ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής το αποτέλεσμα των εκλογών δίνει στον Μπ. Νετανιάχου τη δυνατότητα δυναμικής επιβεβαίωσης του γεωπολιτικού αποτυπώματος του Ισραήλ στις περιφερειακές εξελίξεις, κατά τρόπο που δεν συνάδει υποχρεωτικά με την εξωτερική πολιτική των Δημοκρατικών και του προέδρου Μπάιντεν και με τις προσπάθειες επαναπροσέγγισης Ισραήλ - Τουρκίας, που γίνεται υπό την πίεση των Αμερικανών.
Η θριαμβευτική επιστροφή του Μπέντζαμιν Νετανιάχου στην ισραηλινή πρωθυπουργία αναδιατάσσει εκ νέου την περιφερειακή γεωπολιτική ισορροπία δυνάμεων κατά τρόπο που θα επηρεάσει άμεσα και την ενεργειακή τους διάσταση. Η νίκη του δεξιού και ακροδεξιού συνασπισμού στο Ισραήλ εμφανίζεται να είναι σαρωτική και δίνει στον Ισραηλινό πρωθυπουργό μια άνετη πλειοψηφία. Είναι αξιοσημείωτο ότι η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία εμφανίζεται ως συμπαγέστερη συγκριτικά με τους προηγούμενους συνασπισμούς υπό το Likud, λόγω της αυξανόμενης ιδεολογικής και πολιτικής συμπόρευσης της ισραηλινής Δεξιάς με τα ακροδεξιά θρησκευτικά και εθνικιστικά κόμματα τα οποία συγκυβέρνησαν με τον Νετανιάχου για πάνω από μια δεκαετία. Η μόνη προφανής εξαίρεση είναι το υπερεθνικιστικό κόμμα των Μπαζαλέλ Γιόελ Σμότριχ και Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ.
Είναι άλλωστε ενδεικτικό των τάσεων που επικρατούν στο ισραηλινό πολιτικό σκηνικό, ότι πλέον η πλειοψηφία του τετραμερούς συνασπισμού που θα στηρίξει την έκτη πρωθυπουργική θητεία του Νετανιάχου θα προέρχεται από κόμματα (Religious Zionist, Shas, United Torah Judaism) που βρίσκονται στα δεξιά (έως στα πολύ δεξιά) του Likud. Η σχετική ιδεολογική συνεκτικότητα του τετραμερούς συνασπισμού συνηγορεί υπέρ της εκτίμησης ότι η πολιτική περιδίνηση που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2019 στο Ισραήλ φαίνεται να κλείνει ύστερα από πέντε εκλογικές αναμετρήσεις (Απρίλιος 2019, Σεπτέμβριος 2019, Μάρτιος 2020, Μάρτιος 2021, Οκτώβριος 2022).
Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής το αποτέλεσμα δίνει στον Νετανιάχου τη δυνατότητα δυναμικής επιβεβαίωσης του γεωπολιτικού αποτυπώματος του Ισραήλ στις περιφερειακές εξελίξεις κατά τρόπο που δεν συνάδει υποχρεωτικά ούτε με την εξωτερική πολιτική των Δημοκρατικών και του προέδρου Μπάιντεν ούτε –πολύ περισσότερο– με τις προσπάθειες ουσιαστικής επαναπροσέγγισης Ισραήλ – Τουρκίας, που γίνεται υπό την πίεση των Αμερικανών. Ο Νετανιάχου ουδέποτε έκρυψε την προτίμησή του για τον πρόεδρο Τραμπ με τον οποίο ενορχήστρωσε τη μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία του Ισραήλ τα τελευταία είκοσι χρόνια, δηλαδή τις συμφωνίες του Αβραάμ. Αντιστοίχως, ουδέποτε έκρυψε την οργή του για το επιτελείο του προέδρου Ομπάμα, που στελεχώνει τώρα και την προεδρία Μπάιντεν και το οποίο ο Νετανιάχου θεωρεί υπεύθυνο για τη συμφωνία JCPOA με το Ιράν το 2015.
Εάν το πολιτικό βαρόμετρο στις ΗΠΑ μετατοπιστεί υπέρ των Ρεπουμπλικανών και προσωπικά του Τραμπ, στη μακρά προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές του 2024, η δυσανεξία του Νετανιάχου έναντι των διπλωματικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης Μπάιντεν αναμένεται να παγιωθεί, αν και η έμμεση εμπλοκή του Ιράν στον ρωσοουκρανικό πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας έχει απονευρώσει τη δυναμική και στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε. για μια επιστροφή της συμφωνίας Ομπάμα για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα.
Από την παρούσα οπτική γωνία μια ιρανοαμερικανική détente μοιάζει μάλλον απίθανη έως το τέλος της παρούσας θητείας Μπάιντεν, με αποτέλεσμα να μειώνεται το ενδεχόμενο ρήξης στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Τελ Αβίβ ανάλογης με αυτήν της περιόδου 2015-2016. Αυτό απελευθερώνει τον Νετανιάχου από την ανάγκη σύμπλευσης με τις επιλογές των ΗΠΑ σε άλλα δευτερεύουσας σημασίας για το Ισραήλ περιφερειακά θέματα.
Είναι ασαφές το κατά πόσο θα πέσει θύμα αυτής της σχετικής ισραηλινής αυτονόμησης η πρόσφατη συμφωνία Ισραήλ – Λιβάνου. Η αντίθεση του Νετανιάχου στη συμφωνία ως υπερβολικά ετεροβαρής έναντι της Χεζμπολάχ δεν προέκυψε κατά την τελική στροφή της προεκλογικής περιόδου, αλλά σηματοδοτήθηκε ήδη από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέσα από την παραίτηση του επικεφαλής διαπραγματευτή της ισραηλινής κυβέρνησης και γενικού διευθυντή –επί Νετανιάχου– του ισραηλινού υπουργείου Ενέργειας, Εχούντ Αντίρι.
Ο Νετανιάχου έχει καταγγείλει τη συμφωνία και επί της ουσίας αλλά και επί της αρχής, καθώς δεν εγκρίθηκε από την ισραηλινή Βουλή, ενώ ο ηγέτης του Likud έκρινε ότι το θέμα θα έπρεπε να τεθεί και σε δημοψήφισμα, λέγοντας ότι δεν τη θεωρεί ως νομικά δεσμευτική για την κυβέρνησή του.
Η επάνοδός του στην πρωθυπουργία μπορεί να ξαναδώσει πνοή στον αγωγό EastMed, εάν εξορθολογιστεί φυσικά η όδευσή του.
Ουσιαστικά ο Νετανιάχου προανήγγειλε την καταγγελία της συμφωνίας, κάτι που εάν τελικά συμβεί ίσως να καταστήσει την ισραηλινή θέση πολύ πιο δύσκαμπτη στο θέμα καταμερισμού των ποσοτήτων φυσικού αερίου στο πεδίο Αφροδίτη/Ishai, παρατείνοντας μια εκκρεμότητα που συντηρείται εδώ και πάνω από μια δεκαετία.
Η επίλυση αυτής της διαφοράς αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη του πεδίου Αφροδίτη, καθώς μέρος των εσόδων από την ανάπτυξη του κοιτάσματος θα πρέπει, κατά την άποψη του Τελ Αβίβ (αλλά και της Λευκωσίας), να αποδοθεί στην ισραηλινή πλευρά. Το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει ακόμη συμφωνία για το ποσοστό κατανομής αυτών των θεωρητικών κερδών.
Η επιστροφή του Νετανιάχου μπορεί να ξαναδώσει πνοή στον αγωγό EastMed –εάν εξορθολογιστεί φυσικά η όδευσή του– εξετάζοντας τις εναλλακτικές προτάσεις για την υλοποίησή του, ενώ είναι πολύ πιο πιθανή η στήριξη της ισραηλινής κυβέρνησης στην πρόταση της Energean για την εξαγωγή από το Karish North έως 4 ΔΚΜ/Ε στην Κύπρο μέσω αγωγού.
Ο αγωγός αυτός, που περνάει μέσα από θαλασσοτεμάχια που κατά την άποψη της Τουρκίας «ανήκουν» στο ψευδοκράτος, θα μεταφέρει αέριο προς υγροποίηση και εξαγωγή μέσα από ένα πλωτό τερματικό το οποίο θα τοποθετηθεί μόνιμα έξω από το λιμάνι του Βασιλικού. Αν και οικονομικά βιώσιμο το έργο, χωρίς την προστασία του Ισραήλ θα παραπεμφθεί οριστικά στις καλένδες, διευρύνοντας το απόλυτο μονοπώλιο της Αιγύπτου επί του συνόλου σχεδόν των εξαγωγικών ροών φυσικού αερίου της περιοχής. Ακόμη πιο σημαντική θα μπορούσε να είναι η ώθηση που η επιστροφή Νετανιάχου μπορεί να δώσει στο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης EuroAsia, το ισραηλινό τμήμα της οποίας παραμένει σε εξαιρετικά πρώιμο στάδιο.
Το σημαντικότερο απ’ όλα, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι ο νέος Ισραηλινός πρωθυπουργός δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή να έχει καμία ιδιαίτερη διάθεση να επιδιώξει μια επαναπροσέγγιση με την Αγκυρα κατά τον επιτακτικό και σχετικά άτσαλο τρόπο με τον οποίο κινείτο η κυβέρνηση Λαπίντ τους τελευταίους μήνες της θητείας της.
Δημοσίευση σχολίου