Λυγερός Σταύρος
Ακόμα και όσοι αρέσκονται να βάζουν το κεφάλι στην άμμο, είναι υποχρεωμένοι να ομολογήσουν ότι η Τουρκία όχι απλώς έχει συνεχίζει την επιθετικότητά της, αλλά έχει “ανεβεί πίστα”. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν η εξόφθαλμη κλιμάκωση συνιστά προετοιμασία του εδάφους για να επιχειρήσει ο Ερντογάν επεκτατικό τετελεσμένο. Αν και κανείς δεν μπορεί να είναι κατηγορηματικός, εδώ και πολύ καιρό έχω διατυπώσει την εκτίμηση ότι όλες αυτές οι μονομερείς επεκτατικές πρωτοβουλίες της Άγκυρας φέρνουν πιο κοντά έναν τουρκικό στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό.
Οι επιστολές του μόνιμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ, οι δηλώσεις Τσαβούσογλου και τώρα οι πανομοιότυπες δηλώσεις Ερντογάν (εάν τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου δεν αποστρατιωτικοποιηθούν, η Άγκυρα θα άρει την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επ’ αυτών) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι ο τουρκικός επεκτατισμός έχει πραγματοποιήσει ποιοτικό άλμα.
Υπενθυμίζουμε ότι πριν προστεθούν στο καλάθι των τουρκικών διεκδικήσεων και τα μεγάλα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, η Άγκυρα είχε εμπράκτως (με τις έρευνες του Oruc Reis) αμφισβητήσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ στη θαλάσσια περιοχή νότια και ανατολικά του ελληνικού τόξου Καστελλόριζο-Ρόδος-Κάρπαθος-Κάσος-Κρήτη. Και πριν από αυτές τις προκλήσεις είχε προηγηθεί το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Κι αν πάμε πιο πίσω είχε εγείρει διεκδικήσεις για νησίδες και βραχονησίδες με τη θεωρία περί “γκρίζων ζωνών”.
Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα κυριαρχεί η ερμηνεία ότι η Άγκυρα πιέζει την Αθήνα για να την υποχρεώσει να διαπραγματευθεί διμερώς τα προβλήματα που δημιουργεί ο τουρκικός επεκτατισμός. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι γενικά λανθασμένη, αλλά αν δεν διευκρινισθεί μπορεί να οδηγήσει σε απολύτως λανθασμένα συμπεράσματα. Κι αυτό, επειδή η κυρίαρχη σχολή σκέψης στα ελληνικά κέντρα αποφάσεων και επιρροής ισχυρίζεται ότι οι Τούρκοι προσθέτουν επεκτατικές διεκδικήσεις και κλιμακώνουν τις επιθετικές πιέσεις τους, επειδή η Ελλάδα είναι –υποτίθεται– απρόθυμη να διαπραγματευθεί μαζί τους ένα συμβιβασμό.
Το περιεχόμενο ενός συμβιβασμού
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε ποιο άραγε μπορεί να είναι το περιεχόμενο ενός τέτοιου συμβιβασμού. Το κρίσιμο αυτό ερώτημα συνήθως απαντάται με γενικολογίες. Και εάν κάποιος επιμείνει, η απάντηση που θα λάβει από τη κυρίαρχη σχολή σκέψης είναι πως οι Τούρκοι στην πραγματικότητα δεν έχουν εδαφικές διεκδικήσεις. Θέλουν μόνο η Ελλάδα να μην επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, να περιορίσει τον εναέριο χώρο της από τα 10 στα έξι μίλια και να οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο όχι με βάση την αρχή της μέσης γραμμής, αλλά με ένα κριτήριο που θα λαμβάνει περισσότερο υπόψη τον χερσαίο όγκο της. Όπως είχε πει και ο Κοτζιάς «να μην είμαστε μοναχοφάηδες»!
Για να απαντήσουμε στο εάν είναι έτσι τα πράγματα, μας βοηθούν οι ίδιοι οι Τούρκοι. Στη δεκαετία του 1970, όταν άρχισε η σύγχρονη φάση της ελληνοτουρκικής διένεξης για το Αιγαίο, αυτές ήταν σε γενικές γραμμές οι διεκδικήσεις της Άγκυρας. Και τότε, όμως, η Άγκυρα είχε αρνηθεί συστηματικά να αποδεχθεί την παραπομπή της διαφοράς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη. Από τότε, όμως, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Οι Τούρκοι πλέον δεν διεκδικούν μόνο ελληνικά κυριαρχικά και διοικητικά δικαιώματα, αλλά και έδαφος.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα κρύβει τη στρατηγική αμηχανία του, δηλώνοντας σε όλους τους τόνους πως λύση είναι η παραπομπή στη Χάγη. Δεν λένε, όμως, ποια ακριβώς προβλήματα θα παραπέμψουμε. Θα ζητήσουμε από το Δικαστήριο να αποφασίσει π.χ. εάν οι Οινούσσες ή οι Φούρνοι είναι ελληνικό ή τουρκικό νησί; Με άλλα λόγια, δεν απαντούν στο κρίσιμο ερώτημα: είναι η Ελλάδα διατεθειμένη να θέσει στην κρίση κάποιων ξένων δικαστών την εδαφική της ακεραιότητα; Ελπίζουμε πως όχι. Το ίδιο ελπίζουμε και για το ζήτημα της στρατιωτικοποίησης των νησιών. Έτσι κι αλλιώς, η Αθήνα δεν έχει αναγνωρίσει στο Διεθνές Δικαστήριο τέτοια δικαιοδοσία.
Συνήθως, η απάντηση της σχολής σκέψης που κυριαρχεί στα κέντρα αποφάσεων και επιρροής στην Αθήνα είναι πως τα όσα λέει η Άγκυρα για τα ελληνικά νησιά δεν τα εννοεί, πως είναι ένας διαπραγματευτικός ελιγμός, με σκοπό να αποσπάσει ένα συμβιβασμό αναφορικά με την υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα κλπ. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας ισχυρισμός, μία παντελώς αυθαίρετη ερμηνεία.
Οι δηλώσεις προαναγγέλλουν πράξεις
Οι Τούρκοι δεν περιορίζονται σε δηλώσεις. Οι δηλώσεις είναι πάντα προπομποί πράξεων. Το είδαμε στα Ίμια, στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, στις έρευνες του Oruc Reis και προ διετίας στην υβριδική επίθεση στον Έβρο. Και ενδιαμέσως, οι τουρκικές υπερπτήσεις πάνω από ελληνικές νησίδες δεν δικαιολογούνται πλέον από την Άγκυρα ως μη εσκεμμένες ενέργειες, αλλά σαν νόμιμες πτήσεις πάνω από τουρκικό έδαφος! Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία έχει καταθέσει συντεταγμένες στον ΟΗΕ για τα όρια της υφαλοκρηπίδας της με βάση τον παντελώς παράνομο ισχυρισμό ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ και προ μηνών, με τις επιστολές Σινιρλίογλου στον ΟΗΕ, έχει επισήμως εξαρτήσει την ελληνική κυριαρχία στα νησιά από την αποστρατιωτικοποίησή τους.
Αυτά είναι τα γεγονότα και διαψεύδουν εκκωφαντικά τις κυρίαρχες συνιστώσες του ελληνικού πολιτικού συστήματος που τσαλαβουτάνε σε αυταπάτες για να παρακάμψουν τη στρατηγική αμηχανία τους. Το γεγονός ότι η Ελλάδα οφείλει να είναι πολύ προσεκτική, δεν δικαιολογεί ούτε επικίνδυνες αυταπάτες, ούτε υποχωρητικές κινήσεις που τροφοδοτούν και παροξύνουν τον τουρκικό επεκτατισμό. Είναι πολύ διαφορετικό η ελληνική πλευρά να αποφεύγει κινήσεις που στρατιωτικοποιούν τη διένεξη με την Τουρκία από το να “φοβάται τον ίσκιο της”.
Για την οικονομία της συζήτησης ας συμφωνήσουμε ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων στο ανατολικό Αιγαίο είναι, λόγω του τουρκικού casus belli, καυτό ζήτημα. Γιατί, άραγε, δεν επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα στις περιοχές που δεν γειτνιάζουν με την Τουρκία; Έτσι κι αλλιώς το ο “κόσμος το έχει τούμπανο και εμείς κρυφό καμάρι” ότι αιτία που δεν προχωράμε σε γενική επέκταση είναι ο φόβος της τουρκικής απειλής.
Γιατί, άραγε, δεν ανακηρύσσουμε (όχι να οριοθετήσουμε μονομερώς) ΑΟΖ; Μία επιστολή στον ΟΗΕ απαιτείται. Γιατί, άραγε, η Ελλάδα, δεν κλείνει τους κόλπους της με ευθείες γραμμές βάσης; Κατά ποία έννοια αυτό μπορεί να ενοχλήσει την Τουρκία; Γιατί δεν καταθέτει συντεταγμένες για τα θεωρούμενα από την ίδια εξωτερικά όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ ως απάντηση στις τουρκικές συντεταγμένες, ώστε τουλάχιστον να καταγραφεί πολύ καθαρά η υφιστάμενη διαφωνία; Η απάντηση είναι ότι οι Τούρκοι θα παραβιάσουν αυτά τα όρια και τότε η Ελλάδα θα πρέπει να αντιδράσει. Μα ήδη τα παραβιάζουν και η Ελλάδα δεν αντιδρά. Εκτός κι αν θεωρήσουμε αντίδραση τη κατάπτυστη δήλωση Γεραπετρίτη ότι η εθνική κόκκινη γραμμή είναι τα έξι μίλια των χωρικών υδάτων!
Στο τραπέζι το επεκτατικό τετελεσμένο
Τραβώντας ολοένα και περισσότερο το σκοινί, οι Τούρκοι πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο το όριο θραύσης. Με άλλα λόγια, οι υποστηρικτές του κατευνασμού, αντί να φέρουν κατευνασμό φέρνουν πιο κοντά το ενδεχόμενο ένοπλης σύγκρουσης. Κι αυτό, επειδή δύσκολα θα βρεθεί ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα αποδεχθεί τον ακρωτηριασμό κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και της εδαφικής ακεραιότητας, χωρίς οι ένοπλες δυνάμεις να ρίξουν ντουφεκιά.
Το γεγονός ότι η Άγκυρα έχει “ανεβεί πίστα” επαναφέρει το ερώτημα εάν ο Ερντογάν προετοιμάζει το έδαφος για να δημιουργήσει ένα επεκτατικό τετελεσμένο σε βάρος της Ελλάδας. Οι κινήσεις του αυτό δείχνουν, αλλά –όπως προανέφερα– το εάν θα κάνει το άλμα ή όχι, δεν μπορεί να απαντηθεί με κατηγορηματικότητα. Είναι συνάρτηση του τρόπου που θα σταθμίσει την οικονομική κρίση στην Τουρκία, την ελληνική αντίδραση και βεβαίως την αντίδραση των άλλων δρώντων στην περιοχή στις σημερινές συνθήκες της πανδημίας και κυρίως της ουκρανικής κρίσης, η οποία μπορεί να θεωρηθεί από τον Ερντογάν παράθυρο ευκαιρίας.
Είναι προφανές ότι οι Τούρκοι προτιμούν να κερδίζουν, χωρίς να ρίξουν ντουφεκιά, δεδομένου ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είναι σε θέση να προκαλέσουν μεγάλες καταστροφές στον επιτιθέμενο, ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης. Προτιμούν, λοιπόν, να κερδίζουν μάχες, εξωθώντας την Αθήνα σε αλλεπάλληλες υποχωρήσεις με την άσκηση επιθετικών πιέσεων, ώστε να ενεργοποιείται το φοβικό σύνδρομό της.
Από την άλλη πλευρά, όμως, ο Ερντογάν έχει σε ένα χρόνο εκλογές που θα κρίνουν την παραμονή του στην εξουσία. Έχοντας φθαρεί, έχει ζωτική ανάγκη μία εύκολη νίκη για να ενεργοποιήσει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά του τουρκικού εκλογικού σώματος. Αν, λοιπόν, κρίνει ότι δημιουργώντας ένα επεκτατικό τετελεσμένο θα γκρεμίσει τις μέχρι τώρα ελληνικές αντιστάσεις και ως εκ τούτου θα βρεθεί σε απολύτως πλεονεκτική θέση, είναι πιθανόν να το τολμήσει.
Και μόνο αυτό το ενδεχόμενο θα έπρεπε να είχε προκαλέσει συναγερμό στην Αθήνα, η οποία όμως, το μόνο που έκανε είναι να δρομολογήσει τα εξοπλιστικά προγράμματα και να συνάψει το σύμφωνο αμυντικής συνδρομής με τη Γαλλία. Πολύ σημαντικά, υπό την προϋπόθεση ότι τα εντάσσεις σε μία εθνική στρατηγική και εργάζεσαι για όλες τις άλλες συνιστώσες της. Και δυστυχώς σ’ αυτό το επίπεδο ο απολογισμός είναι πενιχρός.
Δημοσίευση σχολίου