Οι φιλολογικές εργασίες που γράφονται απανωτά από καταρτισμένους φιλολόγους των Αμερικανικών (και άλλων) πανεπιστημίων για ελληνικά θέματα δεν ερεθίζουν μόνο την περιέργεια του κοινού και δη του Ελληνικού. Ό,τι διδαχτήκαμε εξ απαλών ονύχων στο δημοτικό, κατόπιν στο γυμνάσιο και πολλοί στο πανεπιστήμιο, οι ιστορικοί –εν προκειμένω του Κολούμπια– το ανανεώνουν με φιλολογικά και ιστορικά στοιχεία που είναι αποτελέσματα πολύχρονης εργασίας και ενός έρωτα για τα ελληνικά πράγματα.
«Σκοπός του βιβλίου αυτού είναι να ανασυνθέσει την ιστορική πραγματικότητα της μάχης που διεξήχθη στην πεδιάδα του Μαραθώνα, σαράντα περίπου χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, ανάμεσα σε έναν περιορισμένο αριθμό Αθηναίων και στον κατά πολύ μεγαλύτερο αριθμητικά στρατό των Περσών εισβολέων, καθώς και να ρίξει φως σε ένα ακόμα γεγονός: τον αστραπιαίο τρόπο με τον οποίο κινήθηκε ολόκληρο το αθηναϊκό στράτευμα (περίπου έξι χιλιάδες άνδρες) από τον Μαραθώνα στην Αθήνα για να εμποδίσει τις περσικές δυνάμεις να καταλάβουν την πόλη, ενώ οι υπερασπιστές της βρίσκονταν μακριά – τόσο η επική μάχη όσο και η ταχύτατη πορεία πραγματοποιήθηκαν την ίδια μέρα, η μάχη το πρωί, η πορεία το απόγευμα.
Τα παραπάνω γεγονότα, πέρα από αυτό καθαυτό το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, είχαν τεράστια σημασία για το μέλλον της κλασικής Ελλάδας και, κατ' επέκταση, του δυτικού πολιτισμού και της δυτικής κοινωνίας».
Ο συγγραφέας της Μάχης του Μαραθώνα, Richard Billows (Εκδ. Πατάκη) σημειώνει πως κάποιοι σημερινοί ιστορικοί χλευάζουν την άποψη ότι η κλασική Ελλάδα ήταν το λίκνο του δυτικού πολιτισμού. Η χλεύη, προφανώς, δεν αφορά την ίδια την κλασική Ελλάδα όσο τη σύγχρονη εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού. Τι συνέβη στην Ευρώπη μεταξύ 16ου και 19ου αιώνα; Ο Billows επιμένει ότι η Ελλάδα ήταν λίκνο του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.
Όσοι ενδέχεται να απεχθάνονται τα κείμενα του Θουκυδίδη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη κ.λπ., πιθανότατα πιστεύουν ότι θα ήταν προτιμότερο να είχαν νικήσει οι Πέρσες. Πέραν τούτου, όμως, μια διαφορετική έκβαση της Μάχης του Μαραθώνα θα είχε επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό όχι μόνο τους Έλληνες του 5ου αιώνα αλλά και τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς του 21ου αιώνα μ.Χ.
Αν λογαριάσουμε ότι μετά τον θάνατο του Πάτροκλου ο Αχιλλέας διοργάνωσε προς τιμήν του νεκρού φίλου του μια σειρά από αθλητικές (ήτοι πολεμικές) δοκιμασίες, όπως το τρέξιμο, η πάλη, η μονομαχία με δόρυ, η τοξοβολία, η πυγμαχία και η αρματοδρομία, καταλαβαίνουμε ότι η μέγιστη ακτινοβολία ανήκε στις αρετές του πολεμιστή. Ο Αχιλλέας, για παράδειγμα, ήταν ο πιο ψηλός, ο πιο ισχυρός, ο πιο γρήγορος στα πόδια, ο ικανότερος στην πάλη, με το καλύτερο άρμα και τα ταχύτερα άλογα.
Ιδιαίτερη σημασία δίνει ο συγγραφέας στο δάνειο φοινικικό αλφάβητο. «Αυτό το αλφάβητο ήταν αμιγώς συμφωνογραφικό, δεν διέθετε δηλαδή σύμβολα για τα φωνήεντα. Ένα γραπτό κείμενο, επομένως, αποτελούνταν από μια διαδοχή συμφώνων μόνο, ήτοι ένα είδος μηχανισμού απομνημόνευσης με βάση το οποίο ο αναγνώστης έπρεπε να ενθέσει, είτε από μνήμης είτε με την εις άτοπον απαγωγή, τα σωστά φωνήεντα για να σχηματιστούν λέξεις με νόημα.
Όταν κάποιοι Έλληνες έμποροι έμαθαν το αλφάβητο αυτό και προσπάθησαν να το προσαρμόσουν στην ελληνική γλώσσα, πρώτον, έκαναν μια ανακάλυψη και, δεύτερον, είχαν μια ιδέα. Η ανακάλυψη ήταν πως μερικά από τα σύμβολα της φοινικικής γραφής αντιπροσώπευαν σύμφωνα που δεν υπήρχαν στα ελληνικά. Η ιδέα ήταν να τα χρησιμοποιήσουν ως σύμβολα για τα φωνήεντα. Έτσι, γεννήθηκε το ελληνικό αλφάβητο, το πρώτο πραγματικό αλφαβητικό σύστημα γραφής στον κόσμο, με την έννοια ότι για πρώτη φορά όλοι οι φθόγγοι μιας προφορικής γλώσσας μετατράπηκαν σε γραπτά σύμβολα, σύμβολα με τα οποία σχημάτιζαν λέξεις και κείμενα που μπορούσαν αυτομάτως να αναγνωσθούν.
Η σημασία της μετατροπής που έκαναν οι Έλληνες στο φοινικικό αλφάβητο δύσκολα μπορεί να μεγαλοποιηθεί – ήταν τόσο εύκολο να μάθει κανείς το ελληνικό αλφάβητο με τα είκοσι τέσσερα έως τριάντα γράμματα, ώστε για πρώτη φορά κατέστη εφικτή η ευρεία διάδοση της γραφής και της ανάγνωσης». Συμπέρασμα: όλα τα σημερινά δυτικά αλφάβητα, λατινικό, κυριλλικό και νεοελληνικό, κατάγονται από το αλφάβητο που επινόησαν οι αρχαίοι Έλληνες το 800 π.Χ. περίπου.
Αν ο αναγνώστης διερωτηθεί τι σχέση έχει η γλώσσα με τη μάχη, η απάντηση είναι συντριπτική: ο Ελληνικός πολιτισμός ήταν βαθύτατα ανταγωνιστικός, μπορεί να δανειζόταν ιδέες όπως το αλφάβητο, αλλά η μεγαλοφυΐα του μετέτρεπε το δάνειο σε ελληνική προίκα.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τα όπλα, η φιλοσοφία, οι τραγωδίες, ήταν η απόδειξη ότι αυτός ο λαός ήταν πολεμικός, αλλά είχε και τον Όμηρο για να αθανατίζει τις μάχες του. Και να ανανεώνει την τακτική βέβαια, διότι ο ομηρικός ήρωας πολεμούσε μόνος, ενώ ο δημοκράτης οπλίτης πολεμούσε μέσα στη φάλαγγα.
Το κεφάλαιο για την άνοδο της περσικής αυτοκρατορίας είναι ένα από τα πλέον κατατοπιστικά του βιβλίου, καθότι γίνεται αναλυτικότατη περιγραφή της γεωγραφίας, των λαών (Λυδοί, Κάρες, Λύκιοι, Πισίδες, Παμφυλείς, Φρύγες, Μυσοί, Βιθυνοί, Παφλαγόνες, Καππαδόκες, Κίλικες, Αρμένιοι και Έλληνες φυσικά) και των ηθών. Η εξέχουσα θέση των Μήδων οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν ικανότατοι έφιπποι πολεμιστές, ίσως οι καλύτεροι του αρχαίου κόσμου, λόγω των εξαιρετικών αλόγων που εξέτρεφαν. Ανάλογη θέση είχαν στον περσικό στρατό οι τοξότες και οι ακοντιστές.
Όσο για την τακτική των Περσών την ώρα της μάχης, ήταν η εξής: πλησίαζαν τον αντίπαλο στρατό σε απόσταση βολής, όπου σταματούσαν στήνοντας ένα τείχος με τις ασπίδες από πλεγμένα κλαδιά λυγαριάς, και, οχυρωμένοι πίσω από αυτό, εκτόξευαν με ταχύτητα τα βέλη τους στον εχθρό. Νότα μπένε: ο Πέρσης τοξότης μπορούσε να ρίχνει μια βολή ανα μερικά δευτερόλεπτα.
Η στρατηγική επίνοια του Μιλτιάδη παρέμεινε παροιμιώδης. Μολονότι ο πόλεμος στην Ελλάδα δεν είχε εξελιχθεί τόσο ώστε να αναδεικνύει την εφευρετικότητα ή την εξυπνάδα των στρατηγών, ο στρατηγός κατέστρωσε ένα ιδανικό σχέδιο μάχης. Η παραδοσιακή τακτική της οπλιτικής φάλαγγας ήταν απλούστατη: οι άνδρες σχημάτιζαν ορθογώνιο που απαρτιζόταν από στοίχους και οχτώ ή περισσότερους ζυγούς, όπου κάθε στοίχος αποτελούσε ένα άθραυστο τείχος από ασπίδες που θύμιζε κινούμενο φρούριο.
Οι άνδρες που θα έφταναν σε απόσταση βολής από τους Πέρσες θα έπρεπε να αρχίσουν να τρέχουν, ώστε να μειωθεί τάχιστα ο χρόνος έκθεσής τους στα βέλη των αντιπάλων. Άλλωστε, ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα ήταν οι πρώτοι Έλληνες οπλίτες που επιτέθηκαν τροχάδην στο αντίπαλο στράτευμα. Το ιδιοφυές στρατήγημα του Μιλτιάδη ήταν καινοφανές, καθότι ο πόλεμος στην Ελλάδα δεν είχε εξελιχθεί τόσο ώστε να αναδεικνύει την εφευρετικότητα των στρατηγών. Προφανώς, η τακτική του ήταν εκατό χρόνια μπροστά από την εποχή του.
Είναι γνωστό ότι οι Πέρσες πολέμησαν με ανδρεία. Επρόκειτο για περήφανο λαό που είχε συγκροτήσει μεγάλη αυτοκρατορία και δικαιολογημένα είχε κερδίσει τη φήμη του αήττητου. Καθώς το αθηναϊκό κέντρο ήταν σκοπίμως αδύναμο, οι Πέρσες προχώρησαν σε ικανό βάθος, ωστόσο τα ισχυρά άκρα του αθηναϊκού στρατεύματος δεν άργησαν να υπερτερήσουν, με αποτέλεσμα οι Πέρσες να υποχωρήσουν, τρέχοντας προς τα πλοία τους.
Ήδη η μάχη είχε κερδηθεί. Οι απώλειες είναι ενδεικτικές: 192 Αθηναίοι έπεσαν στο πεδίο της μάχης και 11 Πλαταιείς. Αντίθετα, οι νεκροί Πέρσες άγγιξαν τον αριθμό των 6.400. Η καταμέτρησή τους ήταν σχολαστική, διότι οι Αθηναίοι είχαν τάξει στην Άρτεμη μια κατσίκα για κάθε σκοτωμένο αντίπαλο.
Η ηρωοποίηση του Μιλτιάδη ήταν αναπόφευκτη. Αυτός είχε την ιδέα να εξέλθει από την πόλη η οπλιτική δύναμη και να οργανωθεί στον Μαραθώνα. Ο θάνατος του πολέμαρχου Καλλίμαχου ανέδειξε τον Μιλτιάδη σε μοναδικό συντελεστή της νίκης. Ωστόσο, τον επόμενο χρόνο μια απερίσκεπτη εκστρατεία στις Κυκλάδες είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τον Μιλιτιάδη, καθότι οι εχθροί του βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν. Έτσι, σημειώνει ο Billows, οι Αθηναίοι έδειξαν τη σκοτεινή πλευρά της δημοκρατίας τους – ήτοι τη ζηλοφθονία...
«Ό,τι κι αν είχε συμβεί», δηλώνει συμπερασματικά ο συγγραφέας, «θα ήταν αναμφίβολα πολύ διαφορετικό από αυτό που συνέβη στην αρχαία Ελλάδα χωρίς τη γόνιμη συμβολή Αθηναίων, όπως ο Θεμιστοκλής ο Περικλής, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης και ο Μένανδρος, ο Θουκυδίδης και ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ο Ισοκράτης και ο Δημοσθένης, ο Ικτίνος και ο Φειδίας και όλοι οι υπόλοιποι.
Όσο παρωχημένο κι αν ακουστεί, η Μάχη του Μαραθώνα υπήρξε καθοριστικός σταθμός στην ιστορία της Δύσης. Οι δέκα χιλιάδες Αθηναίοι που πήραν τα όπλα και εφόρμησαν πάνω στους Πέρσες εκείνη τη μέρα έσωσαν –με όλη τη σημασία της λέξεως– τον δυτικό πολιτισμό».
πηγή
Δημοσίευση σχολίου