IISS.ORG
Του Erik Jones
Την προηγούμενη εβδομάδα, ο συνάδελφός μου στο SAIS, Filippo Taddei, έδωσε μια συνέντευξη σε δημοσιογράφο του Bloomberg για την ελληνική κρίση, στην οποία υποστήριξε ότι δεν υπάρχει αναγκαίος σύνδεσμος μεταξύ μιας ελληνικής χρεοκοπίας και της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Ο λόγος, εξήγησε ο Taddei, είναι ότι μια αθέτηση πληρωμών από την πλευρά της κυβέρνησης, είναι σχετικά με την θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη μόνο στον βαθμό που μια τέτοια χρεοκοπία θα εξαλείψει πολλά assets –και ουσιαστικά όλα τα collateral- του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Εάν συνέβαινε αυτό, τότε η ελληνική κεντρική τράπεζα δεν θα είχε καμία επιλογή από το να δώσει δάνεια στις εμπορικές τράπεζες της χώρας έναντι μικρού ή και καθόλου collateral, προκειμένου να διατηρήσει την ρευστότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επιπλέον, όλοι γνωρίζουν αυτό το γεγονός.
Απλώς πρέπει να κοιτάξει κανείς τι συνέβη στη δεύτερη διάσωση της Ελλάδας τον Μάρτιο του 2012 για να δει τη σύνδεση. Ως εκ τούτου, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι η ΕΚΤ είτε θα δεχόταν τα έκτακτα μέτρα της Τράπεζας της Ελλάδας για να διατηρήσει εν ζωή το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ή να καταλήξει σε κάποια διευθέτηση από μόνη της για την αποκατάσταση των collateral του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και να αποκαταστήσει την ρευστότητα στη διάρκεια της διαδικασίας επίλυσης της στάσης πληρωμών της ελληνικής κυβέρνησης. Πραγματικά, ο Taddei δηλώνει, οι άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στους ευρωπαϊκούς κύκλους οικονομικής πολιτικής, κινείται ήδη προς αυτές τις γραμμές.
Η εκτίμηση ότι σχεδιάζεται η υποστήριξη των ελληνικών τραπεζών με ρευστότητα από την κεντρική τράπεζα στη διάρκεια μια ελληνικής κυβερνητικής χρεοκοπίας, είναι ο λόγος που η συνέντευξη του Taddei έχει αναφερθεί ευρέως στους οικονομικούς κύκλους. Εδώ θα πρέπει να εξηγήσω ότι εκτός από συνάδελφός μου στο SAIS, ο Taddei είναι επίσης επικεφαλής οικονομολόγος στη γραμματεία του Ιταλικού Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτό καθιστά τον Taddei έναν από τους κύριους οικονομικούς συμβούλους του Ιταλού πρωθυπουργού Matteo Renzi και –όπως έσπευσε να επισημάνει ο δημοσιογράφος του Bloomberg- έναν υψηλόβαθμο Ευρωπαίο φορέα χάραξης πολιτικής να υποδηλώσει ότι υπάρχουν συγκεκριμένα σχέδια για να παραμείνει η Ελλάδα εντός του ευρώ σε περίπτωση χρεοκοπίας. Εάν όντως υπάρχουν τέτοια σχέδια, και εάν είναι λογικό να υποθέσουμε πως οι Ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής θα τα χρησιμοποιήσουν, τότε η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να χρεοκοπήσει χωρίς απαραιτήτως να αφήσει την ευρωζώνη.
Είναι προφανώς ασφαλές να υποθέσουμε πως τέτοια σχέδια υπάρχουν. Πραγματικά, η ανάγκη να αντικατασταθούν τα collateral του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και να υποστηριχθεί η ρευστότητα των τραπεζών ενώ αποκαθίστανται οι ισολογισμοί μετά από μια ελληνική κρατική χρεοκοπία, είναι τόσο προφανές ότι θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι το δ.σ. της ΕΚΤ δεν έχει συζητήσει το θέμα σε βάθος. Επιπλέον, η πολιτική δράση απαιτούσε ανάγκες σχετικά μικρού προγραμματισμού. Η ένεση ρευστότητας στις τράπεζες είναι εξοικειωμένο έδαφος για τα μέλη της κεντρικής τραπεζικής κοινότητας. Υπάρχουν τεχνικές λεπτομέρειες που πρέπει να επιλυθούν και που θα έχουν επιπτώσεις στο ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από αυτή την έκτακτη παρέμβαση στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, και αυτές σίγουρα θα είναι αμφιλεγόμενες. Αλλά το βασικό περίγραμμα του τι χρειάζεται να γίνει και πώς, είναι εύκολο να προβλεφθεί και να μετατραπεί σε ολοκληρωμένο σχέδιο.
Το πραγματικό ζήτημα που συνδέει ή αποσυνδέει μια ελληνική κρατική χρεοκοπία και την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, δεν είναι η ύπαρξη ενός σχεδίου δράσης. Είναι το «εύλογο» των Ευρωπαίων φορέων χάραξης πολιτικής και των πολιτικών, να κάνουν οτιδήποτε χρειαστεί για να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρώ. Αυτό δεν είναι ένα απλό θέμα. Οι τεχνικές απαιτήσεις για την ρευστότητα και την φερεγγυότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος είναι μία μόνο επιλογή μεταξύ πολλών. Εάν μπορούσαμε να αγνοήσουμε τα υπόλοιπα, η μόνη λογική πορεία δράσης θα ήταν να στηρίξουμε τις ελληνικές τράπεζες. Δυστυχώς, οι άλλοι παράγοντες δεν μπορούν να αγνοηθούν τόσο εύκολα.
Κατ’αρχάς, η πράξη ενδυνάμωσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι πέρα από την αρμοδιότητα της ΕΚΤ. Ο πρόεδρος της Bundesbank, Jens Weidmann το επισήμανε αυτό ρητά σε μια συνέντευξή του με την Handelsblatt την προηγούμενη εβδομάδα –υποστηρίζοντας ότι το μέλλον της Ελλάδας εντός της νομισματικής ένωσης είναι «αδιαμφισβήτητα» μια πολιτική απόφαση και επίσης ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορεί να είναι υπεύθυνες είτε για την σύνθεση της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης είτε για την χορήγηση οικονομικής βοήθειας. Αυτό δεν είναι η πρώτη φορά που το λέει αυτό ο Weidmann. Άσκησε κριτική στην πολιτική του Mario Draghi για την αγορά απεριόριστων ποσοτήτων distressed κρατικών ομολόγων μέσω του ΟΜΤ προς την ίδια κατεύθυνση, και έχει παραμείνει ένας επίμονος επικριτής των αγορών assets από την ΕΚΤ για ποσοτική χαλάρωση. Ο Weidmann δεν αρνείται ότι αυτές οι τακτικές ήταν καθοριστικές για να διατηρηθεί ενωμένο το ενιαίο νόμισμα. Αντιθέτως, επιμένει ότι είναι εκτός των ορίων εντολής της ΕΚΤ και έτσι δεν θα έπρεπε να είχαν χρησιμοποιηθεί , ανεξαρτήτως του ποια θα ήταν τα οφέλη τους.
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, υπάρχει επίσης η αίσθηση της αδικίας και της απογοήτευσης. Πολλά μέλη του δ.σ. έπρεπε να λύσουν πολιτικά ευαίσθητες τράπεζες ενώ την ίδια στιγμή να πιέζουν τις δικές τους χώρες να εφαρμόζουν επώδυνα μέτρα λιτότητας. Για τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών –που όλοι είναι αναγνωρίσιμα δημόσια πρόσωπα στις χώρες τους- ήταν μια βαθιά προσωπική εμπειρία. Ως εκ τούτου, δεν έχουν πολύ υπομονή για αυτό που θεωρούν ως gamesmanship (ή χειρότερα, τεχνική ανικανότητα) από την πλευρά της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης και ακόμη λιγότερη ανοχή για την (όπως εκλαμβάνεται) κακή συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης προς τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας, Γ. Στουρνάρα. Από αυτή την άποψη, κάθε «εύλογο» θα πρέπει να έλθει με την μορφή παραχωρήσεων της ελληνικής κυβέρνησης, και όχι με διασώσεις από την κεντρική τράπεζα. Πραγματικά, με την ενίσχυση των συνθηκών ρευστότητας εντός του ελληνικού τραπεζικού συστήματος μέσω του περιορισμού του ELA ή μέσω αύξησης του haircut στα υπάρχοντα collateral, αυτοί οι κεντρικοί τραπεζίτες ελπίζουν να κάνουν τους Έλληνες πολιτικούς να έρθουν στα συγκαλά τους.
Κάθε στόχος αυτού του «εύλογου» χάνεται σε αυτή την αντίθεση των προοπτικών. Ό,τι μπορεί να έχει νόημα σε τεχνικούς όρους, είναι είτε αδικαιολόγητο από τεχνικής άποψης είτε απλώς άδικο. Επιπλέον, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε βρεθεί σε αυτή την κατάσταση. Αν μη τι άλλο, είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της κρίσης κρατικού χρέους της Ευρώπης. Και οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης έχουν μακρά προϊστορία στην εφαρμογή πολιτικών λύσεων που έχουν περισσότερο πολιτικά παρά τεχνικά πλεονεκτήματα. Εάν αυτή η τάση συνεχιστεί, θα ήταν παράλογο να υποθέσουμε ότι η πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτικών θα υποστηρίξει να γίνει «οτιδήποτε χρειαστεί» για να κρατηθεί η Ελλάδα εντός του ευρώ. Αυτό δεν θα σταματήσει την ΕΚΤ από το να ενισχύει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Τα τεχνικά επιχειρήματα που παρουσιάζει ο Taddei παραμένουν επιτακτικά. Παρόλα αυτά, οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρώπης θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις πολιτικές συνέπειες των πράξεών τους. Αυτό που είναι ασαφές είναι εάν αυτές οι πολιτικές συνέπειες θα κάνουν περισσότερο κακό στο ενιαίο νόμισμα από ό,τι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου