαϊκό Πόλεμο, έδωσε τελεσίγραφο με το οποίο αποκήρυττε την όποια προσπάθεια αναδιανομής των οθωμανικών εδαφών στους Κούρδους, στους Έλληνες και στους Αρμένιους, τονίζοντας πως «στην Ασία, η τουρκική γη οριοθετείται στα νότια από τις επαρχίες της Μοσούλης και του Ντιγιάρμπακιρ, καθώς και από μέρος του Χαλεπιού έως και τη Μεσόγειο Θάλασσα».
Το τελεσίγραφο βεβαίως δεν έγινε δεκτό. Οι Μεγάλες Δυνάμεις έκριναν ότι οι Τούρκοι είναι ακατάλληλοι για να κυβερνήσουν άλλες φυλές -ασχέτως αν είχαν κοινή μουσουλμανική ταυτότητα- και στη συνέχεια προχώρησαν στον διαμελισμό και το μοίρασμα των λαφύρων της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες σήμερα, η Άγκυρα απευθύνεται και πάλι στη Δύση, καλώντας την να την ακολουθήσει στη διαμόρφωση της πολιτικής για την ασταθή μουσουλμανική «αυλή» της Τουρκίας. Και για μία ακόμα φορά, οι δυνάμεις της Δύσης βλέπουν με δυσπιστία την Τουρκία, περιμένοντάς την να αναλάβει την ευθύνη της για την περιοχή, αντιμετωπίζοντας την άμεση απειλή του Ισλαμικού Κράτους, αντί να επιδιώκει τη φαινομενικά ριψοκίνδυνη στρατηγική της ανατροπής της κυβέρνησης της Συρίας.
Η συμπεριφορά της Τουρκίας μπορεί να προβληματίζει και να εκνευρίζει τους ηγέτες της Δύσης, όμως ο συνδυασμός της επιφυλακτικής στάσης που τηρεί σε ό,τι αφορά την ανάληψη δράσης και το θράσος που επιδεικνύει σε επίπεδο ρητορικής, δεν είναι κάτι καινούριο και μπορεί να αποδοθεί σε πολλά από τα ίδια ζητήματα που είχε να αντιμετωπίσει η Κωνσταντινούπολη το 1919, με πρώτο τη μάχη για επικράτηση στην περιοχή της Μοσούλης.
Η μάχη για τη Μοσούλη
Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το βιλαέτι της Μοσούλης εκτεινόταν από το Ζάκο στη νοτιοανατολική Ανατολία μέχρι τον Τίγρη μέσω των Ντοχούκ, Αρμπίλ, Αλκός, Κιρκούκ, Τουζ Κορμάτο και Σουλεϊμανίγια, και κατέληγε στα δυτικά στα όρη Ζάργκος, που σχηματίζουν τα φυσικά σύνορα με το Ιράν. Αυτή η έκταση γης, που γεφύρωνε τις ξηρές αραβικές στέππες με τα εύφορα οροπέδια του Ιρακινού Κουρδιστάν, αποτελούσε θέατρο βίας πολύ πριν εμφανιστεί το Ισλαμικό Κράτος.Η περιοχή φιλοξενεί ένα μείγμα Κούρδων, Αράβων, Τουρκμένων, Γιαζίντι, Ασσυροχαλδαίων και Εβραίων, ενώ οι τουρκικές και οι περσικές φατρίες -και ενίοτε κάποια δυτική δύναμη, είτε κάτω από κάποια σημαία είτε κάτω από κάποιο επιχειρηματικό όνομα- συνεχίζουν μάταια να προσπαθούν να «δημιουργήσουν» κάποιο δημογραφικό μείγμα που να βολεύει τα συμφέροντά τους.
Την περίοδο της διαπραγμάτευσης μεταξύ της Βρετανίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την τύχη της περιοχής της Μοσούλης, Βρετανοί αξιωματούχοι που περιόδευαν στην περιοχή έγραφαν για την πανταχού παρούσα τουρκική γλώσσα. Αυτό αποτέλεσε και ένα από τα επιχειρήματα της Τουρκίας για τη διατήρηση της περιοχής υπό τουρκική κυριαρχία. Ακόμα και μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923, με την οποία η Τουρκία παραιτούνταν των δικαιωμάτων της επί των οθωμανικών εδαφών, η τουρκική κυβέρνηση συνέχισε να διεκδικεί τη Μοσούλη, φοβούμενη ότι οι Βρετανοί θα εκμεταλλεύονταν τις αυτονομιστικές τάσεις των Κούρδων για να αποδυναμώσουν περισσότερο το τουρκικό κράτος. Τελικά, βέβαια, η Τουρκία αναγκάστηκε να παραιτηθεί των διεκδικήσεών της επί της περιοχής το 1925.
Για τους Βρετανούς και τους Γάλλους, η κατά ένα μεγάλο μέρος κουρδική περιοχή θα λειτουργούσε ως «ουδέτερη ζώνη» που θα απέτρεπε την επέκταση της Τουρκίας από τη Μικρά Ασία σε περιοχές της Μεσοποταμίας, της Συρίας και της Αρμενίας.
Ο παράγοντας «πετρέλαιο»
Δεν ήταν όμως μόνο ο φόβος της τουρκικής επέκτασης που καθόρισε τη δυτική στρατηγική να κρατήσουν εκτός βορείου Ιράκ την Τουρκία. Ήδη από τον 18ο αιώνα υπήρχαν ενδείξεις ότι κοντά στην πόλη Κιρκούκ υπήρχαν τεράστιες ποσότητες πετρελαίου. Το Λονδίνο, μάλιστα, κάλεσε γεωλόγους από τη Βενεζουέλα, το Μεξικό, τη Ρουμανία και την Ινδοκίνα να μελετήσουν το Κιρκούκ και να δείξουν πού θα μπορούσαν να γίνουν γεωτρήσεις. Έτσι, στις 14 Οκτωβρίου 1927, σφραγίστηκε η μοίρα του Κιρκούκ: ένας πίδακας 43 μέτρων βγήκε από τη γη, λούζοντας τη γύρω περιοχή με περίπου 95.000 βαρέλια αργό πετρέλαιο για 10 ημέρες προτού καλυφθεί η πετρελαιοπηγή. Με το πετρέλαιο να μπαίνει πλέον και αυτό στην εξίσωση, η πολιτική κατάσταση στο Κιρκούκ έγινε ακόμα πιο εύφλεκτη.Οι Βρετανοί έφεραν κυρίως σουνίτες Άραβες να εργαστούν στις πετρελαιοπηγές, μειώνοντας σταδιακά την πλειονότητα των Κούρδων και αποδυναμώνοντας την επιρροή της μειονότητας των Τουρκμένων στην περιοχή. Το project της αραβοποίησης έλαβε νέα ώθηση όταν το κόμμα των Αράβων σοσιαλιστών, το Baath, ήλθε στην εξουσία με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1968. Δόθηκαν αραβικά ονόματα στις επιχειρήσεις, στις γειτονιές, στα σχολεία και στους δρόμους, ενώ οι νόμοι τροποποιήθηκαν έτσι ώστε να αναγκάσουν τους Κούρδους να φύγουν από το Κιρκούκ και να μεταφέρουν την ιδιοκτησία των κατοικιών και των γαιών τους στους Άραβες.
Η τακτική αυτή έγινε ακόμα πιο φρικαλέα όταν ανέλαβε την εξουσία ο Σαντάμ Χουσεΐν, ο οποίος χρησιμοποίησε χημικά όπλα κατά των κουρδικών πληθυσμών. Η ιρακινή κυβέρνηση συνέχισε το σχέδιο αραβοποίησης της περιοχής, μέχρι την κατάρρευση του καθεστώτος του Baath το 2003. Όπως ήταν φυσικό, η εκδίκηση ήταν ο πρωταρχικός στόχος όταν οι Κούρδοι άρχισαν να ξαναγυρνούν στην περιοχή και να διώχνουν με τη σειρά τους τους Άραβες.
Παρότι το πλούσιο σε πετρέλαιο Κιρκούκ και η ζώνη των διαφιλονικούμενων περιοχών που εκτείνονται από την Ντιγιάλα μέχρι τη Νινευί παραμένουν επισήμως υπό τη δικαιοδοσία της κεντρικής κυβέρνησης του Ιράκ στη Βαγδάτη, η κουρδική ηγεσία προσπαθεί να ξαναχαράξει τα σύνορα του Ιρακινού Κουρδιστάν. Μετά την εξασφάλιση της de facto αυτονομίας του Ιρακινού Κουρδιστάν, με τη δημιουργία της ζώνης απαγόρευσης πτήσεων το 1991, η επιρροή των Κούρδων άρχισε σταδιακά να διευρύνεται στις αμφιλεγόμενες περιοχές.
Η κουρδική αντιπροσώπευση αυξήθηκε μέσω πολυεθνοτικών πολιτικών συμβουλίων, λόγω και της ασφάλειας που παρείχαν στις κοινότητες των περιοχών αυτών οι Κούρδοι Πεσμεργκά, αλλά και της υπόσχεσης που έδωσαν για έσοδα από την ενέργεια, ενώ την ίδια ώρα η Βαγδάτη είχε να αντιμετωπίσει τα δικά της προβλήματα.
Η επίσημη προσάρτηση του Κιρκούκ και περιοχών της Νινευί και της Ντιγιάλα -μέρος της ευρύτερης κουρδικής στρατηγικής- θα ερχόταν εν ευθέτω χρόνω. Πράγματι, η προσδοκία ότι οι νομικές διαδικασίες της προσάρτησης θα ολοκληρώνονταν σύντομα έπεισε κάποιες ξένες ενεργειακές εταιρείες να υπογράψουν συμβόλαια με τις κουρδικές αρχές, δίνοντας τη δυνατότητα στα αμφισβητούμενα σημεία να αρχίσουν επιτέλους να υλοποιούν την ενεργειακή προοπτική της περιοχής.
Τότε, συνέβη το απροσδόκητο: τον Ιούνιο, η κατάρρευση του ιρακινού στρατού στα βόρεια υπό την πίεση του Ισλαμικού Κράτους, άφησε ορθάνοιχτα τα πετρελαιοφόρα πεδία του Κιρκούκ, δίνοντας τη δυνατότητα στους Κούρδους Πεσμεργκά –επιτέλους- να τα καταλάβουν πλήρως. Και ενώ οι Κούρδοι κάθονται... νευρικά πάνω στο «έπαθλο», η Βαγδάτη, το Ιράν, οι Άραβες της περιοχής, οι Τουρκμένοι και το Ισλαμικό Κράτος βλέπουν σαν αρπακτικά την περιοχή.
Την ίδια ώρα, μια ετερογενής εθνοφρουρά σιιτών που στηρίζονται από το Ιράν, Κούρδων μαχητών και σουνιτών μελών φυλών, προσπαθεί να βγάλει το Ισλαμικό Κράτος από την περιοχή για να μπορέσει στη συνέχεια να διευθετήσει το θέμα των ορίων της αυτονομίας των Κούρδων.
Οι σουνίτες αναμφίβολα θα απαιτήσουν μερίδιο στα πετρελαιοφόρα πεδία που σήμερα ελέγχουν οι Κούρδοι, ως πληρωμή για την εκδίωξη του Ισλαμικού Κράτους, οδηγώντας κατά πάσα βεβαιότητα σε μια αντιπαράθεση Κούρδων - σουνιτών, την οποία θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί η Βαγδάτη.
Το δίλημμα της Τουρκίας
Η κυβέρνηση στη σημερινή Τουρκία κοιτάζει το Ιράκ και τη Συρία περίπου όπως και το 1919, όταν ήθελε να διατηρήσει την τουρκική κυριαρχία στην περιοχή. Από την οπτική γωνία της Άγκυρας, η διεύρυνση της τουρκικής σφαίρας επιρροής στα γειτονικά μουσουλμανικά εδάφη είναι το αντίδοτο στα αποδυναμωμένα κράτη του Ιράκ και της Συρίας. Ακόμα και αν η Τουρκία δεν έχει πλέον τον άμεσο έλεγχο των εδαφών αυτών, ελπίζει τουλάχιστον πως θα μπορέσει έμμεσα να επιβάλει τις επιθυμίες της μέσω επιλεγμένων εταίρων - είτε πρόκειται για μια ομάδα μετριοπαθών ισλαμικών δυνάμεων στη Συρία ή στο βόρειο Ιράκ, είτε για έναν συνδυασμό Τουρκμένων και σουνιτικών φατριών, μαζί με μια κουρδική ομάδα όπως το Δημοκρατικό Κουρδικό Κόμμα του Μασούντ Μπαρζανί.Οι ΗΠΑ μπορεί για την ώρα να έχουν επικεντρωθεί στο Ισλαμικό Κράτος, όμως η Τουρκία κοιτάζει στο μέλλον, στο χάος που πιθανότατα θα συνεχίσει να επικρατεί. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον θέτει όρους στην εμπλοκή της στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους: Προσπαθεί να πείσει τις ΗΠΑ και τον συνασπισμό των σουνιτών Αράβων ότι αναπόφευκτα θα είναι η δύναμη εκείνη που θα διοικεί αυτήν την περιοχή. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την Άγκυρα, όλοι οι παίκτες θα πρέπει να συμβιβαστούν με τις δικές της προτεραιότητες, αρχίζοντας με την αντικατάσταση της αλαουιτικής κυβέρνησης της Συρίας με μια σουνιτική, που θα αναζητά κατεύθυνση από την Άγκυρα.
Ωστόσο, το τουρκικό όραμα για την περιοχή δεν ταιριάζει με την τρέχουσα πραγματικότητα, φέρνοντας στην Άγκυρα περισσότερες επικρίσεις παρά σεβασμό, τόσο από τους γείτονές της όσο και από τη Δύση. Ιδιαίτερα οι Κούρδοι, θα συνεχίσουν να αποτελούν την αχίλλειο πτέρνα στη χάραξη πολιτικής της Τουρκίας.
Στη Συρία, όπου το Ισλαμικό Κράτος σφίγγει τον κλοιό γύρω από την πόλη Κομπανί στα σύνορα της Τουρκίας, η Άγκυρα έρχεται αντιμέτωπη με τη δυσάρεστη πιθανότητα να αναγκαστεί να ξεκινήσει πόλεμο στο έδαφος με το Ισλαμικό Κράτος. Επιπλέον, η Τουρκία θα μαχόταν στο πλευρό διαφόρων Κούρδων αυτονομιστών, μεταξύ των οποίων και μέλη του PKK, τα οποία η Άγκυρα έχει κάθε συμφέρον να εξουδετερώσει.
Η Τουρκία αντιμετωπίζει το ίδιο δίλημμα και στο Ιράκ, όπου μπορεί χωρίς να το θέλει να στηρίζει Κούρδους αυτονομιστές στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους. Ομοίως, δεν μπορεί να αισθανθεί άνετα με την ιδέα ότι το Κιρκούκ βρίσκεται στα χέρια των Κούρδων του Ιράκ, εκτός και αν διασφαλίσει ότι θα έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα στην ενέργεια, αλλά και τη δυνατότητα να απαλείψει τις όποιες φιλοδοξίες για κουρδική ανεξαρτησία.
Όμως, στο σημείο αυτό, η Τουρκία έχει και ανταγωνισμό. Η Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν, του Ιρακινού προέδρου Τζαλάλ Ταλαμπανί, δεν είναι διατεθειμένη να είναι υποχρεωμένη στην Τουρκία, όπως είναι το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα του Μπαρζανί, και, αντίθετα, μένει κοντά στο Ιράν δείχνοντας ότι προτιμά να συνεργαστεί με τη Βαγδάτη. Εν τω μεταξύ, αυξάνεται η αντίσταση των Αράβων και των Τουρκμένων έναντι της κουρδικής ηγεμονίας, παράγοντα τον οποίο σίγουρα θα επιχειρήσουν να εκμεταλλευτούν η Βαγδάτη και το Ιράν, στην προσπάθειά τους να μειώσουν την κουρδική εξουσία, υποσχόμενοι ενεργειακά δικαιώματα και αυτονομία στους τοπικούς άρχοντες του Κιρκούκ και της Νινευί.
Πρόκειται για ένα πεδίο μάχης που η Τουρκία γνωρίζει καλά. Θα παιχτεί ένα μακροχρόνιο και περίπλοκο παιχνίδι «μείνε μακριά μου» προκειμένου να αποτραπούν οι Κούρδοι από το να αποκτήσουν τον έλεγχο πετρελαιοφόρων περιοχών στα αραβοκουρδικά σύνορα, ενώ ο ανταγωνισμός μεταξύ Τουρκίας και Ιράν θα γίνει ακόμα περισσότερο εμφανής. Για να μπορέσει να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά η Τουρκία σε αυτό το περιβάλλον, θα πρέπει να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα ότι η Άγκυρα δεν θα αψηφήσει την Ιστορία της, επιλύοντας το κουρδικό ζήτημα, ούτε όμως θα μπορέσει να κρυφτεί στα σύνορά της και να αποφύγει την εμπλοκή.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου