«Η Γερμανία έχει ρωσικό πρόβλημα», γράφει το περιοδικό Der Spiegel, καταλογίζοντας στον Καγκελάριο Όλαφ Σολτς ότι στην κρίση με την Ουκρανία δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει κοινή στάση στο εσωτερικό της κυβέρνησής του. Την ίδια ώρα, ο Φρίντριχ Μερτς, αμέσως μετά την εκλογή του στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) κατηγόρησε τον αντίπαλό του για «έλλειμμα ηγεσίας», καθώς, όπως είπε, δεν έχει ακόμη επισκεφθεί την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, αλλά «ανησυχεί από τη Γερμανία για ενδεχόμενο πόλεμο στην Ουκρανία».
Μετά το θέμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η κρίση στα ουκρανικά σύνορα έχει αποκαλύψει ότι τα τρία κυβερνητικά κόμματα δυσκολεύονται πράγματι να βρουν συναινέσεις και να παρουσιάσουν ενιαίο μέτωπο.
Το Spiegel αποκαλύπτει σήμερα ότι ο αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προσκάλεσε τον Όλαφ Σολτς στην Ουάσιγκτον, ο τελευταίος ωστόσο επικαλέστηκε ανειλημμένες υποχρεώσεις και τώρα οι δύο πλευρές αναζητούν κατάλληλη ημερομηνία, η οποία δεν φαίνεται εντός των επόμενων εβδομάδων.
Πριν από λίγες ημέρες έγινε ακόμη γνωστό ότι την πόρτα της Καγκελαρίας είχε περάσει ο Γουίλιαμ Μπερνς, επικεφαλής της CIA, για συνομιλίες με τον κ. Σολτς, τον επιτελάρχη του, Βόλφγκανγκ Σμιτ και τον επικεφαλής των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών Μπρούνο Κραλ. Σύμφωνα και πάλι με το Spiegel, ο αμερικανός αξιωματούχος δήλωσε στους συνομιλητές του ευθέως ότι αν η Ρωσία επιτεθεί στην Ουκρανία, θα αυξηθεί και η πίεση προς το Βερολίνο προκειμένου να λάβει σαφή στάση απέναντι στη Μόσχα.
Την ώρα που οι δυτικές στρατιωτικές και μυστικές υπηρεσίες εκτιμούν ως ρεαλιστικό τον κίνδυνο ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία, το Βερολίνο επιλέγει πιο «στρογγυλές» διατυπώσεις, μιλώντας αόριστα για «πολιτικές, οικονομικές και στρατηγικές συνέπειες». Απορρίπτει ωστόσο την αποβολή της Ρωσίας από το διεθνές σύστημα πληρωμών SWIFT, διότι κάτι τέτοιο θα ζημίωνε την γερμανική οικονομία, κάτι που υποστήριξε μάλιστα και ο νέος αρχηγός του CDU. Ο Αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας και Πολιτικής για το Κλίμα Ρόμπερτ Χάμπεκ, το υπουργείο του οποίου θα είναι αρμόδιο για πιθανές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, περιέγραψε τον αποκλεισμό από το SWIFT ως «την απόλυτη οικονομική κύρωση», επισημαίνοντας ότι θα έπληττε μεν βαρύτατα τη Ρωσία, αλλά και τη Γερμανία, καθώς θα ανέστειλε όλες τις πληρωμές μεταξύ ρωσικών και γερμανικών εταιριών. Σε αυτές περιλαμβάνονται δάνεια εταιριών σε τράπεζες των δύο χωρών και ενδεχόμενες απώλειες στην προμήθεια ενέργειας, καθώς οι πληρωμές γίνονται επίσης μέσω του SWIFT. Ενδεικτικά, η Ρωσία κάλυψε το 2020 το 55% των γερμανικών αναγκών σε φυσικό αέριο και δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούσαν να βρεθούν εναλλακτικές σε τόσο σύντομο χρόνο. Ο κ. Χάμπεκ πρότεινε ακόμη να δοθεί προτεραιότητα σε νέες μορφές οικονομικής συνεργασίας, με το βλέμμα στο υδρογόνο και την αιολική ενέργεια και τόνισε στο Spiegel ότι «η Μόσχα έχει πολλά να χάσει πηγαίνοντας σε έναν πόλεμο, αλλά έχει να κερδίσει πολλά αν αποσύρει τις δυνάμεις της και αποκλιμακώσει την ένταση».
Εμφανής είναι όμως ο διχασμός και σε ό,τι αφορά την παράδοση όπλων στην Ουκρανία. Η σοσιαλδημοκράτης υπουργός Άμυνας Κριστίνε Λάμπρεχτ δήλωσε στην Welt am Sonntag ότι «κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή δε θα βοηθούσε» και επικαλέστηκε τη γενικά περιοριστική πολιτική της Γερμανίας στην διάθεση εξοπλιστικών συστημάτων.
Στο στρατόπεδο των Πρασίνων, η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ παραμένει σταθερά αντίθετη, ενώ ο συμπρόεδρός της Ρόμπερτ Χάμπεκ ζητά ήδη από τον Μάιο την αποστολή αμυντικών όπλων στην Ουκρανία. «Δεν αλλάζω απόψεις ανάλογα με το πού βρίσκομαι», δήλωσε η κυρία Μπέρμποκ κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Ουκρανία. «Νομίζω ότι είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς στην Ουκρανία όπλα για την αυτοάμυνά της», είχε δηλώσει ο κ. Χάμπεκ στη Γερμανική Ραδιοφωνία.
Από το πρόβλημα δεν εξαιρούνται όμως ούτε οι Φιλελεύθεροι (FDP). Η πρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας της Bundestag είχε πριν από λίγες ημέρες παραπέμψει στη θέση της προηγούμενης κυβέρνησης, ότι «δεν παραδίδονται όπλα σε περιοχές κρίσης», αλλά τώρα καλεί την κυβέρνηση να εξετάσει το ενδεχόμενο διάθεσης «αμυντικών όπλων» στην Ουκρανία.
Σε ό,τι αφορά ωστόσο τη γενική στάση του Βερολίνου προς τη Μόσχα, το σοβαρότερο πρόβλημα εντοπίζεται στο ίδιο το κόμμα του Καγκελάριου. Στα αριστερά του SPD στεγάζονται ακόμη νοσταλγοί του παρελθόντος, οι οποίοι αναμφισβήτητα αισθάνονται εγγύτερα στη Ρωσία από ό,τι στη Δύση, ενώ υπάρχουν ακόμη πολλοί θιασώτες της περίφημης Ostpolitik του Βίλι Μπραντ, για «αλλαγή μέσα από την επαναπροσέγγιση». Ο όρος επανέρχεται τελευταία όλο και συχνότερα στον δημόσιο διάλογο, υποδηλώνοντας κάποια κατανόηση για τη στάση της Μόσχας. Την προηγούμενη εβδομάδα ο βουλευτής του SPD Ραλφ Στέγκνερ διαμαρτυρήθηκε για τον «προσβλητικό τόνο» που χρησιμοποιούν πολλοί σχολιαστές για τη Ρωσία και έκανε λόγο για «ρητορικό εκφοβισμό» και «τόνο Ψυχρού Πολέμου, ενώ ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του SPD Ρολφ Μούτσενιχ εξέφρασε την κατανόησή του για το γεγονός ότι η Μόσχα μπορεί να αισθάνεται ότι απειλείται. Ο εκπρόσωπος της ΚΟ του SPD για θέματα εξωτερικής πολιτικής Νιλς Σμιντ τάχθηκε ξεκάθαρα κατά της αποστολής όπλων στην Ουκρανία, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων ότι θα ήταν η πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που γερμανικά όπλα θα χρησιμοποιούνταν εναντίον της Ρωσίας.
Ο Γενικός Γραμματέας του SPD Κέβιν Κιούνερτ προκάλεσε αντιδράσεις στο εσωτερικό του κόμματός του, όταν συνέστησε προσοχή προκειμένου «να μην πυροδοτηθεί μια πιθανή διεθνής κρίση από υπερβολική ρητορική», με το βλέμμα στραμμένο κυρίως στο ακανθώδες θέμα του αγωγού Nord Stream 2. Ο αγωγός, ο οποίος επρόκειτο να φέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Γερμανία και στον οποίο αντιτίθενται οι ΗΠΑ, αλλά και οι γερμανοί Πράσινοι, έχει ολοκληρωθεί ήδη από το 2021, αλλά εκκρεμεί η έγκρισή του από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές. Υπό την πίεση των συμμάχων του, ο Όλαφ Σολτς περιορίστηκε να δηλώσει ότι σε περίπτωση επίθεσης της Ρωσίας στην Ουκρανία, όλα τα θέματα θα είναι ανοιχτά, ακόμη και αυτά της ενέργειας. «Η αντιπαράθεση για τον Nord Stream 2 και η ρωσική στάση απέναντι στην Ουκρανία δεν θα πρέπει να συγχέονται», δήλωσε ο κ. Κιούνερτ.
Το έργο άλλωστε είχε συμφωνηθεί από την κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος αργότερα έγινε πρόεδρος της εταιρίας που διαχειρίζεται τον αγωγό και σήμερα είναι και πρόεδρος του ΔΣ της Rosneft. Επιπλέον, η Μανουέλα Σβέσιγκ, η σοσιαλδημοκράτης Πρωθυπουργός του Μεκλεμβούργου-Πομερανίας, όπου βρίσκεται ο τερματικός σταθμός σε γερμανικό έδαφος, χρησιμοποίησε ρωσική χρηματοδότηση προκειμένου να δημιουργήσει στην περιοχή ίδρυμα για το περιβάλλον.
Σε άλλη γραμμή βρίσκεται πάντως ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών και νυν Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών της Bundestag Μίχαελ Ροτ. Μιλώντας στο Spiegel, ζήτησε ο αγωγός να χρησιμοποιηθεί ως διαπραγματευτικός μοχλός έναντι της Μόσχας, ταυτιζόμενος ουσιαστικά με την αμερικανική θέση που εξέφρασε την περασμένη εβδομάδα στο Βερολίνο ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ‘Αντονι Μπλίνκεν. Ο κ. Ροτ ζήτησε ακόμη από την κυβέρνηση να διευθετήσει τις συναλλαγές της με τη Ρωσία και μίλησε για μια «νέα ευρωπαϊκή Ostpolitik», η οποία θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν και τα θέματα ασφάλειας των κεντροευρωπαίων εταίρων. «Αυτά τα συμφέροντα συχνά περιφρονούνται από πολλούς απολογητές της Ρωσίας. Τους αρέσει να αποκαλούν τη Ρωσία “γείτονα”, λες και η Πολωνία, η Ουκρανία και οι χώρες της Βαλτικές δεν υπάρχουν», είπε χαρακτηριστικά ο Μίχαελ Ροτ.
Ο ίδιος ο Καγκελάριος, μπορεί να μην ανήκει στη φιλορωσική πτέρυγα του SPD, δηλώνει όμως κι εκείνος συχνά ότι ο Nord Stream 2 είναι «καθαρά οικονομικό εγχείρημα», χωρίς να αναγνωρίζει τις πολιτικές του διαστάσεις.
Μόλις δύο μήνες μετά την εγκατάστασή του στην Καγκελαρία, ο Όλαφ Σολτς βρίσκεται αντιμέτωπος με μία επιπλέον κρίση, εκτός από αυτή της πανδημίας. Τα περιθώρια ελιγμού του είναι εξ υποθέσεως περιορισμένα, όσο περιοριστική είναι και η ισορροπία της τρικομματικής κυβέρνησής του. Από τις επιλογές του όμως θα κριθούν πολλά – κυρίως η μελλοντική θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη και στον κόσμο.
Δημοσίευση σχολίου