Παρακολουθούσα τις προάλλες ένα πρόγραμμα του BBC για τον Πούτιν. Η ένταση της επίθεσης κατά της Ρωσίας και του ηγέτη της μου θύμισαν τις καμπάνιες εναντίον του Ιράκ και του Σαντάμ Χουσεΐν ή εναντίον των Σέρβων και της Γιουγκοσλαβίας ή κατά της Ελλάδας όταν ετοιμάζονταν να την βάλουν στο Μνημόνιο. Κανονικά τέτοιες «επικοινωνιακές» επιθέσεις ακολουθούνται από πολέμους, είναι η «προπαρασκευή πυροβολικού» πριν από την επίθεση του «πεζικού».
Γράφει ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος
«Βρισκόμαστε ήδη σε περιβάλλον Ψυχρού Πολέμου, όμως αυτό που τον κάνει ακόμα πιο επικίνδυνο από το παρελθόν είναι ότι αυτή τη φορά σε κανένα σημείο του δυτικού συστήματος δεν υπάρχουν αντίθετες δυνάμεις, όπως συνέβη στον προηγούμενο πόλεμο», υπογραμμίζει ο κορυφαίος αμερικανός σοβιετολόγος Στέφεν Κοέν.
Αυτό ισχύει για τις ΗΠΑ και για τη Δυτική Ευρώπη, όπου η αλλοτρίωση του πολιτικού και εκδοτικού προσωπικού από την κοινή γνώμη, όπως και η εξαγορά δημοσιογράφων και διανοούμενων έχουν ξεπεράσει κάθε ιστορικό προηγούμενο.
Πριν από δέκα χρόνια υπήρχε ακόμα Ευρώπη. Η Γαλλία του Ζακ Σιράκ και η Γερμανία του Γκέρχαρντ Σρέντερ χάλασαν τον κόσμο εναντίον της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ. Σήμερα Γαλλία και Γερμανία κυβερνώνται από ανθρώπους των τραπεζών και της Ουάσιγκτον. Έχει λιγότερο νόημα να μιλάμε για «Αριστερά» και «Δεξιά» και περισσότερο να εξετάζουμε εάν ένας πολιτικός ακολουθεί τη γραμμή «Ροκφέλερ», π.χ. ο Σαρκοζί, ή τη «γραμμή Ρότσιλντ» π.χ. ο Ολάντ ή παρ’ ημίν, ο ΓΑΠ.
Όσο, βέβαια, η πολιτική ηγεσία της Δύσης απομακρύνεται από τους πολίτες, τόσο πιο επικίνδυνες κα τυχοδιωκτικές μπορεί να γίνουν η ψυχολογία και η συμπεριφορά της.
Σε παρόμοιες συνθήκες, δεν είναι παράδοξο το τεράστιο κενό στην πληροφόρηση γύρω από το τι συμβαίνει στη Νοτιοανατολική Ουκρανία ή τη Νέα Ρωσία αν προτιμάτε, τη «Νοβαράσια», όπως την ονομάζει το κίνημα των εξεγερμένων κατοίκων της. Πρόκειται για ένα κίνημα εθνικό, αφού αφορά, στην πλειοψηφία τους, ρώσους που διεκδικούν τα εθνικά τους δικαιώματα αλλά και ευρύτερα πρώην Σοβιετικούς που αρνούνται την αποικιοποίηση της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ. Πρόκειται όμως και για κίνημα κοινωνικό, με τους ανθρωκορύχους του Ντονμπάς και τους βιομηχανικούς εργάτες της Ανατολικής Ουκρανίας στην πρώτη γραμμή του αγώνα με σαφή αντι-ολιγαρχική τάση.
Όπως και παρ’ ημίν συμβαίνει με τη «διαπλοκή, η μαφιόζικη μετακομμουνιστική ολιγαρχία συνδέεται και προσβλέπει οργανικά στην παγκοσμιοποίηση, το χρήμα είναι η πατρίδα της. Γι αυτό και στην πρώην ΕΣΣΔ, όπως και στην Ελλάδα, το εθνικό και κοινωνικό (το αντεθνικό και το αντικοινωνικό αντίστοιχα) συμπλέκονται αξεδιάλυτα. Η παραμένουσα ισχύς, άλλωστε, της ρωσικής ολιγαρχίας, παρά την «εθνική στροφή» του Πούτιν, συνιστά και το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ρωσίας αλλά και του ίδιου του Προέδρου της, αφού μια οποιαδήποτε συνεπής αντίσταση στα σχέδια της Δύσης έρχεται σε σύγκρουση, αργά ή γρήγορα, με το ολιγαρχικό καθεστώς, προϋποθέτει και απαιτεί ρήξη που να επεκτείνεται από το εθνικό – γεωπολιτικό στο οικονομικό και κοινωνικό.
Δυστυχώς, είμαστε ακόμα μακριά από το εν λόγω σημείο και γι αυτό διαισθάνεται κανείς τη βαθιά ανησυχία που υφέρπει στο ίδιο το Κρεμλίνο αλλά και σε ανεξάρτητους παρατηρητές ως προς το τι θα μπορούσαν να οργανώσουν ή να ενθαρρύνουν οι αμερικανοί στο ίδιο το εσωτερικό της Ρωσίας (από τη δολοφονία του Προέδρου της έως ένα «ανακτορικό πραξικόπημα»).
Η κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος το 1989 – 1991 έγινε προς την κατεύθυνση μιάς «υπερφιλελεύθερης» μορφής «εγκληματικού καπιταλισμού». Το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορέσει η σοβιετική κοινωνία να «μεταβολίσει» ικανοποιητικά την ιστορία της, «διορθώνοντας» τα σφάλματα και όχι καταστρέφοντας τα επιτεύγματα της σοβιετικής περιόδου της. Μόνο μία οικονομία που συνδυάζει σχέδιο και αγορά, με έναν σημαντικό, αμιγώς κρατικό τομέα στην ενέργεια και τη βαριά βιομηχανία, που δεν θα διευθύνεται όμως ανεξέλεγκτα από την κρατική γραφειοκρατία, αλλά θα επιτρέπει μία συμμετοχή των εργαζομένων, κάποια στοιχεία έστω αυτοδιαχείρισης, θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει μακροχρόνια μία ικανοποιητική λύση και στο καθαρά οικονομικό επίπεδο και σε ό,τι αφορά στη στήριξη μιάς γεωπολιτικής απάντησης στη Δύση.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Η αποσιώπηση και διαστρέβλωση, πάντως, από τα μεγάλα δυτικά ΜΜΕ του τι πραγματικά συμβαίνει στην Ουκρανία, είναι ένα μεγάλο σκάνδαλο στη δυτική δημοσιογραφία και μία αντανάκλαση των προόδων που έχει κάνει ο μεταμοντέρνος ολοκληρωτισμός της εποχής μας. Μπορεί σήμερα να χρησιμοποιούνται τα όπλα του χρήματος και όχι τα όπλα της λογοκρισίας και της καταστολής, γεγονός όμως παραμένει ότι από την άποψη της πραγματικής ελευθερίας και του πλουραλισμού των ιδεών δεν είμαστε πολύ μακριά από την κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη κατά την περίοδο της Ιεράς Συμμαχίας. Με εξαίρεση εκείνη την περίοδο και, επίσης, τη σύντομη περίοδο των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ποτέ στην Ευρωπαϊκή ιστορία των δυόμισι τελευταίων αιώνων δεν είχαμε τόσο μαζική προσπάθεια χειραγώγησης των συνειδήσεων. Από την άποψη αυτή, τα ελληνικά ΜΜΕ δεν είναι τα χειρότερα στην Ευρώπη. Βασίζονται όμως πάρα πολύ στην έτοιμη δουλειά των ξένων μέσων και πρακτορείων και αναπαράγουν έτσι άκριτα την προπαγάνδα τους.
Πριν από μερικούς μήνες, ένα φανατισμένο πλήθος Ουκρανών εθνικιστών, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν οι νεοναζιστικές πολιτοφυλακές που ενθέρμως υποστηρίζουν η Ουάσιγκτον και η δική μας η Ευρωπαϊκή Ένωση, έκαψαν ζωντανούς δεκάδες, ίσως και εκατό, διαδηλωτές που βρήκαν καταφύγιο στην αίθουσα των συνδικάτων της Οδησσού.
Ας φανταστούμε προς στιγμήν ότι είχαν κάνει κάτι τέτοιο οι Ρώσοι… Θα είχαν βγει στα κάγκελα οι μισοί Ευρωπαίοι και αμερικανοί πολιτικοί και θα ζητούσαν –το λιγότερο- να βομβαρδίσουν τον Πούτιν με πυρηνικά όπλα.
Τώρα, το γεγονός ίσα που αναφέρθηκε από τα δυτικά μέσα…
Τα ίδια και χειρότερα συνέβησαν με την σφαγή αδιακρίτως ειρηνικών πολιτών στους δρόμους της Μαριούπολης, τον βομβαρδισμό των κατοικημένων αστικών περιοχών της Ανατολικής Ουκρανίας, την καταστροφή της βιομηχανικής, κοινωνικής και αστικής υποδομής τους.
Η κρίση στην Ανατολική Ουκρανία δεν είναι θέμα τοπικής ή περιφερειακής σημασίας, είναι θέμα που θα επηρεάσει βαθιά την εξέλιξη όλης της παγκόσμιας κατάστασης. Τυπικά, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε τον Δεκέμβριο του 1991, ουσιαστικά με ένα πραξικόπημα καλά οργανωμένο από τον τότε πρόεδρο της Ρωσίας Μπορίς Γιέλτσιν, κόντρα στη βούληση του σοβιετικού λαού για διατήρηση της Ένωσης, όπως εκδηλώθηκε στο δημοψήφισμα του Μαρτίου του 1991.
Αυτό που επιχειρούν τώρα οι Δυτικοί, υπό τη διεύθυνση των αμερικανών νεοσυντηρητικών, με την οργάνωση του νεναζιστικού πραξικοπήματος κατά του Γιανουκόβιτς, είναι η ολοκλήρωση αυτής της διάλυσης, παρακάμπτοντας τα εθνικά δικαιώματα του ρωσικού πληθυσμού και εμπεδώνοντας μία σειρά από προτεκτοράτα, διοικούμενα από τοπικές εγκληματικές μαφίες για λογαριασμό των Ηνωμένων Πολιτειών σε ολόκληρο τον πρώην σοβιετικό χώρο.
Ήδη, η πάμφτωχη Ουκρανία έχει παραδοθεί στην κρεατομηχανή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, προορισμένη να γίνει όχι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά γιγαντιαίο οικόπεδο πειραματισμών της Monsanto και μαζική πηγή λευκής σαρκός για τους οίκους ανοχής της Δυτικής Ευρώπης.
Η κεντρική επιδίωξη των νεοσυντηρητικών, συλλογικού «Αλκιβιάδη», στην καρδιά του δυτικού κατεστημένου είναι η αποτροπή κάθε ιδέας μετασοβιετικής ολοκλήρωσης, η ανατροπή του καθεστώτος Πούτιν, αν όχι η φυσική εξόντωση των ηγετών του, η μετατροπή της ίδιας της Ρωσίας σε χαλαρή και αδύναμη συνομοσπονδία, μετασχηματισμό που περιγράφει ο Μπρεζίνσκι από το 1994 στο βιβλίο του «Η μεγάλη σκακιέρα (εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη). Έστω και καπιταλιστική, η Ρωσία ενοχλεί στο μέτρο που δεν υποτάσσεται στην εξουσία μιάς ολοκληρωτικής αυτοκρατορίας της παγκοσμιοποίησης, εξουσία του Χρηματιστικού Κεφαλαίου που επιθυμεί να κυριαρχήσει σε όλο τον πλανήτη.
Αν αυτή η αυτοκρατορία νικήσει τη Ρωσία, θα έχει καλύψει το 80% της απόστασης μέχρι τον τελικό της στόχο, θέτοντας σε αποφασιστικό κίνδυνο τον ανθρώπινο πολιτισμό, και, ασφαλώς, ακόμα και την ίδια την επιβίωση μικρών εθνών όπως το δικό μας.
Γι αυτούς και πολλούς άλλους λόγους, η υποστήριξη από την ελληνική κυβέρνηση –αν υποθέσουμε ότι υπάρχει σήμερα ελληνική κυβέρνηση- των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, είναι μία ακόμα πράξη εγκληματικής υποτέλειας, που φέρνει τον λαό μας πιο κοντά σε μία ακόμα μεγαλύτερη από αυτή που ζήσαμε μέχρι τώρα εθνική, οικονομική και γεωπολιτική καταστροφή.
