Μέσα από τις φλόγες της οικονομικής κρίσης, το 2012, κέντρο και περιφέρεια της ΕΕ κατέληξαν σε μια συμφωνία. Ο ευρωπαϊκός Βορράς, για την ακρίβεια η Γερμανία, υποσχέθηκε να παράσχει χρηματοδότηση και η άλλη πλευρά, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα, υποσχέθηκαν να προχωρήσουν σε δομικές αλλαγές.Πρόσφατα, η συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) προκάλεσε ανησυχίες στις αγορές. Αντί η ΕΚΤ να ανακοινώσει την έναρξη του προγράμματος αγοράς ομολόγων ανακοίνωσε απλώς τις καλές της προθέσεις.
Του Mark Fleming-Williams
ΤΙΤΛΟΣ ΑΡΘΡΟΥ: «Seeking the Future of Europe in the Ancient Hanseatic League» (Αναζητώντας το μέλλον της Ευρώπης στην αρχαία Χανσεατική Ένωση)
ΠΗΓΗ: STRATFOR, Geopolitical Weekly
Το ζήτημα της χρηματοδότησης είναι ιδιαίτερης βαρύτητας για την ΕΕ. Είναι όμως η Γερμανία διατεθειμένη να υποστηρίξει το όλο εγχείρημα; Η Γερμανία συμφώνησε στην χρηματοδότηση του μηχανισμού στήριξης των αδυνάτων ευρωπαϊκών οικονομιών, αλλά με τους όρους που επέβαλε προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα. Το πρόβλημα ξεκίνησε το 2008 με την έναρξη της οικονομικής κρίσης και κορυφώθηκε, τέσσερα χρόνια αργότερα, ως κρίση των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων.
Η Γερμανία αντέδρασε δημιουργώντας διαφόρους μηχανισμούς ώστε να διασφαλίσει τις τιμές των κρατικών ομολόγων των υπό κατάρρευση ευρωπαϊκών οικονομιών. Σε αντάλλαγμα όμως τα κράτη που δέχτηκαν τη βοήθεια έπρεπε να επιβάλουν επίπονες αλλαγές στον τρόπο ζωής των πολιτών τους. Επίσης επέβαλε την υπογραφή ενός Ευρωπαϊκού Οικονομικού Συμφώνου. Με τους όρους αυτούς το Βερολίνο ήλπιζε να οδηγήσει την ΕΕ σε μια διαδικασία, την οποία η Γερμανία είχε ήδη περάσει στο παρελθόν.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία βρέθηκε κομμένη στα δύο και υπό κατοχή. Ο μιλιταρισμός που αποτελούσε την κυρίαρχη ιδεολογία της επί 30 χρόνια είχε αποτύχει. Η Γερμανία χρειαζόταν κάτι καινούργιο. Πριν την γερμανική ενοποίηση του 1871 υπήρχε η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, ένα χαλαρό πολιτικό μόρφωμα που διήρκεσε για 1.000 χρόνια, από το 800 έως το 1806. Εντός της υπήρχαν ανεξάρτητα κράτη και κρατίδια που όλα όμως όφειλαν υπακοή στον αυτοκράτορα, η εξουσία όμως του οποίου επί αυτών δεν ήταν σε καμία περίπτωση απόλυτη.
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν ένα σύνολο κρατών όπου κανένα δεν είχε την απαραίτητη ισχύ ώστε να κυριαρχήσει επί των γειτονικών. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όμως ήταν και μια τεράστια, ανταγωνιστική αγορά, όπου το κάθε κρατίδιο προσπαθούσε να επιβιώσει, βασιζόμενο στους πόρους του, εμπλεκόμενα σε ένα δίκτυο συμμαχιών, μεταβαλλόμενο κάθε φορά.Τον 13ο αιώνα μερικές ελεύθερες πόλεις είχαν σχηματίσει, στη βόρεια Γερμανία, μια εμπορική ένωση, τη Χανσεατική. Κέντρο της ήταν η Λυβέκη και το Αμβούργο. Η Χανσεατική Ένωση επεκτάθηκε στη Σουηδία, στις Βαλτικές χώρες, την Ολλανδία και την Πολωνία. Χάρη στην ανάπτυξη του εμπορίου ήρθε και η ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Η ανακάλυψη της Αμερικής όμως κατέστρεψε το εμπόριο της Χανσεατικής Ένωσης, καθώς ανοίχτηκαν νέοι εμπορικοί δρόμοι.
Μετά την κατάρρευση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην περίοδο της εκβιομηχάνισης, αναδύθηκε η Πρωσία, ένα κράτος το οποίο, υπό την στιβαρή διοίκηση του Μπίσμαρκ απέκτησε μεγάλη στρατιωτική ισχύ και απέκτησε μια ισχυρή γραφειοκρατία, παράγοντες που τελικά οδήγησαν στην ενοποίηση της Γερμανίας. Όμως η γεωγραφική θέση και η οικονομική ισχύς της νέας χώρας κατέστησαν τον πόλεμο στην Ευρώπη αναπόφευκτο, για τα επόμενα 70 χρόνια.
Η Δυτική Γερμανία λοιπόν, όταν από το 1948 επέλεξε το δρόμο του εμπορίου και των εξαγωγών, απλώς ακολούθησε την παλαιά συνταγή. Ο τότε καγκελάριος Λούτνβιχ Έρχαρντ εισήγαγε νέο νόμισμα, περιορίζοντας την κυκλοφορία του νομίσματος κατά 93%. Το νέο μάρκο οδήγησε τη γερμανική οικονομία σε νέα άνθηση και ενίσχυσε τις εξαγωγές, αλλά έπληξε σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των Γερμανών. Η Γερμανία προσπάθησε κατόπιν να σταθεροποιήσει το μάρκο κάτι που πέτυχε και το 1951 ήταν ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Άνθρακα και Χάλυβα, στην οποία εντάχθηκε και η Γαλλία, η οποία είχε υποστεί τρεις γερμανικές εισβολές σε διάστημα 70 ετών.
Η Γαλλία εξασφαλιζόταν, με τον τρόπο αυτό από έναν επιθετικό γείτονα και η Γερμανία αποκτούσε μια μεγάλη, ελεύθερη αγορά για τα προϊόντα της. Οι γερμανικές εξαγωγές από 8,5% το 1950 έφτασαν το 27,6% το 1985, ενώ σήμερα φτάνουν, αν υπολογιστεί και ο τομέας των υπηρεσιών, στο 50% του ΑΕΠ. Έτσι η Γερμανία μετατράπηκε σε εμπορικό γίγαντα, όπως και η Χανσεατική Ένωση.Για ένα μεγάλο διάστημα το σύστημα αυτό δούλευε καλά. Τα προβλήματα άρχισαν με τη δημιουργία του ευρώ, το 2000. Το κοινό νόμισμα κατέστρεψε τον μόνο μηχανισμό ασφαλείας που οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες είχαν απέναντι στη γερμανική εμπορική μηχανή, τη δυνατότητα να υποτιμήσουν το νόμισμά τους. Το ευρώ επίσης ήταν φτηνότερο του γερμανικού μάρκου, καθιστώντας τις γερμανικές εξαγωγές ακόμα πιο ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά, αποκομίζοντας περισσότερα κέρδη.
Έτσι η Γερμανία κέρδισε κατά κράτος τη μάχη του ανταγωνισμού με τους γείτονές της και αυτό φαίνεται από τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Το 2008 η Γερμανία είχε πλεόνασμα 5,8% του ΑΕΠ, ενώ η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία είχαν έλλειμμα 9.4, 12.1 και 9.6 αντίστοιχα. Όταν οι χώρες της περιφέρειας υποχρεώθηκαν να προσαρμόσουν τα ελλείμματά τους στην μετά την κρίση του 2008 πραγματικότητα, το δημόσιο χρέος τους εκτοξεύτηκε και συνέβαλε στην κρίση του ευρώ του 2012. Έτσι η Γερμανία βρέθηκε να κινδυνεύει εντός της δικής της αγοράς και αποφάσισε να αντιδράσει με τρόπο προβλέψιμο προσπαθώντας να μεταμορφώσει την Ευρώπη σε Χανσεατική Ένωση. Δεν είναι τυχαίο πως την ίδια περίοδο ξεκίνησαν συνομιλίες με τις ΗΠΑ για μια νέα εμπορική συμφωνία.
Όμως η ισχύς που επέτρεψε στη Γερμανία να επιβάλει αυτές τις μεταρρυθμίσεις, εξανεμίζεται. Μόνο οι χώρες που υποχρεώθηκαν να λάβουν οικονομική βοήθεια, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα, μπορούσαν να πιεστούν να αποδεχτούν το γερμανικό φάρμακο. Η Γαλλία και η Ιταλία αντιμετώπισαν χαλαρότερες πιέσεις, καθώς δεν είχαν λάβει οικονομική βοήθεια και ήταν δύσκολο να τρομοκρατηθούν και λόγο του μεγέθους και της σημασίας τους.Τώρα, δύο χρόνια μετά την κρίση του ευρώ, τα αρνητικά αποτελέσματα αρχίζουν να φαίνονται. Οι χώρες που δέχτηκαν την οικονομική βοήθεια υποφέρουν απίστευτα από τα μέτρα λιτότητας, αλλά δεν υπάρχει κανένα σημάδι πως οι περικοπές σε μισθούς και δαπάνες αύξησαν την ανταγωνιστικότητά τους και αντέστρεψαν τα δεδομένα. Στην Ισπανία η ανεργία έφτασε το 24%, αλλά τον Νοέμβριο υπήρξε μείωση και στην Ιρλανδία οι προβλέψεις κάνουν λόγο για αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,6% το 2015. Η Γαλλία και η Ιταλία, δεν μεταρρύθμισαν τις οικονομίες τους και παραμένουν στάσιμες. Αλλά και το Σύμφωνο Σταθερότητας δεν επιβλήθηκε σε αυτές.
Η Γαλλία από ισχυρή κεντρική δύναμη στην Ευρώπη έγινε μέρος του προβλήματος. Και σε μια ήπειρο που οι κεντρικές δυνάμεις έχουν μια μακρά παράδοση προσπάθειας επιβολής της κυριαρχίας τους, υπάρχει μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης. Η γαλλογερμανική συμμαχία είχε μετριάσει αυτό το έλλειμμα εμπιστοσύνης. Όμως τώρα η Γαλλία αποκλίνει από τη Γερμανία, το Βερολίνο βλέπει πως πρέπει να λάβει δύσκολες αποφάσεις. Η Γερμανία δεν μπορεί πλέον, μόνη, να επιβάλει τις απόψεις της. Οι επικείμενες δε εκλογές, στην Ισπανία και οι πιθανές στην Ελλάδα, εντός του 2015, μπορεί να φέρουν στην εξουσία τους Ποδέμος και τον ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα, δύο κόμματα που είναι απέναντι στη γερμανική συνταγή της λιτότητας.
Η Γερμανία στάθηκε και πάλι στα πόδια μετά τον πόλεμο μέσω του ανταγωνιστικού της εμπορίου. Η Ελλάδα και η Ισπανία όμως δεν έχουν ιστορικό υπόβαθρο για κάτι αντίστοιχο. Ο ισπανικός πλούτος προήλθε από τη λεηλασία της Λατινικής Αμερικής, ενώ η Ελλάδα πάντοτε επιδοτούνταν από κάποια μεγάλη δύναμη. Επίσης η Γερμανία, το 1948, είχε χάσει έναν πόλεμο. Στις περιπτώσεις της Ισπανίας και της Ελλάδας, αντίθετα, δεν υπάρχει κάποιος που πρέπει να κατηγορηθεί για την λεηλασία τους.
Έτσι, οι λαοί τους θεωρούν άδικη την ταλαιπωρία τους. Το αίσθημα αυτά οδηγεί σε άνοδο τα λαϊκιστικά κόμματα. Ο χειρισμός δύο κρατών με αντιευρωπαϊκά αισθήματα είναι εφικτός από τον άξονα Γερμανίας-Γαλλίας. Αν όμως η Γερμανία κινηθεί μόνη και παραμείνει αδιάφορη για τη διεθνή εικόνα της, δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτα. Στην ψηφοφορία της 4ης Δεκεμβρίου στο συμβούλιο της ΕΚΤ υπέρ της Γερμανίας τάχθηκαν μόνο η Εσθονία, η Λετονία και η Ολλανδία, χώρες μέλη και της Χανσεατικής Ένωσης.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου