Πρέπει κανείς να συγχαρεί τόσο το ΕΛΚΕΔΑ, όσο και τη “Στρατηγική”, για το αφιέρωμά τους και τις προτάσεις τους για την εκπόνηση μιας εθνικής στρατηγικής, για την προσπάθειά τους δηλαδή να συμβάλουν σε αυτό που κανονικά θα έπρεπε, αλλά δεν κάνει, ή κάνει άσχημα το κράτος και στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Δεν είναι τυχαίο ότι η δραστηριότητα των κύριων, χρηματοδοτούμενων από το κράτος, “ημιεπίσημων” ερευνητικών κέντρων για την εξωτερική και αμυντική πολιτική δεν είναι να παράγουν “ιδέες” και “προτάσεις” για το υποκείμενο “ελληνικό έθνος-κράτος”, αλλά να “μεταφράζουν”, μερικές φορές και στα κακά ελληνικά όσων δεν σκέφτονται μόνοι τους και στη γλώσσα τους, τις ιδέες του “διεθνούς συστήματος”, πριμοδοτώντας μια πολιτική λειτουργία που μετασχηματίζει το ελληνικό κράτος σε αντικείμενο του διεθνούς συστήματος.
Βγάζοντας την εμπειρία από τα Ορλωφικά, ο Ρήγας Φεραίος διατύπωσε την κεντρική άποψη ότι ο ελληνικός λαός πρέπει προπάντων να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται μια χώρα συνεργασίες και συμμαχίες. Σημαίνει ότι πρέπει να ξέρει να μπαίνει αυτόνομα σε αυτές, να μην ξεχνάει τα εθνικά της συμφέροντα και να κυττάει τους ξένους στα μάτια, με αξιοπρέπεια.
Δεν ήταν αυτή η περίπτωση των πλείστων Ελλήνων ηγετών, που ξεκινάνε δυστυχώς από ελαττωματική εθνική αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, για να διατυπώσουν “δόγματα”, όπως το “Aνήκομεν εις την Δύσιν” της εποχής Καραμανλή ή το “να ευθυγραμμίσουμε τα εθνικά συμφέροντα με τα συμφέροντα των πλούσιων και ισχυρών” της εποχής Σημίτη. Παραλείπουν βεβαίως να προσέξουν ότι, όλες οι μεγάλες εθνικές καταστροφές στην Ελλάδα, συντελέσθηκαν κυρίως σε στιγμές μάξιμουμ εξάρτησης, όταν κάναμε ακριβώς αυτό που μας έλεγαν οι πλούσιοι και ισχυροί (π.χ. συμφωνίες Λονδίνου και Ζυρίχης, ή το 1974).
Βεβαίως μια χώρα ισχυροποιείται όταν ανήκει σε ισχυρά κλαμπ. Αρκεί όμως να μη δέχεται όλα όσα της υπαγορεύουν και η συμμετοχή να είναι όντως συμμετοχή και όχι υποδούλωση. Η Ελλάδα και η Κύπρος δεν αντιμετώπισαν ιστορικά τις κύριες απειλές ασφαλείας τους από τον αντίπαλο συνασπισμό, τις αντιμετώπισαν από τον συνασπισμό στον οποίο ανήκαν και ανήκουν. Δυστυχώς όμως η άποψή του Ρήγα Φεραίου έμεινε πολύ μειοψηφική στους κόλπους της ελληνικής “ελίτ”, που προτίμησε να αναζητήσει τη σωτηρία της “σε εκείνων τα ρήματα πειθόμενη”.
Δεν εκπονεί το κράτος ή τα πανεπιστήμιά μας στρατηγική γιατί είναι ελάχιστα αποτελεσματικά, λειτουργούν συχνά με τη λογική των “παρεών” και των αξιωματούχων που λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα και δεν διακινδυνεύουν τη θέση τους για να σκεφτούν ανεξάρτητα. Η αναποτελεσματικότητα όμως και η διαφθορά των κρατικών και ερευνητικών-εκπαιδευτικών δομών μας δεν είναι παρά η άλλη όψη του νομίσματος της βαθιάς ξένης εξάρτησης της χώρας, του μεγάλου αυτού προβλήματος που την ταλανίζει, χωρίς να έχει βρει ικανοποιητική λύση, στους δύο αιώνες της τυπικής ανεξαρτησίας της.
Αν το κράτος μας λειτουργούσε κανονικά, το σχέδιο Ανάν αίφνης, ένα κορυφαίο για το μέλλον του ελληνικού λαού νομικό κείμενο, θα το είχαν επεξεργασθεί και ελέγξει οι Νομικές Υπηρεσίες των Υπουργείων Εξωτερικών Ελλάδας και Κύπρου και, προφανώς, θα το είχαν απορρίψει, αφού, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση τότε του σημερινού Υπουργού ¨Αμυνας κ. Βενιζέλου, χρειάζονταν μόνο δύο λεπτά για να το ξετινάξει κανείς από πλευράς ευρωπαϊκού, συνταγματικού και διεθνούς δικαίου! (*)
Tο σχέδιο Ανάν όμως δεν εμφανίσθηκε γιατί το ελληνικό κράτος δεν λειτουργούσε κανονικά. Το ελληνικό κράτος δεν λειτουργούσε κανονικά, γιατί έπρεπε να εμφανισθεί το σχέδιο Ανάν. Κι αν λειτουργούσε, δεν θα μπορούσε να έρθει ένα σχέδιο που, αν πιστέψουμε τα σχετικά δημοσιεύματα, το επεξεργάστηκε στις λεπτομέρειές του ένα δικηγορικό γραφείο στο Λονδίνο, το ίδιο που συνέταξε και το “Mνημόνιο της Ντροπής”! Η αποσύνθεση, η διάλυση του ελληνικού κράτους είναι η αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για τη λεηλασία και την υποδούλωση της χώρας.
Βεβαίως, όταν εθίζεσαι σε μια λειτουργία, δεν μπορείς να αποκαταστήσεις την “αναπηρία” ακόμα κι αν θέλεις. Γιατί, για να το κάνεις, για να εκπονήσεις στρατηγική για την άμυνα, τη διπλωματία, την οικονομία, οτιδήποτε, δεν γίνεται με αερολογήματα, αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη σχολών που διαμορφώνονται με πολλή, μακροχρόνια, πειθαρχική δουλειά και ανεξάρτητη σκέψη.
Θέλω επίσης να τονίσω τη θεμελιώδη σημασία μιας άλλης ιδέας που διαποτίζει το κείμενο του ΕΛΚΕΔΑ, την ανάγκη σύζευξης Ελλάδας και Κύπρου. Το κυπριακό είναι κεντρικό πρόβλημα του όλου ελληνικού λαού, όχι μόνο για λόγους ηθικούς, εθνικής αλληλεγγύης, αλλά κυρίως γιατί τα δύο κράτη, των οποίων ουδείς αμφισβητεί σήμερα την αυτονομία στις αποφάσεις, είναι στην πραγματικότητα απολύτως αλληλεξαρτώμενα. Αν χαθεί η Κύπρος, θα χαθεί και η Ελλάδα, είπε το 1987 ο Ανδρέας Παπανδρέου διακηρύσσοντας από το βήμα της Βουλής των Ελλήνων το κάζους μπέλι. Ισχύει, πολύ περισσότερο και το αντίστροφο, παρόλο που δεν είναι λίγοι οι τραγικά επιπόλαιοι άνθρωποι που το ξεχνάνε στη Λευκωσία. Χωρίς την ύπαρξη ελλαδικού κράτους, το κυπριακό δεν θα επεβίωνε ούτε πέντε λεπτά.
Μια οποιαδήποτε στρατηγική, που θέλει να ονομάζεται εθνική, πρέπει να ξεκινάει από αυτό το δεδομένο, που είναι, επαναλαμβάνουμε, αντικειμενικό, όχι υποκειμενικό. Αντίστροφα, κάθε άποψη ότι η Κύπρος είναι μακριά, ότι οι Κύπριοι είναι ξεχωριστή εθνότητα, ότι τελείωσε το καθήκον μας αφού τους βάλαμε στην ΕΕ κ.ο.κ. δεν είναι παρά η πολιτική έκφραση του διαχρονικού “Κόμματος της Εξάρτησης”, των συμφωνιών της Ζυρίχης, της προδοσίας του 1974, των σχεδίων Ανάν και των Μνημονίων. ¨Εκφραση στο εσωτερικό της χώρας της διαχρονικής στρατηγικής επιλογής της “Aυτοκρατορίας”, που θέλει να κατακερματίσει τον ελληνικό χώρο, κάνοντας την Κύπρο από δυνητική αιχμή της ελληνικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ΅πρόβλημα΅ της Ελλάδας
(*) Tο γεγονός βέβαια ότι ο ίδιος, ή ο αείμνηστος Δημ. Τσάτσος αίφνης, που το χαρακτήρισε “εργο παράφρονος”, συνέστησαν στη συνέχεια στους Κυπρίους να το ψηφίσουν, νομίζουμε είναι μια πολύ σαφής προειδοποίηση για το πόση εμπιστοσύνη πρέπει να έχουν οι ¨Ελληνες στην κάθε μορφής ηγεσία τους, ιδίως όταν χειρίζεται μείζονα εθνικά θέματα!)
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Konstantakopoulos.blogspot.com
ΠΗΓΗ
Δημοσίευση σχολίου