Τι αλλάζει με την Αραβική Εξέγερση
Η απρόσμενη ανατροπή του καθεστώτος Μουμπάρακ στην Αίγυπτο σε συνδυασμό με τις δραματικές προκλήσεις της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της Λιβύης και τη δομική αποσταθεροποίηση του Μπαχρέιν, της Υεμένης και της Συρίας, έχουν δημιουργήσει έναν εντελώς νέο παράγοντα πολιτικού ρίσκου αναφορικά με την παραγωγή και εξαγωγή υδρογονανθράκων στην πιο ασταθή και ενεργειακά πλούσια περιοχή του κόσμου• μια περιοχή η οποία τυχαίνει να περιέχει περίπου τα 2/3 των βεβαιωμένων παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και περίπου το 50% των εγνωσμένων αποθεμάτων φυσικού αερίου του πλανήτη. [1]
Μολονότι υπάρχουν ακόμη πολλοί άγνωστοι παράγοντες σχετικά με το βάθος και τη διάρκεια της λεγόμενης «Αραβικής Άνοιξης», «Αραβικής Εξέγερσης» ή «Αραβικής Αναγέννησης» - ανάλογα με την εκάστοτε υποκειμενική θεώρηση των πραγμάτων- έχει καταστεί σαφές ότι υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των μορφών των πολιτικών ανακατατάξεων που εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό των αραβικών καθεστώτων και το επίπεδο της αντίστοιχης τρωτότητας των καθεστώτων αυτών στις εγχώριες εξεγέρσεις.
Οι μοναρχίες του Αραβικού Κόλπου έχουν μέχρι σήμερα επιδείξει μια πολύ μεγαλύτερη ικανότητα να κατευνάζουν αποτελεσματικά, να εξουδετερώνουν πολιτικά και εάν αυτό καταστεί απαραίτητο να υποτάσσουν με τη βία τις εστίες πιθανών εξεγέρσεων, οι οποίες, στην περίπτωσή τους, κατά κύριο λόγο προέρχονται από μια βαθιά θρησκευτική και συνεπαγόμενα πολιτική διαίρεση μεταξύ σημαντικών σε μέγεθος Σιιτικών μειονοτήτων (Σαουδική Αραβία, Κατάρ, Κουβέιτ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) [2] και της κυβερνώσας Σουνιτικής ελίτ.
Υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας οι μοναρχίες του Κόλπου - σε μια νέα έκδοση της Ιεράς Συμμαχίας του 19ου αιώνα στην Ευρώπη - έχουν καταφέρει να καταστείλουν στρατιωτικά τη μεγαλύτερη πηγή πιθανής αναταραχής στην περιοχή- δηλαδή την εξέγερση στο Μπαχρέιν, η οποία θα μπορούσε - εάν είχε αφεθεί ανεξέλεγκτη – να δημιουργήσει το τρίτο κράτος παγκοσμίως του οποίου η κυβέρνηση θα ελεγχόταν από Σιίτες, μετά το Ιράν και το (μεγαλύτερο μέρους του) Ιράκ.
Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα αποτελούσε καλό οιωνό για την εσωτερική σταθερότητα της Σαουδικής Αραβίας και του Κουβέιτ, ενώ θα επηρέαζε αρνητικά τη γεωστρατηγική θέση των ΗΠΑ και της ΕΕ στην περιοχή του Κόλπου δεδομένου ότι το Μπαχρεΐν αποτελεί τη βάση του 5ού αμερικανικού στόλου. Μια ενδεχόμενη έξωση του Στόλου παράλληλα με την προοπτική αποσταθεροποίησης της Σαουδικής Αραβίας θα είχε άμεσες και πιθανόν δραματικώς δυσμενείς επιπτώσεις στην τιμή του πετρελαίου, εν μέσω μιας πρωτοφανούς διεθνούς οικονομικής ύφεσης.
Αν και είναι ακόμη συζητήσιμο το κατά πόσο η παρέμβαση του καθοδηγούμενου από τη Σαουδική Αραβία GCC (Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου) στο Μπαχρέιν έλυσε αποτελεσματικά το πρόβλημα της εσωτερικής ασφάλειας του Βασιλείου, η επέμβαση αυτή έχει καταστήσει σαφές τόσο εντός του Κόλπου όσο και διεθνώς ότι η ανωτέρω «Σουνιτική Ιερά Συμμαχία» των συντηρητικών μοναρχικών καθεστώτων έχει ακόμα τον έλεγχο των γεγονότων χωρίς να ελέγχεται από αυτά. Επιπροσθέτως πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε μία δυτική - ή παγκόσμια - δύναμη δεν έχει δείξει καμιά απολύτως τάση υποστήριξης των απαιτήσεων της σιιτικής αντιπολίτευσης του Μπαχρεΐν [3]. Ακόμα και η υποστήριξη από το Ιράν παραμένει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, μια στάση λεκτικής καταδίκης των ενεργειών του GCC παρά μια πολιτική ουσιαστικής υποβοήθησης των Σιιτών του Βασιλείου.
Ασχέτως του εάν κανείς συμφωνεί ή όχι με την επέμβαση του GCC η απουσία διεθνούς υποστήριξης προς τους εξεγερμένους του Μπαχρεΐν σε συνδυασμό με την συντονισμένη και αποφασιστική αντίδραση των περιφερειακών δυνάμεων, αποτελούν έναν παράγοντα πολιτικής σταθερότητας ο οποίος απουσιάζει από την αντίδραση του διεθνούς και περιφερειακού συστήματος ισχύος σε ότι αφορά τις εξεγέρσεις που είτε έχουν ανατρέψει ή βρίσκονται στη διαδικασία ανατροπής των ηγετικών ελίτ στο μεσογειακό τόξο του αραβικού κόσμου, όπως συνέβη στην περίπτωση των καθεστώτων του Μουμπάρακ, του Καντάφι και του Άσαντ.
Είναι επίσης ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο ο δυνητικός αντίκτυπος από πλευράς εξωτερικής πολιτικής αυτών των εξεγέρσεων στη σταθερότητα της Μεσογείου είναι αρκετά σημαντικός, δεδομένου, μάλιστα, ότι οι ΗΠΑ φαίνονται απρόθυμες να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση της πιο βαθιάς πηγής περιφερειακού κινδύνου, δηλαδή το Λιβυκό εμφύλιο πόλεμο και το ενδεχόμενο διάχυσης του στην Αλγερία και το Μαρόκο.
Η Βόρεια Αφρική, αν και λιγότερο σημαντική για το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα συγκριτικά με την περιοχή του Κόλπου, αποτελεί μια ζώνη πρωτεύουσας σπουδαιότητας για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης δεδομένου ότι (α) το 35% του συνόλου των ευρωπαϊκών εισαγωγών πετρελαίου διέρχεται μέσω του Σουέζ, (β) η Αλγερία και η Λιβυή αναλογούν στο 14% του συνόλου των πετρελαϊκών εισαγωγών της Ε.Ε. για το 2010 και (γ) η Αλγερία, η Αίγυπτος και η Λιβυή αποτελούν συνδυαστικά τη μεγαλύτερη –μετά τη Ρωσία- πηγή εισαγωγής φυσικού αερίου για την Ευρώπη, αναλογώντας το 2010 περίπου στο 17% της ευρωπαϊκής ζήτησης αερίου [4].
Ως εκ τούτου επιβάλλεται να αναλύσουμε κατά προτεραιότητα τις δύο σημαντικότερες πηγές αυτής της συνεχιζόμενης αστάθειας στη περιοχή της Μεσογείου, (i) την μετα-Μουμπάρακ Αίγυπτο και τις επιπτώσεις της στην Ισραηλινή ενεργειακή πολιτική ασφάλειας και (ii) την επιτακτική ανάγκη για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της Λιβύης.
Η συνεχιζόμενη ασταθής μετάβαση της Αιγύπτου
Παρά το γεγονός ότι η μετάβαση της Αραβικής Μεσογείου προς μια πιο πλουραλιστική εσωτερική κατανομή πολιτικής εξουσίας θα μπορούσε να εγκαινιάσει μια περίοδο ομαλότητας, εσωτερικής ασφάλειας και οικονομικής ανάπτυξης, αυτή η διαδικασία μετάβασης δεν είναι ούτε εξασφαλισμένη, ούτε πρόκειται να είναι σύντομη και δυστυχώς αναίμακτη. Στην Αίγυπτο, η ανατροπή του καθεστώτος Μουμπάρακ οδήγησε στη μεταβίβαση της εξουσίας και πάλι στα χέρια της τάξης των στρατιωτικών η οποία και κυριαρχή στην πολιτική ζωή της πολυπληθέστερης αραβικής χώρας από τη Νασσερινή Επανάσταση του 1952.
Ωστόσο, η ανακατανομή αυτής της εξουσίας μεταξύ μιας ποικιλίας διαφορετικών ομάδων συμφερόντων που θα περιλαμβάνει απόφευκτα και διάφορες ακραίες συνιστώσες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην αιγυπτιακή εξωτερική και αμυντική πολιτική. Η ήδη αυξημένη ένταση μεταξύ της σουνιτικής πλειοψηφίας και της χριστιανικής κοπτικής μειονότητας, η οποία έχει λάβει τη μορφή των αιματηρών συγκρούσεων σε διάφορες επαρχίες της Αιγύπτου μετά τον Φεβρουάριο, αποτελεί μια απόδειξη για την αυξανόμενη αποσταθεροποίηση της χώρας, καθώς και για την αναλογικά διευρυνόμενη πολιτική επιρροή των ακραίων σουνιτικών στοιχείων.
Αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει κατ' ανάγκη σε μια μονομερή αναθεώρηση των συμφωνιών του Καμπ Ντέιβιντ από το Κάιρο, ωστόσο ακόμη και μια λιγότερο φιλοϊσραηλινή ή φιλοαμερικανική πολιτική έναντι του Παλαιστινιακού Ζητήματος από την πλευρά της Αιγύπτου, θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τους φόβους των Ισραηλινών για την εκ νέου δημιουργία ενός νότιου μετώπου, ανεξάρτητα από τη στρατιωτική ικανότητα του Καϊρου να πραγματοποιήσει όντως μια τέτοια υποθετική απειλή.
Μια πιθανή επαναπροσέγγιση μεταξύ μιας ισλαμικότερης Αιγύπτου και του θεοκρατικού Ιράν θα μπορούσε επίσης να έχει σημαντική επίδραση στην περιφερειακή σταθερότητα επηρεάζοντας όλη την ισορροπία δυνάμεων από τη Γάζα, και τη Δυτική Όχθη έως το Νότιο Λίβανο και τη Συρία. Μια πιο έντονη αντι-δυτική στροφή στην αιγυπτιακή εξωτερική πολιτική θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει αναπόφευκτα την αιγυπτιακή ενεργειακή πολιτική τόσο ως προς την Ευρώπη όσο και ως προς την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Αίγυπτος διαθέτει περίπου 2,2 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (TCM) αποθεμάτων φυσικού αερίου αλλά έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευθεί πολύ μεγαλύτερα αποθέματα προωθώντας περαιτέρω τη διενέργεια ερευνών & γεωτρήσεων τόσο στην Ερυθρά Θάλασσα όσο και στη Μεσόγειο. Είναι ενδεικτικό ότι χάρις στη συστηματική εκτέλεση ερευνητικών γεωτρήσεων τα αιγυπτιακά αποθέματα αυξήθηκαν μέσα σε μια μόλις δεκαετία από τα 1,4 TCM το 2000 σε περίπου 2,2 TCM το 2010 [5].
Ολόκληρη η λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου εκτιμάται ότι περιέχει περίπου 122 TCF (τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια) εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων, σύμφωνα με μια έκθεση της Αμερικανικής Γεωλογικής Υπηρεσίας που δημοσιεύθηκε το 2010. Το ίδιο ισχύει και για ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο όπου η Κύπρος και το Ισραήλ έχουν ανακαλύψει - σε μια περίοδο μικρότερη των δύο ετών ξεκινώντας από τα τέλη του 2009 - εκμεταλλεύσιμα αποθέματα συνολικής δυναμικότητας που προσεγγίζει το 1 TCM φυσικού αερίου.
Αν και οι εξαγωγές αιγυπτιακού αερίου ανέρχονται σε λιγότερο από 1% των παγκόσμιων εξαγωγών και σε περίπου 0,010% της τελικής ευρωπαϊκής κατανάλωσης, έχουν πολύ πιο μεγάλη πολιτική και οικονομική σημασία σε περιφερειακό επίπεδο καθώς το 2010 κάλυπταν περίπου το 40% της ζήτησης αερίου στο Ισραήλ, το 84% της κατανάλωσης αερίου στην Ιορδανία και περίπου 12% της Συριακής ζήτησης. [6]
Οποιαδήποτε ουσιαστική εκδήλωση ενός αντι-δυτικού ριζοσπαστισμού στην αιγυπτιακή εξωτερική πολιτική είναι πολύ πιθανό να θέσει επί τάπητος ορισμένα πολύ σοβαρά ερωτήματα σε επίπεδο ενεργειακής ασφάλειας και οι απαντήσεις αυτών των ερωτημάτων δεν αναμένεται να είναι ιδιαιτέρως ευχάριστες, όπως φαίνεται από την κατάρρευση της ενεργειακής αλληλεπίδρασης Καϊρου-Τέλ Αβίβ.
Ποιά είναι τα ερωτήματα αυτά;
Θα θελήσει επί παραδείγματι ένα νέο «φιλοισλαμικότερο» αιγυπτιακό καθεστώς να υιοθετήσει μια λιγότερο φιλική στάση απέναντι στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρίες οι οποίες έχουν αναπτύξει τα υπεράκτια κοιτάσματα φυσικού αερίου της χώρας από τα μέσα της δεκαετίας;
Θα συνεχίσει η Αίγυπτος να προμηθεύει με φυσικό αέριο το Ισραήλ και τα άλλα αραβικά κράτη της Ανατολικής Μεσογείου (Ιορδανία, Συρία, Λίβανος) μέσω του Διαραβικού αγωγού; Σε ποιες ποσότητες και σε ποια τιμή; Ήδη το τμήμα αυτού του αγωγού που διασχίζει την περιοχή του Σινά εξάγοντας 5,5 bcm ετησίως (bcm = δισ. κυβικά μέτρα) το 2010, βομβαρδίστηκε τέσσερις φορές από τις αρχές του έτους. Το αποτέλεσμα ήταν να διακοπούν ουσιαστικά οι αιγυπτιακές εξαγωγές που –όπως ήδη σημειώθηκε- αναλογούσαν περίπου στο 40% των ισραηλινών αναγκών.
Ένα ακόμη σημαντικό ερώτημα είναι το κατά πόσο ένας περισσότερο αντι-δυτικός προσανατολισμός θα οδηγούσε την Αίγυπτο να αναθεωρήσει την συμφωνία του 2003 με την Κύπρο επί της οριοθέτησης των αντίστοιχων Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών τους (ΑΟΖ) ή και να στηρίξει τις λιβανέζικες αξιώσεις κατά της ισραηλινής ιδιοκτησίας επί τμημάτων του υπεράκτιου πεδίου φυσικού αερίου Λεβιάθαν.
Θα μπορούσε μια πιο φιλο-ισλαμική μεταβολή στην αιγυπτιακή εξωτερική πολιτική να φέρει το Κάιρο πιο κοντά στην θέση της Άγκυρας για την οριοθέτηση των ορίων μεταξύ της ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας, δημιουργώντας έτσι μια νέα πηγή τριβών ανάμεσα στην Ελλάδα, την Κύπρο, το Ισραήλ, και κατ’επέκταση την Ε.Ε.;
Ο τρόπος που η Αίγυπτος θα επιλέξει να αναπροσανατολίσει την εξωτερική (ενεργειακή) της πολιτική θα επηρεάσει επίσης σε μεγάλο βαθμό και τις επιλογές του Ισραήλ σχετικά με την ενεργειακή του ασφάλεια και την εξελισσόμενη στρατηγική του προσέγγιση τόσο με την Κύπρο όσο και την Ελλάδα, ειδικά εάν ανακαλυφθούν σημαντικά αποθέματα υδρογονανθράκων στα ανεξερεύνητα και απροσδιόριστα ύδατα μεταξύ Κύπρου, Ελλάδας και Αιγύπτου, που είναι γεωλογικώς γνωστά ως «η λεκάνη του Ηροδότου».
Η Αναπροσαρμογή της Ισραηλινής Ενεργειακής Πολιτικής
Ήδη το Ισραήλ έχει ουσιαστικά διαγράψει τις εξ Αιγύπτου εισαγωγές του και προσπαθεί να επιταχύνει την ανάπτυξη του κοιτάσματος αερίου Tamar (αποθέματα 264 bcm) ή δυνατόν και μέσα στο 2013, προκειμένου να καλύψει πλήρως τις εγχώριες ανάγκες του σε φυσικό αέριο• ανάγκες, που προβλέπεται, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ισραηλινής Αρχής Φυσικού Αερίου, να τριπλασιαστούν στα περίπου 15 bcm ετησίως περί το 2020/2021[7] (η υψηλότερη κατανάλωση έχει καταγραφεί το 2010 και είχε φτάσει τα 5,3 bcm). [8]
Οι υπεράκτιες ανακαλύψεις των κοιτασμάτων του Ισραήλ στο Tamar και το Leviathan (αποθέματα 453 bcm) είχαν ήδη σημαντικό αντίκτυπο όχι μόνο στην οικονομία της χώρας αλλά και στη γεωπολιτική δυναμική της περιοχής, ελαχιστοποιώντας -αν όχι ακυρώνοντας εντελώς – τα οικονομικά κίνητρα του Τελ Αβίβ για τη διατήρηση της αμοιβαίας ενεργειακής αλληλεξάρτησης που ίσχυε επί Μουμπάρακ και συνέβαλλε στη συγκράτηση των διμερών γεωστρατηγικών τριβών.
Μια επιπρόσθετη διπλωματική επίπτωση ήταν ότι η ανακάλυψή τους ακύρωσε την προοπτική ενεργειακής εξάρτησης του Ισραήλ από την Τουρκία, μέσω της οποίας το Τέλ Αβίβ θα υποχρεούτο να εισάγει σημαντικές ποσότητες ρωσικού φυσικού αερίου σε περίπτωση που κατασκευαζόταν ο αγωγός Blue Stream 2. Η εγκατάλειψη αυτού του σχεδίου συνέτεινε δευτερογενώς στη διεύρυνση του γεωπολιτικού χάσματος ανάμεσα στο Τέλ Αβίβ και την Άγκυρα ακόμη και πρίν από την κατάληψη του τουρκικού πλοίου Μαβί Μαρμαρά τον Μαΐο του 2010.
Πώς η περαιτέρω επιδείνωση των Ισραηλινό-Αιγυπτιακών σχέσεων θα επηρεάσει την απόφαση του Ισραήλ να εφαρμόσει τα σχέδιά του για τη μετατροπή της Κύπρου στο κέντρο υγροποιημένου φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσόγειου, συνδυάζοντας την παραγωγή του Λεβιάθαν και του κυπριακού πεδίου Αφροδίτη προκειμένου να εξάγει στην Ευρώπη έως και 20 δκμ/ε περί τα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας; [9] Πώς ο εξελισσόμενος «ψυχρός πόλεμος» μεταξύ του Ισραήλ και της Τουρκίας θα επηρεάσει τα σχέδια αυτά καθώς και τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος;
Η προκαταρκτική επιβεβαίωση της δυναμικότητας των αποθεμάτων της Κύπρου στο πεδίο της «Αφροδίτης» εντός του «Οικόπεδου 12» στις 11 Οκτωβρίου 2011 και η λεπτομερής αξιολόγησή τους από την Noble η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στον Δεκέμβριο του 2011, μπορούν να δημιουργήσουν μια μοναδική αναπτυξιακή δυναμική για την οικονομία της Κύπρου που θα αναδιατάξει με τη σειρά της την περιφερειακή ισορροπία ισχύος, προσελκύοντας ευρωπαϊκά κεφάλαια και διπλωματική υποστήριξη υπέρ της αξιοποίησης των αποθεμάτων φυσικού αερίου της Κύπρου και του Ισραήλ.
Η απόφαση της Κύπρου στις 14 Νοεμβρίου να προχωρήσει στον δεύτερο γύρο εκχωρήσεων για όλα τα πεδία της ΑΟΖ της στις αρχές του 2012, εκτιμάται ότι θα προσελκύσει το ζωηρό ενδιαφέρον μεγάλων διεθνών εταιριών όπως η γαλλική Total και η ρωσική Γκαζπρόμ. Η εμπλοκή αυτών των εταιριών, όπως ακριβώς έγινε με τη Noble, είναι απαραίτητη προκειμένου να υπάρξουν οι αναγκαίες εγγυήσεις για τη διπλωματική και –ο μη γένοιτο- στρατιωτική προστασία των δραστηριοτήτων εξερεύνησης, παραγωγής και εξαγωγής των δυνητικών αποθεμάτων που θα εκχωρηθούν στις ανωτέρω κρατικές ή υπό κρατική προστασία εταιρίες.
Δεν θα πρέπει ωστόσο να επιχειρηθεί μια βιαστική αξιοποίηση των εν λόγω ευκαιριών. Η διαδικασία ανάπτυξης αυτών των πεδίων χρειάζεται πολλά χρόνια για να προχωρήσει και υπερβαίνει τον ορίζοντα ζώης της μιας ή δύο κυβερνητικών θητειών. Τα υπό την Noble Energy αναπτυσσόμενα πεδία στο Ισραήλ και την Κύπρο (Αφροδίτη), θα χρειαστούν πάνω από 10 δισεκατομμύρια δολάρια σε άμεσες επενδύσεις κατά τα επόμενα τέσσερα έως έξι έτη πρίν φτάσει έστω και ένα κυβικό μέτρο αερίου στην Κύπρο αλλά αποτελούν τη μεγαλύτερη αναπτυξιακή ευκαιρία στην ιστορία της Μεγαλονήσου από το 1974 και μετά.
Η εκμετάλλευσή τους θα συμβάλλει αποφασιστικά στην έξοδο της δοκιμαζόμενης κυπριακής οικονομίας από την στενωπό στην οποία έχει εισέλθει λόγω της έκθεσης μικρού μέρους των τραπεζών της στα ελλαδικά κρατικά ομόλογα. Η Κύπρος μπορεί παράλληλα να παράσχει στο Ισραήλ μια ασφαλή εξαγωγική όδευση για τη μεταφορά ισραηλινού/κυπριακού αερίου προς την ευημερούσα ευρωπαϊκή αγορά, καλύπτωντας στην ελλαδική περίπτωση έως και το 50% των εγχώριων αναγκών της χώρας σε φυσικό αέριο, που αναμένεται παρά την οικονομική κρίση να διπλασιαστεί έως το 2020 στα περίπου 7 δις κυβικά μέτρα.
Από ευρωπαϊκής πλευράς, το γεγονός ότι αυτός ο δυνητικός ενεργειακός δίαυλος μεγέθους 20 δκμ/ε κατ’ελάχιστον δεν εξαρτάται από αγωγούς που διασχίζουν το έδαφος της Τουρκίας και της Γεωργίας, καθιστά την ισραηλινοκυπριακή επιλογή ακόμη ελκυστικότερη σε στρατηγικό μάλιστα επίπεδο. Δεδομένου ότι η Γερμανία, η μεγαλύτερη καταναλωτής αερίου στην Ευρωζώνη αποφάσισε να εξαλήψει τη χρήση πυρηνικής ενέργειας, η σημασία της ύπαρξης ενδοευρωπαϊκών πηγών εισαγωγής (το Ισραήλ αποτελεί μέλος του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας) που θα ελέγχονται/προστεύονται από την Ε.Ε. αυξάνει τη σπουδαιότητα του πεδίου της Αφροδίτης εκθετικά και από οικονομικής και από γεωπολιτικής πλευράς. Η ανάπτυξη του πεδίου της Αφροδίτης και των υπολοίπων δεκατεσσάρων δυνητικών πεδίων φυσικού αερίου και πετρελαίου που πιθανολογούνται ότι βρίσκονται εντός της Κυπριακής ΑΟΖ με βάσει τις σεισμογραφικές έρευνες της περιόδου 2003-2007 αντιπροσωπεύουν μια στρατηγική ευκαιρία πρώτου μεγέθους για την Κύπρο και την Ελλάδα. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι αυτές οι δύο χώρες αποτελούν τις τελευταίες πετρελαϊκά ανεξερεύνητες περιοχές της Ευρώπης όπου έως τον περασμένο Σεπτέμβριο δεν είχε διενέργηθεί καμία σοβαρή διερευνητική γεώτρηση σε βάθος μεγαλύτερο των 2 χιλιομέτρων.
Η πολιτική αποσταθεροποίηση της Αιγύπτου και της Λιβύης, οι οποίες είναι από τις κύριες εξαγωγικές χώρες πετρελαίου φυσικού αερίου της περιοχής προς την Ευρώπη, καθιστά αυτό το επιχείρημα ακόμη πιο πρόδηλο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη (και τις συναφείς εταιρείες ενέργειας), οι οποίες ήδη δραστηριοποιούνται στην Ανατολική Μεσόγειο (Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Ισπανία και Ιταλία), και έχουν εκδηλώσει στην περίπτωση της Γαλλίας και της Γερμανίας ενδιαφέρον συμμετοχής στον ΄β γύρο εκχωρήσεων του 2012.
Η Τουρκία προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την διπλωματία των κανονιοφόρων του 19ου αιώνα, για να εμποδίσει ένα ευρωπαϊκό κράτος από το δικαίωμά του να παράξει στρατηγικές πρώτες ύλες που θα αποδειχθούν ολοένα και περισσότερο απαραίτητες για την ενεργειακή ασφάλεια της ίδιας της Ευρώπης. Γι 'αυτό ακριβώς το λόγο το Ισραήλ, οι ΗΠΑ και τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. έχουν υπερασπιστεί τη νομιμότητα και τη σημασία της γεώτρησης της Noble στο κοίτασμα Αφροδίτη.
Υπάρχει ωστόσο μια ποιοτική διαφορά σε ότι αφορά την ισραηλινή υποστήριξη η οποία και υπερβαίνει κατά πολύ την προώθηση των συμφερόντων του Delek Group και της συμμετοχής του με 30% στην κοινοπραξία εκμετάλλευσης της «Αφροδίτης». Το Ισραήλ δεν συμπαραστάθηκε στην Κύπρο υπερασπιζόμενο την προοπτική μετατροπής της στη βασική έδρα εξαγωγής του φυσικού του αερίου προς την Ε.Ε. Το Ισραήλ συμπαραστάθηκε (και θα συνεχίσει να συμπαρίσταται) στην Κύπρο γιατί δεν θέλει να ορίζει η Άγκυρα του που αρχίζει και το που τελειώνει η δική του ΑΟΖ, την οποία και οροθέτησε με τη Λευκωσία τον Δεκέμβριο του 2010.
Η Πρόκληση της Μεταπολεμικής Ανοικοδόμησης της Λιβύης
Η τρίτη σημαντική παράμετρος η οποία θα καθορίσει την πολιτική σταθερότητα της Αραβικής Μεσογείου καθώς και τη συνολική ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης είναι ο τρόπος που θα τελειώσει ο εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη, και η έκταση της ζημιάς στην ενεργειακή υποδομή της χώρας που μπορούν να κάνουν όσες δυνάμεις παραμένουν πιστές στο έκπτωτο καθεστώς. Η μάχη κατά του καθεστώτος και οι επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας μπορεί να έχουν τελειώσει αλλά η χώρα είναι σε μια κατάσταση χάους. Το χάος αυτό επιτείνεται από ένα πλήθος ένοπλων ομάδων που προέρχονται από φυλές οι οποίες ανταγωνίζονται η μία την άλλη ενώ υποδιανέμονται περαιτέρω σε περιφερειακές υποομάδες με ασαφείς επιδιώξεις για το μέλλον της χώρας.
Ο εμφύλιος πόλεμος της Λιβύης είναι ύψιστης σημασίας για πολλούς λόγους, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι η ανατροπή του Καντάφι αποτέλεσε τη μεγαλύτερη υπό ευρωπαϊκή ηγεσία στρατιωτική επέμβαση στη Μέση Ανατολή από τον πόλεμο του Σουέζ το 1956. Από ενεργειακής άποψης, ο ρυθμός της ανοικοδόμησης της Λιβύης και η επιστροφή της στην αγορά ως μια μεγάλη εξαγωγός χώρα πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Ευρώπη είναι ζωτικής σημασίας για τη σταθερότητα του διεθνούς πετρελαϊκού συστήματος σε μια περίοδο συστημικής αστάθειας καθώς η Σαουδική Αραβία φαίνεται διστακτική να ασκήσει το ρόλο της ως ηγεμονικού επιδιαιτητή της αγοράς, εν μέρει επειδή το Ριάντ θέλει υψηλότερες τιμές πετρελαίου για να χρηματοδοτήσει μέρος ενός εντυπωσιακού σχεδίου κοινωνικών επιδοτήσεων που χρειάζεται προκειμένου να εξουδετερώσει τις δυνητικές εστίες της δικής του αντιπολίτευσης. Παράλληλα η κλιμακούμενη διεθνής πίεση εναντίον του Ιράν που πλέον στοχεύει ολοένα και περισσότερο ακόμη και τις πετρελαϊκές εξαγωγές της χώρας δημιουργεί ένα ακόμη πιο επισφαλές περιβάλλον.
Η πρωτοφανής απόφαση του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (International Energy Agency / ΙΕΑ) στις 23 Ιουνίου 2011 να απελευθερώσει μέρος των δικών του στρατηγικών αποθεμάτων πετρελαίου, έτσι ώστε να καλύψει την απροθυμία της Σαουδικής Αραβίας να αυξήσει τη δικής της παραγωγή, είναι ενδεικτική της αδυναμίας του συστήματος, μολονότι (α) διανύουμε μια εποχή σχετικά υψηλών πλεονασματικών υπερπαραγωγικών ικανοτήτων (surplus production capacities) στις χώρες του Ο.Π.Ε.Κ. και δή τη Σαουδική Αραβία και (β) η διεθνής ζήτηση πετρελαίου μειώνεται λόγω της επεκτεινόμενης ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής κρίσης και των υφεσιακών πιέσεων που αυτή δημιουργεί.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συστημικής αστάθειας, η επιστροφή της λιβυκής παραγωγής πετρελαίου στα πρόν του Εμφυλίου (Ιανουάριος 2011) επίπεδα παραγωγής των 1,6 εκατ. βαρελίων ημερησίως (mbpd), είναι ζωτικής σημασίας. To 2010 οι λιβυκές εξαγωγές πετρελαίου αναλογούσαν στο 25% των ιταλικών, το 16% των γαλλικών, το 15% των ελληνικών, και το 13% των ισπανικών αναγκών, ενώ η Ιταλία κάλυπτε μέσω του υποθαλάσσιου αγωγού Green Stream έως και το 12% της τελικής κατανάλωσης φυσικού αερίου.
Η Λιβύη δεν ήταν μόνο ο τέταρτος μεγαλύτερος εξαγωγός πετρελαίου προς την Ευρώπη μετά τη Ρωσία, τη Νορβηγία και τη Σαουδική Αραβία, αλλά και ένας από τους πιο ελπιδοφόρους προμηθευτές αερίου, του οποίου η καθαρή εξαγωγική ικανότητα υπολογίστηκε το 2009 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι μπορεί να τετραπλασιαστεί σε σχεδόν 40 bcm κατ’ έτος μέχρι το 2030. [10]
Τα αποθέματά αερίου της Λιβυής εκτιμώνται σε περίπου 1,5 TCM αλλά και πάλι οι υπεράκτιες έρευνες θα μπορούσαν να οδηγήσουν προς μια υψηλότερη εκτίμηση αποθεμάτων [11], ειδικά αν διευθετηθεί το εκκρεμές ζήτημα σχετικά με την οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδος και Λιβύης. Υπάρχουν ωστόσο και πάλι πάρα πολλά ανοιχτά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν ικανοποιητικά πριν επιχειρηθεί να γίνει οποιαδήποτε πρόγνωση για το μέλλον της Λιβύης, η οποία και καλείται να αντιμετωπίσει τη διττή πρόκληση της πολιτικής συμφιλίωσης και της οικονομικής ανασυγκρότησης.
Ποια είναι τα εναλλακτικά σενάρια σχετικά με την επιστροφή της Λιβύης στη διεθνή -και πιο συγκεκριμένα την ευρωπαϊκή- αγορά ενέργειας; Είναι θέμα 18 μηνών ή θα χρειαστούν 3 - 4 χρόνια; Πώς θα επηρεάσει η αναπόφευκτη αναδιάρθρωση της εγχώριας αγοράς ενέργειας της Λιβύης τη σχετική θέση των ευρωπαϊκών εταιρειών;
Πόσο σταθερό θα αποδειχθεί ένα μετα-Κανταφικό καθεστώς και πόσο πιθανό είναι να επηρεάσει τα εκκρεμή ζητήματα μεταξύ Ελλάδας και Λιβύης για την οριοθέτηση των των αντίστοιχων ΑΟΖ και για την ολοκλήρωση των σεισμικών ερευνών που η Ελλάδα ανακοίνωσε ότι θα διεξαχθούν μετά τον Ιούνιο του 2012 για πρώτη φορά μετά από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια;
Είναι όντως πολύ θετικό ότι τον Νοέμβριο του 2011 η Λιβύη έφτασε να παράγει περί τα 800.000 βαρέλια/ημέρα αγγίζοντας το 50% της προπολεμικής της παραγωγής και ότι η ζημία στις περισσότερες υποδομές παραγωγής και εξαγωγής πετρελαίου από τον οκτάμηνο Εμφύλιο Πόλεμο δεν είναι εκτεταμένες. Είναι επίσης πολύ θετικό ότι η λιβυκή κρατική εταιρία πετρελαίου προβλέπει ότι στα τέλη του 2012 θα έχει αγγίξει τα 1.345 εκατομμύρια βαρέλια. [12]
Είναι όμως αυτό αρκετό για να επιστρέψουμε στην αφελή πεποίθηση ότι η Αραβική Εξέγερση αποτέλεσε απλώς μια σύντομη παρένθεση αποσταθεροποίησης για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρωπης; Δεν θα είναι η πρώτη φορά που έχουμε επιτελέσει αυτό το λάθος ως Ε.Ε.;
Ιστορικά, ακόμη και μετά την εθνικοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των διεθνών εταιρειών πετρελαίου από την Αλγερία και τη Λιβύη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, οι ευρωπαίοι στρατηγικοί αναλυτές αντιλαμβάνονταν τη Βόρεια Αφρική ως μια περιοχή πιο ασφαλή για τις ενεργειακές εισαγωγές της Ευρώπης σε σύγκριση με τον Περσικό Κόλπο.
Ο πόλεμος Ιράν - Ιράκ (1980-1988), ο πρώτος (1990-91) και ο δεύτερος (2003) πόλεμος του Κόλπου, η επιτυχής καταστολή των ισλαμιστών ανταρτών στην Αλγερία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και η πλήρης εξομάλυνση, από το 2004, των σχέσεων της Λιβύης με τις Η.Π.Α. και την Ε.Ε. εδραίωσαν περαιτέρω την αντίληψη αυτή. Το πρόβλημα για την Ευρώπη είναι ότι η συγκεκριμένη αντίληψη –εαν δεν έχει καταρρεύσει πλήρως- έχει αναθεωρηθεί δομικά.
Το ρίσκο παραγωγής και εξαγωγής υδρογονανθράκων από τη Βόρεια Αφρική έχει αυξηθεί εκθετικά και θα μπορούσε να αυξηθεί ακόμη περισσότερο αν η Αλγερία αρχίσει να αντιμετωπίζει παρόμοιες εσωτερικές δονήσεις και αναταράξεις όπως αυτές που αντιμετώπισε η Τυνησία, η Λιβύη και η Αίγυπτος κατά το τελευταίο έτος. Η Αλγερία είναι απλά πάρα πολύ μεγάλη για να αντικατασταθεί, από πλευράς πετρελαϊκών εξαγωγών και -το πιο σημαντικό - εξαγωγών φυσικού αερίου χωρίς την προσφυγή στη Σαουδική Αραβία, στη Ρωσία, και στα στρατηγικά αποθέματα της Ι.Ε.Α. ή – το πιο πιθανό- στη χρησιμοποίηση ενός συνδυασμού των ανωτέρω λύσεων.
Τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη σε αυτό το νέο και σαφώς πιο επικίνδυνο για την ενεργειακή της ασφάλεια περιβάλλον;
Η πρώτη λογική αντίδραση για την Ευρώπη είναι να στραφεί στους αξιόπιστους εταίρους της: Η Ρωσία και η Νορβηγία, οι οποίες κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος των χαμένων λιβυκών εξαγωγών φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια της κρίσης. Όσον αφορά την Ιταλία, η Ρωσία αντικατέστησε με σχετική ευκολία το σύνολο των λιβυκών εξαγωγών φυσικού αερίου αποδεικνύοντας έτσι ότι παραμένει ο πιο αξιόπιστος προμηθευτής «εσχάτης καταφυγής» της Ευρώπης, τουλάχιστον έως ότου αναπτύξει η ίδια η Ευρώπη μια πραγματικά διασυνδεδεμένη αγορά φυσικού αερίου και ένα κοινό σύστημα διαχείρισης των εθνικών στρατηγικών αποθεμάτων αποθήκευσης αερίου, όπου αυτά υπάρχουν.
Η δεύτερη λογική αντίδραση είναι να ελαχιστοποιηθεί η διαμετακομιστική εξάρτηση της Ευρώπης. Αν δει κανείς τις αιτίες των μεγάλων κρίσεων εφοδιασμού σε φυσικό αέριο που έπληξαν την Ε.Ε. το 2006 και το 2009, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η σημαντικότερη πολιτική προτεραιότητα της Ε.Ε. θα ήταν να αποφύγει να επιρρίπτει την ευθύνη πρόκλησης των κρίσεων στη Ρωσία, την Ουκρανία ή και τους δύο και να αρχίσει η ίδια την κατασκευή αγωγών που θα ήταν επωφελείς για τους περισσότερους.
Αυτό ακριβώς είναι το σκεπτικό πίσω από την κατασκευή του Nord Stream και του South Stream, παρά το γεγονός ότι ορισμένα στελέχη της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας προσπαθούν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ του Nord Stream και κατά του South Stream, μολονότι πρόκειται για δύο πανομοιότυπους - σε σκοπό, σημασία και ρυθμιστικό καθεστώς λειτουργίας- αγωγούς.
Η τρίτη και σημαντικότερη αντίδραση της Ευρώπης πρέπει να συνίσταται στη μέγιστη αξιοποίηση των εγχώριων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ανεξάρτητα από το ακριβές μίγμα προέλευσης των ενεργειακών εισαγωγών της Ευρώπης και άσχετα με το πόσο επαρκώς διαφοροποιημένες, τόσο από άποψη πηγών όσο και από άποψη οδεύσεων είναι αυτές οι εισαγωγές, τα δυνητικά αποθέματα σχιστολιθικού αερίου της Ευρώπης είναι μάλλον δύσκολο να αντιστρέψουν τη δραματική μείωση της ευρωπαϊκής παραγωγής αερίου τουλάχιστον για τα επόμενα δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Παρ 'όλα αυτά, υπάρχουν διάφορες περιοχές εντός της ΕΕ, όπως οι υπεράκτιες περιοχές της Ελλάδας και της Κύπρου, που έχουν μείνει σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητες και ανεκμετάλλευτες.
Η προοπτική των εισαγωγών - μέσω της αξιοποίησης των κοιτασμάτων Λεβιάθαν και Αφροδίτη - μέχρι και 20 bcm κατ’ έτος από ισραηλίτικο και κυπριακό υγροποιημένο φυσικό αέριο μέχρι το 2020 – είναι μια πολύ πιο απτή και τουλάχιστον εξίσου σημαντική προοπτική με την εφαρμογή της Στρατηγικής του Νοτίου Διαδρόμου Μεταφοράς Φυσικού Αερίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μόνο που υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Μεταξύ Αζερμπαϊτζάν, Τουρκμενιστάν και Ιράκ παρεμβάλλεται –ανά περίπτωση- η Γεωργία, το Κουδρικό Πρόβλημα της Τουρκίας και του Ιράκ, όπως και ο υπό αναστολή πόλεμος του Ναγκόρνο Καραμπάχ, παράγοντες πολιτικής αποσταθεροποίησης που έχουν ήδη διακόψει τη ροή υδρογονανθράκων στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του ρωσο-γεωργιανού πολέμου τον Αύγουστο του 2008. Μεταξύ Κύπρου και Ευρώπης παρεμβάλλεται μόνο η Ελλάδα και η μελλοντική οικονομική της υφαλοκρηπίδα.
Παραπομπές:
[1] BP Statistical Review of World Energy 2011, p.7 & p.21.
[2] Το Κατάρ, το Κουβέιτ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ουδέποτε αντιμετώπισαν την απειλή μιας σοβαρής εγχώριας εξέγερσης που θα προερχόταν από μια πιθανή ισλαμιστική ριζοσπαστικοποίηση μερίδας της σουνιτικής πλειοψηφίας, όπως συνέβη με τη Σαουδική Αραβία από τις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Η Σαουδική Αραβία όντως αντιμετώπισε μια σοβαρή απειλή τύπου Αλ Κάιντα μετά την αποτυχημένη αμερικανική κατοχή στο Ιράκ από το 2003 έως 2007, η οποία όμως είχε τεθεί υπό έλεγχο σε μεγάλο βαθμό πρίν από την αρχική μετάδοση της «Αραβικής Άνοιξης» στις αρχές του 2011. Ο εσωτερικός κίνδυνος για την ασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας το 2011, ο οποίος οδήγησε στην απόφασή της να παρέμβει στο Μπαχρέιν, ήταν ο φόβος μιας αντίστοιχης εξέγερσης από τη σιιτική μειονότητα που αποτελεί περίπου το 40% του πληθυσμού στην ζωτικής σημασίας Ανατολική Επαρχία της χώρας, στην οποία συγκεντρώνεται το 85% των πετρελαϊκών πόρων του Βασιλείου.
Στην περίπτωση του Ομάν περίπου το 67% του πληθυσμού αποτελείται από τους Ibadhi, μια μορφή του Ισλάμ διαφορετική από εκείνη των Σουνιτών και Σιιτών. Στο Ομάν το 32% της χώρας αποτελείται από Σουνίτες, ενώ οι Σιίτες είναι λιγότεροι από 1% του πληθυσμού. Η Υεμένη βρίσκεται σε μια ξεχωριστή κατηγορία. Τα αίτια της εσωτερικής αναταραχής στη χώρα έχουν πολύ μικρή σχέση (α) είτε με το χάσμα μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών –μολονότι η χώρα είναι διαιρεμένη σχεδόν σε ίσα μέρη μεταξύ Σουνιτών (52%) και Σιιτών (46%)- είτε (β) με την εξέγερση Σαλαφιστών τύπου Al-Κάιντα. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι αιτίες της Υεμένικης εξέγερσης ομοιάζουν με τα αίτια των εξεγέρσεων κατά των καθεστώτων Μουμπάρακ, Άσαντ και Καντάφι, με την έννοια ότι αντιπροσωπεύει ένα κατά κύριο λόγο πολιτικό κίνημα εναντίον ενός σχεδόν τεσσαρακονταετούς διεφθαρμένου καθεστώτος.
[3] Το μόνο κράτος που έχει επικρίνει ουσιαστικά την επέμβαση του GCC στο Μπαχρέιν είναι το Ιράν.
[4] Arturo Gonzalo, Director of Institutional Relations, Repsol, “The New Political Risk Factor for Energy in the Mediterranean”, paper presented in the V Euromediterranean Energy Forum, Barcelona, 24-25 October 2011.
[5] BP Statistical Review 2011, p.20.
[6] Το 2010 η Αίγυπτος ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγός φυσικού αερίου της Βόρειας Αφρικής με συνδυασμένες εξαγωγές 15,17 δισ. κυβικών μέτρων (bcm) σε σύγκριση με 55,79 bcm της Αλγερίας και 9,75 bcm της Λιβύης. BP Statistical Review, ibid, p.31. Η Αίγυπτος εξήγαγε 2,51 bcm στην Ιορδανία, 0,69 bcm στη Συρία και περίπου 2,1 bcm στο Ισραήλ. Για τις τάσεις της κατανάλωσης βλέπε επίσης CIA World Fact Book 2011.
[7] Παράλληλα με την επίσπευση στην αύξηση της παραγωγής του πεδίου Ταμάρ μέσα στο 2013 το Ισραήλ αποφάσισε να κατασκευάσει μέσω της ιταλικής Micoperi μια πλατφόρμα υπεράκτιας επαναεριοποίησης φυσικού αερίου (Floating Re-Gasification Terminal) δυναμικότητας 2.5 δκμ/ε έτσι ώστε να εισάγει ποσότητες Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (Υ.Φ.Α.) για την κάλυψη των αναγκών του 2012/2013. “Israel Mulls Both LNG Imports, Exports”, World Gas Intelligence, 30/11/2011. Για την αύξηση της κατανάλωσης έως το 2021, ιδέ Yeoshua Stern, Israeli Gas Policies, paper presented in the Economist Conference Nicosia, 14/11/2011
[8] BP Statistical Review, ibid, p.23.
[9] Middle East Economic Survey, 30/06/2011
[10] Για τα στατιστικά στοιχεία των ευρωπαϊκών εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου του έτους 2010 ιδέ, “Unrest Halts Third of Libyan Oil Output”, Oil Daily, 24/02/2011. Για την προβολή των δυνητικών λιβυκών εξαγωγών αερίου έως το 2030 ιδέ, Jean-Arnold Vinois, "Trans-European Energy Networks: The New Energy Policy", European Commission, Directorate General for Energy, 3d TREN-E Information Day, Brussels, 30 March 2009, p.17.
[11] U.S. Energy Information Administration, Country Analysis Brief: Libya, (Washington D.C.: February 2011), p.5.
[12] Platts Oilgram, 17/11/2011, p.4.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου