Κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο το σηκώνω με την ελπίδα ότι θα είναι για δουλειά. Μετά από λίγο προσγειώνομαι στην πραγματικότητα: συνήθως είναι από το τμήμα πωλήσεων κάποιας τηλεφωνικής εταιρείας.
Κάθε φορά που με ρωτάνε αν βρήκα δουλειά, η ίδια αμηχανία. Προτιμώ να μη σκέφτομαι την κατάστασή μου γιατί απελπίζομαι. Φοβάμαι το αύριο. Απασχολώ το μυαλό μου με ζητήματα της καθημερινότητας και πέφτω για ύπνο πολύ κουρασμένος, ώστε να κοιμηθώ αμέσως. Μόνο καμιά φορά, όταν η αϋπνία επιμένει και σηκώνομαι για τσιγάρο, έρχεται στο μυαλο μου αυτό που φοβάμαι. Σε συνεντεύξεις για δουλειά ρωτούν καμιά φορά τον υποψήφιο πώς φαντάζεται τον εαυτό του σε πέντε χρόνια. Εγώ τον φαντάζομαι πιο φτωχό και πιο μόνο.
Τουλάχιστον είμαι ακόμα ζωντανός. Άνθρωποι της ηλικίας μου φεύγουν προδομένοι απ΄ την καρδιά τους, στον αγώνα για το μεροκάματο ή για μια θέση εργασίας.
Κάποιοι μιλούν για τους νέους που κάθονται όλη μέρα στις καφετέριες και αναρωτιέμαι σε ποια χώρα ζουν. Γιατί εγώ τους νέους τους βλέπω στην ουρά του Ο.Α.Ε.Δ., άλλοτε να μοιράζουν φυλλάδια για δύο ευρώ την ώρα, να πέφτουν θύματα απατεώνων που εκμεταλλεύονται την ανάγκη τους για δουλειά, να μεταναστεύουν μαζικά. Κάποιοι άλλοι λένε ότι όποιος θέλει να δουλέψει βρίσκει δουλειά. Επιτέλους, κλείστε την τηλεόραση και μιλήστε με τα παιδιά σας.
Μας φτάσαν στο σημείο μετά από χρόνια σπουδών να μην μπορούμε να ελπίσουμε ούτε σε μια θέση πωλητή, να ντρεπόμαστε να μιλήσουμε για τη ζωή μας, να φοβόμαστε να κάνουμε όνειρα. Μας σκοτώνουν σιγά σιγά. Αύριο θα έρθει η σειρά σας και δεν θα υπάρχει κανείς να σας ακούσει.
Μια χώρα που σκοτώνει τα παιδιά της είναι καταδικασμένη να αφανιστεί. Κάθε νέος άνθρωπος που βυθίζεται στην απελπισία και είτε φεύγει απ΄ τη ζωή είτε φυτοζωεί περιμένοντας τον θάνατο, είναι ένα κομμάτι της χώρας που πεθαίνει, μια ψηφίδα απ΄ το μέλλον που χάνεται για πάντα, η αυγή μιας καινούριας μέρας που δεν θα ΄ρθει ποτέ. Κι αυτό δεν έχει δικαίωμα κανείς να το ξεχνά.
Νίκος , 36 ετών χρ.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου