Του Χρήστου Ιακώβου*
H Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την ίδρυσή της το 1844 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκπαιδευτική παράδοση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ορθοδοξίας γενικότερα. Από το 1971, χρονιά που το τουρκικό κράτος διέταξε την αναστολή της λειτουργίας της με μία σειρά μέτρων, το ζήτημα του ανοίγματος της Σχολής έχει καταστεί μία σημαντική παράμετρος της διπλωματικής ατζέντας των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τα τελευταία χρόνια αυτή η προσπάθεια ενσωματώθηκε στην διαδικασία εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, με την προσδοκία ότι το τουρκικό κράτος θα επιτρέψει επιτέλους τη εφαρμογή των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης.
Η διπλωματική διάσταση του ζητήματος αυτού έγκειται στο ότι τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και η Ελλάδα έχουν ταυτίσει την επαναλειτουργία της Σχολής με την επιβίωση του Πατριαρχείου. Ως εκ τούτου, η Τουρκία με την επιμονή της να διατηρεί τη Σχολή της Χάλκης κλειστή έχει καταφέρει να μετατρέψει το πρόβλημα σε μείζονος εθνικό θέμα για την ελληνική διπλωματία και την ελληνική κοινή γνώμη, το οποίο μάλιστα παραμένει επί μακρόν στην κορυφή της διπλωματικής ατζέντας. Στην ουσία, όμως, η ελληνική διπλωματία έπεσε στην παγίδα της Τουρκικής πολιτικής.
Το Πατριαρχείο αντλεί τη δύναμη και την επιρροή στην Ορθοδοξία από τον οικουμενικό του χαρακτήρα αφού οι ορθόδοξες εκκλησίες του αναγνωρίζουν αυτό τον προνομιακό ρόλο. Αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός λόγος που η Τουρκία αρνείται να του αναγνωρίσει τον οικουμενικό του χαρακτήρα και συνεχώς το υποβιβάζει σε τοπική εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Το ζήτημα της Σχολής της Χάλκης, όπως και άλλα συναφή ζητήματα που σχετίζονται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι θέματα που αφορούν ξεκάθαρα το κεφάλαιο ανθρώπινα δικαιώματα και ως τέτοια θα πρέπει η Ελλάς να τα θέτει στην ελληνοτουρκική και ευρωτουρκική ατζέντα. Αυτό, όμως, που σήμερα κάνει η Ελληνική διπλωματία είναι ότι έχει αποδεχτεί το θέμα της Θεολογικής Σχολής ως μέρος ενός παζαριού.
Αντί να απαιτήσει άμεσα το άνοιγμα της Σχολής από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ακόμη περισσότερο να προχωρήσει το Πατριαρχείο μονομερώς στη λειτουργία της Σχολής, εκθέτοντας τα σοβαρά ελλείμματα δημοκρατίας στην Τουρκία σε περίπτωση που η κυβέρνηση Ερντογάν αντιδράσει, η ελληνική πλευρά μπήκε σε ένα παιγνίδι διαπραγμάτευσης όπου η Τουρκία παζαρεύει σκληρά προκειμένου να αποσπάσει ανταλλάγματα για τη μειονότητα της Θράκης. Αυτός άλλωστε ήταν πάγιος τακτικός στόχος της Άγκυρας εδώ και χρόνια, να συνδέσει δηλαδή τα θέματα που αφορούσαν το Πατριαρχείο και τη δήμευση Ελληνικών περιουσιών στην Κωνσταντινούπολη με τη μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα. Η επιτυχία αυτού του στόχου για την Άγκυρα της εξασφαλίζει την εξισορρόπηση των πιέσεων που δέχεται διεθνώς για την παραβίαση των δημοκρατικών ελευθεριών.
Στην ουσία, η Τουρκία δεν έχει τίποτα να χάσει από την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής. Επιπλέον, αυτή η στόχευσή της ενισχύεται σε μεγάλο βαθμό από τις αμερικανικές πιέσεις προς την Τουρκία να επιτρέψει την επαναλειτουργία της Σχολής. Για τις ΗΠΑ έχει ιδιαίτερη πολιτική σημασία το Οικουμενικό Πατριαρχείο γιατί το βλέπουν ως ανάχωμα προς τις αξιώσεις τις Ρωσίας να αναλάβει την πρωτοκαθεδρία στον ορθόδοξο κόσμο και να αυξήσει την επιρροή της στην περιοχή μέσω του Πατριαρχείου της Μόσχας.
Επειδή, όμως, η αμερικανική πίεση στην Τουρκία αυτή την περίοδο είναι οριοθετημένη, το ρόλο διευκόλυνσης ανέλαβε η Ελληνική διπλωματία που ήδη έπεσε στην παγίδα μεγιστοποιώντας τη σημασία της επαναλειτουργίας της Σχολής της Χάλκης μπαίνοντας στο παζάρι της διαπραγμάτευσης. Η Τουρκία θέλοντας να εξαγάγει κάποια θετική εικόνα στο δυτικό κόσμο, μετά τις διαδοχικές πολιτικοδιπλωματικές συγκρούσεις. επείγεται περισσότερο για μία επικοινωνιακή εκμετάλλευση κάποιας «παραχώρησης» στα ελληνοτουρκικά. Αυτή η «παραχώρηση» αναμένεται να είναι η επαναλειτουργία της Σχολής, αφού λάβει σοβαρά ανταλλάγματα για τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, ενώ από την άλλη η Αθήνα θα πανηγυρίσει μία κατασκευασμένη εθνική «επιτυχία», η οποία εξυπηρετεί λιγότερο τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Γεωστρατηγικός Ερευνητής και Αναλυτής και Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου