Της Φανούλας Αργυρού Μέρος α’
Ο τουρκικός χάρτης δεν έδιδε υφαλοκρηπίδα στα ελληνικά νησιά και η τουρκική γραμμή οριοθέτησης περιλάμβανε μια μεγάλη περιοχή προς δυτικά. Προς νότια η τουρκική γραμμή δεν προνοούσε υφαλοκρηπίδα ούτε για την Κρήτη.Στις 24 Ιανουαρίου 1979, η βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα ενημερώνει
τον κ. T.L.A. Daunt του Νοτίου Τμήματος Ευρώπης στο Φόρεϊν Όφις, για τις πληροφορίες που πήρε από τον τότε Γενικό Διευθυντή του ελληνικού ΥΠΕΞ κ. Ιωάννη Τζούνη, σχετικά με τις διαπραγματεύσεις που είχε η ελληνική κυβέρνηση με την Τουρκία, για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Εκ μέρους της Τουρκίας διαπραγματευτής ήταν ο κ. Μπιλτζί.
Δύο χάρτες
Η συνάντηση έγινε στις 23 Ιανουαρίου και είχε ήδη προηγηθεί συνάντηση Ελλήνων και Τούρκων στο Παρίσι τον προηγούμενο Δεκέμβριο, την οποία ο κ. Τζούνης χαρακτήρισε ως σημαντικό βήμα, όταν αμφότερες οι πλευρές συμφώνησαν στο Παρίσι να συζητήσουν την πρακτική οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, καθώς και η συνάντηση της Βιένης μεταξύ 9 και 12 Ιανουαρίου 1979.
Στη συνάντηση του Παρισιού είχε, επίσης, συμφωνηθεί όπως αμφότερες οι πλευρές παρουσιάσουν χάρτες, με τις απόψεις τους ως προς τη γραμμή των ορίων αυτών. Τελικά στη Βιένη, σύμφωνα με τον κ. Τζούνη, οι Τούρκοι άρχισαν τη συζήτηση που διήρκεσε δύο μέρες, κατά πόσο έπρεπε να δώσουν χάρτη. Τελικά δέχθηκαν να δώσουν χάρτη σε κλειστή συνεδρία. Ένα χάρτη που άφησε έκπληκτους τους Έλληνες για την έκταση των τουρκικών απαιτήσεων. Ο τουρκικός χάρτης δεν έδιδε υφαλοκρηπίδα στα ελληνικά νησιά, δεν λάμβανε υπόψη τις προηγηθείσες ελληνικές θέσεις, η τουρκική γραμμή οριοθέτησης περιλάμβανε μια μεγάλη περιοχή προς δυτικά. Προς νότια και πάλιν η τουρκική γραμμή δεν προνοούσε υφαλοκρηπίδα ούτε για την Κρήτη, πράγμα που οι Έλληνες βρήκαν απαράδεκτο, εγκλώβιζε μεγάλο αριθμό ελληνικών νησιών.
Η πρόταση της ελληνικής πλευράς βασιζόταν στην γραμμή ορίων που περνούσε μεταξύ των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των τουρκικών ακτών, και πρότεινε «τρία δάκτυλα» μεταξύ Λήμνου και Λέσβου, Λέσβου και Χίου, και Χίου και Ικαρίας. Η περιοχή νότια της Ικαρίας, τα σύνορα μεταξύ της Δωδεκανήσου και των τουρκικών ακτών είχαν διευθετηθεί με διεθνή συμφωνία του 1932. Οι Τούρκοι δικαιολόγησαν τη γραμμή που πρότειναν, λέγοντας ότι η υφαλοκρηπίδα τους πρέπει να επεκτείνεται, δίχως εμπόδια, στο Αιγαίο πέραν των ελληνικών νήσων, για να μπορούν τα τουρκικά πλοία να έχουν προσπέλαση παραμένοντας στη δική τους υφαλοκρηπίδα. Η ελληνική πλευρά, από την άλλη, επέμενε ότι κανένα ελληνικό νησί δεν έπρεπε να μένει εγκλωβισμένο. Ο Τζούνης δεν μπορούσε να κατανοήσει τη λογική των Τούρκων.
Καθησυχαστικές προτάσεις
Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσουν τους Τούρκους, οι Έλληνες προσέφεραν κάποιες δεσμεύσεις, περιλαμβανομένων εγγυήσεων για ελεύθερη διακίνηση για τα τουρκικά πλοία σε περιοχές ελληνικής υφαλοκρηπίδας, ότι καμία πλευρά δεν θα προβεί σε ανακήρυξη αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) στο Αιγαίο, και πως καμία πλευρά δεν θα μεταφέρει επιθετικά όπλα στο θαλάσσιο βυθό στη δική της υφαλοκρηπίδα. Οι Τούρκοι ούτε καν ενδιαφέρθηκαν γι' αυτές τις ιδέες.
Ο κ. Τζούνης, εν πάση περιπτώσει, επέμενε ότι η ελληνική θέση στο θέμα του μη εγκλωβισμού νησιών δεν ήταν διαπραγματεύσιμη. Ο ελληνικός λαός πίστευε ότι οι Τούρκοι θα εκμεταλλεύονταν την κατάσταση, για να διεκδικήσουν κυριαρχία πάνω στα νησιά. Η ελληνική πλευρά δεν ήταν αισιόδοξη για συμφωνία για το θέμα αυτό με τους Τούρκους.
Τουρκικά τα ελληνικά νησιά
Εν τω μεταξύ, είχε προηγηθεί και η αναφορά του κ. Αθανασίου της Ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, και πάλιν προς τον κ. T.L.A. Daunt του Νοτίου Τμήματος Ευρώπης στο Φόρεϊν Όφις, ημερ. 17 Ιανουαρίου 1979, όταν ο κ. Αθανασίου τόνισε και εκείνος ότι «κανένα ελληνικό νησί δεν έπρεπε να εγκλωβιστεί, όμως η Ελλάδα είχε δεχθεί την ιδέα η Τουρκία να εξασφαλίσει υφαλοκρηπίδα μεταξύ των προεξοχών των «δακτύλων» μεταξύ των ελληνικών νησιών». Μετά από αυτή την εισήγηση, προφανώς ο Τούρκος διαπραγματευτής κ. Μπιλτζί διαμόρφωσε το τουρκικό αίτημα: Μια γραμμή που περνά διαμέσου του Αιγαίου δυτικά της διαχωριστικής γραμμής. Έθετε αριθμό μεγάλων ελληνικών νησιών σίγουρα μέσα στην τουρκική περιοχή (περιλαμβανομένων της Λήμνου, Λέσβου, Χίου, Ικαρίας, Σάμου, Κως, Ρόδου, Καρπάθου και Κάσου). Η γραμμή δυτικά της Κάσου ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, τόνισε ο κ. Αθανασίου, γιατί υπονοούσε την τουρκική άποψη, ότι η Κρήτη δεν έχει υφαλοκρηπίδα.
Παραθέτουμε το χάρτη που συνοδεύει τα σχετικά έγγραφα και που βρίσκονται στο Βρετανικό Εθνικό Αρχείο. Ο χάρτης έχει την εξής χειρόγραφη σημείωση στα ελληνικά «Τουρκική ''γραμμή'' 11 Ιαν. 79» και διευκρινίζει τις γραμμές 1) Μέση Γραμμή μεταξύ ηπειρωτικών ακτών και 2) επιδειχθείσα υπό Τούρκων «γραμμή».
Ιστορικό (Σύμφωνα με τα βρετανικά αρχεία)
Μετά από πολύχρονες προσπάθειες ερευνών στο Αιγαίο τον Ιανουάριο του 1974 η Ελλάδα ανακάλυψε πετρέλαιο κοντά στη νήσο Θάσο. Τον προηγούμενο Νοέμβριο του 1973, η τουρκική κυβέρνηση έδωσε άδειες σε τουρκική κυβερνητική εταιρεία πετρελαίου να προχωρήσει με εξερευνήσεις σε 27 σημεία του βορειοανατολικού βυθού του Αιγαίου, να σημειωθεί πλησίον των ελληνικών νήσων Σαμοθράκης, Μυτιλήνης και Χίου (όμως εκτός των χωρικών τους υδάτων). Σε κατάθεσή της η Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο το 1976, ισχυρίστηκε ότι οι άδειες που έδωσε η Τουρκία παραβίαζαν την υφαλοκρηπίδα ελληνικών νήσων.
Η Τουρκία απάντησε ισχυριζόμενη ότι κατά την ώρα εκείνη η Ελλάδα δεν είχε οριθετημένα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, πέραν των δικών της χωρικών υδάτων.
Αφού ανταλλάχτηκαν σημειώσεις τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1975 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι υπουργοί Εξωτερικών αμφοτέρων των χωρών συναντήθηκαν στη Ρώμη το Μάιο (του 1975), όπου πάρθηκε απόφαση να καταθέσουν το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο. Στις 31 Μαΐου 1975, οι πρωθυπουργοί Ελλάδας και Τουρκίας συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες και εξέδωσαν κοινό ανακοινωθέν, λέγοντας ότι αποφάσισαν τα προβλήματα μεταξύ των χωρών τους «λυθούν ειρηνικά με διαπραγματεύσεις και όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης». Η ελληνική πλευρά ισχυρίστηκε ότι η Τουρκία υπαναχώρησε στην υποχρέωση αυτή. Με σημείωμά της η Τουρκία, ημερ. 18 Νοεμβρίου 1975, διαφώνησε ότι είχαν συμφωνήσει να παραπέμψουν το θέμα της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο. Η τουρκική πλευρά υποστήριζε ότι θα έπρεπε πρώτα να προηγηθούν διμερείς διαπραγματεύσεις και μόνο τα σημεία των διαφωνιών να αφεθούν για το Δικαστήριο.
Τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1976 βγήκε το «Σισμίκ» για έρευνες σε αμφισβητούμενες περιοχές στο Αιγαίο. Η Ελλάδα μονομερώς παρέπεμψε το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο στις 10 Αυγούστου 1976, ζητώντας από το δικαστήριο να αποφανθεί για τα σύνορα της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο.
Μετά από έντονες διαπραγματεύσεις, οι 4 δυτικές χώρες, μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, με το ψήφισμα 395 κάλεσαν αμφότερες τις πλευρές να αποφεύγουν εμπρηστικές ενέργειες και μετά από συναντήσεις στη Νέα Υόρκη μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών, συμφωνήθηκε να επαναρχίσουν διαπραγματεύσεις στις 2 Νοεμβρίου. Στις 11 Σεπτεμβρίου... Το δικαστήριο ανέβαλε την απόφασή του ενόσω συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις. Περαιτέρω συνομιλίες έλαβαν χώρα στο Λονδίνο μεταξύ 31 Ιανουαρίου και 4 Φεβρουαρίου 1977, δίχως αποτέλεσμα, όπως και συνομιλίες στο Παρίσι 1 και 2 Ιουνίου 1977...
ΠΗΓΗ
Ο τουρκικός χάρτης δεν έδιδε υφαλοκρηπίδα στα ελληνικά νησιά και η τουρκική γραμμή οριοθέτησης περιλάμβανε μια μεγάλη περιοχή προς δυτικά. Προς νότια η τουρκική γραμμή δεν προνοούσε υφαλοκρηπίδα ούτε για την Κρήτη.Στις 24 Ιανουαρίου 1979, η βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα ενημερώνει
τον κ. T.L.A. Daunt του Νοτίου Τμήματος Ευρώπης στο Φόρεϊν Όφις, για τις πληροφορίες που πήρε από τον τότε Γενικό Διευθυντή του ελληνικού ΥΠΕΞ κ. Ιωάννη Τζούνη, σχετικά με τις διαπραγματεύσεις που είχε η ελληνική κυβέρνηση με την Τουρκία, για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Εκ μέρους της Τουρκίας διαπραγματευτής ήταν ο κ. Μπιλτζί.
Δύο χάρτες
Η συνάντηση έγινε στις 23 Ιανουαρίου και είχε ήδη προηγηθεί συνάντηση Ελλήνων και Τούρκων στο Παρίσι τον προηγούμενο Δεκέμβριο, την οποία ο κ. Τζούνης χαρακτήρισε ως σημαντικό βήμα, όταν αμφότερες οι πλευρές συμφώνησαν στο Παρίσι να συζητήσουν την πρακτική οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, καθώς και η συνάντηση της Βιένης μεταξύ 9 και 12 Ιανουαρίου 1979.
Στη συνάντηση του Παρισιού είχε, επίσης, συμφωνηθεί όπως αμφότερες οι πλευρές παρουσιάσουν χάρτες, με τις απόψεις τους ως προς τη γραμμή των ορίων αυτών. Τελικά στη Βιένη, σύμφωνα με τον κ. Τζούνη, οι Τούρκοι άρχισαν τη συζήτηση που διήρκεσε δύο μέρες, κατά πόσο έπρεπε να δώσουν χάρτη. Τελικά δέχθηκαν να δώσουν χάρτη σε κλειστή συνεδρία. Ένα χάρτη που άφησε έκπληκτους τους Έλληνες για την έκταση των τουρκικών απαιτήσεων. Ο τουρκικός χάρτης δεν έδιδε υφαλοκρηπίδα στα ελληνικά νησιά, δεν λάμβανε υπόψη τις προηγηθείσες ελληνικές θέσεις, η τουρκική γραμμή οριοθέτησης περιλάμβανε μια μεγάλη περιοχή προς δυτικά. Προς νότια και πάλιν η τουρκική γραμμή δεν προνοούσε υφαλοκρηπίδα ούτε για την Κρήτη, πράγμα που οι Έλληνες βρήκαν απαράδεκτο, εγκλώβιζε μεγάλο αριθμό ελληνικών νησιών.
Η πρόταση της ελληνικής πλευράς βασιζόταν στην γραμμή ορίων που περνούσε μεταξύ των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των τουρκικών ακτών, και πρότεινε «τρία δάκτυλα» μεταξύ Λήμνου και Λέσβου, Λέσβου και Χίου, και Χίου και Ικαρίας. Η περιοχή νότια της Ικαρίας, τα σύνορα μεταξύ της Δωδεκανήσου και των τουρκικών ακτών είχαν διευθετηθεί με διεθνή συμφωνία του 1932. Οι Τούρκοι δικαιολόγησαν τη γραμμή που πρότειναν, λέγοντας ότι η υφαλοκρηπίδα τους πρέπει να επεκτείνεται, δίχως εμπόδια, στο Αιγαίο πέραν των ελληνικών νήσων, για να μπορούν τα τουρκικά πλοία να έχουν προσπέλαση παραμένοντας στη δική τους υφαλοκρηπίδα. Η ελληνική πλευρά, από την άλλη, επέμενε ότι κανένα ελληνικό νησί δεν έπρεπε να μένει εγκλωβισμένο. Ο Τζούνης δεν μπορούσε να κατανοήσει τη λογική των Τούρκων.
Καθησυχαστικές προτάσεις
Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσουν τους Τούρκους, οι Έλληνες προσέφεραν κάποιες δεσμεύσεις, περιλαμβανομένων εγγυήσεων για ελεύθερη διακίνηση για τα τουρκικά πλοία σε περιοχές ελληνικής υφαλοκρηπίδας, ότι καμία πλευρά δεν θα προβεί σε ανακήρυξη αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) στο Αιγαίο, και πως καμία πλευρά δεν θα μεταφέρει επιθετικά όπλα στο θαλάσσιο βυθό στη δική της υφαλοκρηπίδα. Οι Τούρκοι ούτε καν ενδιαφέρθηκαν γι' αυτές τις ιδέες.
Ο κ. Τζούνης, εν πάση περιπτώσει, επέμενε ότι η ελληνική θέση στο θέμα του μη εγκλωβισμού νησιών δεν ήταν διαπραγματεύσιμη. Ο ελληνικός λαός πίστευε ότι οι Τούρκοι θα εκμεταλλεύονταν την κατάσταση, για να διεκδικήσουν κυριαρχία πάνω στα νησιά. Η ελληνική πλευρά δεν ήταν αισιόδοξη για συμφωνία για το θέμα αυτό με τους Τούρκους.
Τουρκικά τα ελληνικά νησιά
Εν τω μεταξύ, είχε προηγηθεί και η αναφορά του κ. Αθανασίου της Ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, και πάλιν προς τον κ. T.L.A. Daunt του Νοτίου Τμήματος Ευρώπης στο Φόρεϊν Όφις, ημερ. 17 Ιανουαρίου 1979, όταν ο κ. Αθανασίου τόνισε και εκείνος ότι «κανένα ελληνικό νησί δεν έπρεπε να εγκλωβιστεί, όμως η Ελλάδα είχε δεχθεί την ιδέα η Τουρκία να εξασφαλίσει υφαλοκρηπίδα μεταξύ των προεξοχών των «δακτύλων» μεταξύ των ελληνικών νησιών». Μετά από αυτή την εισήγηση, προφανώς ο Τούρκος διαπραγματευτής κ. Μπιλτζί διαμόρφωσε το τουρκικό αίτημα: Μια γραμμή που περνά διαμέσου του Αιγαίου δυτικά της διαχωριστικής γραμμής. Έθετε αριθμό μεγάλων ελληνικών νησιών σίγουρα μέσα στην τουρκική περιοχή (περιλαμβανομένων της Λήμνου, Λέσβου, Χίου, Ικαρίας, Σάμου, Κως, Ρόδου, Καρπάθου και Κάσου). Η γραμμή δυτικά της Κάσου ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, τόνισε ο κ. Αθανασίου, γιατί υπονοούσε την τουρκική άποψη, ότι η Κρήτη δεν έχει υφαλοκρηπίδα.
Παραθέτουμε το χάρτη που συνοδεύει τα σχετικά έγγραφα και που βρίσκονται στο Βρετανικό Εθνικό Αρχείο. Ο χάρτης έχει την εξής χειρόγραφη σημείωση στα ελληνικά «Τουρκική ''γραμμή'' 11 Ιαν. 79» και διευκρινίζει τις γραμμές 1) Μέση Γραμμή μεταξύ ηπειρωτικών ακτών και 2) επιδειχθείσα υπό Τούρκων «γραμμή».
Ιστορικό (Σύμφωνα με τα βρετανικά αρχεία)
Μετά από πολύχρονες προσπάθειες ερευνών στο Αιγαίο τον Ιανουάριο του 1974 η Ελλάδα ανακάλυψε πετρέλαιο κοντά στη νήσο Θάσο. Τον προηγούμενο Νοέμβριο του 1973, η τουρκική κυβέρνηση έδωσε άδειες σε τουρκική κυβερνητική εταιρεία πετρελαίου να προχωρήσει με εξερευνήσεις σε 27 σημεία του βορειοανατολικού βυθού του Αιγαίου, να σημειωθεί πλησίον των ελληνικών νήσων Σαμοθράκης, Μυτιλήνης και Χίου (όμως εκτός των χωρικών τους υδάτων). Σε κατάθεσή της η Ελλάδα στο Διεθνές Δικαστήριο το 1976, ισχυρίστηκε ότι οι άδειες που έδωσε η Τουρκία παραβίαζαν την υφαλοκρηπίδα ελληνικών νήσων.
Η Τουρκία απάντησε ισχυριζόμενη ότι κατά την ώρα εκείνη η Ελλάδα δεν είχε οριθετημένα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, πέραν των δικών της χωρικών υδάτων.
Αφού ανταλλάχτηκαν σημειώσεις τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1975 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι υπουργοί Εξωτερικών αμφοτέρων των χωρών συναντήθηκαν στη Ρώμη το Μάιο (του 1975), όπου πάρθηκε απόφαση να καταθέσουν το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο. Στις 31 Μαΐου 1975, οι πρωθυπουργοί Ελλάδας και Τουρκίας συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες και εξέδωσαν κοινό ανακοινωθέν, λέγοντας ότι αποφάσισαν τα προβλήματα μεταξύ των χωρών τους «λυθούν ειρηνικά με διαπραγματεύσεις και όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης». Η ελληνική πλευρά ισχυρίστηκε ότι η Τουρκία υπαναχώρησε στην υποχρέωση αυτή. Με σημείωμά της η Τουρκία, ημερ. 18 Νοεμβρίου 1975, διαφώνησε ότι είχαν συμφωνήσει να παραπέμψουν το θέμα της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο. Η τουρκική πλευρά υποστήριζε ότι θα έπρεπε πρώτα να προηγηθούν διμερείς διαπραγματεύσεις και μόνο τα σημεία των διαφωνιών να αφεθούν για το Δικαστήριο.
Τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1976 βγήκε το «Σισμίκ» για έρευνες σε αμφισβητούμενες περιοχές στο Αιγαίο. Η Ελλάδα μονομερώς παρέπεμψε το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο στις 10 Αυγούστου 1976, ζητώντας από το δικαστήριο να αποφανθεί για τα σύνορα της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο Αιγαίο.
Μετά από έντονες διαπραγματεύσεις, οι 4 δυτικές χώρες, μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, με το ψήφισμα 395 κάλεσαν αμφότερες τις πλευρές να αποφεύγουν εμπρηστικές ενέργειες και μετά από συναντήσεις στη Νέα Υόρκη μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών, συμφωνήθηκε να επαναρχίσουν διαπραγματεύσεις στις 2 Νοεμβρίου. Στις 11 Σεπτεμβρίου... Το δικαστήριο ανέβαλε την απόφασή του ενόσω συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις. Περαιτέρω συνομιλίες έλαβαν χώρα στο Λονδίνο μεταξύ 31 Ιανουαρίου και 4 Φεβρουαρίου 1977, δίχως αποτέλεσμα, όπως και συνομιλίες στο Παρίσι 1 και 2 Ιουνίου 1977...
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου