Σήμερα καθίσταται φανερό πως η, πολυδιαφημισμένη πριν μια ή δύο δεκαετίες, πολιτική προώθησης των εθνικών συμφερόντων στη Βαλκανική δια της λεγόμενης «οικονομικής διείσδυσης» και μόνο, απέτυχε παταγωδώς. Διότι στηρίχθηκε μόνο σε αυτόν τον πυλώνα, της επέλασης του ελληνικού κεφαλαίου πέραν των βορείων συνόρων της χώρας, δίχως στρατηγικό σχεδιασμό σε πολιτικό επίπεδο.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική στάθηκε αδύναμη να παρακολουθήσει τις ραγδαίες εξελίξεις που διαμορφώνουν ένα τελείως νέο πλαίσιο ισορροπιών στη Βαλκανική, που θα καταλήξει σε αναδιανομή ισχύος. Γιατί μιλάμε για αναδιανομή; Μα γιατί αν η υποτιθέμενη κραταιά (σε σχέση με τα τέως κομμουνιστικά κράτη στα βόρειά της) Ελλάδα, η οικονομικά και αμυντικά ισχυρότατη (σε σχέση με τη FYROM ή την Αλβανία) Ελλάδα των δεκαετιών του ‘80 και ’90, στάθηκε ανίκανη να επιτύχει λύσεις εθνικά αξιοπρεπείς ως προς τη χρήση του όρου «Μακεδονία» και ως προς τον αλβανικό και σκοπιανό αλυτρωτισμό, τι θα μπορεί να πετύχει σε 10 ή 20 χρόνια η χώρα μας, με τα κράτη αυτά εντός ΝΑΤΟ και Ε.Ε. και με ανερχόμενους τους δείκτες οικονομικής, αμυντικής, δημογραφικής ισχύος τους;
Ενώ η Γιουγκοσλαβία πολυδιασπάστηκε (ελπίζουμε όχι ως μοντέλο πιλοτικό), η Αλβανία προωθεί με επιμονή το δόγμα των δυόμισυ Αλβανιών σήμερα, της μεγάλης Αλβανίας αύριο. Στη Βουλγαρία, όσο και αν αυτό αποκρύπτεται στην Αθήνα, αφυπνίζεται και αναβιώνει σιγά αλλά σταθερά το σύνδρομο του «αδικημένου», που του στερήθηκε η έξοδος στο Αιγαίο. Και η μικρή και αντιμετωπίζουσα το διαμελισμό FYROM εξάγει «μακεδονισμό» σε ολόκληρη την υφήλιο, προκαλώντας και τα αισθήματα του Ελληνισμού και την Ιστορία.
Το μερίδιο ισχύος της Ελλάδος, αν συνεχιστεί αυτή η εξωτερική πολιτική, πιθανότατα θα μειωθεί στη Βαλκανική. Ήδη συρρικνώνεται. Και επειδή η γεωστρατηγική δεν αφήνει κενά, η απωλεσθείσα ελληνική ισχύς θα μεταφερθεί στους γειτονικούς παίκτες, με τη χώρα μας να αντιμετωπίζει μετά από έναν και πλέον αιώνα το φάντασμα και των δύο κινδύνων ταυτόχρονα: Του εξ ανατολών και του εκ βορρά.
Αυτό πρέπει να προληφθεί. Θα ρωτήσει καλόπιστα κάποιος, πως; Θα απαντήσουμε με παραδείγματα: Είχε κάποιον λόγο η Αθήνα να συναινεί στην ευρωπαική πορεία των Τιράνων, δίχως ένα, έστω ένα αντάλλαγμα από την αλβανική πλευρά; Και όμως, δίχως να διεκδικήσει τίποτα για την ελληνική μειονότητα στη βόρειο Ήπειρο, η Αθήνα άνοιξε την πόρτα για την ευρωπαική αλλά και ΝΑΤΟική πορεία της Αλβανίας.
Είχε κάποιον λόγο η Ελλάδα να καθυστερήσει στο θέμα της συνεργασίας με την Αλβανία για την ναυτική βάση Αυλώνος; Το έκανε όμως, ακατανόητα, με αποτέλεσμα να βρεθούν οι Τούρκοι στην Αδριατική παίρνοντας αυτοί την κατάσταση στα χέρια τους.
Άλλο παράδειγμα: Πόσο πιο αξιόπιστη θα ήταν η ελληνική ένσταση στο ζήτημα της ονομασίας της FYROM, αν την στήριζε σύμπασας ο πολιτικός κόσμος της χώρας; Γιατί να μην είναι αδιάλλακτοι οι Σκοπιανοί, όταν γνωρίζουν πως άλλες είναι οι αντιστάσεις του x Έλληνα πρωθυπουργού, άλλες του αρχηγού της αντιπολίτευσης, χαμηλότερες αυτές του τάδε κόμματος και ακόμα πιο χαμηλές οι του άλλου;
Υφίσταται λοιπόν ελληνική ακηδία και έλλειψη σχεδιασμού. Ένα εθνικό στρατηγικό δόγμα για τα Βαλκάνια, σχηματικά θα έπρεπε κατά τη γνώμη μας να κινηθεί επί των κάτωθι αξόνων:
-Επιμονή της Αθήνας στη διατήρηση ενός status σταθερότητας σε ολόκληρη τη Βαλκανική, με συγκεκριμένες τακτικές κινήσεις (π.χ. στοίχηση της Ελλάδος με τις δυνάμεις που επιφυλλάσσονται για αναγνώριση του Κοσόβου).
-Διπλωματική πρωτοβουλία βάθους, προς σταδιακή οικοδόμηση μιας βαλκανικής συνεννόησης και ενός περιφερειακού δικτύου ασφαλείας, μέσα στα πλαίσια ενός ευρύτερου πλαισίου μιας νέας ευρωπαικής αρχιτεκτονικής συλλογικής ασφάλειας.
-Κόκκινες γραμμές της Αθήνας στα θέματα του ονόματος της FYROM και του εμποτισμένου με ανθελληνικές θεωρήσεις αλυτρωτισμού των Σκοπίων και των Τιράνων, με διασαφήνιση πως η Αθήνα δεν θα διστάσει να μπλοκάρει την ό,ποια ευρωπαική ή ΝΑΤΟική προοπτική των χωρών αυτών, αν δεν αναθεωρηθεί η στάση τους αυτή, που υποθάλπτει εδαφικές διεκδικήσεις σε εδάφη της Ηπείρου και της Μακεδονίας.
-Πρωτοβουλία της Αθήνας προς προώθηση των σχέσεων τόσο με το Βελιγράδι όσο και με τη Σόφια. Προς τη βουλγαρική πλευρά, η Αθήνα οφείλει να προβεί σε βολιδοσκοπήσεις αλλά και διακριτικές υποδείξεις, προς κοινό μέτωπο ανάσχεσης του τουρκικού αναθεωρητισμού, ο οποίος απειλεί και τη βουλγαρική ακεραιότητα. Διότι η γεωπολιτική πίεση της Άγκυρας θα αυξάνεται όσο αυξάνεται και η συνολική ισχύς της.
Κύριος άξονας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην νοτιοανατολική Ευρώπη, θα πρέπει να είναι πάντα η διατήρηση του status και του απαραβίαστου των συνόρων, η επιδίωξη και διασφάλιση σταθερότητας αλλά βεβαίως και η κατοχύρωση κλίματος αμοιβαίας συνεννόησης μέσα από αμφίδρομες πρακτικές και όχι από μονομερείς κινήσεις και απεμπόληση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
του Σταύρου Καρκαλέτση
Ιστορικός, Αμυντικός αναλυτής, πρόεδρος ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου