Δρ. Ιωάννης Παρίσης
Υποστράτηγος ε.α.
Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης
Η Μικρασιατική εκστρατεία, παρά το γεγονός ότι στη διάρκειά της γράφτηκαν σελίδες ηρωισμού και δόξας, αποτελεί ένα εν πολλοίς παραμελημένο τμήμα της εθνικής μας ιστορίας, διότι συνοδεύτηκε από την ήττα και την καταστροφή. Ωστόσο, ο εθνικός φρονηματισμός δεν επέρχεται μόνο μέσα από τα ευτυχή ιστορικά γεγονότα αλλά, ίσως περισσότερο, από τα σφάλματα και τις αποτυχίες. Διότι η ιστορική αλήθεια αποτελεί κατά τον Πλούταρχο την «καλλίστην παιδείαν προς αληθινόν βίον». Πράγματι, η Mικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή του Ελληνισμού της Ιωνίας που επακολούθησε, εμπεριέχουν πλούσια διδάγματα για όλους τους Έλληνες και για όλες τις εποχές.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα επιχειρηθεί να διατυπωθούν κάποιες σκέψεις, σε όση έκταση επιτρέπει ένα άρθρο, για τα σημεία εκείνα που αποτελούν διαπιστώσεις και συμπεράσματα, τόσο από στρατιωτικής όσο και από πολιτικής απόψεως για την περίοδο εκείνη. Επιδίωξη είναι να επισημανθούν τα στοιχεία εκείνα που αποτέλεσαν την γενεσιουργό αιτία της κατάρρευσης, τα οποία δυστυχώς και σήμερα πολλές φορές παρατηρούμε, κυρίως σε ότι αφορά στην ανάμιξη της πολιτικής στις ένοπλες δυνάμεις. Πρέπει εξ αρχής να επισημάνουμε ότι στον πόλεμο – τον οποίο διεξάγει η στρατηγική – η πολιτική δεν είναι αμέτοχη αλλά αντιθέτως επεμβαίνει σε κάθε φάση καθοδηγώντας, υποστηρίζοντας και ενισχύοντας την πρώτη, η οποία έχει την ευθύνη της υλοποίησης των σκοπών της δεύτερης. Με αυτή τη βασική προϋπόθεση μπορούμε να εξετάσουμε τις μεταπτώσεις του πολύπτυχου μικρασιατικού δράματος, ώστε να εξαγάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα και διδάγματα με αντικειμενικότητα.
Η απόβαση στη Σμύρνη και η ανάπτυξη του μετώπου
Στις 14 Ιανουαρίου 1844, ο Ιωάννης Κωλέττης διατύπωσε αυτό που έμεινε στη νεότερη ελληνική ιστορία ως «Μεγάλη Ιδέα» και αποτέλεσε το όραμα μέσω του οποίου, στις επόμενες δεκαετίες, αλλά κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα, πραγματοποιήθηκε η απελευθέρωση ελληνικών εδαφών και πληθυσμών που παρέμεναν υπό την τουρκική κατοχή. Με το όραμα αυτής της Μεγάλης Ιδέας βρέθηκαν οι Έλληνες τον Μάιο του 1919 στη Σμύρνη, ξεκινώντας μια φιλόδοξη εκστρατεία που όμως αποδείχθηκε υπέρτερη των πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών δυνατοτήτων του τότε ελληνικού κράτους. Σήμερα, 90 χρόνια μετά, είναι δυνατή μια ωριμότερη και αντικειμενικότερη προσέγγιση των γεγονότων και η αναζήτηση, όσο αυτό είναι δυνατόν, των αιτίων που τα δημιούργησαν.
Την άνοιξη του 1919, μέσα σε ένα κλίμα διάλυσης των υπολειμμάτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ελέγχου της από τις Μεγάλες Δυνάμεις, η κατάσταση στη δυτική Μ. Ασία ήταν έκρυθμη με συνεχώς αυξανόμενη την ένταση στις σχέσεις των Ελλήνων και των Τούρκων της περιοχής. Οι πρώτοι έβλεπαν – ή ήθελαν να πιστεύουν – ότι πλησίαζε η ώρα της εθνικής ολοκλήρωσης και της ένωσης με την Ελλάδα. Οι δεύτεροι ανήσυχοι για τα μελλούμενα, δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη στις καλές προθέσεις των Ελλήνων. Από την άλλη πλευρά αντιμετωπιζόταν και η επιθετική πολιτική της Ιταλίας η οποία αποβίβαζε ήδη στρατεύματα απέναντι από τα Δωδεκάνησα (10 Απριλίου 1919) και προχωρούσε προς το εσωτερικό της Μ. Ασίας, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυε τη ναυτική παρουσία της στη Σμύρνη.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση Αγγλία και Γαλλία, προκειμένου να αποφύγουν να βρεθούν προ τετελεσμένων γεγονότων εκ μέρους της Ιταλίας, αποφασίζουν, στις 29 Απριλίου 1919, να δώσουν την εντολή στην Ελλάδα για απόβαση στη Σμύρνη. Όπως τόνιζε τότε ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόϊντ Τζόρτζ, «ο μόνος τρόπος να τους εμποδίσουμε (σ.σ. τους Ιταλούς), είναι να λύσουμε το ταχύτερο το ζήτημα των εντολών, και αμέσως το ζήτημα της κατοχής (…). Πρέπει να αφήσουμε τους Έλληνες να καταλάβουν τη Σμύρνη. Αρχίζουν εκεί σφαγές και κανένας δεν μπορεί να προφυλάξει τον ελληνικό πληθυσμό».
Η απόφαση του Βενιζέλου να δεχθεί την εντολή απόβασης ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη το Μάιο του 1919, δικαιώθηκε μεταγενέστερα, θεωρητικά τουλάχιστον, από τη Συνθήκη των Σεβρών, που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 28 Ιουλίου 1920. Είναι αλήθεια ότι η συνθήκη εκείνη απεδείχθη άγραφο χαρτί, αφού εκείνοι που την υπέγραψαν την απαρνήθηκαν πολύ σύντομα. Παράλληλα, απεδείχθη για μεν την Ελλάδα ένα υπνωτικό φάρμακο, για δε την Τουρκία διεγερτικό του εθνικού αισθήματος που βρισκόταν εν υπνώσει.
Ωστόσο, είναι εξίσου αληθές ότι κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει την παλινωδία αυτή των Συμμάχων. Η Συνθήκη όμως αυτή αποτέλεσε το προπέτασμα της αντιζηλίας των Μεγάλων και ιδίως της Αγγλίας και της Γαλλίας. Όμως η αντιζηλία αυτή θα μπορούσε να αποβεί σωσίβιο της πολιτικής της Ελλάδας, αρκεί να υπήρχε εύστοχος χειρισμός της.
Ο Βενιζέλος καλώς διέκρινε ότι έπρεπε να προσεγγίσει την Αγγλία, η οποία αναζητούσε ένα πιστό δορυφόρο της πολιτικής της στην Ανατολή. Η Αγγλία κατόρθωσε, αφενός μεν να διατηρήσει τον κεμαλισμό σε σπαργανώδη κατάσταση επί ενάμισι έτος, αφετέρου δε, όταν το έκρινε σκόπιμο, να φέρει τον ελληνικό στρατό από τις Σάρδεις στην Προύσα και το Τσεντίς και να εξουθενώσει το έως τότε οργανωτικό έργο του Κεμάλ, σε εποχή μάλιστα κατά την οποία ο εμφύλιος πόλεμος συντάραξε την Τουρκία. Η μάχη του Χαν (14 Οκτωβρίου 1920) διέλυσε και τις δύο νεοσύστατες μεραρχίες τακτικού στρατού του Κεμάλ, το κίνημα του οποίου, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, που διήρκεσε από τον Απρίλιο 1920 μέχρι τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, βρισκόταν σχεδόν σε κατάσταση εκμηδένισης. Ωστόσο, η ισχυρή θέληση του Κεμάλ επεβλήθη και έτσι το κίνημά του εξήλθε τελικά ενισχυμένο, ακριβώς τη στιγμή που συνέβαινε η μεταπολίτευση στην Ελλάδα, μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, με τις οποίες ο Βενιζέλος έχασε την εξουσία.
Οι εκλογές αυτές αποφασίσθηκαν από τον τότε πρωθυπουργό, όταν θεώρησε ότι το άστρο του μεσουρανούσε μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών. Μεγάλο σφάλμα του Βενιζέλου, που δεν αντέχει σε κριτική και μόνο ως επιστέγασμα της κακής μοίρας της Ελλάδας μπορεί να γίνει δεκτό. Παράλληλα, αποτέλεσε τον από μηχανής θεό για τον Κεμάλ. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το κλίμα μέσα στο οποίο διεξήχθησαν οι εκλογές εκείνες. Δύο ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, στις 30 Ιουλίου 1920, γίνεται απόπειρα δολοφονίας του Έλληνα πρωθυπουργού στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών, στο Παρίσι. Επίδοξοι δολοφόνοι δύο απότακτοι Έλληνες αξιωματικοί, ένας του Στρατού και ένας του Ναυτικού, οι οποίοι συλλαμβάνονται επί τόπου. Την επομένη, στην Αθήνα είχε εσφαλμένα διαδοθεί η είδηση ότι ο Βενιζέλος ήταν νεκρός. Μέσα σε ένα κλίμα έντασης και πολιτικών παθών, εκτελείται – στην πραγματικότητα δολοφονείται – στην Αθήνα, από βενιζελικά στοιχεία, ένας σπουδαίος Έλληνας με πλούσια εθνική δράση, ο Ίων Δραγούμης.
Ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές πριν προλάβει να ολοκληρώσει το έργο του, εγκαταλείποντας στη διάδοχη κατάσταση σημαντικά προβλήματα, κυρίως στις σχέσεις της χώρας με τους Συμμάχους. Θα πρέπει να δεχθούμε ότι το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν δηλωτικό των διαθέσεων του λαού εναντίον της παράτασης της Μικρασιατικής εκστρατείας. Φαίνεται ότι ο Βενιζέλος πίστευε, όπως αργότερα βεβαίωνε, ότι η Ελλάδα ήταν αρκούντως ισχυρή ώστε να φέρει σε πέρας την αποστολή που της ανέθεσαν οι Σύμμαχοι και να επιβάλει στην Τουρκία τους όρους της ειρήνης, παρά την έκδηλη αντίδραση της Ιταλίας και την κεκαλυμμένη της Γαλλίας. Και αυτό διότι πίστευε ακράδαντα ότι θα εύρισκε ασφαλές έρεισμα στην πολιτική και στρατιωτική υποστήριξη της Αγγλίας. Στην πραγματικότητα, ο μόνος ουσιαστικός υποστηρικτής του ήταν ο Λόϊντ Τζόρτζ, χωρίς ωστόσο να συμμερίζεται τις απόψεις του το σύνολο του βρετανικού κατεστημένου. Έτσι, ο Βενιζέλος παραμέρισε κάθε ορθολογιστική άποψη περί του αντιθέτου.
Όπως γράφει ο στρατηγός Ξενοφών Στρατηγός («Η Ελλάς εν Μ. Ασία»), όταν τον Ιανουάριο 1915, ο τότε Υπαρχηγός του Επιτελείου Ιωάννης Μεταξάς, σε συζήτηση με τον Βενιζέλο πάνω σε σχέδιο Μικρασιατικής εκστρατείας, αφού ανέπτυξε τα δεδομένα της κατάστασης και έπεισε τον συνομιλητή του, με λογικά και ακαταμάχητα επιχειρήματα, ότι μια τέτοια επιχείρηση δεν συνέφερε την Ελλάδα, έλαβε την απάντηση: «Γνωρίζω κύριε Μεταξά ότι η πολιτική μου είναι τυχοδιωκτική, αλλά λαμβάνω υπ’ όψιν μου και τον αγαθόν μου αστέρα».
Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1920
Η κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη, του Λαϊκού κόμματος, που προήλθε από τις εκλογές, προκήρυξε αμέσως δημοψήφισμα για την επάνοδο του Βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος επέστρεψε πανηγυρικά στις 6 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Όμως η νέα κυβέρνηση δεν αντελήφθη ότι η Μικρασιατική πολιτική της χώρας είχε καταντήσει ουτοπία, αφού δεν ήταν πλέον δυνατός ο έλεγχος της Μ. Ασίας από τον εξουθενωμένο στρατό, ενώ παράλληλα είχαν εγκαταλειφθεί τα σχέδια των «Μεγάλων» για διαμελισμό της Τουρκίας και επομένως είχε αρθεί η συμμαχική υποστήριξη.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος, σε ομιλία του στις 30 Μαρτίου 1932 στη Βουλή, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις εις βάρος του κατηγορίες για τους χειρισμούς του το 1920, είπε: «Το Λαϊκόν κόμμα ατυχώς, ούτε να αντιμετωπίσει το ύψος των περιστάσεων ήτο παρεσκευασμένον ούτε το στοιχειώδες θάρρος είχε, μετά την επιτυχίαν του, να φανεί συνεπές προς εαυτό, εγκαταλείπον, ως ήτο εύκολον, κατόπιν συμφωνίας με τον Κεμάλ πασσάν, την Μικρά Ασίαν και διατηρούν την Ανατολικήν Θράκην, φροντίζον δε, από κοινής επίσης συννενοήσεως, να γίνει κανονική η ανταλλαγή των πληθυσμών, συναποκομιζόντων και τα τελευταία στοιχεία του κινητού των πλούτου. Αντί τούτου διέπραξε το πολιτικόν λάθος να επιμείνη εις την εφαρμογήν της ιδικής μου πολιτικής, εις τη οποία δεν επίστευε, την οποία κατήγγειλε προς τον ελληνικόν λαόν ως δημιούργημα εξάλλου φαντασίας».
Επίσης, σε επιστολή του που δημοσιεύθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1934, γράφει για τους πολιτικούς του αντιπάλους: «Το πραγματικόν δίλημμα προ του οποίου ετέθησαν άμα τη εγκαταστάση των εις την αρχήν, ήτο τούτο: Ή να σεβασθούν τας δύο απειλητικάς διακοινώσεις των δυνάμεων και να μη επαναφέρουν εις τον θρόνον τον έκπτωτον βασιλέα (…) και να επιδιώξουν την επιβολήν της Συνθήκης των Σεβρών(…). Ή αφού εθυσίαζαν τα πάντα εις τον πόθον της επαναφοράς του Κωνσταντίνου, να είναι τουλάχιστον λογικοί και να δεχθούν τας συνεπείας της αποφάσεώς των αυτής. (…) Και η κυριώτερη θυσία που επεβάλλετο (…) ήτο η οριστική εγκατάλειψις της Μικράς Ασίας, συμφωνουμένης της ειρηνικής ανταλλαγής των πληθυσμών. Οι μετανοεμβριανοί (σ.σ. εννοεί μετά τις εκλογές της 1/11/20) κυβερνήται είχαν καθήκον να ζητήσουν από τον λαόν να συναινέση εις την θυσίαν αυτήν, δια να προλάβουν τας απείρως μεγαλειτέρας συμφοράς, εις τας οποίας τυφλοί μόνον δεν έβλεπαν ότι ωδηγούμεθα, ακολουθούντες αυτοτελειακήν πολιτικήν και συνεχίζοντες τον πόλεμον με την Τουρκίαν, τελείως απομονωμένοι». Καταλήγει μάλιστα στο ίδιο κείμενο αναφερόμενος στους έξη εκτελεσθέντες: «…τούτο έφερε την καταστροφήν, δια την οποίαν η ευθύνη των μετανοεμβριανών κυβερνητών είναι τόσον μεγάλη, ώστε να δικαιολογήται η σκέψις της ανεγέρσεως εκκλησίας επί του τάφου της σκληράς τιμωρίας των, όπως εντός αυτού ημέραν και νύκτα προσεύχεται ο ιερεύς διά να συγχωρεθούν εις τον άλλον τουλάχιστον κόσμον τα προς την Ελλάδα αμαρτήματα αυτών…»
Στον στρατιωτικό τομέα, ο νέος Αρχιστράτηγος Παπούλας, που ανέλαβε στη θέση του παραιτηθέντος Στρατηγού Παρασκευόπουλου, υπακούοντας σε έξωθεν υποδείξεις, αντικατέστησε τους ικανούς και δοκιμασμένους διοικητές μεγάλων μονάδων με απειροπόλεμους απότακτους, πολλοί από τους οποίους βρίσκονταν εκτός στρατεύματος από το 1917. Εκείνοι που είχαν εκκαθαρισθεί από τους Βενιζελικούς το 1917 επανήλθαν και έγιναν προσπάθειες να επανέλθει η αρχαιότητά τους. Οι Βενιζελικοί αξιωματικοί δεν εκκαθαρίσθηκαν, άλλαξαν όμως οι διοικήσεις των μονάδων και μερικοί αξιωματικοί παραιτήθηκαν ή παρεμποδίσθηκαν από το πάρουν θέσεις στην πρώτη γραμμή. Αυτές οι αλλαγές είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση του ηθικού του στρατεύματος, σε μια περίοδο που η διεθνής κατάσταση άλλαζε σε βάρος της Ελλάδας.
Τον Μάρτιο 1921 η κατάσταση συνοψίζεται στην πλήρη αδιαλλαξία του Κεμάλ, μετά την αποκατάσταση των σχέσεών του με τους Συμμάχους (Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία) και στην ανοικτή εχθρότητα των Γάλλων και Ιταλών και ευμενή συντηρητικότητα των Άγγλων, οι οποίοι επιθυμούσαν, ευχόντουσαν και ανέμεναν μια ελληνική επιτυχία για να υποστηρίξουν την Ελλάδα. Απομονωμένη η ελληνική κυβέρνηση, με μόνη διέξοδο την θεωρητική ευμένεια της Αγγλίας, έπρεπε να πολεμήσει προς τον Κεμάλ και να αγωνισθεί διπλωματικά προς τους Συμμάχους, με μόνο έρεισμα τη νίκη η οποία έπρεπε να επιδιωχθεί με κάθε μέσο.
Την ίδια περίοδο η κυβέρνηση Γούναρη (που εν τω μεταξύ από τον Ιανουάριο 1921 διαδέχθηκε την κυβέρνηση Ράλλη) προσπαθεί να πείσει τον, ήδη απόστρατο, στρατηγό Ιωάννη Μεταξά να επανέλθει στο στράτευμα και να αναλάβει την αρχιστρατηγία στη Μικρά Ασία. Ο Μεταξάς, παρά τις επανειλημμένες πιέσεις, αρνείται, διατυπώνοντας τις αντιρρήσεις του για τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν και τις στρατιωτικές επιλογές, επισημαίνοντας: «Άλλωστε, μη λησμονείτε, ότι εγώ από πολλών ετών εξεφράσθην εναντίον της πολεμικής πολιτικής εν Μ. Ασία. Τότε δι’ αυτόν τον λόγον ήλθον εις ρήξιν με τον κ. Βενιζ΄λον. Και ήμουν εν υπηρεσία. Ήδη είμαι απόστρατος, και πρέπει να δεχθώ να επανέλθω εις υπηρεσίαν, ίνα δι’ αυτού βεβαιώσω τον ελληνικόν λαόν, ότι έχω πεποίθησιν, ότι δύναται να γίνει εκείνο, δια το οποίον άλλοτε είχα την εναντίαν πεποίθησιν, ενώ πράγματι και τώτα πιστεύω, ότι δεν δύναται να αχθή εις πέρας. Μα τι είδους άνθρωπος θα ήμουν τότε;»
Ωστόσο, τη στιγμή εκείνη επιβάλλονταν η λήψη μέτρων όπως: (α) Διατήρηση της εθνικής ενότητας μέσω της απονομής γενικής αμνηστίας. Αντ’ αυτής, τα πάθη οδήγησαν σε ενέργειες που δυσχέραιναν την κατάσταση. (β) Αντικατάσταση του Στρατηγού Παπούλα, ο οποίος είχε επιδείξει πλήρη ανεπάρκεια, τόσο στον στρατηγικό τομέα, δεδομένου ότι δεν διηύθυνε αποτελεσματικά τη μάχη, όσο και στον διοικητικό, εφόσον δεν είχε το σθένος να αποκρούσει την τοποθέτηση, με πολιτικά κριτήρια, ως διοικητών μεγάλων μονάδων αξιωματικών τελείως αδοκίμαστων που «έφθαναν από τας Αθήνας με τον διορισμόν των έτοιμον εις την μονάδα εκλογής των». (γ) Διατήρηση των εμπειροπόλεμων και ικανών στελεχών, έστω και πολιτικά αντιφρονούντων.
Τα μέτρα αυτά, αν λαμβάνονταν, ήταν δυνατόν να αποτελέσουν κινητήρια δύναμη για την επιτυχή κίνηση προς τα εμπρός. Αντί αυτών επελέγησαν μέτρα-τροχοπέδες. Αποτέλεσμα η στρατηγική αποτυχία της επιχείρησης προς Κιουτάχεια και η διαφυγούσα ευκαιρία καταστροφής του Κεμάλ, μετά την ουρανόπεμπτη νίκη της 8 Ιουλίου 1921 (Ακ Μπουνάρ – Ντερμέντ), κατά την οποία αφέθηκαν τα υπολείμματα του Κεμάλ να διαφύγουν ανενόχλητα, αντί της επιβαλλόμενης καταδίωξής τους, μέχρι της πλήρους εξουθένωσής τους. Προκειμένου δε να υπάρξει διέξοδος από το νέο αδιέξοδο, αποφασίζεται η προς Σαγγάριο επιχείρηση με επανάληψη των ίδιων σφαλμάτων και μάλιστα μεγεθυμένων. Η επιχείρηση αυτή (Αύγουστος 1921) που εκτελέσθηκε με βάση ένα ανεδαφικό σχέδιο, το οποίο και κακώς εφαρμόσθηκε, παρά τις αρχικές τακτικές επιτυχίες της, απέτυχε από στρατηγικής πλευράς. Τραγικό αποτέλεσμα, εκτός από τις μεγάλες απώλειες και την πτώση του ηθικού του στρατού, η ματαίωση πλέον κάθε ελπίδας για νίκη.
Μετά το Σαγγάριο – Η τελική φάση
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, αντί να ερευνηθεί η κρίσιμη αυτή στιγμή του Μικρασιατικού ζητήματος από κάθε πλευρά – πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική – και να αναζητηθεί η λύση που επιβαλλόταν από τις περιστάσεις, προς επίτευξη της νίκης, επικράτησε η μοιρολατρία και η αμοιβαία καχυποψία, με κυρίαρχη εξουσία εκείνους που από την Αθήνα κινούσαν τα νήματα τις πολιτικής αντιπαράθεσης και του διχασμού.
Η αποτυχία της μάχης του Σαγγαρίου είχε συντριπτικό αντίκτυπο στα μαχόμενα στρατεύματα που έβλεπαν, μαζί με την εξάντληση των προσπαθειών τους, να εκφεύγει και κάθε ελπίδα για τη νίκη επί του Μικρασιατικού πεδίου. Είναι δε προφανές ότι, όταν ένα στράτευμα απολέσει την ελπίδα για νίκη χάνει αυτομάτως και τη θέλησή του για αγώνα. Κατά συνέπεια είναι ήδη ηττημένο από τη στιγμή που θα θεωρήσει τον αγώνα μάταιο.
Η κυβέρνηση Γούναρη, αφού, μετά τις άλλες αποτυχίες, είδε να αποτυγχάνει και η επιχείρηση του Σαγγαρίου, βρέθηκε μπροστά σε πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο. Αλλά και από στρατιωτική άποψη η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο. Ο Αρχιστράτηγος Παπούλας, σε έκθεσή του της 8ης Σεπτεμβρίου 1921, κατέληγε: «Ο στρατός ημών κατόπιν εννεατούς πολέμου έχει υποστεί σοβαράν μείωσιν κυρίως από απόψεως στελεχών και δή των καλυτέρων, εξ ού η συνοχή εν τη δοικήσει έχει μειωθεί. Κατά τας δύο τελευταίας επιχειρήσεις ο στρατός εν τω συνόλω του υπήρξε αξιοθαύμαστος. Αλλ’ η αντίληψις της Στρατιάς είναι ότι δεν θα ήτο φρόνιμον να ζητήση τι πλέον παρ’ αυτού. Δια τους λόγους τούτους φρονώ, ότι επιβάλλεται η ταχεία περαίωσις της Μικρασιατικής εκστρατείας».
Μετά την αποχώρηση από τον Σαγγάριο (Σεπτέμβριος 1921) εισερχόμαστε στην τελική φάση της Μικρασιατικής εκστρατείας, που ολοκληρώθηκε με την κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο 1922. Ποια ήταν η κατάσταση του στρατεύματος; Το κύριο χαρακτηριστικό αποτελούσε η εισχώρηση του μικροβίου της πολιτικής μεταξύ των αξιωματικών και των οπλιτών. Απαράδεκτες επιλογές για προαγωγές, αποστρατείες, τοποθετήσεις προκάλεσαν δυσμενή κατάσταση στη διοίκηση των μονάδων.
Ο Στρατηγός Κοντούλης, διοικητής του Α’ΣΣ γράφει στον Αρχιστράτηγο στις 15 Οκτωβρίου 1921, ότι οι αξιωματικοί «ως εκ τούτου συνάγουσιν απογοητευτικά δια το μέλλον των (…) συμπεράσματα, μετά την πάροδον της εμπολέμου καταστάσεως. Το τοιούτον αποδίδεται εις το ότι όλας τας κεντρικάς θέσεις κατέχουν άτομα μηδέποτε μετασχόντα ουδεμιάς εκστρατείας, άτινα εισηγούνται παρά τοις αρμοδίοις την ισοπέδωσιν των αξιωματικών χάριν του ιδίου αυτών συμφέροντος».
Ο Στρατηγός Πολυμενάκος, διοικητής του Γ’ΣΣ, γράφει στις 19 Οκτωβρίου: «…υφίσταται γενική ισοπέδωσις των αξιωματικών, οπουδήποτε και αν υπηρετούσιν ούτοι. Αθρόαι επακολουθούσιν αιτήσεις αξιωματικών παντός βαθμού περί μεταθέσεών των εις το εσωτερικόν, διότι βλέπουσιν ότι ουδεμία απολύτως γίνεται διάκρισις μεταξύ εκείνων, οίτινες απολαύουσιν όλης της ραστώνης και χλιδής (…) και εκείνων οίτινες υφίστανται όλας τας ταλαιπωρίας και, ακαμάτως νυχθημερόν εργαζόμενοι, σφυρηλατούσι το μεγαλείον της πατρίδος ημών, ωδήγησαν το στράτευμα εις την δόξαν και την τιμήν (…).
Ανάλογη είναι και επιστολή του Αρχιστρατήγου Παπούλα, προς τον Υπουργό Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη, στις 15 Δεκεμβρίου 1921, στην οποία αναφέρει: «…φαινόμενα και ζητήματα οία το της απροθυμίας των αποτάκτων εις την συμμετοχήν των εις τας επιχειρήσεις, η επαναφορά συλλήβδην αποτάκτων και αποστράτων και προ πολλού χρόνου απομεμακρυσμένων προσώπων, άνευ αποχρώντων δια τους πλείστους εξ αυτών λόγους, η αδυναμία απασχολήσεως αξιωματικών εκ του εσωτερικού προ ετών νεμομένων τα αγαθά και την ευμάρειαν τούτου, η σύμπηξις ομάδων ανευθύνων τεινουσών να δημιουργήσωσι κράτος εν κράτει, (…) το γεγονός της στερήσεως και των στοιχειωδών μέσων συντηρήσεως και ανακουφίσεως των οπλιτών…»
Οι τρεις προαναφερθέντες στρατηγοί, που μαζί με άλλους αποτελούσαν το Συμβούλιο Αντιστρατήγων, ενεργούντες προς το συμφέρον του στρατεύματος, κατήρτισαν τους πίνακες προαγωγών με δικαιοσύνη και αμεροληψία, λαμβάνοντας υπόψη κυρίως την πολεμική δράση. Όμως, την Πρωτοχρονιά του 1922, έφθασε από την Αθήνα η είδηση ότι οι πίνακες προαγωγών ρίχθηκαν στον κάλαθο των αχρήστων και έγιναν αθρόες προαγωγές από την επετηρίδα προκειμένου να ικανοποιηθούν οι «ημέτεροι».
Υπήρχαν όμως και χειρότερα. Το μικρόβιο της αποστροφής προς το μαχόμενο μικρασιατικό μέτωπο, το οποίο θεωρούνταν «γάγγραινα» και «πυορροούσα πληγή», άρχισε σκόπιμα να μεταδίδεται στον μαχόμενο στρατό, με τη μορφή μιας τρομερής ηττοπάθειας ώστε μετά από λίγο όλοι οι οπλίτες να διακηρύσσουν ότι «δεν πάνε εμπρός». Άμεση συνέπεια η λιποταξία, συνδυαζόμενη συχνά με τη λεηλασία στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, που εξελίχθηκε σε μόνιμη κατάσταση. Σε 80.000 ανήλθαν οι λιποτάκτες που κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς έφθασαν μέχρι την Αμερική ή την Αίγυπτο και έγραφαν από εκεί, υποκινώντας σε λιποταξία συγγενείς και φίλους. Από την λογοκρισία των επιστολών διαπιστώθηκε ότι λειτουργούσαν και πρακτορεία φυγάδευσης λιποτακτών!!! Μέσα σ’ αυτό το κλίμα βρήκαν πρόσφορο έδαφος κάποιοι που προσπάθησαν να οργανώσουν πολιτικο-ιδεολογικά δίκτυα και να προσελκύσουν τους στρατευμένους στις πολιτικές απόψεις τους, επιδεινώνοντας την κατάσταση του ηθικού.
Ο Βενιζέλος (σύμφωνα με μεταγενέστερες επιστολές του) πίστευε ότι «ηδύναντο και τον Φεβρουάριον ακόμη του 1922, οπότε η εξάντλησις του στρατού δεν ήτο πλήρης, να εκκενώσουν την Μικράν Ασίαν δια κανονικής υποχωρήσεως, η οποία θα προενόει όχι μόνον περί της εγκαίρου απομακρύνσεως των ελληνικών πληθυσμών (…) αλλά και περί μεταφοράς του παντοδαπού πολεμικού υλικού (…)».
Τον Μάιο 1922, ανέλαβε κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη. Μέσα σ’ ένα κλίμα γενικής απογοήτευσης, τόσο στον Ελλαδικό πληθυσμό όσο και σ’ εκείνον της Ιωνίας, αλλά και χαμηλού ηθικού στο στράτευμα, ακούστηκαν φωνές για κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Βεβαίως αυτό ήταν κάτι που συζητείτο τόσο σε κυβερνητικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, υπήρχε δε και ανάλογη στρατιωτική σχεδίαση. Είναι χαρακτηριστικό το δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθημερινή» της 17 Μαΐου 1922: «Προ τριετίας ήνοιξεν εις Μικράν Ασίαν τεράστιον μλέτωπον (…) 300.000 μάχονται (…) 3 δισεκατομμύρια δραχμών κατηναλώθησαν (…) η φοβερά πληγή μένει ανοικτή. Πώς θα κλείση; Συζήτησις περί ειρήνης δεν διεξάγεται (…) Πρέπει να τελειώνωμεν (…) διότι όσον παρέρχεται ο καιρός η λύσις καθίσταται δυσχερεστέρα. (…) Αφού οι Σύμμαχοι δεν δύνανται να συντρέξουν πράγματι την Ελλάδα, πρέπει να επιζητήσει τον τερματισμόν μόνη (…) Η λύσις έγκειται εις στρατιωτικήν επιχείρησιν σκοπόν έχουσα την Κωνσταντινούπολιν (…) Αντί να καταδιώκωμεν τον αντίπαλον προς τας εσχατιάς της χώρας του θα τον πλήξωμεν εις την κεφαλήν».
Την εσωτερική πολιτική κρίση και κυρίως τη φθορά στο ηθικό των στρατιωτών και των οικογενειών τους επέτεινε η όξυνση της κριτικής του ΚΚΕ, κυρίως από τον Μάιο του 1922, οι επίσημες ανακοινώσεις του οποίου καλούσαν λαό και στρατό σε εξέγερση και συγκρότηση λαϊκών δικαστηρίων. Τρεις μήνες πριν την κατάρρευση του μετώπου το Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου η διείσδυση στις τάξεις του στρατεύματος τότε ήταν εξαιρετικά μεγάλη, διακήρυσσε μεταξύ των άλλων: «απευθυνόμεθα προς τον εργαζόμενον λαόν και λέγομεν προς αυτόν. Να η αιωνία πληγή σου: η εκστρατεία της Μικρασίας. Να η ρίζα του κακού: ο μικρασιατικός αγών…»
Μία από τις πρώτες πράξεις της νέας κυβέρνησης ήταν η αποδοχή «για λόγους υγείας» της παραίτησης του Στρατηγού Παπούλα, στις 16 Μαΐου 1922, και η αντικατάστασή του από τον Αντιστράτηγο Χατζανέστη, μέχρι τότε διοικητή του στρατού στη Θράκη. Ο νέος αρχιστράτηγος ήταν θιασώτης της επίθεσης προς κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Μετέφερε μάλιστα δύναμη 25.000 ανδρών από τη Μ. Ασία στην Ανατ. Θράκη, ενώ στις 4 Ιουλίου 1922 μετέβη ο ίδιος στη Ραιδεστό προκειμένου να κατευθύνει την επιχείρηση. Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε στις 16 Ιουλίου 1922, διακοίνωση προς τις σύμμαχες χώρες σχετικά με την πρόθεσή της να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Όμως η αντίθεση των Μεγάλων Δυνάμεων δεν επέτρεψε την υλοποίηση ενός τέτοιου σχεδίου.
Επιπροσθέτως, η επιλογή του Χατζανέστη απεδείχθη εσφαλμένη απόφαση. Όπως γράφει ο Στρατηγός Κλεάνθης Μπουλαλάς («Η Μικρασιατική Εκστρατεία») –Επιτελάρχης της Ιης Μεραρχίας τότε – «ο νέος Αρχιστράτηγος ήταν τίμιος, υπερήφανος, αξιοπρεπής, άτεγκτος, ευσυνείδητος, πλην όμως όλα αυτά τα προσόντα, που έφθαναν μέχρι υπερβολής, κατέληγαν σε μια αυστηρότητα η οποία τον καθιστούσε απροσπέλαστο και στερημένο κάθε πνεύματος συνεργασίας με τους υφισταμένους του. Είχε ιστορία γενναίου πολεμιστή από τους βαλκανικούς πολέμους, έμεινε όμως στη συνέχεια ασυγχρόνιστος προς τις νέες εξελίξεις. Μόλις έγινε γνωστός ο διορισμός του έσπευσαν οι περισσότεροι από τους στρατηγούς να υποβάλουν παραίτηση και να αναχωρήσουν για το εσωτερικό».
Με τον τρόπο αυτό, αντί να επιδιωχθεί η μεταστροφή του κύματος από τον κατήφορο προς την ανόρθωση, επιζητήθηκε η διόρθωση της κατάστασης με την αντικατάσταση του αρχιστρατήγου όχι με έναν ικανό – και υπήρχαν αρκετοί – που θα εγγυάτο την επαναφορά του ηθικού και την απόκτηση της νίκης, αλλά με τον Χατζανέστη αποτελούντα, όπως αποδείχθηκε, ασφαλές εχέγγυο αποτυχίας.
* * *
Αν ήταν δυνατόν να συμπυκνώσουμε σε μερικές λέξεις τις γενεσιουργές αιτίες της καταστροφής θα λέγαμε: διχόνοια, φανατισμός, διχασμός, παράκεντρα εξουσίας, κομματική διάβρωση του σώματος των αξιωματικών, ευνοιοκρατία, προσωπολατρία.
Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ανεπιτυχείς πολιτικές, εσφαλμένες αποφάσεις και επιλογές προσώπων, άγνοια για την κατάσταση και τις ανάγκες του στρατού, πτώση του ηθικού και της μαχητικής του ικανότητας. Ενός στρατού εμπειροπόλεμου, που είχε ξεκινήσει προ τριετίας με άριστο ηθικό και ικανότατους ηγέτες, πρόθυμου για οποιαδήποτε περιπέτεια και θυσία. Ενός στρατού που ενώ με ενθουσιασμό και υψηλό φρόνημα αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη και έφθασε έξω από την Άγκυρα, αντιμετωπίζοντας με καρτερία τεράστιες δυσκολίες, οδηγήθηκε μετά από μια τριετία, στην κατάρρευση και στην πλήρη διάλυση και καταστροφή, όταν το φρόνημά του έπεσε στο μηδέν, με συνέπεια τη μείωση του ηθικού και της μαχητικής του ικανότητας.
Ένα έτος προ της καταστροφής το κύριο χαρακτηριστικό του στρατεύματος αποτελούσε η εισχώρηση του μικροβίου της πολιτικής μεταξύ των αξιωματικών και των οπλιτών. Επιπλέον, απαράδεκτες επιλογές για προαγωγές, αποστρατείες, τοποθετήσεις προκάλεσαν δυσμενή κατάσταση στη διοίκηση των μονάδων. Η ολοκλήρωση της κατάρρευσης έγινε σε ελάχιστο χρόνο. Στις 20 Αυγούστου αιχμαλωτίζονται οι διοικητές των Α’ και Β’ Σωμάτων Στρατού, Τρικούπης και Διγενής, ενώ δύο ημέρες μετά παύεται ο Χατζανέστης και αντικαθίσταται από τον διοικητή του Γ’ Σώματος Πολυμενάκο. Στις 26 Αυγούστου διατάσσεται η αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μ. Ασία. Μέσα σε λίγες μέρες τα τελευταία ελληνικά στρατεύματα είχαν εγκαταλείψει το έδαφος της Μ. Ασίας και είχαν αποσυρθεί στα ελληνικά νησιά και την ηπειρωτική χώρα.
Στις 27 Αυγούστου οι πρώτοι Τούρκοι ιππείς και ομάδες ατάκτων εισέρχονται στη Σμύρνη και προβαίνουν σε σφαγές, λεηλασίες, πυρπολήσεις, καταστροφές. Μια ελληνική παρουσία μεγαλύτερη των 2.500 ετών στη δυτική ακτή της Μ. Ασίας, τερματίσθηκε απότομα, κάτω από καταστρεπτικές συνθήκες, με πλήρες ξερίζωμα του Ελληνισμού. Η Μικρασιατική καταστροφή δημιούργησε ένα εξαιρετικά βαθύ ψυχολογικό αλλά και υλικό τραύμα στον Ελληνισμό, μαζί με την οριστική εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας. Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε ότι στην πραγματικότητα εκείνο που εγκαταλείφθηκε δεν ήταν η Μεγάλη Ιδέα του Ελληνισμού, αλλά η προσπάθεια υλοποίησής της υπό την εδαφική της έννοια. Η προσπάθεια δηλαδή να περιληφθεί ο Ελληνισμός στα εδαφικά όρια του ελλαδικού κράτους.
Ο Ελληνισμός ουδέποτε στην μακραίωνα ιστορία του περικλείσθηκε σε συγκεκριμένα εδαφικά όρια. Με κινητήρια δύναμη τον πολιτισμό του, καθοριστικό στοιχείο της ενότητάς του, βρισκόταν και δρούσε παντού. Είναι όμως υποχρέωση το τμήματος του Ελληνισμού που ζει μέσα στα όρια του Ελληνικού Κράτους να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες και προϋποθέσεις και να αποκτήσει την ισχύ που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζει την ύπαρξη, τα δικαιώματα και τα συμφέροντα ολοκλήρου του Ελληνισμού, οπουδήποτε ζει και δραστηριοποιείται.
Βιβλιογραφία
▪ Αθανασιάδης Τίτος, Από την Εποποιία στην Καταστροφή, Μικρά Ασία 1919-1922, Τόμοι Α’ και Β’, Αθήνα 2002
▪ Γερμανός Φρέντυ, Η Εκτέλεση, Αθήνα
▪ Μπουλαλάς Κλεάνθης, Η Μικρασιατική Εκστρατεία, Αθήνα, 1956
▪ Μπουλαλάς Κλεάνθης, Η Ελλάς και οι σύγχρονοι πόλεμοι, Αθήνα, 1965
▪ Στρατηγός Ξενοφών, Η Ελλάς εν Μ. Ασία
▪ Η Ιστορία του Εθνικού Διχασμού, ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη, 2003
πηγή
Δημοσίευση σχολίου