Μαργαρίτης Γιώργος
Η για μεγάλο χρονικό διάστημα ερευνητική και γεωτρητική δραστηριότητα της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τη μόνιμη παρουσία τουρκικών πολεμικών πλοίων στην κυπριακή ΑΟΖ (νότια της Μεγαλονήσου) δημιούργησαν τετελεσμένα και ανέτρεψαν ντε φάκτο κυριαρχικά δικαιώματα και κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όπως πολύ σωστά υπολόγισαν οι Τούρκοι ιθύνοντες οι αντιδράσεις των ΗΠΑ, της ΕΕ, του Ισραήλ, αλλά και των “απέναντι”, Ρωσίας και Κίνας, περιορίστηκαν σε φραστικές καταδίκες, ενίοτε διφορούμενες.
Ο Βρετανός υπουργός για θέματα Ευρώπης Ντάνκαν, μάλιστα, είχε τότε μιλήσει περί ζωνών «αμφισβητούμενης κυριαρχίας». Σε πιο προσεκτικό μήκος κύματος, στην ίδια όμως κατεύθυνση ήταν και δηλώσεις Αμερικανών επισήμων για ανάγκη συμφωνιών win-win μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, όπως και ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Η τότε τουρκική κίνηση, λοιπόν, πέτυχε τους στόχους της, ίσως και κάτι περισσότερο.
Τα όσα είχαν συμβεί μόνο κεραυνός εν αιθρία δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Οι τουρκικές θέσεις είχαν διατυπωθεί εδώ και χρόνια και είχαν –κατά καιρούς– κατατεθεί επίσημα με χάρτες, σχέδια, παραχωρήσεις και διπλωματικές κινήσεις. Οι τουρκικές κινήσεις είχαν επίμονα προαναγγελθεί. Η συνέπεια μεταξύ λόγων και πράξεων είναι μάλιστα στα τελευταία χρόνια αξιοσημείωτη σταθερά της πολιτικής της Άγκυρας κι αυτό έχει σημασία να το θυμόμαστε και για τα επερχόμενα.
Τα όσα είχαν συμβεί στην κυπριακή ΑΟΖ θα έπρεπε να είχαν προβληματίσει τους ιθύνοντες της Αθήνας ως προς τα όσα είχαν αναγγελθεί ότι θα συμβούν στην ελληνική ΑΟΖ. Υπήρξε δηλαδή ικανός χρόνος για να διαμορφωθούν πολιτικές αντιμετώπισης των απειλών και να εξασφαλιστούν τα μέσα για την αντιμετώπισή τους. Η πικρή αλήθεια είναι, όμως, πως ούτε από την ελλαδική, ούτε από την κυπριακή πλευρά υπήρχε συνεκτική προετοιμασία για την αντιμετώπιση των τουρκικών κινήσεων ούτε στον τομέα των στόχων και των επιδιώξεων, ούτε στον τομέα των σχεδιασμών.
Ελληνικές φαντασιώσεις
Ως εκ τούτου οι αντιδράσεις υπολείπονταν δραματικά της σοβαρότητας των τετελεσμένων, ήταν προβλέψιμες από την τουρκική πλευρά, και ισοδυναμούσαν με διακήρυξη αδυναμίας και παραίτησης. Πολύ απλά έστρωναν το δρόμο για το επόμενο στάδιο υλοποίησης των δημόσια διακηρυγμένων τουρκικών σχεδιασμών. Ήταν ενδεικτικό ότι το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών είχε παρουσιάσει με διαυγή τρόπο τις τουρκικές θέσεις μέσα από χάρτες και κείμενα.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο καλοκαίρι του 2020, όταν οι Τούρκοι πραγματοποίησαν συστηματικές έρευνες στα όρια των χωρικών υδάτων του Καστελλορίζου και όχι μόνο. Το οικοδόμημα, πάνω στο οποίο είχε κτιστεί ότι μόνο η κυπριακή, αλλά και η ελλαδική πολιτική αποδείχθηκε σαθρό. Στο πεδίο των συμμαχιών οι όποιες προσδοκίες της Αθήνας αποδείχθηκαν φαντασιώσεις. Ελλάδα και Κύπρος είχαν επιδείξει μια επίμονη δραστηριότητα στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης οποιασδήποτε επιθυμίας των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ ή του Ισραήλ. Διευκολύνσεις και βάσεις μοιράστηκαν απλόχερα.
Οι καταπονημένες ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έτρεχαν να μετάσχουν σε οποιαδήποτε επιχείρηση του ΝΑΤΟ. Ως τις ακτές της Κριμαίας έφτασαν ελληνικά πολεμικά, υπονομεύοντας την παραδοσιακά μετριοπαθή πολιτική της Ελλάδας απέναντι στη Ρωσία. Υποτίθεται ότι όλη εκείνη η προθυμία θα έφερνε ανταλλάγματα από την αμερικανική πλευρά. Δεν έφερε τίποτα.
Η για μεγάλο χρονικό διάστημα ερευνητική και γεωτρητική δραστηριότητα της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τη μόνιμη παρουσία τουρκικών πολεμικών πλοίων στην κυπριακή ΑΟΖ (νότια της Μεγαλονήσου) δημιούργησαν τετελεσμένα και ανέτρεψαν ντε φάκτο κυριαρχικά δικαιώματα και κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όπως πολύ σωστά υπολόγισαν οι Τούρκοι ιθύνοντες οι αντιδράσεις των ΗΠΑ, της ΕΕ, του Ισραήλ, αλλά και των “απέναντι”, Ρωσίας και Κίνας, περιορίστηκαν σε φραστικές καταδίκες, ενίοτε διφορούμενες.
Ο Βρετανός υπουργός για θέματα Ευρώπης Ντάνκαν, μάλιστα, είχε τότε μιλήσει περί ζωνών «αμφισβητούμενης κυριαρχίας». Σε πιο προσεκτικό μήκος κύματος, στην ίδια όμως κατεύθυνση ήταν και δηλώσεις Αμερικανών επισήμων για ανάγκη συμφωνιών win-win μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, όπως και ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Η τότε τουρκική κίνηση, λοιπόν, πέτυχε τους στόχους της, ίσως και κάτι περισσότερο.
Τα όσα είχαν συμβεί μόνο κεραυνός εν αιθρία δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Οι τουρκικές θέσεις είχαν διατυπωθεί εδώ και χρόνια και είχαν –κατά καιρούς– κατατεθεί επίσημα με χάρτες, σχέδια, παραχωρήσεις και διπλωματικές κινήσεις. Οι τουρκικές κινήσεις είχαν επίμονα προαναγγελθεί. Η συνέπεια μεταξύ λόγων και πράξεων είναι μάλιστα στα τελευταία χρόνια αξιοσημείωτη σταθερά της πολιτικής της Άγκυρας κι αυτό έχει σημασία να το θυμόμαστε και για τα επερχόμενα.
Τα όσα είχαν συμβεί στην κυπριακή ΑΟΖ θα έπρεπε να είχαν προβληματίσει τους ιθύνοντες της Αθήνας ως προς τα όσα είχαν αναγγελθεί ότι θα συμβούν στην ελληνική ΑΟΖ. Υπήρξε δηλαδή ικανός χρόνος για να διαμορφωθούν πολιτικές αντιμετώπισης των απειλών και να εξασφαλιστούν τα μέσα για την αντιμετώπισή τους. Η πικρή αλήθεια είναι, όμως, πως ούτε από την ελλαδική, ούτε από την κυπριακή πλευρά υπήρχε συνεκτική προετοιμασία για την αντιμετώπιση των τουρκικών κινήσεων ούτε στον τομέα των στόχων και των επιδιώξεων, ούτε στον τομέα των σχεδιασμών.
Ελληνικές φαντασιώσεις
Ως εκ τούτου οι αντιδράσεις υπολείπονταν δραματικά της σοβαρότητας των τετελεσμένων, ήταν προβλέψιμες από την τουρκική πλευρά, και ισοδυναμούσαν με διακήρυξη αδυναμίας και παραίτησης. Πολύ απλά έστρωναν το δρόμο για το επόμενο στάδιο υλοποίησης των δημόσια διακηρυγμένων τουρκικών σχεδιασμών. Ήταν ενδεικτικό ότι το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών είχε παρουσιάσει με διαυγή τρόπο τις τουρκικές θέσεις μέσα από χάρτες και κείμενα.
Κάπως έτσι φτάσαμε στο καλοκαίρι του 2020, όταν οι Τούρκοι πραγματοποίησαν συστηματικές έρευνες στα όρια των χωρικών υδάτων του Καστελλορίζου και όχι μόνο. Το οικοδόμημα, πάνω στο οποίο είχε κτιστεί ότι μόνο η κυπριακή, αλλά και η ελλαδική πολιτική αποδείχθηκε σαθρό. Στο πεδίο των συμμαχιών οι όποιες προσδοκίες της Αθήνας αποδείχθηκαν φαντασιώσεις. Ελλάδα και Κύπρος είχαν επιδείξει μια επίμονη δραστηριότητα στην κατεύθυνση της εξυπηρέτησης οποιασδήποτε επιθυμίας των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ ή του Ισραήλ. Διευκολύνσεις και βάσεις μοιράστηκαν απλόχερα.
Οι καταπονημένες ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έτρεχαν να μετάσχουν σε οποιαδήποτε επιχείρηση του ΝΑΤΟ. Ως τις ακτές της Κριμαίας έφτασαν ελληνικά πολεμικά, υπονομεύοντας την παραδοσιακά μετριοπαθή πολιτική της Ελλάδας απέναντι στη Ρωσία. Υποτίθεται ότι όλη εκείνη η προθυμία θα έφερνε ανταλλάγματα από την αμερικανική πλευρά. Δεν έφερε τίποτα.
Στρατηγική ομηρία
Η προθυμία, όμως, έχει και άλλες λιγότερο ορατές παρενέργειες. Η πιο σοβαρή είναι ότι εκτρέπει το στρατιωτικό εργαλείο από την εθνική απειλή και τη διαχέει σε άλλες, μη εθνικά ελεγχόμενες κατευθύνσεις. Στην ουσία εξασθενεί την αποτρεπτική ισχύ των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ως προς τα συμβαίνοντα. Οι δυνατότητες τους στον τομέα των τεχνικών κυρίως όπλων κτίστηκαν πάνω στη λογική της εξυπηρέτησης συμμάχων-“προστατών” και όχι στη λογική της αντιμετώπισης επιθέσεων εναντίον ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στόλους φρεγατών ανοικτής θαλάσσης στον κόσμο την ίδια στιγμή που αδυνατεί να προβάλει την ισχύ της και να διεκδικήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, λίγα ναυτικά μίλια μακριά από την Κρήτη, τη Ρόδο ή την Κύπρο. Οι χωρίς δυνατότητες αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής φρεγάτες αποδίδουν άριστα στις νατοϊκές ασκήσεις –αυτή η αδυναμία καλύπτεται από συμμαχικά πλοία– αλλά αδυνατούν να αντιδράσουν στις τουρκικές επιβουλές.
Η Ελλάδα διαθέτει μια από τις ισχυρότερες πολεμικές αεροπορίες στον κόσμο, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αποτρέψει την μεθοδική καταρράκωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στον εναέριο χώρο της μέσα από τις αμέτρητες παραβάσεις, παραβιάσεις και υπερπτήσεις των γειτόνων. Κι όλα αυτά, όταν σπαταλήθηκαν και σπαταλιούνται τερατώδη –σε σχέση με τα μεγέθη της χώρας– ποσά για να έχει η χώρα στρατιωτικό εργαλείο. Τελικά, όμως, το ελληνικό οπλοστάσιο είναι απόλυτα αναντίστοιχο με τις υφιστάμενες απειλές.
Η προθυμία, όμως, έχει και άλλες λιγότερο ορατές παρενέργειες. Η πιο σοβαρή είναι ότι εκτρέπει το στρατιωτικό εργαλείο από την εθνική απειλή και τη διαχέει σε άλλες, μη εθνικά ελεγχόμενες κατευθύνσεις. Στην ουσία εξασθενεί την αποτρεπτική ισχύ των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ως προς τα συμβαίνοντα. Οι δυνατότητες τους στον τομέα των τεχνικών κυρίως όπλων κτίστηκαν πάνω στη λογική της εξυπηρέτησης συμμάχων-“προστατών” και όχι στη λογική της αντιμετώπισης επιθέσεων εναντίον ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους στόλους φρεγατών ανοικτής θαλάσσης στον κόσμο την ίδια στιγμή που αδυνατεί να προβάλει την ισχύ της και να διεκδικήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, λίγα ναυτικά μίλια μακριά από την Κρήτη, τη Ρόδο ή την Κύπρο. Οι χωρίς δυνατότητες αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής φρεγάτες αποδίδουν άριστα στις νατοϊκές ασκήσεις –αυτή η αδυναμία καλύπτεται από συμμαχικά πλοία– αλλά αδυνατούν να αντιδράσουν στις τουρκικές επιβουλές.
Η Ελλάδα διαθέτει μια από τις ισχυρότερες πολεμικές αεροπορίες στον κόσμο, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αποτρέψει την μεθοδική καταρράκωση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στον εναέριο χώρο της μέσα από τις αμέτρητες παραβάσεις, παραβιάσεις και υπερπτήσεις των γειτόνων. Κι όλα αυτά, όταν σπαταλήθηκαν και σπαταλιούνται τερατώδη –σε σχέση με τα μεγέθη της χώρας– ποσά για να έχει η χώρα στρατιωτικό εργαλείο. Τελικά, όμως, το ελληνικό οπλοστάσιο είναι απόλυτα αναντίστοιχο με τις υφιστάμενες απειλές.
Ακατάλληλο οπλοστάσιο
Στη βάση ετούτης της κραυγαλέας αντίφασης βρίσκεται η ίδια λογική της “προθυμίας”. Η χώρα δημιούργησε ένα κλασσικό για την Δυτική Συμμαχία οπλοστάσιο, υπερβολικά βαρύ και μεγάλο, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τις συμμαχικές της υποχρεώσεις, θεωρώντας ότι μέσα από αυτήν την προσήλωση στη συμμαχική ιδέα διασφαλίζει και τα εθνικά της συμφέροντα.
Πρόκειται ίσως για την μοναδική χώρα στην πρόσφατη ιστορία που αφιερώθηκε ψυχή τε και σώματι σε μία συμμαχία με σκοπό να προστατευθεί από άλλο μέλος της ίδιας συμμαχίας! Για να το πετύχει αυτό έκτισε ένοπλες δυνάμεις ακριβώς όμοιες στη δομή, στην τακτική, στην λειτουργία και στην λογική με εκείνες της χώρας που την απειλεί. Από τη στιγμή δε που οι δυνάμεις αυτές μοιάζουν η μία με την άλλη το ζήτημα του συσχετισμού και της συνακόλουθης αποτροπής γίνεται απλά και μόνο μια υπόθεση μεγεθών.
Η πολιτική αυτή είχε ίσως νόημα μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ως τότε οι στρατιωτικοί μηχανισμοί Ελλάδας και Τουρκίας κτίζονταν με γνώμονα τον κοινό εχθρό, τη Σοβιετική Ένωση. Τα δε μεγέθη ήταν συγκρίσιμα: η Ελλάδα ξόδευε σε στρατιωτικές δαπάνες περίπου 5,65 δισ. δολάρια (αναγωγή σε τιμές 2017, στοιχεία SIPRI) και η Τουρκία 9,4 δισ. περίπου. Αναλογία περίπου έξι προς δέκα. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά η αναλογία έχει ολότελα ανατραπεί. Το 2018 η Ελλάδα ξόδεψε σε στρατιωτικές δαπάνες 4,93 (τιμές 2017) και η Τουρκία 22,1 δισ. δολάρια. Η αναλογία έφθασε το δύο και κάτι προς δέκα!
Τα μεγέθη άλλαξαν δραματικά (τελευταία δρομολογούνται εξοπλισμοί), αλλά η δομή και η φιλοσοφία των αμυντικών επιλογών παρέμειναν οι ίδιες. Οι αντιπαρατιθέμενες δυνάμεις εξακολουθούν να είναι ίδιες ως προς τη δομή και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά τους. Καθώς όμως έχουν αλλάξει δραματικά τα μεγέθη και η ψαλίδα ανάμεσα στην οικονομική επένδυση έχει ανοίξει δραματικά, η όποια δυνατότητα αξιόπιστης αποτροπής ακυρώνεται ή έχει ήδη ακυρωθεί.
Βαθαίνει το χάσμα
Ένας στρατιωτικός μηχανισμός που απορροφά συγκρίσιμα ποσά με τον δικό σου σε οδηγεί σε δεύτερες σκέψεις ως προς την χρήση –ή την απειλή χρήσης– του στρατιωτικού εργαλείου για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Ένας στρατιωτικός μηχανισμός, όμως, που στηρίζεται σε οικονομική επιφάνεια πέντε φορές μικρότερη από τη δική σου σε σπρώχνει προς την επίδειξη, ίσως και χρήση του στρατιωτικού εργαλείου. Αυτό κάνει συστηματικά η Τουρκία με ολοένα και δυσμενέστερους όρους για την Ελλάδα.
Η Ελλάδα, βλέποντας τις επιλογές της να οδηγούν σε αδιέξοδο, όφειλε να αλλάξει την δομή και τα χαρακτηριστικά του στρατιωτικού της εργαλείου. Είναι παράδοξο ότι αυτό το κάνει η Τουρκία για να ενισχυθεί περαιτέρω. Η ανάπτυξη πολεμικής βιομηχανίας, η ναυπήγηση πλοίων με γνώμονα εθνικές ανάγκες (ειδικά οι κορβέτες και το “Ανατολού” θα είναι κατασκευαστικά και τεχνολογικά σχολείο για την τουρκική πολεμική βιομηχανία), η αγορά S-400, η σχεδιαζόμενη ανάπλαση του αεροπορικού της στόλου κ.ά. συγκροτούν ένα συνεκτικό σχεδιασμό που θα δώσει στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά, ολοένα και πιο απόμακρα από τα αντίστοιχα του ΝΑΤΟ.
Σε λίγο καιρό η ελληνική επιλογή της αποτροπής στη βάση ίδιων μηχανισμών και μέσων δεν θα έχει πλέον νόημα. Οι αναχαιτίσεις και οι εμπλοκές στο Αιγαίο δεν μπορούν να έχουν την ίδια αποτρεπτική λειτουργία όταν η εναέρια αυτή ζώνη θα βρίσκεται κάτω από την απειλή των S-400 και επιπροσθέτως θα παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο εξοπλισμένα τουρκικά drones. Είναι εμφανές ότι τα προβλήματα αυτά δεν απασχολούν το πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας. Υπάρχουν εξηγήσεις γι’ αυτό, οι οποίες δεν υπάρχει χώρος να αναπτυχθούν εδώ.
Πολλοί δεν μιλούν για να μην εκτεθούν σε αυτόν τον ωκεανό της ανοησίας και του στρουθοκαμηλικού αγνωστικισμού. Πρέπει όμως κάτι να γίνει, όχι μόνο στο ζήτημα της προάσπισης των εθνικών υποθέσεων. Στην ιστορία έχουμε πολλές περιπτώσεις όπου οι “άρχοντες” έδωσαν την πατρίδα τους και το λαό τους ως αντάλλαγμα για τη δική τους επιβίωση. Εάν η ιστορία κινιόταν μόνο με το δικό τους βηματισμό τότε, πολύ απλά, δεν θα υπήρχαν πλέον πατρίδες. Και όμως οι τελευταίες υπάρχουν. Να το ψάξουμε;
Δημοσίευση σχολίου