29/06/2014
Το 1878, στο Συνέδριο του Βερολίνου, ο Πρώσος πρωθυπουργός Ότο φον Μπίσμαρκ είχε προειδοποιήσει τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ότι υπήρχε πιθανότητα ολόκληρη η Ευρωπαϊκή ήπειρος να καταστραφεί «από κάποια ανοησία στα Βαλκάνια». Αυτό που δεν είπε τότε ο Μπίσμαρκ, ήταν ότι η ειρήνη στην Ευρώπη απειλούνταν όχι από την προοπτική της διάλυσης της ετοιμοθάνατης, τότε, Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά από αυτή καθαυτή την ύπαρξη της Γερμανίας, ως μεγάλης δύναμης.
ΠΗΓΗ: STRATFOR, GEOPOLITICAL DIARY, «From Sarajevo in 1914 to an EU in Crisis», 26 Ιουνίου 2014
ΑΠΟΔΟΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Παντελής Καρύκας
Σε λίγες ημέρες θα συμπληρωθούν 100 χρόνια από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου [σ.σ. συμπληρώθηκαν], αυτού που είχε δηλαδή προβλέψει ο Μπίσμαρκ, 36 χρόνια νωρίτερα, από μια ανοησία στα Βαλκάνια – τη δολοφονία του Αυστριακού αρχιδούκα από έναν Σέρβο εθνικιστή. Υπό το βάρος της συγκεκριμένης επετείου, θα ήταν σκόπιμο να εκτιμηθεί πως οι συνθήκες που προκάλεσαν εκείνη την ανθρωποσφαγή θα μπορούσαν να ισχύουν και σήμερα.
Η δολοφονία του Σαράγεβο, που αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ενεργοποίησε, τότε, το περίπλοκο δίκτυο συμμαχιών μεταξύ των ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων. Το χρονικό διάστημα από την ενοποίηση της Γερμανίας, το 1871, μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945, σημαδεύτηκε από το ίδιο ερώτημα: ποιος ο ρόλος της Γερμανίας στην Ευρώπη.
Η ταχεία ανάδυση μιας ευρωπαϊκής υπερδύναμης, εκείνη την εποχή, άλλαξε την ευρωπαϊκή ισορροπία σε επίπεδο στρατιωτικό και οικονομικό. Παρόλα αυτά, η γεωγραφική θέση της Γερμανίας, μεταξύ της Γαλλίας και της Ρωσίας, καθιστούσε τη χώρα ευάλωτη.
Η γεωγραφική ευαισθησία της Γερμανίας δεν ήταν όμως το μόνο ζήτημα που απασχολούσε την ηγεσία της. Στις αρχές του 20ου αιώνα η Γαλλία ανέκαμπτε οικονομικά και δημογραφικά. Ειδικά οικονομικά, η Γαλλία είχε σχεδόν φτάσει τη Γερμανία, η οποία ξόδευε τεράστια ποσά για να δημιουργήσει ένα, άχρηστο ουσιαστικά σε αυτήν, ισχυρό Ναυτικό, με τη φρούδα ελπίδα ότι μπορούσε να ανταγωνιστεί τη βρετανική ναυτική πρωτοκαθεδρία.
Ανατολικά και η Ρωσία είχε αρχίσει να ανακάμπτει από τον βαθύ μεσαίωνα όπου βρισκόταν, οικονομικά και τεχνολογικά. Έτσι για τη Γερμανία, ο πόλεμος κατέστη αναπόφευκτος. Γαλλία και Ρωσία θα έπρεπε να «αδρανοποιηθούν», αργά ή γρήγορα. Η Γερμανία ήθελε, παρόλα αυτά, να κρατήσει τη Βρετανική Αυτοκρατορία εκτός πολέμου. Κάτι τέτοιο φυσικά θα ήταν αδύνατο αν η ίδια κήρυσσε τον πόλεμο στη Γαλλία, αναίτια.
Έτσι, η αναταραχή στα Βαλκάνια αποτέλεσαν μια πρώτης τάξεως δικαιολογία για τον πόλεμο. Η δολοφονία του Αψβούργου αρχιδούκα Φερδινάνδου, αποτέλεσε την απαρχή μιας διαδικασίας, τα θεμέλια της οποίας είχαν τεθεί ήδη, εδώ και χρόνια, λόγω της φοβίας, σε βαθμό παράνοιας, της γερμανικής ηγεσίας για τους ενδεχόμενους κινδύνους που η Γερμανία αντιμετώπιζε.
Η Γερμανία παρείχε στην Αυστροουγγαρία κάθε δυνατή διαβεβαίωση ότι θα ενισχύσει στην σύγκρουση της με την Σερβία. Η σύγκρουση όμως αυτή έφερε αντιμέτωπες την Αυστροουγγαρία και με τη Ρωσία. Οι Γερμανοί υποστήριξαν τους συμμάχους τους και ο πόλεμος γενικεύτηκε. Ωστόσο, οι γερμανικοί σχεδιασμοί ανατράπηκαν από το γεγονός ότι τελικά η Βρετανία εισήλθε στον πόλεμο, στο αντίθετο με τη Γερμανία στρατόπεδο.
Υπήρχαν όμως και άλλοι παράγοντες που οι Γερμανοί δεν υπολόγισαν. Πρώτον υπολόγιζαν σε μια γρήγορη νίκη κατά της Γαλλίας (σχέδιο Σλίφεν), η οποία δεν επετεύχθη, δεύτερο, θεωρούσαν την Αυστροουγγαρία πιο ισχυρή στρατιωτικά, από ότι ήταν στην πραγματικότητα και τρίτον, παραγνώρισαν εντελώς την πιθανότητα οι ΗΠΑ να στραφούν εναντίον τους.
Η ήττα στον πόλεμο φυσικά δεν είχε άλλο αποτέλεσμα από το να παραμείνει η γερμανική θέση επισφαλής, με τη χώρα πάντα στριμωγμένη μεταξύ της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Έτσι, μετά από δύο δεκαετίας ανήσυχης ειρήνης ο πόλεμος ξέσπασε ξανά. Τα 50, σχεδόν, χρόνια που η Γερμανία βρισκόταν υπό συμμαχικό έλεγχο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η διάσπασή της σε Δυτική και Ανατολική, έντονο υπήρξε το ερώτημα τι πρέπει να γίνει με το γερμανικό έθνος, το οποίο ήταν πιο ισχυρό από κάθε μεμονωμένο του αντίπαλο, το οποίο όμως δεν μπορούσε να τους νικήσει όλους.Η λύση που δόθηκε από τους Αμερικανούς και τους λοιπούς Ευρωπαίους ηγέτες ήταν η επιστροφή της Ευρώπης στην ευημερία, μέσω μιας κοινής αγοράς. Η ενότητα αυτή σε ένα περιβάλλον ευημερίας θα κρατούσε τη Γερμανία ήσυχη. Όσον αφορά την άμυνα της Ευρώπης, το μεγαλύτερο μέρος του βάρους αυτού ανέλαβαν οι ΗΠΑ.
Αυτή η πρακτική αποτέλεσε τον πυρήνα δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γερμανία θα ήταν πιο ευημερούσα και ασφαλής μετέχοντας σε αυτό το σχέδιο. Αυτό ίσχυσε μέχρι την οικονομική κρίση του 2008. Η κρίση αυτή αποτέλεσε το πρώτο σύννεφο στον ορίζοντα της φαινομενικά ατέρμονης ευημερίας και ειρήνης στην Ευρώπη.
Αντίθετα με τις ΗΠΑ, η ΕΕ δεν κατάφερε να αποτρέψει την οικονομική κρίση, από το να μετατραπεί σε κοινωνική κρίση, με τα ποσοστά ανεργίας στον ευρωπαϊκό Νότο να συναγωνίζονταν αυτά της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 1929. Η Γερμανία, μέχρι στιγμής, έχει γλιτώσει από την κρίση. Η αγορά όμως, επί της οποίας η ευημερία στης στηρίχτηκε καταρρέει. Η κρίση τώρα εξαπλώνεται και προς Βορά και η Γαλλία φαίνεται πως θα είναι το επόμενο θύμα της.
Σιγά – σιγά το Βερολίνο αντιλαμβάνεται ότι η Γερμανία, σταδιακά, θα πρέπει να διαθέσει και μέρος του δικού της πλούτου, αν θέλει να αποφύγει μια κοινωνική και οικονομική καταστροφή στην Ευρώπη. Δεν υπάρχει καμία άλλη χώρα που να μπορεί να το πράξει. Γιατί αν δεν το πράξει όλα θα καταρρεύσουν και η Ευρώπη θα επιστρέψει στα προ του 1914 δεδομένα, αναδεικνύοντας ξανά το γερμανικό ζήτημα.
Υπάρχουν ελπίδες το κακό αυτό σενάριο να αποφευχθεί. Η ΕΕ μπορεί, ακόμα, να ξεπεράσει την ύφεση. Μπορεί ακόμα να επιτύχει πραγματική πολιτική και οικονομική ενοποίηση και να επιστρέψει στο προσκήνιο ως παγκόσμια υπερδύναμη. Τα τελευταία όμως χρόνια η συνεχής ένταση στην Ευρώπη και η ανάδειξη ακραίων πολιτικών φωνών περιορίζουν την ελπίδα αυτή.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου