Γρίβας Κώστας
Οι εν εξελίξει καταστροφικές πυρκαγιές μας υποχρεώνουν να επανέλθουμε σε έναν κρίσιμο παράγοντα για την αντιμετώπισή τους. Ας ξεκινήσουμε από το προφανές: Οι πυρκαγιές είναι ενδημικό φαινόμενο και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ο ήδη βαρύς απολογισμός του φετινού καλοκαιριού, αλλά και οι καταστροφές των προηγούμενων ετών, εκτός του ότι αναδεικνύουν τις διαχρονικές παθογένειες, αναδεικνύουν και την άμεση ανάγκη να αλλάξει το μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενο δόγμα για τη δασοπυρόσβεση στην Ελλάδα.
Παρατηρείται μια υπερβάλλουσα επιμονή σε μια φιλοσοφία “κάνουμε ό,τι κάναμε πάντα”. Για την ακρίβεια, οι αρμόδιες υπηρεσίες εφαρμόζουν τα τελευταία 40 χρόνια το ίδιο μοντέλο δασοπυρόσβεσης. Την σημερινή εικόνα συνθέτουν αεροπυροσβεστικά μέσα, τα οποία είναι συμπληρωματικά των χερσαίων. Για ανεξήγητους λόγους, η ανάπτυξη “στρατηγικών” αεροπυροσβεστικών ικανοτήτων θεωρείται αδύνατη, ίσως και ανεπιθύμητη. Τέλος, περιορισμένη εφαρμογή έχουν βρει νέες τεχνολογίες στους αισθητήρες, τις επικοινωνίες και τη διαχείριση πληροφοριών.
Πριν 25 χρόνια είχα ξεκινήσει να μελετώ τις αντιλήψεις του πληροφοριοκεντρικού (infocentric) και δικτυοκεντρικού (network centric) πολέμου, που τότε είχαν εμφανιστεί στο πλαίσιο της περιβόητης “Επανάστασης στις Στρατιωτικές Υποθέσεις” (RMA). Τότε, είχα έλθει σε επαφή με αρκετά άρθρα και μελέτες που υποστήριζαν ότι οι σχετικές μεθοδολογίες θα μπορούσαν να βρουν εφαρμογές και σε θέματα ασφάλειας. Τονιζόταν, μάλιστα, ότι ο πατέρας της αντίληψης του Δικτυοκεντρικού Πολέμου (NCW), ναύαρχος Arthur Cebrowski, είχε εμπνευστεί από τον τρόπο λειτουργίας της Αστυνομίας της Νέας Υόρκης.
Η “ομίχλη της μάχης”
Με πολύ απλοϊκό τρόπο, οι πληροφοριοκεντρικές επιχειρήσεις μπορούν να οριστούν ως ταχεία απόκτηση της πληροφορίας για το που βρίσκεται ο εχθρός-απειλή, ταχεία μετάδοση αυτής της πληροφορίας και ταχεία αξιοποίηση αυτής της πληροφορίας με την προσβολή του εχθρού-απειλής με σαρωτικά πλήγματα ακριβείας. Οι λέξεις κλειδιά είναι δύο:
Πρώτον, “ταχύτητα”, έτσι ώστε να υπάρχει όσο το δυνατόν πιο μικρό χρονικό χάσμα από τη στιγμή που εντοπίζεται η απειλή μέχρι τη στιγμή που προσβάλλεται (sensor-to-shooter loop).
Δεύτερον, “σαρωτικό πλήγμα”, δηλαδή η τελική εκμετάλλευση της πληροφορίας πρέπει να γίνεται με μέσα που να επιφέρουν αποφασιστικό πλήγμα στον εχθρό-απειλή. Για τον σκοπό αυτό αναπτύχθηκε μια ευρεία οικογένεια πυρομαχικών προσβολής ακριβείας.
Παράλληλα, μεγάλη έμφαση δινόταν στο να καταπολεμηθεί η “ομίχλη της μάχης”, όπως την ορίζει ο Κλαούζεβιτς. Δηλαδή, να δημιουργηθεί μια κοινή και ενιαία εικόνα, διαθέσιμη σε όλους τους εμπλεκομένους, όπου θα απεικονίζεται η εξέλιξη των επιχειρήσεων. Κατά τους Αμερικανούς, η εικόνα αυτή πρέπει να ενημερώνει διαρκώς τους πάντες για τρία απλά πράγματα: “που είμαι εγώ, που είναι ο εχθρός, που είναι οι φίλοι μου”, έτσι ώστε να χτυπιέται με ακρίβεια ο εχθρός και να προστατεύονται οι φίλοι.
Για να γίνουν πράξη τα παραπάνω απαιτείται ένα πλέγμα αισθητήρων, μέσων συλλογής πληροφοριών, μετάδοσης πληροφοριών, μετατροπής των ακατέργαστων πληροφοριών σε κατανοητά “πακέτα” γνώσης και μέσων αξιοποίησης των πληροφοριών, που θα λειτουργούσαν ως αδιαίρετη ενότητα. Το ακρωνύμιο C4ISR (Command, Control, Communications, Computers, Intelligence, Surveillance & Reconnaissance) εξέφρασε αυτή τη νέα φιλοσοφία. Η χρήση του έγινε της μόδας και εν Ελλάδι την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων, χωρίς ωστόσο να κατανοηθεί πλήρως και να αξιοποιηθεί η φιλοσοφία των πληροφοριοκεντρικών-δικτυοκεντρικών επιχειρήσεων που τα δίκτυα C4ISR υπηρετούν.
Η πυρκαγιά δεν είναι νοήμων αντίπαλος
Παρόμοια πληροφοριοκεντρικά μοντέλα μπορούσαν να επιφέρουν επαναστατικές αλλαγές και σε αποστολές δασοπυρόσβεσης, δεδομένου ότι ο γρήγορος εντοπισμός μιας εστίας φωτιάς και η γρήγορη προσβολή της είναι κρίσιμης σημασίας για τον έλεγχό της. Ακόμη και σε μια “ώριμη” πυρκαγιά, παρόμοιες μεθοδολογίες μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά, τόσο στην κατάσβεση όσο, κυρίως, στη διαχείρισή της, έτσι ώστε να αποφευχθούν ανθρώπινες απώλειες και να περιοριστούν οι υλικές ζημιές.
Πολλοί αναλυτές υποστήριζαν ότι η πληροφοριοκεντρική-δικτυοκεντρική φιλοσοφία επιχειρήσεων ενδείκνυται περισσότερο για την αντιμετώπιση απειλών όπως οι πυρκαγιές παρά σε έναν πόλεμο. Μια πυρκαγιά μπορεί να είναι εξαιρετικά απρόβλεπτη, αλλά δεν είναι νοήμων αντίπαλος. Στον πόλεμο πρέπει να μάχεσαι ενάντια στη ζωντανή βούληση του εχθρού, με αποτέλεσμα να προκαλείται η “ομίχλη του πολέμου” και η “τριβή”.
Στον πόλεμο, η ασάφεια είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθεί από τα μέσα συλλογής και διαχείρισης πληροφοριών. Η πυρκαγιά, όμως, δεν έχει ικανότητες κυβερνοπολέμου ή ηλεκτρονικού πολέμου, ώστε να προσβάλει το δίκτυο C4ISR που διαθέτεις. Άρα, μπορείς να χρησιμοποιήσεις σχετικά απλές, φθηνές και εμπορικά διαθέσιμες τεχνολογίες για να το δημιουργήσεις. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια η δημιουργία παρόμοιων δικτύων διευκολύνεται σημαντικά.
Ας σημειωθεί ότι έχει μειωθεί δραστικά το κόστος αισθητήρων, ρομποτικών συστημάτων, προγραμμάτων πληροφορικής (που θα διαχειρίζονται τις πληροφορίες και θα βγάζουν αλγορίθμους) και όλων των συναφών τεχνολογιών, ενώ η τεχνολογία τους έχει βελτιωθεί. Επιπροσθέτως, οι δομές αυτές θα προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες και αλλού, όπως περιβαλλοντολογικό έλεγχο, έλεγχο θαλασσίων συνόρων, αποστολές έρευνας και διάσωσης, ακόμη και υποστήριξης των Ενόπλων Δυνάμεων σε καιρό πολέμου.
Δασοπυρόσβεση και στρατηγικά αεροσκάφη
Αναφορικά με τη δασοπυρόσβεση, τα πληροφοριακά αυτά πλέγματα δεν θα προσφέρουν όλες τις δυνατότητές τους, αν δεν υποστηρίζουν μια κατηγορία μέσων, τα οποία θα αξιοποιούν τις πληροφορίες που λαμβάνουν ώστε να προσβάλουν την πυρκαγιά με συντριπτικά πλήγματα. Τα μέσα αυτά είναι τα “στρατηγικά δασοπυροσβεστικά αεροσκάφη”. Αυτά έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν την πυρκαγιά με πολύ μεγαλύτερο όγκο νερού από ό,τι μπορούν τα αεροσκάφη Canadair C-215 και CL-415 που διαθέτει σήμερα η Πολεμική Αεροπορία.
Η Ελλάδα στο παρελθόν είχε νοικιάσει ρωσικά μεταγωγικά Iliushin Il-76 (κωδική ονομασία τους στο ΝΑΤΟ είναι Candid), τα οποία μπορούν να εξαπολύσουν στη φωτιά 44 τόνους νερού, ενώ τα C-215 και CL-415 μεταφέρουν πέντε τόνους νερού. Κάθε ένα Il-76 μπορεί να σβήσει ένα μέτωπο πυρκαγιάς μήκους περίπου 500 μέτρων και πλάτους 100. Άρα, τέσσερα τέτοια αεροσκάφη θα μπορούσαν να καλύψουν, με μια και μόνη ρίψη, το μήκους περίπου δύο χλμ πύρινο μέτωπο που π.χ. εισέβαλε προ ετών στο Μάτι με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.
Ακόμα κι αν δεν θα το καταστείλουν πλήρως, θα δώσουν την ευκαιρία στις επίγειες δυνάμεις να προσβάλουν τα υπολείμματά του. Τα ανωτέρω αεροσκάφη δεν έτυχαν θετικής υποδοχής στην Ελλάδα και παρόλα τα αποτελέσματα που επέτυχαν σε διάφορες πυρκαγιές, δεν παραγγέλθηκαν ξανά. Το επιχείρημα που ακουγόταν για την απόρριψή τους ήταν η παντελώς ακατανόητη στον γράφοντα επωδός ότι «δεν κάνουν για το ελληνικό ανάγλυφο».
Το ίδιο επιχείρημα προβλήθηκε και ενάντια στο ρωσικό αμφίβιο πυροσβεστικό Beriev Be-200 που κουβαλάει 12 τόνους νερού. Ευτυχώς, φέτος νοικιάσαμε ένα Beriev, το οποίο έδειξε την αποτελεσματικότητά του. Προφανώς, λοιπόν, με βάση αυτήν την αντίληψη, το ελληνικό ανάγλυφο είναι ένα ατελείωτο φαράγγι της Σαμαριάς, μέσα στο οποίο μικρά και ευέλικτα πυροσβεστικά αεροπλάνα θα ρίχνουν μερικούς κουβάδες νερό!
Πρώτο ρόλο στα αεροπορικά μέσα
Η πραγματικότητα, βέβαια, είναι ότι ακριβώς επειδή το ελληνικό ανάγλυφο είναι τόσο πλούσιο και διαφορετικό απαιτεί διάφορα είδη εναέριων μέσων. Τα “στρατηγικά δασοπυροσβεστικά” μπορούν όντως να προσφέρουν τεράστιες υπηρεσίες, όπως επίσης είναι απαραίτητα και τα μικρότερα και τα ελικόπτερα. Το ελληνικό σύστημα δασοπυρόσβεσης επιδεικνύει, όμως, τα τελευταία χρόνια μια απαξίωση στα μέσα αεροπυρόσβεσης που μπορούν να εξαπολύσουν μεγάλο όγκο νερού ενάντια στη φωτιά. Τέτοιο είναι το θηριώδες ρωσικό ελικόπτερο (κωδική ονομασία ΝΑΤΟ Halo), το οποίο κουβαλούσε 15 τόνους νερό (δηλαδή όσο τρία Canadair).
Η τρέχουσα αντίληψη περί δασοπυρόσβεσης εν Ελλάδι αντιμετωπίζει τα αεροπορικά μέσα ως προέκταση των χερσαίων. Δεν βλέπει, λοιπόν, με καλό μάτι ένα δασοπυροσβεστικό μοντέλο, όπου τον πρώτο λόγο θα τον έχουν “στρατηγικά” αεροπορικά μέσα, με τα χερσαία συστήματα να αποτελούν τα συμπληρώματά τους και όχι το αντίθετο. Όμως, οι αλλεπάλληλες καταστροφές δείχνουν ότι αυτό το μοντέλο τίθεται εν αμφιβόλω.
Οι μηχανισμοί πυρόσβεσης πρέπει να προσαρμόζονται στα χαρακτηριστικά του προβλήματος. Ένα πληροφοριοκεντρικό σύστημα δίνει έμφαση στην ταχεία αντίδραση και στον αποφασιστικό “βομβαρδισμό” της πυρκαγιάς από αέρος. Επειδή παραλλήλως δημιουργεί μια ενιαία και καθαρή εικόνα των τεκταινομένων, διαθέσιμη σε όλες τις εμπλεκόμενες κρατικές υπηρεσίες, μπορεί να μειώσει αποφασιστικά τις απώλειες και τις καταστροφές.
Δημοσίευση σχολίου