Τις τελευταίες δεκαετίες, η Ελληνική στρατηγική και διπλωματία βασίστηκε πάνω σε δύο πολύ ισχυρούς πυλώνες. Από τη μία, στον πυλώνα ΗΠΑ – ΝΑΤΟ και από την άλλη και πιο πρόσφατα, στον πυλώνα Γερμανία – ΕΕ. Οι δύο αυτοί πυλώνες στηρίζουν τον ευρύτερο ευρωατλαντικό χώρο, μέρος του οποίου αποτελούν η Ελλάδα και η Τουρκία. Παράλληλα, κύριο πρόβλημα της Ελληνικής στρατηγικής και διπλωματίας ήταν και παραμένει ο Τουρκικός αναθεωρητισμός.
Η εμπειρία έδειξε, πως ΝΑΤΟ και ΕΕ, δεν απετέλεσαν για τα Ελληνικά συμφέροντα ιδανικά εργαλεία τιθάσευσης του Τουρκικού αναθεωρητισμού, εντούτοις λειτούργησαν σε πολλές περιπτώσεις αποτρεπτικά ως προς την προοπτική κλιμάκωσης του Τουρκικού αναθεωρητισμού εναντίον της χώρα μας. Η αποτροπή αυτή προέκυπτε ως αποτέλεσμα της βούλησης των ΗΠΑ και της Γερμανίας να διατηρούν συνολικά το σύστημα σε συνεχή συνεργασία και ισορροπία, περιλαμβάνοντας όλο το φάσμα των πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών σχέσεων, μεταξύ των κρατών-μελών των θεσμών του ευρωατλαντικού χώρου.
Σήμερα, οι σχέσεις ΗΠΑ – Γερμανίας καθώς και οι σχέσεις ΝΑΤΟ – ευρωπαϊκών κρατών φαίνεται πως αλλάζουν. Από τη μία, η Γερμανία προκλητικά εξακολουθεί να απαιτεί να έχει την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Να πληρώνουν άλλοι, αδιάφορο αν πρόκειται για ατυχείς ευρωπαίους ή υπερατλαντικούς συμμάχους, και εκείνη μόνο να εισπράττει. Από την άλλη, η νέα διοίκηση στο Λευκό Οίκο προκλητικά αγνοεί τους βαθύτερους λόγους που ενώνουν ή οφείλουν να ενώνουν την Ευρώπη με τη Βόρεια Αμερική.
Ταυτόχρονα, ενώ στις ΗΠΑ ο νέος Αμερικανός πρόεδρος θέτει το σύστημα της Ουάσιγκτον πρωτίστως στην υπηρεσία των συμφερόντων των Αμερικανικών Πολιτειών έναντι του παγκόσμιου συμφέροντος, σε μια αντίθετη πορεία και λογική, η Γερμανία ενδιαφέρεται πρωτίστως να προωθήσει τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα στον κόσμο, αναλώνοντας και εξαντλώντας το Ευρωπαϊκό της κεφάλαιο.
Με άλλα λόγια, έχουμε πλέον στον ευρωατλαντικό χώρο δύο ανταγωνιστικές ηγεμονικές δυνάμεις σε σύγκρουση συμφερόντων, την ίδια ώρα που και οι δύο στην ουσία προωθούν δύο διαφορετικά μοντέλα υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος, έναντι μιας κακώς δρομολογημένης, από τους προηγούμενους, παγκοσμιοποίησης.
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην πρόσφατη συνάντηση στην Ουάσιγκτον μεταξύ του νέου Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τράμπ και της Γερμανίδας Καγκελάριου Αγκελας Μέρκελ. Δεν υπήρξε καμιά σύγκλιση μεταξύ τους και αυτό θα έχει επιπτώσεις τόσο στις ευρωατλαντικές δομές όσο και στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις ως κομμάτι των ευρύτερων ζητημάτων εντός του ευρωατλαντικού χώρου. Στη μεγάλη εικόνα, την σύγκρουση συμφερόντων την έχει μυριστεί η Ρωσία και χρησιμοποιεί την Τουρκία ανάλογα, μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας.
Παράλληλα, σε περιφερειακό επίπεδο, η Τουρκία παίζει τα δικά της παιχνίδια μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας με έπαθλο τα ελληνικά συμφέροντα στον άξονα Στενά-Σουέζ. Όσο θα διαρκεί η κόντρα Ουάσιγκτον-Βερολίνου, τα ελληνικά συμφέροντα θα πιέζονται ασφυκτικά, διότι η ΗΠΑ θα προσπαθούν να καλοπιάσουν την Τουρκία για να την τραβήξουν μακριά από τη Ρωσία.
Η Γερμανία θα προσπαθεί να κρατά στο παιχνίδι την Ρωσία, διότι αφενός Γερμανία και Ρωσία έχουν μεταξύ τους πολύ ισχυρά γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα και αφετέρου η παραμονή της Ρωσίας πίσω από την Τουρκία εξασφαλίζει μόνιμο πονοκέφαλο στην Ουάσιγκτον, αναγκαστικά Αμερικανική παραμονή και γενναία χρηματοδότηση στο ΝΑΤΟ και ανάλωση των ΗΠΑ στην περιοχή.
Σε αυτό το πλαίσιο οι επιλογές της χώρας μας είναι τρεις.
Πρώτον, να αποδεχθεί την κατάσταση και να συνθλιβεί μεσοπρόθεσμα από τα παιχνίδια ισορροπίας στην περιοχή μεταξύ ΗΠΑ, Γερμανίας, Ρωσίας και Τουρκίας.
Δεύτερον, να πείσει είτε την Αμερικανική είτε την Γερμανική πλευρά (για γεωοικονομικούς λόγους το διαζύγιο των δυο στον ευρωατλαντικό χώρο είναι δεδομένο) να πάρουν αποφάσεις και να θέσουν νέες γραμμές μεταξύ φίλων και εχθρών, προστατεύοντας ως ισχυρότεροι τα ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή. Βέβαια, με τι κόστος για εμάς;
Η τρίτη επιλογή για την χώρα μας είναι να αναζητήσουμε ένα νέο αντίβαρο αντιστάθμισης του κινδύνου που προκύπτει για τα συμφέροντά μας έναντι της ευρωατλαντικής φαυλότητας και τον ρωσοτουρκικού αναθεωρητισμού. Τονίζω, όχι αλλαγή του γεωστρατηγικού μας προσανατολισμού, αλλά ένα αντίβαρο ισχύος.
Δυστυχώς, στο νέο κόσμο που ζούμε και για τα δεδομένα της χώρας μας, θα πρέπει να μάθουμε να εξασφαλίζουμε τα συμφέροντά μας και την περιφερειακή μας σταθερότητα, καταφεύγοντας σε ανορθόδοξα στρατηγήματα και πρακτικές. Ο συμβατικός δρόμος είναι ήδη ναρκοθετημένος από τη φαυλότητα και τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των φαινομενικών μας φίλων και συμμάχων.
Αν μείνουμε θεατές να τους παρακολουθούμε, ως αδύναμος κρίκος θα συνθλιβούμε. Αν αντιδράσουμε άκομψα και δυναμικά, δηλαδή όπως περιμένουν πολλοί να κάνουμε, τότε πάλι παραμονεύει η προοπτική συντριβής μας. Μόνη λύση η αντιστάθμιση των κινδύνων και η οικονομία δυνάμεων μέσα από ισχυρές αλλά γεωπολιτικά απόμακρες συμμαχίες και με συνεχείς ελιγμούς. Η επόμενη διετία θα είναι καθοριστική στη διαμόρφωση του μετα-φαύλου σκηνικού των επόμενων δεκαετιών.
*Ο κ. Βασίλης Κοψαχείλης είναι Διεθνολόγος, Γεωστρατηγικός Αναλυτής.
Δημοσίευση σχολίου