Η πολεμική ενέργεια του Ιράν να καταλάβει δύο ελληνόκτητα δεξαμενόπλοια, με ειδική επιχείρηση των “Φρουρών της Επανάστασης”, σε διεθνή ύδατα, συνιστά βαριά πρόκληση. Το ισλαμικό καθεστώς επιβεβαίωσε ουσιαστικά την διεθνή καχυποψία ότι αποτελεί απειλή για την διεθνή ναυσιπλοΐα στα Στενά του Ορμούζ σε μία περίοδο που η περιοχή χαρακτηρίζεται από γεωπολιτική διέγερση. Ταυτόχρονα, η Τεχεράνη έδειξε ότι αποτελεί αναξιόπιστο συνομιλητή, ακόμα και σε σχέση με το πυρηνικό του πρόγραμμα και τις σχετικές διαβουλεύσεις με τους Αμερικανούς που εξελίσσονται στη Βιέννη.
Το γεγονός ότι η Τεχεράνη έπληξε μια χώρα της Δύσης, με μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές αρμάδες στον κόσμο, που έχει στενές σχέσεις με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Εμιράτα και την Σαουδική Αραβία, συνιστά σίγουρα πρόκληση. Το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι παλαιό και από τα πλέον εξοπλισμένα μέλη του ΝΑΤΟ, είναι μέλος της ΕΕ, ότι έχει με διμερείς συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ και την Γαλλία, μετατρέπει την εν λόγω κρατική «πειρατεία» σε πρόκληση προς όλη την Δύση.
Γι’ αυτό και η δυτική αντίδραση υπήρξε άμεση και σαφής. Δεν πρέπει να αγνοείται ότι η Ελλάδα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ μπορεί να ζητήσει συνδρομή στη βάση του άρθρου 5 του Καταστατικού της Συμμαχίας, γιατί υπέστη πολεμική ενέργεια από τρίτη χώρα. Το Ιράν προχώρησε σ’ αυτή την πρωτόγνωρη ενέργεια σε μία ειδική συγκυρία. Πρώτον, βρίσκεται σε εξέλιξη ο πόλεμος στην Ουκρανία. Δεύτερον, η Τουρκία δηλώνει έτοιμη να εισβάλει στη Συρία με στόχο τους Κούρδους, που πολέμησαν τον ISIS στο πλευρό των ΗΠΑ. Τρίτον, η Τουρκία κλιμακώνει τις προκλήσεις της σε βάρος της κυριαρχίας Ελλάδας και της Κύπρου. Όλα αυτά περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
Είναι δεδομένο ότι στην παρούσα συγκυρία το Ιράν στον ενεργειακό, οικονομικό και γεωστρατηγικό επίπεδο ελέγχεται από την Κίνα, ενώ βρίσκεται υπό καθεστώς αμερικανικών κυρώσεων. Η Τεχεράνη, όμως, έχει “ειδική σχέση” με την οικογένεια Ερντογάν, όπως διεφάνη και από τις οικονομικές συναλλαγές μέσω της τράπεζας Halkbank, που παραβίαζαν τις αμερικανικές κυρώσεις. Εκτός αυτών, έχει στρατιωτική παρουσία σε Ιράκ και Συρία, ενώ ασκεί επιρροή μέσω της Χεζμπολάχ και στον Λίβανο. Απειλεί δε το Ισραήλ με το πυραυλικό της οπλοστάσιο.
Το Ιράν ζητά από την ελληνική κυβέρνηση συνομιλίες –χωρίς συμμετοχή των ΗΠΑ– για την απελευθέρωση των πλοίων, ενώ ο Ερντογάν έχει αυξήσει θεαματικά την επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας μετά την πολύ επιτυχημένη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στις ΗΠΑ, ειδικά της υποδοχής που του επεφύλαξε το Κογκρέσο.
Γεωπολιτική διέγερση
Τουρκία και Ιράν επιβεβαιώνουν ότι αποτελούν την “δίδυμη απειλή” για την σταθερότητα της περιοχής, και για τα δυτικά συμφέροντα. Κοινός παρονομαστής των δύο καθεστώτων είναι αφενός ο αυταρχισμός, αφετέρου ο μη σεβασμός του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έχουν, μάλιστα, τη φιλοδοξία να μετεξελιχθούν σε περιφερειακές πυρηνικές δυνάμεις με τη σύμπραξη της Ρωσίας και του Πακιστάν η Τουρκία και της Κίνας το Ιράν.
Στη βάση της παγκόσμιας αναδιάταξης που έχει ήδη ξεκινήσει από Βορρά μπορεί να εκτιμηθεί ότι θα υπάρξουν θερμά μέτωπα σύγκρουσης και με τις δύο αυτές δυνάμεις τόσο στο περιφερειακό επίπεδο της “μεσογειακής συμμαχίας” όσο και στις σχέσεις τους με τη Δύση μέσα στην επόμενη πενταετία. Στο πλαίσιο αυτό θα τεθούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ζητήματα που σήμερα δεν είναι στο τραπέζι, χωρίς να μπορεί κανείς να προεξοφλήσει την κατάληξη.
Τέτοια ζητήματα είναι η αποστρατιωτικοποίηση του Λιβάνου με δυτικές εγγυήσεις, ο διαχωρισμός της Κυρηναϊκής (με εγγυήσεις ασφαλείας της Αιγύπτου) από τη Δυτική Λιβύη, η συγκρότηση ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στη Μεσοποταμία, η απελευθέρωση της Περσίας από τους Αγιατολαχ, η ανοικοδόμηση του Ιράκ και της Συρίας με την ενεργοποίηση των Αραβικών Εμιράτων, η αποδέσμευση της ασφάλειας του Κατάρ από τους “Φρουρούς της Επανάστασης”, η θωράκιση της ασφάλειας του Ισραήλ με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ και αναγνωρισμένη παλαιστινιακή μειονότητα, η διάσπαση της Τουρκίας, η ειρήνευση στην Υεμένη με την εγγύηση και της Σαουδικής Αραβίας και η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο με εγγύηση του ΝΑΤΟ.
Όλα αυτά τα ζητήματα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα τεθούν, αλλά για να υπάρξει η θετική για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα έκβαση των σχετικών διεργασιών, απαιτείται η Αθήνα να εκπονήσει την αντίστοιχη στρατηγική. Αυτό, άλλωστε, θα πράξουν και οι υπόλοιπες εμπλεκόμενες δυνάμεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, όπου συναντιούνται η Ευρώπη, η Ασία και η Αφρική.
Δημοσίευση σχολίου