GuidePedia

0


Λυγερός Σταύρος
Ακολουθώντας τα βήματα της κυβέρνησης Τραμπ, η κυβέρνηση Μπάιντεν αποδεικνύει ότι η πολιτική της έναντι της Τουρκίας υπαγορεύεται από τον στόχο να την επαναφέρει στο δυτικό “μαντρί”. Το προσπαθεί με συνδυασμό από πλαγιοκοπήσεις και “χάδια”. Αυτό είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε τη λογική όλων των αμερικανικών κινήσεων το τελευταίο διάστημα. Ο Ερντογάν μπορεί να έκοψε τους κάβους, αλλά παίζει μ’ αυτήν την δυτική προσδοκία.

Στην Ουάσιγκτον ακόμα δεν μπορούν να ξεχάσουν την τραυματική απώλεια του Ιράν το 1979 και προσπαθούν να μην συμβεί το ίδιο με την Τουρκία. Είναι κατανοητό γιατί οι ΗΠΑ δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία. Η γεωπολιτική της αξία είναι πολύ μεγάλη. Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν με την πολιτική που ακολουθούν μπορούν να την κρατήσουν. Μέχρι τώρα, τα γεγονότα απαντούν όχι, αλλά –όπως είναι γνωστό– η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.

Στην Ουάσινγκτον το κλίμα για τον Ερντογάν είναι εχθρικό. Το άλλοτε “αγαπημένο παιδί” της Δύσης μετατράπηκε σταδιακά σε “ύποπτο”, όταν άρχισε να ξεδιπλώνει τη δική του ανεξάρτητη ατζέντα για τον διεθνή ρόλο της Τουρκίας. Κατέστη δε “κόκκινο πανί” όταν τα βρήκε με τον Πούτιν. Προς το παρόν, όμως, οι Αμερικανοί αποφεύγουν τη ρήξη με το καθεστώς Ερντογάν, επειδή φοβούνται πως έτσι θα χάσουν οριστικά την Τουρκία.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο Ερντογάν ξεδίπλωσε την ατζέντα του από το 2012, μετά την οριστική νίκη του στον δεκαετή άτυπο πόλεμο με το μετακεμαλικό “βαθύ κράτος”. Όταν οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν την τάση γεωστρατηγικής αυτονόμησής του, τού έστειλαν το απειλητικό μήνυμα με την έρευνα για διαφθορά που διεξήγαγε το ελεγχόμενο από τους ίδιους δίκτυο Γκιουλέν στους μηχανισμούς του τουρκικού κράτους.

Αντί, όμως, ο Ερντογάν να υποκύψει και να προσαρμοσθεί, άρχισε να ξηλώνει το δίκτυο Γκιουλέν και μαζί μ’ αυτό τα αμερικανικά ερείσματα στην Τουρκία. Έτσι φθάσαμε στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, το οποίο έδωσε τη νομιμοποιητική βάση για μαζικές εκκαθαρίσεις στο κράτος κι όχι μόνο. Σήμερα, η Δύση δεν διαθέτει εσωτερικά ερείσματα στο ευρύτερο τουρκικό σύστημα εξουσίας.

Η δεύτερη μεταπολίτευση

Για να ξηλώσει τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής, ο Ερντογάν έπαιξε δυνατά όχι μόνο το χαρτί της “συνωμοσίας” Γκιουλέν, αλλά και το χαρτί της απειλής ακρωτηριασμού της Τουρκίας. Καλλιέργησε αυτό το αφήγημα, επικαλούμενος την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας σαν απόδειξη ότι δρομολογείται η δημιουργία κουρδικού κράτους. Το βλέπουμε σήμερα, με κορυφαίους Τούρκους αξιωματούχους να κατηγορούν ευθέως τις ΗΠΑ ότι στηρίζουν την τρομοκρατία! Η ίδρυση αυτόνομης κουρδικής οντότητας στη βόρεια Συρία είναι εφιάλτης γι’ αυτούς, επειδή θεωρούν ότι θα λειτουργήσει σαν ντόμινο και θα θέσει σε αμφισβήτηση και την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας.

