Τσιλιόπουλος Ευθύμιος
Το 1972 ο Daniel Ellesberg κυκλοφόρησε το περίφημο πλέον “The Quagmire Myth and the Stalemate Machine” (Ο μύθος της κινουμένης άμμου και η μηχανή του αδιέξοδου) στο οποίο καταλόγιζε ευθύνες στις διαδοχικές ηγεσίες των ΗΠΑ (όχι μόνο στην εκτελεστική εξουσία) για τον ανεύθυνο χειρισμό μιας υπόθεσης που στοίχισε τις ζωή σε 58.200 Αμερικανούς στρατιωτικούς και σε πάνω από 1.500.000-2.000.000 πολίτες και στρατιώτες και των δύο πλευρών. Πάνω από 80% των υποδομών του Βορείου Βιετνάμ καταστράφηκε.
Βασικά ο Ellsberg λέει ότι όλες οι κυβερνήσεις από τον Κένεντι και μετά εψεύδοντο ασυστόλως. Παρουσίαζαν μια εικόνα ότι οι ΗΠΑ είχαν οδηγηθεί σε ένα βάλτο, ή σε ένα λάκκο με κινούμενη άμμο όπου ο “καημένος Μπαρμπα Σαμ”” βυθιζόταν σιγά-σιγά κι όσο και να πάλευε βούλιαζε περισσότερο. Έχοντας κυριολεκτικά κλέψει την 7.000 σελίδων έκθεση που είχε εκπονηθεί με εντολή του τότε υπουργού Άμυνας ΜακΝαμάρα (μετέπειτα αποκλήθηκε “The Pentagon Paper”) ο Ellesberg ήξερε ακριβώς τι έλεγε. Όλοι έκαναν τα ελάχιστα, προσπαθώντας να μετακυλήσουν το πρόβλημα στον επόμενο. Έτσι ενεργοποίησαν τη μηχανή του αδιέξοδου.
Άλλοι καιροί τότε. Κι όμως, το Αφγανιστάν ήταν μια παρόμοια, πολύ περισσότερο δαπανηρή για τον Αμερικανό φορολογούμενο, λιγότερο θανατηφόρα, όσον αφορά τις ζωές Αμερικανών ενστόλων, αλλά περισσότερο χρονοβόρα περίπτωση. Υπάρχουν και διαφορές. Δεν υπάρχει αντίστοιχο του Βορείου Βιετνάμ, αν και πολλοί θα έλεγαν ότι το Πακιστάν (αμφίβολος σύμμαχος των ΗΠΑ), που εξέθρεψε μέσω της μυστικής του υπηρεσίας τους Ταλιμπάν ίσως να έπαιζε εν μέρει αυτό το ρόλο.
Όπως και τότε, έτσι και τώρα, οι ΗΠΑ προσπάθησαν να στηρίξουν ένα διεφθαρμένο και ανύπαρκτο στη συνείδηση των πολιτών καθεστώς, που στην απολυταρχία του δεν μπορούσε να συγκριθεί με το σπαρτιάτικης νοοτροπίας και εξαιρετικά ισχυρό συνειδησιακά κομμουνιστικό καθεστώς του Ανόι. Η μέχρι πρότινος κυβέρνηση του Αφγανιστάν και οι προηγούμενες δεν είχαν καμία νομιμοποίηση στα μάτια του μέσου Αφγανού. Έβλεπε τους ξένους εισβολείς να προσπαθούν να επιβάλουν δυτικά πρότυπα (μαρξιστικά ή καπιταλιστικά) σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε και κυριαρχεί ο αναλφαβητισμός, ο θρησκευτικός φανατισμός, η μισαλλοδοξία και ο μισογυνισμός.
Από το Βιετνάμ στο Αφγανιστάν
Όπως και τότε, έτσι και τώρα, οι ΗΠΑ ήχθηκαν σε αυτή την πολιτική από δύο παράγοντες. Τον έναν τον κατανοεί ο Ellesberg, γέννημα θρέμμα της Αμερικής: Δεν υπήρξε ποτέ σχέδιο. Οι ΗΠΑ απλά δεν μπορούσαν να δουν μια επανάληψη της περίπτωσης της Κίνας (1949), να χάσουν δηλαδή το Βιετνάμ. Τον άλλο παράγοντα τον καταλαβαίνει ο Κίσινγκερ: Η πολιτική σκηνή στην Ουάσινγκτον καθοδηγείται από το πρότυπο που έχουν οι Αμερικανοί για τον εαυτό τους: την τελειότερη ανθρώπινη κοινωνία και κουλτούρα έως τώρα, πράγμα που ίδιοι αποκαλούν το “πεπρωμένο της Αμερικής”. Δεν είναι τυχαίο που αποκαλούν τις ΗΠΑ “γη της επαγγελίας”. Στο κάτω-κάτω “Jesus is American”!
Αυτά έδεναν τα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης, η οποία έταζε το τέλος του πολέμου και όταν γινόταν σαφές ότι υπήρχαν αποτυχίες αυτό ενέτεινε τις εντάσεις μεταξύ εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Αυτές οι διενέξεις συνήθως καταλήγουν σε νίκη του εκάστοτε προέδρου, για πολλούς λόγους. Αλλά και σε ένα πολεμικό επίπεδο, η ίδια λογική ακολουθείτο. Ποτέ οι αμερικανικές δυνάμεις δεν αποσκοπούσαν στη κατοχή εδαφών και πληθυσμού. Αντι-ανταρτικές επιχειρήσεις γίνονταν με σκοπό την εξουδετέρωση ενόπλων ομάδων, οι οποίες, όπως έλεγε ο Μάο, «κολυμπούσαν μέσα στο λαό, όπως το ψάρι στο νερό».
Προσπαθώντας να πιέσουν την πολιτική κατάσταση οι αμερικανικές κυβερνήσεις κατέφευγαν σε τεράστια πλήγματα με βομβαρδισμούς. Το ντοκιμαντέρ Restrepo και το βιβλίο War δείχνει τι γίνεται σε ένα αμερικανικό συνοριακό φυλάκιο στα σύνορα Αφγανιστάν-Πακιστάν επί ένα έτος. Εκεί φαίνεται ξεκάθαρα το πώς, όπως και στο Βιετνάμ, οι Αμερικανοί εκτελούσαν μικρής κλίμακας επιχειρήσεις και μετά εγκατέλειπαν το πεδίο, αφήνοντας απομονωμένα φυλάκια σε δύσβατες περιοχές, τα οποία αργότερα εγκατέλειπαν λόγω εφοδιαστικών πιέσεων.
Φυλές και φύλαρχοι
Έγιναν απεγνωσμένες προσπάθειες από τους Αμερικανούς να κατανοήσουν το σύνθετο κοινωνικό-φυλετικό πλέγμα του Αφγανιστάν εμφυτεύοντας ομάδες κοινωνικών επιστημόνων σε στρατιωτικές μονάδες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζονται οι στρατιωτικοί και τα στοιχεία τα οποία συλλέγονταν με βιασύνη να είναι στην πραγματικότητα άχρηστα. Η προσπάθεια να εκπαιδευτούν οι ντόπιοι για να πολεμήσουν τους Ταλιμπάν προσέκρουε στη διάχυτη διαφθορά, αλλά και τις αλληλοσυγκρουόμενες ταυτότητες των μελών των κυβερνητικών ενόπλων δυνάμεων και δυνάμεων ασφαλείας πριν την πτώση της Καμπούλ.
Εκτός από την πολυάριθμη φυλή των Παστούν, υπάρχουν άλλες δέκα κύριες φυλές και πολλές μικρότερες. Οι περισσότεροι Ταλιμπάν ανήκουν στη φυλή Παστούν, η οποία αποτελεί το 38-42% του πληθυσμού της χώρας. Οι φυλετικές διαφορές όξυναν και τις διαφορές στην προσπάθεια να οικοδομηθεί ένα πολιτικά βιώσιμο κράτος. Οι διάφοροι αξιωματούχοι προσπαθούσαν να σφετεριστούν την όποια βοήθεια για τον εαυτό τους και τη βάση που στήριζε την προσωπική τους εξουσία.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, πολλοί Παστούν που εντάχθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις αυτομόλησαν. Ολόκληρα χωριά ή πατριαρχικές οικογένειες έπαιζαν ένα παιχνίδι και με τις δύο πλευρές, προσπαθώντας να αποκτήσουν οφέλη. Όπως και στο Βιετνάμ, η διαφθορά ήταν βασική αιτία της ήττας. Όπως και τότε, αξιωματικοί και αξιωματούχοι πουλούσαν ή έδιναν πληροφορίες και υλικό στους Ταλιμπάν.
Άλλοι σπαταλούσαν πολύτιμους πόρους, ή τους πουλούσαν στην μαύρη αγορά. Η κατασκευή υποδομών δεν προχώρησε, ή καταστρεφόντουσαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις των δύο πλευρών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ζωή των απλών ανθρώπων ελάχιστα να διαφέρει από την πρώτη εποχή του μετάλλου, με μόνη διαφορά την αφθονία σύγχρονου ατομικού οπλισμού.
Έγιναν απεγνωσμένες προσπάθειες από τους Αμερικανούς να κατανοήσουν το σύνθετο κοινωνικό-φυλετικό πλέγμα του Αφγανιστάν εμφυτεύοντας ομάδες κοινωνικών επιστημόνων σε στρατιωτικές μονάδες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παρεμποδίζονται οι στρατιωτικοί και τα στοιχεία τα οποία συλλέγονταν με βιασύνη να είναι στην πραγματικότητα άχρηστα. Η προσπάθεια να εκπαιδευτούν οι ντόπιοι για να πολεμήσουν τους Ταλιμπάν προσέκρουε στη διάχυτη διαφθορά, αλλά και τις αλληλοσυγκρουόμενες ταυτότητες των μελών των κυβερνητικών ενόπλων δυνάμεων και δυνάμεων ασφαλείας πριν την πτώση της Καμπούλ.
Εκτός από την πολυάριθμη φυλή των Παστούν, υπάρχουν άλλες δέκα κύριες φυλές και πολλές μικρότερες. Οι περισσότεροι Ταλιμπάν ανήκουν στη φυλή Παστούν, η οποία αποτελεί το 38-42% του πληθυσμού της χώρας. Οι φυλετικές διαφορές όξυναν και τις διαφορές στην προσπάθεια να οικοδομηθεί ένα πολιτικά βιώσιμο κράτος. Οι διάφοροι αξιωματούχοι προσπαθούσαν να σφετεριστούν την όποια βοήθεια για τον εαυτό τους και τη βάση που στήριζε την προσωπική τους εξουσία.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, πολλοί Παστούν που εντάχθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις αυτομόλησαν. Ολόκληρα χωριά ή πατριαρχικές οικογένειες έπαιζαν ένα παιχνίδι και με τις δύο πλευρές, προσπαθώντας να αποκτήσουν οφέλη. Όπως και στο Βιετνάμ, η διαφθορά ήταν βασική αιτία της ήττας. Όπως και τότε, αξιωματικοί και αξιωματούχοι πουλούσαν ή έδιναν πληροφορίες και υλικό στους Ταλιμπάν.
Άλλοι σπαταλούσαν πολύτιμους πόρους, ή τους πουλούσαν στην μαύρη αγορά. Η κατασκευή υποδομών δεν προχώρησε, ή καταστρεφόντουσαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις των δύο πλευρών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η ζωή των απλών ανθρώπων ελάχιστα να διαφέρει από την πρώτη εποχή του μετάλλου, με μόνη διαφορά την αφθονία σύγχρονου ατομικού οπλισμού.
Το όπιο
Η οικονομία δεν αναπτύχθηκε ποτέ και δεν έγινε καμία προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Οι χωρικοί, που αποτελούν την συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, καλλιεργούσαν και καλλιεργούν όπιο. Η σοβαρότητα που είχε για την αφγανική οικονομία το όπιο έγινε κατανοητή από τους Ταλιμπάν όταν προσπάθησαν να τερματίσουν την παραγωγή του το 2000, εν μέσω μιας δίχρονης ξηρασίας που τους υποχρέωσε να εξαναγκάσουν τους αγρότες να στραφούν σε βρώσιμες καλλιέργειες. Ως αποτέλεσμα η δημοτικότητα των Ταλιμπάν, που μέχρι τότε προστάτευαν την καλλιέργεια και το εμπόριο του οπίου, έπεσε κατακόρυφα.
Κατά τη διάρκεια του κρυφού πολέμου της CIA εναντίον των Σοβιετικών, οι φύλαρχοι και οι Ταλιμπάν τους οποίους δημιούργησε η CIA, μέσω της πακιστανικής υπηρεσίας πληροφοριών ISI, στράφηκαν ολοένα και περισσότερο στην καλλιέργεια του οπίου, το οποίο μετέτρεπαν σε ηρωίνη στις συνορεύουσες με το Αφγανιστάν επαρχίες του Πακιστάν που είναι γνωστές με το όνομα “περιοχές των φυλών”.
Η παραγωγή οπίου αυξήθηκε από περίπου 180 τόνους το 2001 σε περισσότερους από 3.000 τόνους το χρόνο μετά την αμερικανική εισβολή και σε περισσότερους από 8.000 έως το 2007. Κάθε άνοιξη, η συγκομιδή οπίου γέμιζε τα ταμεία των Ταλιμπάν, χρηματοδοτώντας τους μισθούς νέων ανταρτών. Αλλά ούτε οι ξένες δυνάμεις σταμάτησαν την παραγωγή. Κάποιες χλιαρές προσπάθειες να πεισθούν οι αγρότες να στραφούν σε άλλες καλλιέργειες έπεσαν στο κενό. Σε κάποια φάση οι Αμερικανοί απαγόρευσαν στα στρατιωτικά οχήματα, και δη τα καναδικά Leopard, να βγαίνουν εκτός δρόμων για να μην καταστρέφουν σοδειές οπίου και στρέφουν τους αγρότες εναντίον τους. Το πρόβλημα της παραγωγής οπίου-ηρωίνης ήταν κάτι που αντιμετώπισαν οι ΗΠΑ και στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Οι αφγανικές δυνάμεις δεν διεξήγαγαν μόνες τους επιχειρήσεις. Πάντοτε οι Αμερικανοί “σύμβουλοι” καλούσαν την αεροπορία, ή το πυροβολικό. Τα μέσα αυτά τα διαχειρίζονταν οι ίδιοι και –όπως και στο Βιετνάμ– έδιναν στους συμμάχους τους παλιότερα όπλα. Στο απόγειό τους οι Δυτικές δυνάμεις έφτασαν τις 100.000 και οι αφγανικές τις 350.000. Έπρεπε να ελέγξουν μια χώρα 650.000 τετρ. χλμ, χωρίς οδικό δίκτυο και με δύσκολο ανάγλυφο. Στο Βιετνάμ (ολόκληρο 330.000 τετρ. χλμ.) πολεμούσαν 500.000 Αμερικανοί στρατιώτες και 410.000 Νοτιοβιετναμέζοι σύμμαχοί τους.
Η “ουιλσονική” οπτική
Η Ουάσιγκτον σύρθηκε σε έναν πόλεμο “υποχρέωσης”. Το καθεστώς των Ταλιμπάν κατέρρευσε γρήγορα. Ο πληθυσμός είχε υποφέρει από την αυθαίρετη και βίαιη εξουσία τους. Για τις γυναίκες η κατάσταση ήταν ασφυκτική. Το κενό εξουσίας, όμως, κάλυψαν φύλαρχοι και ληστές, ενώ οι Ταλιμπάν ανασυντάσσονταν στην πακιστανική πλευρά των συνόρων. Οι Αμερικανοί αδυνατούσαν να συναρμολογήσουν έναν στοιχειωδώς αποτελεσματικό κρατικό μηχανισμό.
Επιδόθηκαν στην κατασκευή ενός κρατικού μοντέλου δυτικού τύπου, επειδή μέσα από την “ουιλσονιανή” οπτική μπορούσε η αμερικανική κοινή γνώμη να αποδεχτεί την εμπλοκή. Όταν έπεσε ο ενθουσιασμός και ο Μπιν Λάντεν δεν βρισκόταν, οι αμερικανικές κυβερνήσεις το μόνο που έκαναν ήταν να “κλωτσούν το τενεκεδάκι πιο κάτω”. Επί 20 χρόνια, έπλαθαν τον ίδιο μύθο που έπλαθαν για το Βιετνάμ, αλλάζοντας τα ονόματα. Τεράστια ποσά ξοδεύτηκαν, που κρύβονταν σε προϋπολογισμούς άλλων υπουργείων με προκάλυμμα την ανθρωπιστική βοήθεια και την κατασκευή υποδομών. Μετά ήλθε η “ιδιωτικοποίηση” όλων αυτών των υπηρεσιών, η οποία μετακύλησε τις πολιτικές ευθύνες.
Ο “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” είναι σαν τον “μύθο της κινούμενης άμμου”. Στην αρχή, οι New York Times είχαν τον τίτλο “Η Αμερική προκαλείται” (America Challenged). Πήρε πολύ καιρό για να αλλάξει αυτό το τροπάριο. Όταν στρίμωξαν τα πράγματα, ο αντιπρόεδρος Τσέινι ιδιωτικοποίησε τον πόλεμο, εκτοξεύοντας το κόστος, αλλά αποκρύπτοντας την αποτυχία. Αρχίζοντας από τον Τραμπ, ο Μπάιντεν έκοψε απότομα το μέλος με γάγγραινα για να απαγκιστρωθεί.
Προαναγγελθείσα καταστροφή
Κανείς στη CIA ή στις 16 άλλες αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών δεν πίστευε ότι η πακιστανική κυβέρνηση θα εγκατέλειπε τους Ταλιμπάν. Και κανένας στην Ουάσιγκτον δεν πίστευε πραγματικά ότι οι Αφγανοί θα καλωσόριζαν τα αμερικανικά στρατεύματα. Μέχρι την τελευταία στιγμή, οι υπηρεσίες πληροφοριών και το Πεντάγωνο έλεγαν στον Μπάιντεν ότι η τήρηση του χρονοδιαγράμματος Τραμπ θα ήταν καταστρεπτική και θα οδηγούσε σε πτώση της Καμπούλ. Ο Μπάιντεν, όμως, αποφάσισε τη φυγή και θα πληρώσει το όποιο πολιτικό τίμημα.
Οι εισβολές των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν και Ιράκ θα καλυφθούν διεξοδικά σε μελλοντικές εξιστορήσεις της αμερικανικής παρακμής, αλλά το Αφγανιστάν θα μείνει στη μνήμη διαφορετικά από το Ιράκ. Το Ιράκ ήταν η αστραφτερή καταστροφή, η σύγκρουση του αμερικανικού οράματος με τον πραγματικό κόσμο. Το Αφγανιστάν ήταν κάτι άλλο, μικρότερο αλλά πιο σκοτεινό.
Οι αμερικανικές ελίτ δεν σκέφτηκαν ότι το αφγανικό μέρος του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας” δεν θα λειτουργούσε. Ήταν εξαρχής καταδικασμένο από τη σύμπραξη των Ταλιμπάν με το πακιστανικό κράτος, από το αφήγημα των Αφγανών σαν γενναίων πρωτόγονων, από την εικόνα των ΗΠΑ για τον εαυτό τους κι από τα τεράστια κέρδη που αποκόμισαν ορισμένοι, απομυζώντας το αμερικανικό κράτος.
Δημοσίευση σχολίου