Παναγιώτης Ήφαιστος
Η κατανόηση της διαδρομής της ελληνικής διπλωματίας των τελευταίων δεκαετιών και πολύ περισσότερο των τελευταίων ετών και μηνών, απαιτεί επαρκή γνώση και ορθολογική στρατηγική αντίληψη των γεωπολιτικών σταθερών της διαχρονίας των νέων χρόνων. Ιδιαίτερα των σταθερών και μεταβλητών παραγόντων που επηρεάζουν τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων. Πολύ πρόσφατο παράδειγμα οι ανεπίτρεπτα ερασιτεχνικές ακροβασίες της ελληνικής διπλωματίας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.
Εν πολλοίς, οι πλανητικές ισορροπίες εξαρτώνται από την κατάσταση της περιμέτρου της Ευρασίας, της μεγάλης δηλαδή γεωπολιτικής ζώνης που αρχίζει από την Ευρώπη, διασχίζει τα Βαλκάνια, τη Μικρά Ασία και τη Μέση και Μείζονα Ανατολή, την Ινδική Χερσόνησο και φτάνει μέχρι την Κίνα, την Ιαπωνία και την Αυστραλία.
Πάνω σε αυτή τη ζώνη, επί αιώνες, οι ναυτικές δυνάμεις (πρώτα η Βρετανία, μεταπολεμικά οι ΗΠΑ) με στρατιωτικά και πολιτικά μέσα, καθώς και με στρατηγικά δόγματα, όπως το δόγμα Τρούμαν, ασκούν κυριολεκτικά ασφυκτικό έλεγχο. Υπέρτατος στρατηγικός σκοπός των ναυτικών δυνάμεων είναι να καθίσταται απαγορευτική η κάθοδος των ηπειρωτικών δυνάμεων νότια της περιμέτρου της Ευρασίας.
Τον 20ο και 21ο αιώνα αυτό αφορά, πρωτίστως, την κάθοδο της Ρωσίας στα λεγόμενα θερμά νερά. Η γνώση των σταθερών και μεταβλητών κριτηρίων και παραγόντων και η σωστή εκτίμηση της κατάστασης, ανά πάσα στιγμή, είναι ζωτικής σημασίας για τη χάραξη και εφαρμογή μιας ορθολογικής εθνικής στρατηγικής από λιγότερο ισχυρά κράτη της περιμέτρου της Ευρασίας, όπως η Ελλάδα.
Εν συντομία, η γεωπολιτική-γεωστρατηγική ανάλυση είναι μείζων κλάδος της στρατηγικής ανάλυσης. Η γεωπολιτική ανάλυση περιγράφει πρωτίστως τους σταθερούς παράγοντες, καταγράφει τους προσανατολισμούς προς τους οποίους κινούνται κύριες μεταβλητές που επηρεάζουν τη δομή ισχύος στον τόπο και στον χρόνο, πλανητικά και περιφερειακά. Με αφετηρία τις περιγραφές της γεωπολιτικής ανάλυσης, η γεωστρατηγική ανάλυση προχωρά σε στάθμιση και εκτίμηση των σταθερών και μεταβλητών κριτηρίων και παραγόντων που διαμορφώνουν τη στρατηγική ενός κράτους ή μιας συμμαχίας.
Κατανομή ισχύος
Μείζον ζήτημα είναι η σωστή γνώση της κατανομής ισχύος αλλά και των ανακατανομών ισχύος και συμφερόντων που αδιάλειπτα λαμβάνουν χώρα. Οι συνδυασμοί είναι άπειροι, εξ ου και η ανάγκη να υπάρχουν επιτελικοί κρατικοί θεσμοί ανάλυσης, εκτίμησης, στρατηγικού σχεδιασμού και εναλλακτικές αποφάσεις. «Κρατικοί επιτελικοί θεσμοί» και όχι επιτροπές από κομματικές και ιδεολογικές παρέες, ή ακόμη χειρότερα ομάδες σημαιοφόρων νομικισμού και ανυπόστατων ιδεολογημάτων για τη διεθνή πολιτική.
Είναι ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες που βοηθάνε στην κατανόηση της δομής και της κατανομής ισχύος στον τόπο και στον χρόνο:
Μεταξύ πολλών άλλων, πάνω στις γεωπολιτικές ζώνες, συμπλέκονται οροσειρές, θάλασσες, συνοριακές γραμμές, πλουτοπαραγωγικοί πόροι, στενά, διώρυγες, ηπειρωτικά ή νησιώτικα χαρακτηριστικά και σημεία προσβάσεων σε πεδία στρατηγικού ενδιαφέροντος.
Επίσης, να μην ξεχνάμε το στρατιωτικό βάθος και τους οικονομικούς παράγοντες, δηλαδή την ποσότητα, θέση και ποιότητα των πλουτοπαραγωγικών πηγών, την τεχνολογία, τις καταναλωτικές συνήθειες, τον βαθμό εκβιομηχάνισης, την αγροτική οικονομία και την ενεργειακή κατάσταση.
Σε ανθρώπινο-κοινωνικό επίπεδο παίζει σπουδαίο ρόλο ο πολιτισμός, το μορφωτικό επίπεδο, οι θρησκείες, η κοινωνική συνοχή, τα ιστορικά προβλήματα μεταξύ εθνών, τα φυλετικά χαρακτηριστικά, τα πάγια ιστορικά χαρακτηριστικά, τα νομικά συστήματα, η πολιτική οργάνωση και η στρατηγική κουλτούρα.
Λανθασμένες επιλογές Ελλάδας και Κύπρου
Η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκονται πάνω σε ένα κρίσιμο εάν όχι στο σημαντικότερο πεδίο της περιμέτρου της Ευρασίας, για το οποίο η εκάστοτε ηγέτιδα ναυτική δύναμη επιδείκνυε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εάν σταθούμε στη Μεγαλόνησο, οι περισσότεροι τη θεωρούν ένα σημαντικό, εάν όχι το σημαντικότερο, γεωπολιτικό σημείο. Εάν αυτό είχε γίνει έγκαιρα κατανοητό, το μητροπολιτικό ελληνικό κράτος και η Κυπριακή Δημοκρατία θα έπρεπε να είχαν κινηθεί πολύ διαφορετικά.
Για παράδειγμα, η Κύπρος έπρεπε να αποφύγει τη σύμπλευση με το πρωτίστως αντί-δυτικό μέτωπο των «Αδεσμεύτων» ή τα φλερτ με τη Μόσχα τη δεκαετία του 1960. Η Αθήνα από την άλλη, σε ένα τόσο κρίσιμο νησί, όπου ζουν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, ποτέ δεν έπρεπε να εκστομίσει το στρατηγικά εγκληματικό δόγμα «η Κύπρος είναι μακριά». Συνέπειά του (μέχρι και αυτή τη στιγμή) είναι ότι η Λευκωσία μπορεί να παίρνει αυτοκτονικές αποφάσεις και η Αθήνα θα συμπαραστέκεται στον αργό θάνατο της.
Χωρίς να επεκταθούμε εδώ, αν ανατρέξουμε στην περίοδο πριν και μετά την Ελληνική Επανάσταση, μπορεί να ειπωθεί ότι ένας σημαντικός παράγοντας ματαίωσης πολλών προσδοκιών ήταν ο φόβος της Βρετανίας για τις συνέπειες ανάδυσης, τότε, ενός ισχυρού νεοελληνικού κράτους. Εάν το τελευταίο εξελισσόταν σε μια μεγάλη δύναμη στον βαλκανικό, μεσογειακό και μικρασιατικό χώρο θα έθετε σε αμφισβήτηση τον ηγετικό γεωπολιτικό ρόλο της τότε μεγάλης ναυτικής δύναμης.
Εάν αυτό είχε γίνει κατανοητό τότε (ήταν βέβαια γνωστό στον διπλωματικό γίγαντα Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος ελίχθηκε επιδέξια και η δολοφονία του ίσως να μην είναι άσχετη με τέτοιες σκοπιμότητες), οι επαναστάτες πριν και μετά το 1821 θα είχαν φροντίσει να αναπτύξουν μια πιο εξεζητημένη στρατηγική. Τα ίδια ισχύουν μεταπολεμικά όσον αφορά τον άσκοπο, άχαρο και αυτοκτονικό Εμφύλιο Πόλεμο μετά το 1945, τη στιγμή μάλιστα που στη Γιάλτα σταθεροποιήθηκαν οι μεταπολεμικοί γεωπολιτικοί σχηματισμοί.
Συμμετέχουμε δεν ανήκουμε
Αναλύοντας τις γεωπολιτικές σταθερές και τις στρατηγικές των ηγεμονικών δυνάμεων με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι μηδενίζονται οι επιλογές ενός λιγότερο ισχυρού κράτους που βρίσκεται πάνω στην περίμετρο της Ευρασίας, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος. Το αντίθετο μπορεί να ισχύει, εάν το ενδιαφερόμενο κράτος, ανεξαρτήτως δικού του καθεστώτος, κατανοεί τις γεωπολιτικές σταθερές που προσδιορίζουν τις ναυτικές συμμαχίες. Και βεβαίως εάν υιοθετεί μια ορθολογική εθνική στρατηγική συνεπών προσανατολισμών και επιδέξιων συναλλαγών με τα ηγετικά κράτη της ναυτικής συμμαχίας.
Για παράδειγμα ποτέ δεν υιοθετείς απλουστευτικά ανορθολογικά δόγματα, όπως το «ανήκουμε στην Δύση». Ένα ορθολογικά κινούμενο κράτος δεν ανήκει πουθενά. Συμμετέχει κυρίαρχα και συναλλάσσεται ισότιμα στη βάση των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων. Εάν αυτά τα συνδέσουμε με τις σημερινές συγκυρίες, σημαίνει ότι μπορεί, αντί άσκοπης κλιμάκωσης αντιπαραθέσεων με τη Μόσχα με αφορμή ασήμαντα γεγονότα, να αναπτύσσει συμφέρουσες σχέσεις ή και ρόλο γέφυρας στρατηγικών συνεννοήσεων.
Ένα κράτος όπως η Ελλάδα, υιοθετώντας ορθολογικές στρατηγικές, δύναται, εάν δεν θίγει βαθιά τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Δύσης, να διατηρεί προνομιακές σχέσεις με όλες τις υπόλοιπες μεγάλες δυνάμεις. Το στοίχημα για την μεταπολεμική Ελλάδα ήταν και συνεχίζει να είναι το εξής: να μην λειτουργεί μέσα στις ναυτικές συμμαχίες, στις οποίες συμμετέχει, με τρόπο που να δείχνει ότι αγνοεί τις γεωπολιτικές σταθερές, προκαλώντας έτσι φόβους μεγάλων γεωπολιτικών ανατροπών. Ορθολογική συμμετοχή στις Δυτικές Συμμαχίες σημαίνει ενίσχυση της ασφάλειας και ταυτόχρονα επιδέξιες συναλλαγές που δημιουργούν συμμετρικές σχέσεις με τους συμμάχους της, στη βάση των εκατέρωθεν εθνικών συμφερόντων.
Χείμαρροι ιδεολογημάτων
Καταληκτικά, κάτι δεν πάει καλά στο ανορθολογικό βαλκανικό βασίλειο που διεκδικεί να είναι φορέας κολοσσιαίου διαμετρήματος στοχαστών, όπως ο ταγός της δημοκρατίας Αριστοτέλης και ο πλήρης αξιωμάτων για κάθε κρατοκεντρικό σύστημα Θουκυδίδης. Αντί η πολιτική και η πράξη να εδραστεί σε μια ορθολογική εθνική στρατηγική, έχουμε ιδεολογικές σαπουνόφουσκες και εσχάτως ανυπόστατα εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα να εξουδετερώνουν τον πολιτικό και στρατηγικό ορθολογισμό.
Οι χείμαρροι αυτών των ιδεολογημάτων ρέουν μέσα στα μορφικά πανομοιότυπα κομματικά επιτελεία, κύριος σκοπός των οποίων είναι οι καρέκλες της εξουσίας. Έτσι, ρόλος τους καταλήγει να είναι η διαιώνιση της ξένης εξάρτησης αλλά και η εκμηδένιση κάθε ίχνους εθνικής ανεξαρτησίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι προγραμματικά ακυρώνεται κάθε πιθανότητα ανάπτυξης ορθολογικής πολιτικής σκέψης και εθνικής στρατηγικής. Κυριαρχούν δόγματα που υπάρχουν μόνο ως μεταμφιέσεις ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος.
Αυτά τα δόγματα προκαλούν ανίατες ολιγαρχικές, δεσποτικές και αυταρχικές νοοτροπίες. Τα προσωπικά πείσματα και οι εγωισμοί ή και οι δονκιχωτικοί μεγαλοϊδεατισμοί οδηγούν σε δηλώσεις και αποφάσεις που αντιμετωπίζουν την ελληνική κοινωνία σαν ετερόκλητο όχλο. Ακυρώνεται ακόμη και η κατ’ επίφαση δημοκρατία. Πλέον, ένας στρατός «υπηρετών» της ξενοκρατίας πυροβολεί δολοφονικά κάθε ορθολογική θεώρηση του κράτους και κάθε αυτονόητη ορθή θέση που υπερασπίζεται την έσχατη λογική της φιλοπατρίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
Δύσκολη η αντιστροφή
Η αντιστροφή αυτής της ανορθολογικής κατάστασης γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, ή και ανέφικτη, επειδή η επί μια δεκαετία καταστολή της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας εντείνεται και βαθαίνει. Η νεολαία αυτοεξορίζεται, οι τοκογλύφοι και κερδοσκόποι υπερίπτανται σαν βρικόλακες, οχυρωμένοι πίσω από διατάξεις της τρόικας, ρουφώντας το αίμα των πολιτών.
Μοιραίο, λοιπόν, είναι τελικά αντί εθνικής στρατηγικής να εισερχόμαστε ξανά και ξανά μέσα σε ηγεμονικές συμπληγάδες, από τις οποίες η έξοδος θα γίνεται ολοένα και δυσκολότερη. Οι παραστάσεις που δημιουργούνται λογικά κάνουν τους τρίτους να θεωρούν το νεοελληνικό κράτος αναλώσιμο πάνω στην «κλίνη του Προκρούστη» των αδιάλειπτων στρατηγικών παιγνίων, όπου κατακρεουργούνται απρόσεκτα και αναλώσιμα κράτη.
Μεταξύ άλλων, οι άκριτες γονυπετείς υποκλίσεις στην Ουάσινγκτον, αντί συναλλαγών που συμφέρουν και ενισχύουν την εθνική ασφάλεια, η ανεπίτρεπτη Συμφωνία των Πρεσπών, η άσκοπη και ερασιτεχνική κλιμάκωση αντιπαραθέσεων με τη Μόσχα και η -αντί για ριζική αλλαγή πολιτικής και διαπραγματευτικής γραμμής- συνέχιση αυτοκτονικών θέσεων στο Κυπριακό, εντείνουν τις παραστάσεις που θεωρούν και τα δύο ελληνικά κράτη αναλώσιμα.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου