Το ζήτημα των στρατιωτικών δυνάμεων των εγγυητριών δυνάμεων αποτέλεσε σημείο πολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες από την αρχή της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Στο νησί μετά την ανεξαρτησία υπήρχε η ΕΛΔΥΚ και η ΤΟΥΡΔΥΚ, τα στρατιωτικά σώματα των δυο μητέρων-πατρίδων με προσωπικό 950 και 650 ανδρες αντίστοιχα. Σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1960, η Κύπρος θα δημιουργούσε στρατό αποτελούμενο από 2.000 άντρες, το 60% των οποίων θα ήταν Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι.
Η Τ/Κ πλευρά διαφώνησε ως προς τη σύνθεση του στρατού, προτείνοντας ότι σε επίπεδο λόχων οι μονάδες θα έπρεπε να ήταν εθνικά αμιγείς, ενώ η ε/κ πλευρά με τη σειρά της υποστήριζε ότι ο στρατός θα έπρεπε να ήταν μικτός σε όλα τα επίπεδα.
Το υπουργικό συμβούλιο, όπου οι Ε/Κ είχαν την πλειοψηφία, αποφάσισε να δημιουργηθεί μικτό στράτευμα, γεγονός που οδήγησε τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο Φαζίλ Κουτσιούκ, να ασκήσει τον Οκτώβριο του 1961 το δικαίωμα του βέτο επι της δημιουργίας στρατού.
Στο μεταξύ, και στις δύο κοινότητες σχηματίστηκαν παραστρατιωτικές ομάδες.
Τα «13 σημεία» και η αποστολή της Μεραρχίας
Με δεδομένο το αδιέξοδο και στις δύο κοινότητες συγκροτήθηκαν παραστρατιωτικές ομάδες. Στο ήδη τεταμένο κλίμα ήλθε να προστεθεί η απόφαση του Μακαρίου να καταθέσει τα 13 σημεία για την αναθεώρηση του Συντάγματος, τον Νοέμβριο του 1963, κίνηση που προκάλεσε την οργή της τ/κ κοινότητας.
Τον Δεκέμβριο του 1963 ξέσπασαν οι διακοινοτικές ταραχές στο νησί και το ενδεχόμενο τουρκικής εισβολής στην Κύπρο ήταν ορατό. Η Τουρκική Δύναμη Κύπρου (ΤΟΥΡΔΥΚ), συμμετείχε ενεργά στις συγκρούσεις μεταξύ Ε/Κ και Τ/Κ, ενώ ο τουρκικός στόλος κινούνταν απειλητικά, κάποιες φορές και εντός των χωρικών υδάτων της Κύπρου.
Η Ελλάδα, η οποία σταδιακά προετοιμαζόταν για μια πιθανή τουρκική εισβολή, με απόφαση του τότε πρωθυπουργού Γεώργιου Παπανδρέου και του υπουργού Άμυνας Πέτρου Γαρουφαλιά, έστειλε τον Απρίλιο του 1964 μυστικά στην Κύπρο στρατιωτική δύναμη, γνωστή και ώς η «Μεραρχία.» Απο την άφιξη των Ελλήνων στρατιωτών στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Οι πρώτοι έφτασαν στις 17 Απριλίου 1964 και η αποστολή της ελληνικής δύναμης ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1964.
Η Μεραρχία αριθμούσε περίπου 8.500 άνδρες (3 Συντάγματα Πεζικού, 2 Μοίρες Καταδρομών και 2 Ίλες Αρμάτων). «Γνώριζαν οι Μεγάλες Δυνάμεις για τη Μεραρχία.» Οι πληροφορίες και η «μονάδα αυτοκτονίας.» Σύμφωνα με το πόρισμα της Κυπριακής Βουλής για τον Φάκελο της Κύπρου, «η Μεραρχία μεταφέρθηκε στην Κύπρο για να προστατεύσει το νησί από ενδεχόμενη υλοποίηση από την Τουρκία της απόφασης για εισβολή».
Πάντως, σχετικά με τη «μυστικότητα» της αποστολής της ειδικής μεραρχίας στην Κύπρο, χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Γλαύκου Κληρίδη μερικά χρόνια αργότερα: «Κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο άρχισαν να καταφθάνουν μυστικά στην Κύπρο ελληνικές δυνάμεις. Η λέξη «μυστικά» είναι ευφημισμός. Οι αμερικανικές και οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών ήταν ενημερωμένες, όπως και οι κυβερνήσεις τους.
Το ίδιο και το ΝΑΤΟ. Η μυστικότητα, όμως, ήταν μια αναγκαία επίφαση για να μην βρεθεί η τουρκική κυβέρνηση σε δύσκολη θέση.» Σχετικά με την κάθοδο της Μεραρχίας υπήρξε και ο ισχυρός τότε αντίλογος, υποστηρίζοντας ότι η συγκεκριμένη κίνηση ήταν πολύ επικίνδυνη για τα δεδομένα.
Κύριο επιχείρημά τους ήταν η απουσία αεροπορικής κάλυψης της Μεραρχίας, που την καθιστούσε «μονάδα αυτοκτονίας», ενώ έκαναν λόγω για επιβεβαίωση της τουρκικής εντυπώσεως ότι, όντως η Ελλάδα επιθυμούσε την περικύκλωσή της.
Επίσης, με αυτή την κίνηση αυξανόταν η δυνατότητα του Μακάριου να παρασύρει την Ελλάδα σε κατευθύνσεις που η ίδια δεν επιθυμούσε και ότι η Ένωση ήταν προ των πυλών λόγω της υπεροχής δυνάμεων σε τοπικό επίπεδο. Τα γεγονότα στην Κύπρο τότε, διαδραματίζονταν στη «σκιά» του «διπολικού κόσμου», με ΕΣΣΔ και ΗΠΑ να βρίσκονται στην πιο δραματική περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, δύο χρόνια μετά την πυραυλική κρίση του 1962.
Ο φόβος των ΗΠΑ για την «Κούβα της Μεσογείου», όπως χαρακτήριζαν την Κύπρο, και για τον «νέο Φιντέλ Κάστρο», όπως αποκαλούσαν τον Μακάριο, εκφραζόταν σε πιο ήπιους τόνους και απο τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα απο το μνηνόνιο το οποίο είχε αποστείλει ο Γ. Παπανδρέου στον Λίντον Τζόνσον τον Ιούνιο του 1964, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε: «…το κυπριακό πρόβλημα έπαψε να είναι ελληνοτουρκικό θέμα. Είναι πλέον πρόβλημα ανάνεσα στους δύο κόσμους.
Το δίλημμα είναι Νατοποίηση ή Κούβα! Η ΝΑΤΟποίηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο δια της Ενώσεως με την Ελλάδα. Ως αποτέλεσμα της Ένωσης ολόκληρο το νησί, ως τμήμα της Ελλάδας θα μπορούσε να γίνει βάση του ΝΑΤΟ, όπως η Κρήτη. Ο εσωτερικός κομμουνισμός θα μειωθεί σημαντικά όπως και στην Ελλάδα, όπου έχει περιοριστεί στο 12%… Αν δεν συμβεί η Νατοποίηση, το νησί θα μεταβληθεί αναπόφευκτα σε μια άλλη Κούβα…»
Με πληροφορίες απο το βιβλίο «Το Κυπριακό και το Διεθνές Σύστημα 1945 – 1974: Αναζητώντας θέση στον κόσμο», των Άγγελου Συρίγου, Πέτρου Παπαπολυβίου και Ευάνθη Χατζηβασιλείου, Εκδόσεις Πατάκη, Αύγουστος 2013
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου