Η κυριαρχία επί της Μεσογείου υπήρξε ανέκαθεν ο στόχος των κρατών που βρίσκονται στη μεσογειακή λεκάνη αλλά και των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων, και πεδίο σύγκρουσης μεγάλων συμφερόντων. Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, το ενδιαφέρον εστιάζεται στα πιθανά σημεία ανάφλεξης, κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο, ενώ η παραγωγή και μεταφορά των ενεργειακών πόρων αποτελεί ένα ακόμα σημαντικό παράγοντα που επηρεάζει καταλυτικά το μεσογειακό περιβάλλον.
Η στρατηγική αξία της Μεσογείου και της ευρύτερης περιοχής που την περιβάλλει εξακολουθεί να υφίσταται σήμερα σε πολύ υψηλό βαθμό, γεγονός που αποδεικνύεται από το έντονο ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων, του ΝΑΤΟ, και της ΕΕ και την παρουσία τους, κυρίως με αεροναυτικές δυνάμεις και στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη μεσογειακή λεκάνη.
Η κατοχή, ο έλεγχος και η δυνατότητα εκμετάλλευσης ενεργειακών πρώτων υλών αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα στις διακρατικές σχέσεις και μπορεί να αποτελέσει μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Ως παράγων ισχύος, οι ενεργειακές πρώτες ύλες συμβάλλουν στην απόκτηση πλούτου και πολιτικής ισχύος, ενώ επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα και την απόκτηση στρατιωτικής ισχύος. Για το λόγο αυτό αναφέρονται και ως στρατηγικές πρώτες ύλες υπό την έννοια ότι η κατοχή τους, παρέχει κύρια πλεονεκτήματα στην οικονομία και την αυτονομία της βιομηχανικής παραγωγής, ενώ αντίθετα η έλλειψή τους μπορεί να επιφέρει σημαντικό πλήγμα ή να εξαναγκάσει σε αναζήτηση και προμήθειά τους από άλλες περιοχές.
Παρατηρούμε ότι στο επίκεντρο των διεθνών αναφλέξεων υπάρχουν διενέξεις που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την ενέργεια, φέρνοντας στο προσκήνιο το πρόβλημα της ασφάλειας σε ότι αφορά την ενέργεια. Η ενεργειακή ασφάλεια συνειδητοποιήθηκε κυρίως μετά τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1973 και εκφράζεται με τρεις τρόπους:
(α) εξασφάλιση επαρκών αποθεμάτων ώστε οποιαδήποτε απροσδόκητη εξέλιξη να μη προκαλεί αναταράξεις στις προηγμένες βιομηχανικές χώρες και κοινωνίες, (β) ανακάλυψη και αξιοποίηση νέων κοιτασμάτων, και (γ) εξασφάλιση των υφιστάμενων πηγών ενέργειας αλλά και ανακάλυψη νέων.
Με βάση τα δεδομένα αυτά, ο όρος ενεργειακή ασφάλεια, συναρτάται στενά με την ανάγκη θωράκισης της οικονομίας από τις επιπτώσεις τις οποίες μπορεί να προκαλέσει μια αιφνίδια διακοπή του εφοδιασμού της με ενέργεια, καθώς επίσης και μια μεγάλη αύξηση των τιμών των ενεργειακών πόρων. Ωστόσο, ο πραγματικός κίνδυνος έγκειται στο γεγονός ότι οι πόλεμοι, η τρομοκρατία, τα ατυχήματα, οι φυσικές καταστροφές και σε αρκετές περιπτώσεις οι άστοχες πολιτικές αποφάσεις, μπορεί να δημιουργήσουν μεγάλα προβλήματα στον εφοδιασμό της ενέργειας και να εκτοξεύσουν τις τιμές στα ύψη (EU Energy Security and Solidarity Action Plan: 2nd Strategic Energy Review, Brussels, 13 November 2008).
Σημαντικό κεφάλαιο στο όλο πλαίσιο της επιδίωξης εξασφάλισης ενεργειακών πόρων αποτελεί η διαχείριση της ενέργειας, που έχει τόσο την εθνική της πτυχή όσο και την διεθνή της διάσταση. Οι περισσότερες από τις χώρες που διαθέτουν ενεργειακούς πόρους δεν έχουν τις τεχνολογικές δυνατότητες να πραγματοποιήσουν εργασίες εντοπισμού των κοιτασμάτων, γεωτρήσεων, άντλησης και μεταφοράς. Αυτό έχει ως συνέπεια την εκ των πραγμάτων εμπλοκή ξένων μεγάλων εταιριών, οι οποίες έχουν εξελιχθεί σε πραγματικούς οικονομικούς γίγαντες με ασύλληπτα ύψη κερδών, και στην ουσία ρυθμίζουν το όλο σύστημα παραγωγής και διακίνησης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου παγκοσμίως. Οι μεγαλύτερες από αυτές έχουν τέτοια ισχύ ώστε να επηρεάζουν και τις σχέσεις των κρατών σε διεθνές ή περιφερειακό επίπεδο, συμβάλλοντας συχνά σε γεωπολιτικές μεταβολές.
Ίσως δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, από το γεγονός της εξάρτησης της Ευρώπης για την προμήθεια ενεργειακών πρώτων υλών από τη Ρωσία, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Αυτό έχει ως μια πρώτη συνέπεια τον κλονισμό των ευρωπαϊκών οικονομιών σε κάθε πετρελαϊκή κρίση. Παράλληλα, η προσπάθεια για εξασφάλιση στρατηγικών πρώτων υλών αποτελεί συχνά αιτία πολεμικών συγκρούσεων, αφού οι ισχυρότερες χώρες καταφεύγουν στη χρήση της στρατιωτικής τους ισχύος για τη διατήρηση της πρόσβασης σ’ αυτές.
Η κατάσταση ανασφάλειας που υφίσταται σε κάποιες περιοχές από τις οποίες διέρχονται αγωγοί, ή γενικότερα διακινείται η ενέργεια, δημιουργεί ανησυχίες στις κυβερνήσεις των ενδιαφερομένων χωρών. Έτσι, η ενεργειακή ασφάλεια αποκτά και την έννοια της φυσικής ασφάλειας, της εξασφάλισης δηλαδή των εγκαταστάσεων, των αγωγών και της μεταφοράς της ενέργειας από επιθέσεις και δολιοφθορές, με τη χρήση ακόμα και στρατιωτικής ισχύος.
Η στρατιωτικοποίηση της ενεργειακής ασφάλειας στο μέλλον είναι ενδεχόμενο να περιλάβει: τη χρησιμοποίηση από τα κράτη του ελέγχου τους επί των ενεργειακών πόρων, ως όπλα πολιτικής πίεσης και επιρροής, τις απειλές που προέρχονται από την τρομοκρατία και την πειρατεία κατά της παραγωγής και μεταφοράς της ενέργειας, καθώς επίσης και την εσωτερική αστάθεια, εξεγέρσεις, και σύγκρουση στο εσωτερικό των κρατών που παράγουν και εξάγουν την ενέργεια (Global Trends 2025: A Transformed World, US National Intelligence Council, November 2008).
Όλα δείχνουν ότι στις δεκαετίες που ακολουθούν, θα είναι σε εξέλιξη ένας διαφορετικός πόλεμος. Ένας ενεργειακός πόλεμος που θα αναπτυχθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, με αντικείμενο τις κύριες μορφές ενέργειας και τις αγορές. Μεταξύ των αιτίων αυτού του πολέμου είναι, από τη μια οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες σε ενέργεια, ιδιαίτερα από ταχέως αναπτυσσόμενες χώρες, και από την άλλη η προϊούσα μείωση των αποθεμάτων πετρελαίου, σε συνδυασμό με την παγκόσμια αλλαγή του κλίματος. Το ερώτημα είναι ποιος θα κυριαρχήσει στον εφοδιασμό της ενέργειας παγκοσμίως στο δεύτερο ήμισυ του 21ου αιώνα.
Θα μπορούσαμε να δούμε τον ενεργειακό πόλεμο, ως τις κορυφές ενός τριγώνου (ενέργεια – αγορές – στρατιωτική ισχύς).Όταν λειτουργεί η σχέση ενέργεια-αγορές (Α) ο πόλεμος μένει στο περιθώριο.
Στην περίπτωση αυτή η στρατιωτική ισχύς (απαραίτητη πάντοτε) χρησιμεύει για την προβολή ισχύος, την αποτροπή και τη διασφάλιση των ενεργειακών ροών. Όταν όμως η σχέση αυτή ανατραπεί, για διαφόρους λόγους, προκύπτουν καταστάσεις κρίσης και οι αγορές προβαίνουν στη χρήση της στρατιωτικής ισχύος (Β) για την απόκτηση της ενέργειας (Γ). Στην περίπτωση αυτή οδηγούμαστε σε καταστάσεις σύγκρουσης ή ακόμη και πολέμου.
Δεκέμβριος 2011
Μέσα στο πλαίσιο αυτό προβάλλει το θέμα της ΑΟΖ που εκ των πραγμάτων δημιουργεί αντιπαραθέσεις, καθόσον συνδέεται με την ενεργειακή ασφάλεια και τα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα των παρακτίων κρατών. Ειδικώς για την χώρα μας – όπως φυσικά και για την Κυπριακή Δημοκρατία – αποτελεί σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα εξαιτίας της γεωγραφικής τους θέσης και διαμόρφωσης. Μια ματιά στον χάρτη αρκεί για να αντιληφθεί κανείς αυτή την πραγματικότητα. Η ΑΟΖ της Ελλάδας, χάρη στη νησιωτική της διαμόρφωση, είναι σχεδόν διπλάσια από την ΑΟΖ της εξαπλάσιας σε έκταση Τουρκίας, που είναι μόλις 2,5 φορές μεγαλύτερη από την ΑΟΖ της Κύπρου!
Η ανεύρεση σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της νήσου Κύπρου, σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα κοιτάσματα του Ισραήλ, αναμένεται να μεταβάλει τα γεωπολιτικά δεδομένα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Παράλληλα θα συμβάλλει στην οικονομική ανάκαμψη της Μεγαλονήσου. Λαμβανομένης μάλιστα υπόψη της ιδιαίτερα σημαντικής από στρατηγικής πλευράς θέσης της, μέσω της οποίας ελέγχονται εμπορικοί οδοί και άξονες γεωστρατηγικής επιρροής, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς την αύξηση της στρατηγικής της σημασίας και της σχετικής ισχύος της.
Είναι αυτονόητο ότι η Τουρκία «αισθάνεται» την στρατηγική «περικύκλωση» που υφίσταται, από την ύπαρξη των ελληνικών νήσων και της Κύπρου στην παράκτια περιοχή της. Μπορεί με την εισβολή και κατοχή του βορείου τμήματος της Κυπριακής Δημκρατίας να πέτυχε στρατηγική ασφάλεια στη νότια ακτή της, αυτό όμως δεν της παρέχει άλλα πλεονεκτήματα όπως αυτό της απόκτησης δικαιωμάτων οικονομικής εκμετάλλευσης των θαλασσίων περιοχών. Παρ’ όλα αυτά ανακοίνωσε ήδη την πραγματοποίηση έρευνας για πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην κατεχόμενη περιοχή αλλά και στη θάλασσα δυτικά της νήσου. Σύμφωνα με τον τουρκικό Τύπο, πρόκειται για το αποτέλεσμα συμφωνίας της 2/11/11 μεταξύ του Υπουργού Ενέργειας και Φυσικών Πόρων της Τουρκίας, της Ανώνυμης Κοινοπραξίας Πετρελαιοειδών Τουρκίας (TRAO) και της «ΤΔΒΚ», για παροχή αδειών έρευνας, γεώτρησης και εκμετάλλευσης ενεργειακών πόρων, στην ξηρά και τον υποθαλάσσιο χώρο της Κύπρου. Φυσικά όλα αυτά προσκρούουν καταρχήν στα δεδομένα της ΕΕ, η οποία αποδέχεται ως μέλος της την Κυπριακή Δημοκρατία ως συνόλου, περιλαμβανομένου και του υπό κατοχή εδάφους. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τις αντιδράσεις.
Η Τουρκία προβάλει κατά τις τελευταίες δεκαετίες την απειλή χρήσης βίας, έναντι της Ελλάδας αλλά και της Κύπρου. Προφανώς με επιτυχία, αφού καταρχήν το «κέντρο» του Ελληνισμού έχει υποκύψει πλήρως, εμφανίζοντας μια ηττοπαθή πολιτική, για να μην προκαλέσει το «θηρίο». Βεβαίως, με μια τέτοια πολιτική δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί τον άλλο πόλο του Ελληνισμού, την Κύπρο. Δεν τολμάει να κάνει ακόμη και το αυτονόητο: να ορίσει της ΑΟΖ της. Τώρα μάλιστα που, η σύμπτωση-ταύτιση συμφερόντων (για να θυμηθούμε και τον Θουκυδίδη), Κύπρου και Ισραήλ αλλά και του αμερικανικού παράγοντα, θα επέτρεπαν μια τέτοια απόφαση.
Δρ. Ιωάννης Παρίσης
Υποστράτηγος ε.α, Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης
πηγή
Δημοσίευση σχολίου