Το πραξικόπημα του 2016 έπεισε τον Ερντογάν ότι οι Αμερικανοί τον θεωρούν εμπόδιο και επιδιώκουν την ανατροπή του. Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ουάσιγκτον, η πεποίθηση πως οι Αμερικανοί τον έχουν προγράψει, κατέστησε μονόδρομο για τον Τούρκο πρόεδρο τον εναγκαλισμό με τον Πούτιν, προκειμένου να εξισορροπήσει τις δυτικές πιέσεις. Το ίδιο εν μέρει έκανε, αναπτύσσοντας ειδική σχέση με τη Γερμανία και σ’ ένα βαθμό με τη Βρετανία.

Το αποτυχημένο πραξικόπημα ήταν ο καταλύτης για να ολοκληρωθεί η δεύτερη μεταπολίτευση που συνετελέσθη στην Τουρκία. Η πρώτη ήταν η δεκαετής μετάβαση από το μετακεμαλικό καθεστώς στο νεοοθωμανικό. Η δεύτερη ήταν η μετάλλαξη του νεοοθωμανικού καθεστώτος σε ένα καθεστώς, όπου δεσπόζει ο Ερντογάν και γύρω του έχουν συσπειρωθεί οι εθνικιστικές και αντιδυτικές δυνάμεις της Τουρκίας.

Στο μετακεμαλικό καθεστώς κυριαρχούσε συλλογικά μία ελίτ. Στο νεοθωμανικό ρεύμα ο Ερντογάν ήταν ο ηγέτης, αλλά συγκυβερνούσε μία ηγετική ομάδα από κοινού (ατύπως) με το δίκτυο Γκιουλέν. Σήμερα το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν τη δεκαετία 2000. Ηγετικά πρόσωπα, όπως π.χ. οι Γκιούλ, Αρίντς και Νταβούτογλου έχουν περιθωριοποιηθεί και κάποια από αυτά έχουν ενεργοποιηθεί πολιτικά εναντίον του νεοσουλτάνου.

Δεν τους εμπιστεύεται

Ο Ερντογάν, λοιπόν, από ηγέτης ενός ρεύματος έχει μετατραπεί σε άτυπο μονάρχη. Είναι ενδεικτικό ότι κατά κανόνα περιβάλλεται όχι από την παλιά φρουρά των κομματικών στελεχών, αλλά από συγγενείς και υποτακτικούς, καθώς και από στελέχη του παραδοσιακού “βαθέος κράτους”, τα οποία είναι φορείς αντιδυτικής εθνικιστικής ιδεολογίας. Αυτό σημαίνει ότι τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται συλλογικά από μία άρχουσα ελίτ, αλλά από το νεοσουλτάνο και την αυλή του. Με άλλα λόγια, το προσωπικό συμφέρον του Ερντογάν αναγορεύεται εμμέσως σε εθνικό συμφέρον της Τουρκίας. Το βλέπουμε και στον τρόπο που διαχειρίζεται την κρίση της τουρκικής λίρας, όπως επίσης και στον τρόπο που πολιτεύεται εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2023.

Όντας πεπεισμένος πως οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν, δεν τους εμπιστεύεται. Γι’ αυτό δεν πρόκειται να επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί” ό,τι κι αν του προσφέρουν. Έχει συνείδηση πως εάν επιστρέψει θα είναι όμηρος, τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής θα ανασυσταθούν και πιθανότατα θα χρησιμοποιηθούν για να μεθοδευθεί ο εξοβελισμός του. Προφανώς, ο Τούρκος πρόεδρος δεν θέλει να τα σπάσει με τη Δύση, ούτε να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ, ούτε να κόψει δεσμούς με την ΕΕ. Θέλει, όμως, να ανεξαρτητοποιηθεί πλήρως από την δυτική κηδεμονία και το έχει επιτύχει. Στόχος του είναι να παίζει με όλους ανάλογα με τις περιστάσεις και τα τουρκικά συμφέροντα, όπως τα αντιλαμβάνεται.

 Άλλοτε με τη Δύση, άλλοτε με τη Ρωσία κι άλλοτε με την Κίνα.

Στο πλαίσιο αυτό, αγόρασε τους ρωσικούς S-400 και συνεργάζεται με τον Πούτιν. Ταυτοχρόνως, όμως, συνεργάζεται στενά και με την Ουκρανία, υποστηρίζει τους Τατάρους της Κριμαίας και είχε απλώσει δίχτυα στην Κεντρική Ασία, στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας. Με την ίδια λογική κάνει το δικό του παιχνίδι σε Συρία και Λιβύη, διαπραγματευόμενος με τον Πούτιν συμβιβασμούς για να μην οδηγηθούν σε ρήξη, λόγω των αντιτιθέμενων συμφερόντων.

Έκοψε τους κάβους

Ο Ερντογάν, λοιπόν, δεν έφυγε από το δυτικό “μαντρί” για να πέσει στην αγκαλιά της Μόσχας. Δεν θέλει να αλλάξει κηδεμόνα. Επιδιώκει να μετατρέψει την Τουρκία σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου και διεθνή παίκτη ικανό να διαπραγματεύεται με τις μεγάλες δυνάμεις, συμπλέοντας κατά περίπτωση σε τακτικό επίπεδο με τη μία ή την άλλη. Επειδή, μάλιστα, το ζητούμενο αυτή την περίοδο είναι να εδραιώσει την πολιτική χειραφέτηση της Τουρκίας από τους Δυτικούς, στους οποίους ήταν μεταπολεμικά προσδεδεμένη, καλλιεργεί συστηματικά τον αντιαμερικανισμό στην τουρκική κοινωνία. Τον διευκολύνουν σ’ αυτό τα ισλαμικά στερεότυπα, τα οποία χρησιμοποιεί για να αναβιώσει και παροξύνει αντιδυτικά αισθήματα.

Με τον τρόπο αυτό έχει προσδώσει ιδεολογικοπολιτικές διαστάσεις στο τωρινό ρήγμα. Η αντίθεση δεν είναι πλέον μεταξύ Ουάσιγκτον και Ερντογάν. Είναι μεταξύ Δύσης και “βαθιάς Τουρκίας”, την οποία από το 2002 άρχισε να βγάζει πολιτικά-οικονομικά στην επιφάνεια, θρυμματίζοντας την δυτικότροπη κεμαλική “κρούστα” που είχε επιβληθεί επί δεκαετίες της οθωμανίζουσας Τουρκίας.

Αυτό σημαίνει ότι είναι αβάσιμη η δημοφιλής στις δυτικές πρωτεύουσες θεωρία ότι μετά την απομάκρυνση του Ερντογάν από την εξουσία η “παρένθεση” θα κλείσει και η Τουρκία θα επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί”. Είναι γεγονός ότι η πολιτική φθορά του Τούρκου προέδρου, λόγω και της οικονομικής κρίσης, καθιστά ενδεχόμενη την ήττα του στις επόμενες εκλογές του 2023, αν και θα ήταν επιπόλαιο κάποιος να την προεξοφλήσει.

Ακόμα, όμως, κι αν συμβεί αυτό, που δεν φαίνεται πιθανότερο, η Τουρκία δεν θα ξαναγίνει αυτό που ήταν για τη Δύση. Η επανασύνδεσή της με την ιστορία της, την σπρώχνει προς Ανατολάς. Στην Ουάσινγκτον και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν κατανοούν ότι την τελευταία 20ετία έχει συντελεστεί μία τεκτονική κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική αλλαγή. Ο Ερντογάν λειτούργησε σαν καταλύτης, είναι αυτός που “έκοψε τους κάβους”, που κρατούσαν την Τουρκία αγκιστρωμένη στη Δύση.

Η γεωπολιτική διολίσθησή της προς Ανατολάς, όμως, δεν οφείλεται αποκλειστικά στον βολονταρισμό του νεοσουλτάνου. Αντιθέτως, ο βολονταρισμός του εξέφρασε την υποφώσκουσα ιστορική τάση. Η ανάδυση της “βαθιάς Τουρκίας” διευρύνει το πολιτισμικό χάσμα με τη Δύση και το καθιστά αγεφύρωτο. Και ακριβώς επειδή πρόκειται για πολιτισμικό κι όχι για πολιτικό χάσμα, δεν πρόκειται να κλείσει με αλλαγή κυβέρνησης. Η Τουρκία ουσιαστικά δεν θα ξαναγίνει ποτέ αυτό που ήταν για τη Δύση, εκτός κι αν πάψει να έχει τη σημερινή μορφή της.

Κορυφή του παγόβουνου

Το ζήτημα των S-400 έφερε τον κόμπο στο χτένι. Είναι η κορυφή του παγόβουνου, όχι το παγόβουνο. Ακόμα κι αν η Τουρκία αποκτήσει δυτικόφιλη κυβέρνηση δεν θα επανέλθει στο δυτικό “μαντρί”. Θα επαναπροσεγγίσει τη Δύση, αλλά η πολιτική-κοινωνική οντότητα “βαθιά Τουρκία”, όπως πλέον εδράζεται και στους κρατικούς μηχανισμούς, θα υποχρεώσει και δυτικότροπες κυβερνήσεις να προσαρμοσθούν. Με άλλα λόγια, όσο κι αν οι Δυτικοί αρνούνται να το συνειδητοποιήσουν, η Τουρκία έχει ήδη “αποπλεύσει”.

Η εποχή μας, άλλωστε, διευκολύνει αυτή την γεωπολιτική μετατόπιση. Το διεθνές σύστημα έχει ήδη μετατραπεί σε πολυπολικό. Η ανάδυση της Κίνας και η γεωπολιτική της διείσδυση στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με τα ενισχυμένα ερείσματα της Ρωσίας στην περιοχή και την παρουσία του Ιράν, λειτουργούν σαν αντίβαρα στη Δύση, αλλά και σαν πόλος έλξης για τη νεοοθωμανική Τουρκία. Ο δε πόλεμος στην Ουκρανία πόλωσε τα πράγματα και βάθυνε το χάσμα. Ο ευρασιανισμός είναι εδραιωμένο πλέον ρεύμα στην Τουρκία και την ωθεί προς Ανατολάς.

Αυτές είναι οι νέες γεωπολιτικές ορίζουσες, αλλά η Δύση προτιμά να παραμένει βυθισμένη στις αυταπάτες της. Εξου κι από τη μια πλαγιοκοπεί τον Ερντογάν κι από την άλλη “χαϊδεύει” την Τουρκία. Στις ΗΠΑ ελπίζουν ότι –λόγω και της οικονομικής κρίσης– ο Ερντογάν θα φθαρεί τόσο πολύ που θα εξοβελιστεί από την εξουσία στις εκλογές του 2023 και έτσι η Τουρκία θα επανέλθει στο δυτικό “μαντρί”. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Αμερικανοί εκλαμβάνουν τους πόθους τους για πραγματικότητα.

Το πρόβλημα είναι ότι σ’ αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση Μπάιντεν κινείται στο παρασκήνιο για να μεθοδεύσει μία γεωπολιτική διευθέτηση στην περιοχή μας, η οποία να επαναφέρει την Τουρκία σε προνομιακή θέση στο “τραπέζι”. Γι’ αυτό και οι Αμερικανοί ρέπουν στο να αναγνωρίσουν κάποιες από τις επεκτατικές αξιώσεις της Τουρκίας, που σημαίνει ότι τον λογαριασμό θα κληθεί να πληρώσει κυρίως ο Ελληνισμός. Στις αθηναϊκές ελίτ, άλλωστε, υπάρχουν αρκετοί πρόθυμοι…

πηγή


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top