Αλλά και η στάση της αντιπολίτευσης, αν και πολύ καλύτερη, απέχει ακόμα από το να ανταποκρίνεται στη σημασία και την κεντρικότητα του ζητήματος. Δεν μπορούμε να ζητάμε τη συμπαράσταση του Πούτιν στους… ροδακινοπαραγωγούς μας, αλλά να μην βγάζουμε μιλιά για τις σφαγές στην Οδησσό, στη Μαριούπολη, στο Ντονέτσκ.
πηγή
«Βρισκόμαστε ήδη σε περιβάλλον Ψυχρού Πολέμου, όμως αυτό που τον κάνει ακόμα πιο επικίνδυνο από το παρελθόν είναι ότι αυτή τη φορά σε κανένα σημείο του δυτικού συστήματος δεν υπάρχουν αντίθετες δυνάμεις, όπως συνέβη στον προηγούμενο πόλεμο», υπογραμμίζει ο κορυφαίος αμερικανός σοβιετολόγος Στέφεν Κοέν.
Αυτό ισχύει για τις ΗΠΑ και για τη Δυτική Ευρώπη, όπου η αλλοτρίωση του πολιτικού και εκδοτικού προσωπικού από την κοινή γνώμη, όπως και η εξαγορά δημοσιογράφων και διανοούμενων έχουν ξεπεράσει κάθε ιστορικό προηγούμενο.
Πριν από δέκα χρόνια υπήρχε ακόμα Ευρώπη. Η Γαλλία του Ζακ Σιράκ και η Γερμανία του Γκέρχαρντ Σρέντερ χάλασαν τον κόσμο εναντίον της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ. Σήμερα Γαλλία και Γερμανία κυβερνώνται από ανθρώπους των τραπεζών και της Ουάσιγκτον. Έχει λιγότερο νόημα να μιλάμε για «Αριστερά» και «Δεξιά» και περισσότερο να εξετάζουμε εάν ένας πολιτικός ακολουθεί τη γραμμή «Ροκφέλερ», π.χ. ο Σαρκοζί, ή τη «γραμμή Ρότσιλντ» π.χ. ο Ολάντ ή παρ’ ημίν, ο ΓΑΠ.
Όσο, βέβαια, η πολιτική ηγεσία της Δύσης απομακρύνεται από τους πολίτες, τόσο πιο επικίνδυνες κα τυχοδιωκτικές μπορεί να γίνουν η ψυχολογία και η συμπεριφορά της.
Σε παρόμοιες συνθήκες, δεν είναι παράδοξο το τεράστιο κενό στην πληροφόρηση γύρω από το τι συμβαίνει στη Νοτιοανατολική Ουκρανία ή τη Νέα Ρωσία αν προτιμάτε, τη «Νοβαράσια», όπως την ονομάζει το κίνημα των εξεγερμένων κατοίκων της. Πρόκειται για ένα κίνημα εθνικό, αφού αφορά, στην πλειοψηφία τους, ρώσους που διεκδικούν τα εθνικά τους δικαιώματα αλλά και ευρύτερα πρώην Σοβιετικούς που αρνούνται την αποικιοποίηση της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ. Πρόκειται όμως και για κίνημα κοινωνικό, με τους ανθρωκορύχους του Ντονμπάς και τους βιομηχανικούς εργάτες της Ανατολικής Ουκρανίας στην πρώτη γραμμή του αγώνα με σαφή αντι-ολιγαρχική τάση.
Όπως και παρ’ ημίν συμβαίνει με τη «διαπλοκή, η μαφιόζικη μετακομμουνιστική ολιγαρχία συνδέεται και προσβλέπει οργανικά στην παγκοσμιοποίηση, το χρήμα είναι η πατρίδα της. Γι αυτό και στην πρώην ΕΣΣΔ, όπως και στην Ελλάδα, το εθνικό και κοινωνικό (το αντεθνικό και το αντικοινωνικό αντίστοιχα) συμπλέκονται αξεδιάλυτα. Η παραμένουσα ισχύς, άλλωστε, της ρωσικής ολιγαρχίας, παρά την «εθνική στροφή» του Πούτιν, συνιστά και το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ρωσίας αλλά και του ίδιου του Προέδρου της, αφού μια οποιαδήποτε συνεπής αντίσταση στα σχέδια της Δύσης έρχεται σε σύγκρουση, αργά ή γρήγορα, με το ολιγαρχικό καθεστώς, προϋποθέτει και απαιτεί ρήξη που να επεκτείνεται από το εθνικό – γεωπολιτικό στο οικονομικό και κοινωνικό.
Δυστυχώς, είμαστε ακόμα μακριά από το εν λόγω σημείο και γι αυτό διαισθάνεται κανείς τη βαθιά ανησυχία που υφέρπει στο ίδιο το Κρεμλίνο αλλά και σε ανεξάρτητους παρατηρητές ως προς το τι θα μπορούσαν να οργανώσουν ή να ενθαρρύνουν οι αμερικανοί στο ίδιο το εσωτερικό της Ρωσίας (από τη δολοφονία του Προέδρου της έως ένα «ανακτορικό πραξικόπημα»).
Η κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος το 1989 – 1991 έγινε προς την κατεύθυνση μιάς «υπερφιλελεύθερης» μορφής «εγκληματικού καπιταλισμού». Το αποτέλεσμα ήταν να μην μπορέσει η σοβιετική κοινωνία να «μεταβολίσει» ικανοποιητικά την ιστορία της, «διορθώνοντας» τα σφάλματα και όχι καταστρέφοντας τα επιτεύγματα της σοβιετικής περιόδου της. Μόνο μία οικονομία που συνδυάζει σχέδιο και αγορά, με έναν σημαντικό, αμιγώς κρατικό τομέα στην ενέργεια και τη βαριά βιομηχανία, που δεν θα διευθύνεται όμως ανεξέλεγκτα από την κρατική γραφειοκρατία, αλλά θα επιτρέπει μία συμμετοχή των εργαζομένων, κάποια στοιχεία έστω αυτοδιαχείρισης, θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει μακροχρόνια μία ικανοποιητική λύση και στο καθαρά οικονομικό επίπεδο και σε ό,τι αφορά στη στήριξη μιάς γεωπολιτικής απάντησης στη Δύση.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
Η αποσιώπηση και διαστρέβλωση, πάντως, από τα μεγάλα δυτικά ΜΜΕ του τι πραγματικά συμβαίνει στην Ουκρανία, είναι ένα μεγάλο σκάνδαλο στη δυτική δημοσιογραφία και μία αντανάκλαση των προόδων που έχει κάνει ο μεταμοντέρνος ολοκληρωτισμός της εποχής μας. Μπορεί σήμερα να χρησιμοποιούνται τα όπλα του χρήματος και όχι τα όπλα της λογοκρισίας και της καταστολής, γεγονός όμως παραμένει ότι από την άποψη της πραγματικής ελευθερίας και του πλουραλισμού των ιδεών δεν είμαστε πολύ μακριά από την κατάσταση που επικρατούσε στην Ευρώπη κατά την περίοδο της Ιεράς Συμμαχίας. Με εξαίρεση εκείνη την περίοδο και, επίσης, τη σύντομη περίοδο των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, ποτέ στην Ευρωπαϊκή ιστορία των δυόμισι τελευταίων αιώνων δεν είχαμε τόσο μαζική προσπάθεια χειραγώγησης των συνειδήσεων. Από την άποψη αυτή, τα ελληνικά ΜΜΕ δεν είναι τα χειρότερα στην Ευρώπη. Βασίζονται όμως πάρα πολύ στην έτοιμη δουλειά των ξένων μέσων και πρακτορείων και αναπαράγουν έτσι άκριτα την προπαγάνδα τους.
Πριν από μερικούς μήνες, ένα φανατισμένο πλήθος Ουκρανών εθνικιστών, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν οι νεοναζιστικές πολιτοφυλακές που ενθέρμως υποστηρίζουν η Ουάσιγκτον και η δική μας η Ευρωπαϊκή Ένωση, έκαψαν ζωντανούς δεκάδες, ίσως και εκατό, διαδηλωτές που βρήκαν καταφύγιο στην αίθουσα των συνδικάτων της Οδησσού.
Ας φανταστούμε προς στιγμήν ότι είχαν κάνει κάτι τέτοιο οι Ρώσοι… Θα είχαν βγει στα κάγκελα οι μισοί Ευρωπαίοι και αμερικανοί πολιτικοί και θα ζητούσαν –το λιγότερο- να βομβαρδίσουν τον Πούτιν με πυρηνικά όπλα.
Τώρα, το γεγονός ίσα που αναφέρθηκε από τα δυτικά μέσα…
Τα ίδια και χειρότερα συνέβησαν με την σφαγή αδιακρίτως ειρηνικών πολιτών στους δρόμους της Μαριούπολης, τον βομβαρδισμό των κατοικημένων αστικών περιοχών της Ανατολικής Ουκρανίας, την καταστροφή της βιομηχανικής, κοινωνικής και αστικής υποδομής τους.
Η κρίση στην Ανατολική Ουκρανία δεν είναι θέμα τοπικής ή περιφερειακής σημασίας, είναι θέμα που θα επηρεάσει βαθιά την εξέλιξη όλης της παγκόσμιας κατάστασης. Τυπικά, η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε τον Δεκέμβριο του 1991, ουσιαστικά με ένα πραξικόπημα καλά οργανωμένο από τον τότε πρόεδρο της Ρωσίας Μπορίς Γιέλτσιν, κόντρα στη βούληση του σοβιετικού λαού για διατήρηση της Ένωσης, όπως εκδηλώθηκε στο δημοψήφισμα του Μαρτίου του 1991.
Αυτό που επιχειρούν τώρα οι Δυτικοί, υπό τη διεύθυνση των αμερικανών νεοσυντηρητικών, με την οργάνωση του νεναζιστικού πραξικοπήματος κατά του Γιανουκόβιτς, είναι η ολοκλήρωση αυτής της διάλυσης, παρακάμπτοντας τα εθνικά δικαιώματα του ρωσικού πληθυσμού και εμπεδώνοντας μία σειρά από προτεκτοράτα, διοικούμενα από τοπικές εγκληματικές μαφίες για λογαριασμό των Ηνωμένων Πολιτειών σε ολόκληρο τον πρώην σοβιετικό χώρο.
Ήδη, η πάμφτωχη Ουκρανία έχει παραδοθεί στην κρεατομηχανή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, προορισμένη να γίνει όχι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά γιγαντιαίο οικόπεδο πειραματισμών της Monsanto και μαζική πηγή λευκής σαρκός για τους οίκους ανοχής της Δυτικής Ευρώπης.
Η κεντρική επιδίωξη των νεοσυντηρητικών, συλλογικού «Αλκιβιάδη», στην καρδιά του δυτικού κατεστημένου είναι η αποτροπή κάθε ιδέας μετασοβιετικής ολοκλήρωσης, η ανατροπή του καθεστώτος Πούτιν, αν όχι η φυσική εξόντωση των ηγετών του, η μετατροπή της ίδιας της Ρωσίας σε χαλαρή και αδύναμη συνομοσπονδία, μετασχηματισμό που περιγράφει ο Μπρεζίνσκι από το 1994 στο βιβλίο του «Η μεγάλη σκακιέρα (εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη). Έστω και καπιταλιστική, η Ρωσία ενοχλεί στο μέτρο που δεν υποτάσσεται στην εξουσία μιάς ολοκληρωτικής αυτοκρατορίας της παγκοσμιοποίησης, εξουσία του Χρηματιστικού Κεφαλαίου που επιθυμεί να κυριαρχήσει σε όλο τον πλανήτη.
Αν αυτή η αυτοκρατορία νικήσει τη Ρωσία, θα έχει καλύψει το 80% της απόστασης μέχρι τον τελικό της στόχο, θέτοντας σε αποφασιστικό κίνδυνο τον ανθρώπινο πολιτισμό, και, ασφαλώς, ακόμα και την ίδια την επιβίωση μικρών εθνών όπως το δικό μας.
Γι αυτούς και πολλούς άλλους λόγους, η υποστήριξη από την ελληνική κυβέρνηση –αν υποθέσουμε ότι υπάρχει σήμερα ελληνική κυβέρνηση- των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, είναι μία ακόμα πράξη εγκληματικής υποτέλειας, που φέρνει τον λαό μας πιο κοντά σε μία ακόμα μεγαλύτερη από αυτή που ζήσαμε μέχρι τώρα εθνική, οικονομική και γεωπολιτική καταστροφή.
Αλλά και η στάση της αντιπολίτευσης, αν και πολύ καλύτερη, απέχει ακόμα από το να ανταποκρίνεται στη σημασία και την κεντρικότητα του ζητήματος. Δεν μπορούμε να ζητάμε τη συμπαράσταση του Πούτιν στους… ροδακινοπαραγωγούς μας, αλλά να μην βγάζουμε μιλιά για τις σφαγές στην Οδησσό, στη Μαριούπολη, στο Ντονέτσκ.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου