Λυγερός Σταύρος
Η προσδοκία Αμερικανών και Ευρωπαίων ότι θα μπορούσαν να απαλλαγούν από το “πρόβλημα Ερντογάν” μέσω της κάλπης, διαψεύσθηκε. Το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αφήνει κανένα περιθώριο. Ο νεοσουλτάνος θα παραμείνει στην εξουσία για άλλα πέντε χρόνια, σπάζοντας ρεκόρ, αλλά και έχοντας πλέον τα χρονικά περιθώρια να ολοκληρώσει τη μεταλλαγή της κεμαλικής Τουρκίας σε νεοοθωμανική, παρά το μεγάλο εμπόδιο της οξύτατης οικονομικής κρίσης.
Το μπαλάκι είναι στην πλευρά της Δύσης, η οποία πιέζεται πλέον να αποφασίσει πως θα αντιμετωπίσει εφεξής τον –κατά πάσα πιθανότητα– αναβαπτισμένο Τούρκο πρόεδρο. Στην Ουάσινγκτον τον αντιμετώπιζαν μέχρι τώρα με κριτήριο τον διακαή πόθο τους να επαναφέρουν την Τουρκία στο δυτικό “μαντρί”. Το προσπαθούσαν με ένα συνδυασμό από πλαγιοκοπήσεις και “χάδια”. Ο Ερντογάν μπορεί να έκανε ευρασιανική στροφή, αλλά παίζει μ’ αυτή τη δυτική προσδοκία. Οι Αμερικανοί ακόμα δεν μπορούν να ξεχάσουν την τραυματική απώλεια του Ιράν το 1979 και προσπαθούν να μην συμβεί το ίδιο με την Τουρκία.
Είναι κατανοητό γιατί οι ΗΠΑ δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία. Η γεωπολιτική της αξία είναι πολύ μεγάλη. Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, είναι εάν με την πολιτική που ακολουθούν μπορούν να την κρατήσουν. Μέχρι τώρα, τα γεγονότα απαντούσαν αρνητικά, αλλά –όπως είναι γνωστό– η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Το εκλογικό αποτέλεσμα, όμως, δεν αφήνει πλέον περιθώρια για αυταπάτες.
Στην Ουάσινγκτον το κλίμα για τον Ερντογάν είναι εχθρικό. Το άλλοτε “αγαπημένο παιδί” της Δύσης μετατράπηκε σταδιακά σε “ύποπτο”, όταν άρχισε να ξεδιπλώνει τη δική του ανεξάρτητη ατζέντα για τον διεθνή ρόλο της Τουρκίας το 2012, μετά την οριστική νίκη του στον δεκαετή άτυπο πόλεμο με το μετακεμαλικό “βαθύ κράτος”. Όταν οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν την τάση γεωστρατηγικής αυτονόμησής του, τού έστειλαν το απειλητικό μήνυμα με την έρευνα για διαφθορά που διεξήγαγε το ελεγχόμενο από τους ίδιους δίκτυο Γκιουλέν στους μηχανισμούς του τουρκικού κράτους.
Αντί, όμως, ο Ερντογάν να υποκύψει και να προσαρμοσθεί, άρχισε να ξηλώνει το δίκτυο Γκιουλέν και μαζί με αυτό και τα κάθε είδους δυτικά ερείσματα στην Τουρκία. Έτσι φθάσαμε στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016, το οποίο έδωσε τη νομιμοποιητική βάση για μαζικές εκκαθαρίσεις στο κράτος και ευρύτερα. Σήμερα, η Δύση δεν διαθέτει εσωτερικά ερείσματα στο ευρύτερο τουρκικό σύστημα εξουσίας.
Η δεύτερη μεταπολίτευση
Για να ξηλώσει τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής, ο Ερντογάν έπαιξε δυνατά όχι μόνο το χαρτί της “συνωμοσίας” Γκιουλέν, αλλά και το χαρτί της απειλής ακρωτηριασμού της Τουρκίας. Καλλιέργησε αυτό το αφήγημα, επικαλούμενος την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας σαν απόδειξη ότι δρομολογείται η δημιουργία κουρδικού κράτους. Κορυφαίοι Τούρκοι αξιωματούχοι κατηγορούσαν ευθέως τις ΗΠΑ ότι στηρίζουν την τρομοκρατία!
Το πραξικόπημα του 2016 έπεισε τον Ερντογάν ότι οι Αμερικανοί τον θεωρούν εμπόδιο και επιδιώκουν την ανατροπή του. Η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης προς την Ουάσιγκτον, η πεποίθηση πως οι Αμερικανοί τον έχουν προγράψει, κατέστησε μονόδρομο για τον Τούρκο πρόεδρο τον εναγκαλισμό με τον Πούτιν, προκειμένου να εξισορροπήσει τις δυτικές πιέσεις. Το ίδιο εν μέρει έκανε, αναπτύσσοντας σχέση με τη Γερμανία της Μέρκελ και σ’ ένα βαθμό με τη Βρετανία.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα ήταν καταλύτης για να ολοκληρωθεί η δεύτερη μεταπολίτευση που συνετελέσθη στην Τουρκία. Η πρώτη ήταν η δεκαετής μετάβαση από το μετακεμαλικό καθεστώς στο νεοοθωμανικό. Η δεύτερη ήταν η μετάλλαξη του νεοοθωμανικού καθεστώτος σε ένα καθεστώς, όπου δεσπόζει ο Ερντογάν και γύρω του έχουν συσπειρωθεί οι εθνικιστικές-αντιδυτικές δυνάμεις της Τουρκίας.
Στο μετακεμαλικό καθεστώς κυριαρχούσε συλλογικά μία ελίτ. Στο νεοθωμανικό ρεύμα ο Ερντογάν ήταν ο ηγέτης μίας ηγετικής ομάδας και ατύπως συγκυβερνούσε με το δίκτυο Γκιουλέν. Σήμερα το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι ήταν τη δεκαετία 2000. Ηγετικά πρόσωπα, όπως π.χ. οι Γκιούλ, Αρίντς και Νταβούτογλου έχουν περιθωριοποιηθεί και κάποια από αυτά έχουν ενεργοποιηθεί πολιτικά εναντίον του νεοσουλτάνου.
Δεν τους εμπιστεύεται
Ο Ερντογάν, λοιπόν, από ηγέτης ενός ρεύματος μετατράπηκε σε άτυπο μονάρχη. Κατά κανόνα περιβάλλεται όχι από την παλιά φρουρά των κομματικών στελεχών, αλλά από συγγενείς και υποτακτικούς, καθώς και από στελέχη του παραδοσιακού “βαθέος κράτους”, τα οποία είναι φορείς αντιδυτικής εθνικιστικής ιδεολογίας. Αυτό σημαίνει ότι τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα δεν ορίζονται συλλογικά από μία άρχουσα ελίτ, αλλά από το νεοσουλτάνο και την αυλή του. Με άλλα λόγια, το προσωπικό συμφέρον του Ερντογάν αναγορεύεται εμμέσως σε εθνικό συμφέρον της Τουρκίας. Το είδαμε και στον τρόπο που διαχειρίσθηκε την κρίση της τουρκικής λίρας.
Όντας πεπεισμένος πως οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν, δεν τους εμπιστεύεται. Γι’ αυτό δεν πρόκειται να επιστρέψει στο δυτικό “μαντρί” ό,τι κι αν του προσφέρουν. Έχει συνείδηση πως εάν επιστρέψει θα είναι όμηρος, τα αμερικανικά δίκτυα επιρροής θα ανασυσταθούν και πιθανότατα θα χρησιμοποιηθούν για να μεθοδευθεί ο εξοβελισμός του. Προφανώς, δεν θέλει να τα σπάσει με τη Δύση, ούτε να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ. Θέλει, όμως, να ανεξαρτητοποιηθεί από την δυτική κηδεμονία και το έχει επιτύχει. Στόχος του είναι να παίζει με όλους ανάλογα με τις περιστάσεις και τα τουρκικά συμφέροντα, όπως τα αντιλαμβάνεται.
Στο πλαίσιο αυτό, αγόρασε τους ρωσικούς S-400 και συνεργάζεται με τον Πούτιν. Ταυτοχρόνως, όμως, συνεργάζεται στενά με την Ουκρανία, υποστηρίζει τους Τατάρους της Κριμαίας και είχε απλώσει δίχτυα στην Κεντρική Ασία, στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας. Με την ίδια λογική κάνει το δικό του παιχνίδι σε Συρία και Λιβύη, διαπραγματευόμενος με τον Πούτιν συμβιβασμούς για να μην οδηγηθούν σε ρήξη, λόγω των αντιτιθέμενων συμφερόντων.
Έκοψε τους κάβους
Ο Ερντογάν, λοιπόν, δεν έφυγε από το δυτικό “μαντρί” για να πέσει στην αγκαλιά της Μόσχας. Δεν θέλει να αλλάξει κηδεμόνα. Επιδιώκει να μετατρέψει την Τουρκία σε ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου και διεθνή παίκτη ικανό να διαπραγματεύεται με τις μεγάλες δυνάμεις, συμπλέοντας κατά περίπτωση σε τακτικό επίπεδο με τη μία ή την άλλη. Επειδή, μάλιστα, εδραιώνει την πολιτική χειραφέτηση από τη Δύση, καλλιεργεί συστηματικά τον αντιαμερικανισμό στην τουρκική κοινωνία. Τον διευκολύνουν σ’ αυτό τα ισλαμικά στερεότυπα, τα οποία χρησιμοποιεί για να παροξύνει αντιδυτικά αισθήματα.
Με τον τρόπο αυτό έχει προσδώσει ιδεολογικοπολιτικές διαστάσεις στο τωρινό ρήγμα. Η αντίθεση δεν είναι πλέον μεταξύ Ουάσιγκτον και Ερντογάν. Είναι μεταξύ Δύσης και “βαθιάς Τουρκίας”, την οποία από το 2002 άρχισε να βγάζει πολιτικά-οικονομικά στην επιφάνεια, θρυμματίζοντας την δυτικότροπη κεμαλική “κρούστα” που είχε επιβληθεί επί δεκαετίες επί της οθωμανίζουσας Τουρκίας.
Αυτό σημαίνει ότι είναι αβάσιμη η δημοφιλής στις δυτικές πρωτεύουσες θεωρία ότι εάν ο Ερντογάν έχανε τις εκλογές η “παρένθεση” θα έκλεινε και η Τουρκία θα επέστρεφε στο δυτικό “μαντρί”. Η Τουρκία, όμως, δεν θα ξαναγινότυαν αυτό που ήταν για τη Δύση. ακόμα κι αν κέρδιζε ο Κιλιντντάρογλου. Η επανασύνδεσή της με την ιστορία της, την σπρώχνει προς Ανατολάς. Στην Ουάσινγκτον και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες δεν κατανοούν ότι την τελευταία 20ετία έχει συντελεστεί μία τεκτονική κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική αλλαγή. Ο Ερντογάν λειτούργησε σαν καταλύτης, είναι αυτός που “έκοψε τους κάβους”, που κρατούσαν την Τουρκία αγκιστρωμένη στη Δύση.
Η γεωπολιτική διολίσθησή της προς Ανατολάς, όμως, δεν οφείλεται αποκλειστικά στον βολονταρισμό του νεοσουλτάνου. Αντιθέτως, ο βολονταρισμός του εξέφρασε την υποφώσκουσα ιστορική τάση. Η ανάδυση της “βαθιάς Τουρκίας” διευρύνει το πολιτισμικό χάσμα με τη Δύση και το καθιστά αγεφύρωτο. Και ακριβώς επειδή πρόκειται για πολιτισμικό κι όχι για πολιτικό χάσμα, δεν πρόκειται να κλείσει με αλλαγή κυβέρνησης. Η Τουρκία ουσιαστικά δεν θα ξαναγίνει ποτέ αυτό που ήταν για τη Δύση, εκτός κι αν πάψει να έχει τη σημερινή μορφή της.
Κορυφή του παγόβουνου
Το ζήτημα των S-400 έφερε τον κόμπο στο χτένι. Ήταν η κορυφή του παγόβουνου, όχι το παγόβουνο. Ακόμα κι αν η Τουρκία κάποτε αποκτήσει δυτικόφιλη κυβέρνηση και επαναπροσεγγίσει τη Δύση, η πολιτική-κοινωνική οντότητα “βαθιά Τουρκία”, που πλέον εδράζεται και στους κρατικούς μηχανισμούς, θα υποχρεώσει μία τέτοια κυβέρνηση να προσαρμοσθεί. Με άλλα λόγια, όσο κι αν οι Δυτικοί αρνούνται να το συνειδητοποιήσουν, η Τουρκία έχει ήδη “αποπλεύσει”.
Η εποχή μας, άλλωστε, διευκολύνει αυτή την γεωπολιτική μετατόπιση. Το διεθνές σύστημα έχει ήδη μετατραπεί σε πολυπολικό. Η ανάδυση της Κίνας και η γεωπολιτική της διείσδυση στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με τα ενισχυμένα ερείσματα της Ρωσίας στην περιοχή και την παρουσία του Ιράν, λειτουργούν σαν αντίβαρα στη Δύση, αλλά και σαν πόλος έλξης για τη νεοοθωμανική Τουρκία. Ο δε πόλεμος στην Ουκρανία πόλωσε τα πράγματα και βάθυνε το χάσμα. Ο ευρασιανισμός είναι εδραιωμένο πλέον ρεύμα στην Τουρκία και την ωθεί προς Ανατολάς.
Αυτές είναι οι νέες γεωπολιτικές ορίζουσες, αλλά η Δύση προτιμά να παραμένει βυθισμένη στις αυταπάτες της. Εξου κι από τη μια πλαγιοκοπεί τον Ερντογάν κι από την άλλη “χαϊδεύει” την Τουρκία. Στις ΗΠΑ ήλπιζαν ότι λόγω και της οικονομικής κρίσης ο Ερντογάν θα είχε φθαρεί τόσο πολύ που θα έχανε τις εκλογές και έτσι η Τουρκία θα επανερχόταν στο δυτικό “μαντρί”. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Αμερικανοί εκλαμβάνουν τους πόθους τους για πραγματικότητα.
Τώρα πλέον, το δίλημμα της Ουάσινγκτον είναι εάν θα επιχειρήσει να έλθει σε έναν κάποιο συμβιβασμό με τον Ερντογάν, ικανοποιώντας του κάποια αιτήματα ή θα τραβήξει το σκοινί , διακινδυνεύοντας μία ρήξη. Οι μέχρι τώρα ενδείξεις συνηγορούν για το πρώτο, εξου και η είδηση ότι οι ΗΠΑ θα ικανοποιήσουν το τουρκικό αίτημα για τα F-16. Και βεβαίως, θα προωθήσουν στο παρασκήνιο μία γεωπολιτική διευθέτηση στα ελληνοτουρκικά. Οι Αμερικανοί ρέπουν στο να αναγνωρίσουν κάποιες από τις επεκτατικές αξιώσεις της Τουρκίας, που σημαίνει ότι θα στείλουν τον λογαριασμό στον Ελληνισμό! Στις αθηναϊκές ελίτ, άλλωστε, υπάρχουν πρόθυμοι…
Δημοσίευση σχολίου