Του Σταύρου Λυγερού
Ο επίσημος απολογισμός των καταστροφών που προκάλεσαν οι δυνάμεις του Άξονα στην Κατοχή μιλάει από μόνος του:
- Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής έκαψαν ολοσχερώς πάνω από 100 πόλεις και χωριά σ’ όλη την Ελλάδα.
- Εκτέλεσαν 56.225 αθώους πολίτες.
- Πήραν όμηρους πάνω από 105.000, οι οποίοι κατέληξαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα κρεματόρια. Ελάχιστοι εξ αυτών επέζησαν.
- Προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές σε 1.770 χωριά.
- Πυρπόλησαν πάνω από 400.000 σπίτια.
- Κατέστρεψαν το 70% των λιμενικών εγκαταστάσεων, το μεγαλύτερο μέρος του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου και το σύνολο των σιδηροδρομικών γεφυρών και τούνελ.
- Βύθισαν το 75% του ελληνικού εμπορικού στόλου.
- Άρπαξαν το 80% των μέσων μεταφοράς και το 51% των δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων.
- Οι μισές ελληνικές οικογένειες είχαν θύματα.
- Το 10% του συνολικού πληθυσμού υπέστη αναπηρία.
- Το 75% των παιδιών προσβλήθηκε από ασθένειες, οι οποίες τα ταλαιπώρησαν και μετά την απελευθέρωση.
- Οι συνολικές απώλειες, λόγω των εκτελέσεων, της πείνας, των ασθενειών και της υπογεννητικότητας κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έχουν υπολογισθεί σε 1.106.000 ανθρώπους, ή στο 13,5% του ελληνικού πληθυσμού. Είναι το υψηλότερο ποσοστό σ’ ολόκληρη την Ευρώπη.
- Υπολογίζεται ότι από τη λεηλασία μουσείων και αρχαιολογικών χώρων, καθώς και από παράνομες ανασκαφές, οι κατακτητές μετέφεραν στη Γερμανία 8.500 αρχαιολογικούς θησαυρούς. Είναι αξιοσημείωτο πως ενώ το Βερολίνο ζητάει από τη Μόσχα να επιστρέψει τα έργα τέχνης που άρπαξε ο Κόκκινος Στρατός το 1945, αρνείται να συζητήσει την επιστροφή στην Ελλάδα των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών.
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφέρουμε την εισήγηση του Γερμανού πρεσβευτή στην Αθήνα το 1969: «Με την υποστήριξη των Αμερικανών φίλων μας κατορθώσαμε να παραπέμψουμε στις ελληνικές καλένδες τις από τη Συμφωνία του Λονδίνου (1953) προβλεπόμενες τεράστιες επανορθώσεις για κράτη εχθρικά, έως ότου υπογραφεί η ειρηνευτική συμφωνία. Παρηγορήσαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο τους αντιπάλους μας στον τελευταίο πόλεμο… Θα ήταν προς το συμφέρον μας να διατηρήσουμε αυτή την ενδιάμεση κατάσταση όσο γίνεται περισσότερο, έτσι ώστε οι αξιώσεις των τότε αντιπάλων μας είτε να αποσυρθούν είτε να παραγραφούν. Με άλλα λόγια: δεν πρέπει να ξυπνήσουμε τους σκύλους που κοιμούνται»!
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε αυτό που έγραψε ο Γερμανός δημοσιογράφος Γκέρντ Χέλερ στην εφημερίδα Frankfurter Rundschau το 1995: «Λίγοι λαοί της Ευρώπης υπέφεραν από τη γερμανική κατοχή όσο οι Έλληνες. Οι Έλληνες, όμως, ήταν οι πρώτοι που μετά το τέλος της ναζιστικής βαρβαρότητας έτειναν χείρα φιλίας προς τους Γερμανούς… Δίστομο, Καλάβρυτα, Καισαριανή, όπως και να ονομάζονται οι διάφοροι τόποι, όταν ο Γερμανός πολίτης επισκέπτεται αυτά τα μνημεία της ναζιστικής θηριωδίας αισθάνεται ντροπή μπροστά στη συμφιλιωτική διάθεση των Ελλήνων. Αυτό θα πρέπει να αναλογίζεται όποιος προσπαθεί, χρησιμοποιώντας νομικά προσχήματα, να θεωρήσει το θέμα οριστικά λήξαν».
Το δημοσίευμα είχε προκληθεί από τη ρηματική διακοίνωση της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου το 1995 προς το Βερολίνο, με την οποία έθετε τις ελληνικές διεκδικήσεις. Από τότε, το ζήτημα μπήκε στο ράφι. Το επανέφερε στο τραπέζι ο Τσίπρας κατά τη διάρκεια των πρόσφατων συνομιλιών του με τη Μέρκελ. Κι αυτό έχει σημασία, παρότι χρησιμοποίησε βελούδινη διατύπωση, χαρακτηρίζοντας το θέμα «πρωτίστως ηθικό» και αποφεύγοντας να αναφερθεί στην προφανή υλική διάστασή του.
Η καγκελάριος παρέμεινε στον ισχυρισμό ότι το ζήτημα αυτό έχει κλείσει, αλλά στο πολιτικό επίπεδο η γερμανική άρνηση εμφανίζει ήδη τα πρώτα ρήγματα. Δεν είναι πλέον μόνο ο γνωστός μικρός κύκλος Γερμανών διανοουμένων που υποστηρίζει τις ελληνικές διεκδικήσεις. Την ίδια θέση υιοθέτησε το τελευταίο διάστημα και το αριστερό κόμμα Die Linke. Το σημαντικότερο είναι ότι ο κύκλος διευρύνεται. Ακόμα και στελέχη του συγκυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ζητούν δημοσίως από την κυβέρνησή τους να αλλάξει στάση.
Από νομικής απόψεως, η ισχυρότερη ελληνική διεκδίκηση είναι η έντοκη αποπληρωμή του αναγκαστικού δανείου. Υπενθυμίζουμε ότι στις 14-3-1942, στην ιταλογερμανική διάσκεψη της Ρώμης, αποφασίσθηκε η Ελλάδα να πληρώνει στη γερμανική και στην ιταλική διοίκηση 1,5 δισ δραχμών το μήνα για τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Σε λίγο το 1,5 δισ αυξήθηκε σε 8 δισ το μήνα και σύντομα καταργήθηκε το όριο. Οι κατοχικές δυνάμεις εισέπρατταν ό,τι ήθελαν, παραβιάζοντας τα προβλεπόμενα από τον Διεθνή Κανονισμό της Χάγης του 1889 και του 1907.
Στη διάσκεψη της Ρώμης αποφασίσθηκε επίσης οι δυνάμεις του Άξονα να μπορούν να αντλούν πόρους από την Ελλάδα με τη μορφή αναγκαστικού δανείου για να χρηματοδοτούν τις πολεμικές επιχειρήσεις τους σε άλλα μέτωπα, στη Σοβιετική Ένωση και στην Αφρική. Με την υπογραφή σχετικής σύμβασης το αναγκαστικό δάνειο μετατράπηκε σε συμβατικό. Την ύπαρξη του κατοχικού δανείου (και των άλλων οφειλών) αναγνώρισε ο πληρεξούσιος του Βερολίνου στην Ελλάδα Φον Γκρέβενιτζ με επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη τον Οκτώβριο 1944.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδας, οι καταβολές προς το Γ’ Ράιχ, αφαιρουμένων των εξόδων συντήρησης του γερμανικού στρατού κατοχής, ανέρχονται στο ποσό των 1.530.033.302.528.820 δραχμών. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό. Πριν το αναγκαστικό δάνειο, οι δυνάμεις κατοχής είχαν κυκλοφορήσει κάλπικα νομίσματα, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να εξαναγκάζουν εμπόρους σε αγοραπωλησίες που στην πραγματικότητα ήταν αρπαγή.
Η καταλήστευση της ελληνικής οικονομίας συμπληρώθηκε με πολλές ακόμα αυθαιρεσίες. Κατάσχεσαν την πλειοψηφία των μετοχών δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, μέσω του κλήρινγκ, άρπαξαν μεταλλεύματα, τρόφιμα και κάθε είδους εμπορεύματα. Ο Μουσολίνι έφθασε να πει ότι «ο Χίτλερ πήρε από τους Έλληνες ακόμα και τα κορδόνια των παπουτσιών τους»! Το αποτέλεσμα της καταλήστευσης ήταν ο αχαλίνωτος πληθωρισμός και η πλήρης κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Τον Μάρτιο 1942, όταν κορυφώθηκε ο λιμός μόνο στην Αθήνα πέθαιναν από πείνα πάνω από 400 άτομα την ημέρα.
Παρότι η ηττημένη Γερμανία ευνοήθηκε γενναιόδωρα από τους νικητές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν ανταποκρίθηκε στην ηθική και συμβατική υποχρέωσή της προς την Ελλάδα. Ακολούθησε παρελκυστική τακτική, παραπέμποντας την ικανοποίηση των ελληνικών διεκδικήσεων μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Όταν αυτή πραγματοποιήθηκε, το Βερολίνο ισχυρίζεται ότι το θέμα έχει κλείσει.
Ο ΠΡΩΤΟΣ γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι το ζήτημα έχει κλείσει με υπογραφή του Καραμανλή το 1960 και την καταβολή εκ μέρους της Γερμανίας 115 εκατ. μάρκων. Η αλήθεια είναι πως για να επιτύχουν την αποφυλάκιση του δημίου των 54.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης Μαξ Μέρτεν, που είχε καταδικαστεί σε 25 χρόνια φυλάκιση, η γερμανική κυβέρνηση κατέβαλε 115 εκατ μάρκα ως αποζημίωση, την οποία «δικαιούνται Έλληνες υπήκοοι διωχθέντες από 6 Απριλίου 1941 μέχρι τέλους του 1945, υπό οργάνων του γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος δια λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστικήν κοσμοθεωρίαν». Δηλαδή για αποζημίωση κυρίως των Εβραίων θυμάτων του Γ’ Ράιχ.
Για να μην υπάρξει, μάλιστα, η οποιαδήποτε παρεξήγηση, σε επιστολή του (αποτελεί μέρος της συμφωνίας) προς τον υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας ο Έλληνας πρεσβευτής στη Βόννη Θωμάς Υψηλάντης αναφέρει: «(η Ελλάδα) επιφυλάσσεται εντούτοις όπως προβάλη νέας απαιτήσεις, αίτινες προέρχονται εξ εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής». Με άλλα λόγια, η Αθήνα δεν έχει ποτέ παραιτηθεί από τις αξιώσεις της, κάτι που ομολογεί και η Γερμανία σε απαντητική ρηματική διακοίνωσή της στις 31-3-1967.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι μετά από τόσες δεκαετίες, οι ελληνικές διεκδικήσεις έχουν χάσει τη νομιμοποιητική τους βάση. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όμως, τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται. Ειδικά για το κατοχικό δάνειο υπάρχει σύμβαση που δεσμεύει τη Γερμανία. Ας σημειωθεί ότι η ναζιστική Γερμανία είχε αρχίσει να πληρώνει τις δόσεις γι’ αυτό το δάνειο.
Το ζήτημα των αποζημιώσεων ετέθη από την ελληνική πλευρά στη Διάσκεψη των Παρισίων (τέλη 1945-αρχές 1946). Η διάσκεψη είχε προσδιορίσει κατά προσέγγιση το ύψος των αποζημιώσεων προς την Ελλάδα σε 7,5 δισ. δολάρια. Η συμφωνία του Λονδίνου το 1953 δεν χάρισε στη Γερμανία τις οφειλές λόγω πολεμικών αποζημιώσεων. Απλώς τις πάγωσε έως την υπογραφή συμφώνου ειρήνης μεταξύ της ηττημένης και των νικητών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για να μπορέσει η Γερμανία να ανακάμψει οικονομικά.
Μετά την επανένωση της Γερμανίας (31-8-1990) με την υπογραφή της “Συνθήκης 2+4″, το εμπόδιο έχει εκλείψει. Πολύ περισσότερο που η ηττημένη του πολέμου είναι η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης. Το Βερολίνο, όμως, αντιστρέφει την πραγματικότητα και επικαλείται τη Συνθήκη 2+4 για να υπεκφύγει, ισχυριζόμενο αυθαιρέτως ότι το θέμα των αποζημιώσεων έχει γενικά κλείσει.
Εάν το ζήτημα των αποζημιώσεων είχε χάσει τη νομιμοποιητική του βάση και είχε κλείσει, γιατί τον Μάιο 2013 το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών με υπογραφή Σόιμπλε ανέλαβε την υποχρέωση πρόσθετης αποζημίωσης των Εβραίων που επέζησαν του Ολοκαυτώματος; Στους Εβραίους δόθηκαν 772 εκατομμύρια ευρώ για παροχή ιατρικής φροντίδας, καθώς και σύνταξη για το υπόλοιπο του βίου τους ύψους 300 ευρώ το μήνα! Ας σημειωθεί ότι και το 2000, η κυβέρνηση Σρέντερ είχε αποζημιώσει εκατοντάδες χιλιάδες ομήρους που είχαν μαρτυρήσει στα ναζιστικά στρατόπεδα.
Ο ΤΡΙΤΟΣ γερμανικός ισχυρισμός είναι ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης το 2012 έκλεισε οριστικά το θέμα των αποζημιώσεων. Η αλήθεια είναι πως εκείνη η απόφαση αναγνώρισε την ετεροδικία, αλλά δεν αναφέρει πουθενά ότι οι αποζημιώσεις είναι αβάσιμες. Αντίθετα, αναγνωρίζει ότι το ζήτημα δεν παραγράφεται κι ότι αποτελεί διακρατική διαφορά, για την επίλυση της οποίας προτρέπει τα κράτη να συνεργαστούν. Υπενθυμίζουμε ότι η δίκη εκείνη αφορούσε την προσπάθεια των κατοίκων του Διστόμου να αποζημιωθούν μέσω απόφασης ιταλικού δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, αφορούσε διεκδικήσεις ιδιωτών κι όχι του ελληνικού κράτους.
Τον Οκτώβριο 2014, μάλιστα, το ιταλικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφαίνεται πρώτον ότι η ετεροδικία δεν ισχύει όταν πρόκειται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και δεύτερον ότι πολίτες μπορούν να εγείρουν ατομικές αξιώσεις εναντίον κράτους. Η απόφαση αυτή των Ιταλών δικαστών ανοίγει νέους δρόμους για τη δικαίωση των θυμάτων του ναζισμού.
Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ γερμανικός ισχυρισμός είναι πολιτικός κι όχι νομικοφανής. Προσπαθεί να αποδώσει τις ελληνικές διεκδικήσεις στην κρίση και ειδικότερα σε μία προσπάθεια της Αθήνας να συμψηφίσει τις αποζημιώσεις με τις οφειλές προς τη Γερμανία. Είναι αλήθεια ότι πιεζόμενες από τη γερμανική διπλωματία οι ελληνικές κυβερνήσεις ολιγώρησαν. Καμία εξ αυτών, όμως, δεν παραιτήθηκε απ’ αυτές. Εάν είχε συμβεί αυτό το Βερολίνο θα είχε, βεβαίως, προσκομίσει το σχετικό έγγραφο.
Η επαναφορά του ζητήματος του κατοχικού δανείου και των αποζημιώσεων από την κυβέρνηση Τσίπρα μπορεί να συμπίπτει χρονικά με τις διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με την Ευρωζώνη, αλλά ποτέ η Αθήνα δεν συνέδεσε τα δύο αυτά ζητήματα.
Ο ΠΕΜΠΤΟΣ γερμανικός ισχυρισμός είναι αβάσιμος σε βαθμό γελοιότητας. Ισχυρίζονται ότι τα κοινοτικά κονδύλια που έλαβε η Ελλάδα από την ΕΕ είναι μία μορφή αποζημίωσης! Τα κοινοτικά κονδύλια δεν είναι βεβαίως, γερμανικά χρήματα και ούτε έχουν την παραμικρή σχέση με τις αποζημιώσεις για τα ναζιστικά εγκλήματα. Γι’ αυτό και κοινοτικά κονδύλια έλαβαν χώρες-μέλη που δεν συμμετείχαν στον πόλεμο, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Το προφανές επιβεβαιώνεται και από απάντηση της Κομισιόν το 1995 σε σχετική ερώτηση του τότε ευρωβουλευτή Αλαβάνου.
Η πιο πρόσφατη προσπάθεια του Βερολίνου να προβάλει ένα επιχείρημα προήλθε από διαρροή στην εφημερίδα Die Welt. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της, στον υπ’ αριθμόν R27320 φάκελο του (γερμανικού) υπουργείου Εξωτερικών υπάρχει έγγραφο που αναγνωρίζει «γερμανικό υπόλοιπο χρέους ύψους 476 εκατομμυρίων… Δεν πρόκειται, όμως, ούτε για δάνειο, ούτε για πίστωση, αλλά απλώς για ποσό που έχει υπολογιστεί»!
Ειδικά μετά τη συγκέντρωση και την ταξινόμηση όλων των επισήμων εγγράφων που συνδέονται με το κατοχικό δάνειο και τις κάθε είδους αποζημιώσεις, οι ελληνικές διεκδικήσεις είναι όχι μόνο ηθικά ισχυρές, αλλά και νομικά τεκμηριωμένες.
Αυτό που πρέπει να προσδιορισθεί με διμερείς διαπραγματεύσεις είναι το ύψος των οφειλών της Γερμανίας αφενός λόγω του κατοχικού δανείου αφετέρου λόγω των αποζημιώσεων. Η Επιτροπή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για το κατοχικό δάνειο εκτιμάει το ύψος της γερμανικής οφειλής στα 11 δισ ευρώ.
Η εκτίμηση θεωρήθηκε πολύ χαμηλή, αφού σύμφωνα με άλλους μάλλον μετριοπαθείς υπολογισμούς το ύψος της οφειλής κυμαίνεται γύρω στα 60 δισ ευρώ. Ο υπολογισμός, ωστόσο, είναι υπόθεση μίας επόμενης φάσης. Πρώτα, το Βερολίνο πρέπει να υποχρεωθεί να αναγνωρίσει την οφειλή του και στη συνέχεια να διαπραγματευθεί το ύψος της. Το ίδιο ισχύει και για τις κάθε είδους αποζημιώσεις, το ύψος των οποίων υπολογίζεται ότι είναι αρκετά πάνω από 100 δισ.
Η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς (1997) για την αποζημίωση των κατοίκων του Διστόμου, την οποία επικύρωσε και κατέστησε τελεσίδικη η απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου (2000) άνοιξε τον δρόμο για τις διεκδικήσεις ιδιωτών και επανέφερε στο προσκήνιο το ευρύτερο ζήτημα των ελληνικών διεκδικήσεων.
Από τότε, όμως, έχουμε αλλάξει και φάση και γήπεδο. Η μπάλα έχει φύγει από τα χέρια των ιδιωτών. Την υπόθεση αναλαμβάνει πλέον το κράτος, εάν κρίνουμε τουλάχιστον από τις διακηρύξεις της κυβέρνησης Τσίπρα. Η δήλωσή του ενώπιον της Μέρκελ για πρωτίστως ηθικό ζήτημα άφησε πικρή γεύση, αλλά δεν αλλάζει ούτε κατά κεραία την ισχύ των ελληνικών διεκδικήσεων.
Το νεοαποικιακού χαρακτήρα σύμφωνο ελληνογερμανικής συνεργασίας, που υπέγραψαν οι Γιώργος Παπανδρέου και Άγκελα Μέρκελ τον Μάιο 2010, και που επέτρεψε στον Γερμανό υφυπουργό Φούχτελ να αλωνίζει την Ελλάδα δεν είναι ο τρόπος για να εκκαθαρισθεί το ναζιστικό παρελθόν. Ούτε, βεβαίως, το “Γερμανοελληνικό Ταμείο για το Μέλλον” (με προϋπολογισμό ένα εκατ ευρώ!), στόχος του οποίου είναι –κατά ομολογία του ίδιου του Γερμανού πρεσβευτή Πέτερ Σόοφ– «την αναζήτηση ενδεδειγμένων δράσεων για την επεξεργασία του παρελθόντος»! Με άλλα λόγια στόχος του είναι να χρηματοδοτήσει το ξαναγράψιμο της ιστορίας.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου