Δύο έγκριτοι επιστήμονες, με άρθρο τους στο έγκυρο περιοδικό «Nature», συμπεραίνουν ότι το 2005 υπήρξε το έτος που κορυφώθηκε η άντληση του εύκολα προσβάσιμου και άρα σχετικά φθηνού πετρελαίου, με αποτέλεσμα έκτοτε να έχει αρχίσει η αναζήτηση και παραγωγή πιο απρόσιτου και συνεπώς ακριβότερου πετρελαίου.
Όπως αναφέρουν, η εποχή του φθηνού πετρελαίου τελείωσε οριστικά. Ο καθηγητής ωκεανογραφίας Τζέιμς Μάρεϊ του πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον και ο καθηγητής χημείας Ντέηβιντ Κινγκ του πανεπιστημίου της Οξφόρδης προειδοποιούν ότι η ήδη παρατηρούμενη στασιμότητα στην παραγωγή πετρελαίου θα διατηρήσει πλέον σε υψηλά επίπεδα τις διεθνείς τιμές του «μαύρου χρυσού», με όποιες συνέπειες θα έχει αυτό για την οικονομία. Γι’ αυτό, εισηγούνται την ταχύτερη δυνατή αναζήτηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας, μεταξύ των οποίων της ατομικής ενέργειας, ενώ επικρίνουν τις κυβερνήσεις ότι δεν κινούνται τόσο γρήγορα προς αυτή την κατεύθυνση, όσο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Δεν αποκλείουν μάλιστα να επέλθει ακόμα και μια πιθανή παγκόσμια κατάρρευση, αν δεν ληφθούν έγκαιρα μέτρα.
Σύντομα θα έλθει μια ημέρα που το πετρέλαιο δεν θα φθάνει για να ικανοποιήσει τις παγκόσμιες ανάγκες, οπότε θα χρειαστούν εναλλακτικές ενεργειακές πηγές. Εκεί που οι επιστήμονες διαφωνούν είναι αν έχουμε ήδη φθάσει και ξεπεράσει το σημείο καμπής χωρίς επιστροφή, δηλαδή το αποκορύφωμα της παραγωγής, οπότε στη συνέχεια η ζήτηση πάντα θα είναι μεγαλύτερη από την παραγωγή, καθώς τα εναπομένοντα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα δεν θα επαρκούν.
Οι δύο επιστήμονες, που αξιοποίησαν πληθώρα διεθνών εκθέσεων και επιστημονικών δημοσιεύσεων, επισημαίνουν ότι «ο αληθινός όγκος των παγκοσμίων αποδεδειγμένων αποθεμάτων περιβάλλεται από μυστικότητα. Οι προβλέψεις από τις κρατικές πετρελαϊκές εταιρίες δεν υπόκεινται σε εξωτερικό έλεγχο και φαίνονται υπερβολικές. Ακόμα πιο σοβαρό είναι ότι χρειάζονται συνήθως έξι έως δέκα χρόνια για να ξεκινήσει η άντλησή των νέων κοιτασμάτων, οπότε θεωρούνται πια μέρος της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου, μέχρι τότε όμως παλαιότερα κοιτάσματα έχουν εξαντληθεί».
Προσθέτουν επίσης πως η συνολική παραγωγή στις πετρελαιοπηγές ανά τον κόσμο εκτιμάται ότι μειώνεται με ετήσιο ρυθμό 4,5% έως 6,7%. Για την παγκόσμια οικονομία, τονίζουν, σημασία δεν έχει πόσο πετρέλαιο υπάρχει κάπου στο υπέδαφος, αλλά πόσο από αυτό μπορεί να αντληθεί με λογικό κόστος. Και όπως πιστεύουν, «όλο το εύκολο πετρέλαιο που μπορεί να παραχθεί φθηνά, το έχουμε ήδη αντλήσει».
Με δυσοίωνο τρόπο, υπενθυμίζουν ότι σχεδόν πριν από όλες οι υφέσεις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο προηγήθηκε μια άνοδος των πετρελαϊκών τιμών. «Ιστορικά υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην παραγωγή του πετρελαίου και στην παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Αν η παραγωγή πετρελαίου δεν μπορεί να αυξηθεί, τότε ούτε η οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, για να υπάρξει μέση ετήσια αύξηση 4% στην παγκόσμια οικονομία την επόμενη πενταετία, η παραγωγή πετρελαίου θα πρέπει να αυξάνεται περίπου κατά 3% ετησίως.
Όμως, κατά τους δύο επιστήμονες, μια τέτοια αύξηση θα απαιτήσει τεράστιες προσπάθειες ή μια αυξημένη αποδοτικότητα στην χρήση του πετρελαίου.
Από τότε που άρχισε η άντληση πετρελαίου μέχρι σήμερα εκτιμάται ότι γύρω στο ένα τρισεκατομμύριο βαρέλια έχουν χρησιμοποιηθεί συνολικά, ενώ άλλα τόσα είναι πιθανό ότι βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους ή του βυθού.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου