GuidePedia

0

Γράφει ο Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή* 
Η μαρτυρία της Σεβίμ Ουλφέτ είναι χρήσιμη, για να βρει την πραγματική της εξήγηση και η φρικιαστική ιστορία της περιβόητης «μπανιέρας» των Χριστουγέννων του 1963:

Για να προπαγανδίσουν, μέσω του βρετανικού Τύπου σε όλο τον κόσμο, «την βαρβαρότητα των Ελληνοκυπρίων του αιμοβόρου Μακάριου σε πράξεις γενοκτονίας των Τουρκοκυπρίων», παρουσίασαν τη φωτογραφία μιας μητέρας και των τριών παιδιών της, νεκρών μέσα στα αίματα στο μπάνιο. Πρόκειται για ένα από τα πολλά σκηνοθετημένα προβοκατόρικα περιστατικά των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών (Τ.Μ.Τ.) και του Ραούφ Ντενκτάς στα πλαίσια της πιο ελεεινής τουρκικής προπαγάνδας! Ο άνθρωπος, που το 1963 φωτογράφισε τη φρικιαστική σκηνή και οι φωτογραφίες του έγιναν κύριο μέσο προπαγάνδας, ήταν ο Τούρκος δημοσιογράφος Αχμέτ Μπαράν.

Το 1985, ως επικεφαλής του γραφείου του τουρκικού ειδησεογραφικού πρακτορείου «Ανατονλού» στην Αθήνα, ο Αχμέτ Μπαράν αποκάλυψε στον δημοσιογράφο Κώστα Γεννάρη ότι:

«Το έγκλημα είχε διαπράξει σε κατάσταση αμόκ ο Τούρκος ταγματάρχης Νιχάτ Ιλχάν, που υπηρετούσε στην Τουρκική Δύναμη Κύπρου (ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ.), με θύματα την σύζυγο του και τα παιδιά του. Το σπίτι του (όπου έγινε το έγκλημα) βρισκόταν στο κέντρο της τουρκικής συνοικίας, όπου ποτέ δεν έφτασε οποιοδήποτε τμήμα των ελληνοκυπριακών δυνάμεων». («Αιματηρή Αλήθεια», σελ 67 – από Κώστας Γεννάρης «Εξ Ανατoλών»).

Η ίδια ακριβώς λογική Ντενκτάς του 1958, όπως την κατέγραψε ο υπηρετήσας στην Τ.Μ.Τ. Αρίφ Χασάν Ταχσίν, στο βιβλίο του Κώστα Γεννάρη, «Αυτοί οι νεκροί μας είναι χρήσιμοι»:

«Όμως, εκείνη την νύχτα με άφησε άφωνο. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς κανένα προϊδεασμό ο Αχμέτ μου είπε: “Ξέρεις, εκείνη την φωτογραφία με τα τρία παιδιά και την μητέρα τους δολοφονημένους μέσα στο μπάνιο, εγώ τράβηξα εκείνη την φωτογραφία”. Είπε πως εκείνη την περίοδο βρισκόταν στην Κύπρο, για να καλύψει τις διακοινοτικές ταραχές του 1963.

Ένα βράδυ, όπως έπινε τον καφέ του με μερικούς φίλους σ’ ένα μπαρ της τουρκικής συνοικίας της Λευκωσίας, μπήκαν δύο ένοπλοι και ζήτησαν να τους ακολουθήσει. Τον πήραν με αυτοκίνητο στο σπίτι που είχε γίνει το έγκλημα. Μόλις έφθασαν, είδε πως ο χώρος ήταν γεμάτος από άλλους ένοπλους και αξιωματικούς του τουρκικού αποσπάσματος στην Κύπρο, οι οποίοι τον διέταξαν να φωτογραφίσει το έγκλημα. Έκαμε ότι τον διέταξαν και, τότε, ένας από τους ένοπλους του ζήτησε να παραδώσει το φιλμ και να ξεχάσει ότι έκαμε και ότι είδε. Ο Αχμέτ ήθελε να μάθει τι πραγματικά είχε συμβεί και το έμαθε:

Ο πατέρας των τριών παιδιών είχε τρελαθεί. Εκτέλεσε τα παιδιά και την γυναίκα του και μετά εξαφανίστηκε. Τον απομάκρυνε ο τουρκικός στρατός, για να εμφανιστεί και πάλι μετά από 24 χρόνια να υπηρετεί κάπου βαθιά στην Ανατολία, παντρεμένος ξανά».

Ο Αχμέτ είπε στον Κώστα Γεννάρη ότι το έγκλημα ούτε καν έγινε στην Ομορφίτα, όπως διατείνεται η τουρκική προπαγάνδα. Εκτελέσθηκε σε μια περιοχή βαθιά, στην καρδιά της τουρκικής συνοικίας της Λευκωσίας, όπου οι Ελληνοκύπριοι δεν μπορούσαν να πλησιάσουν […].

Ο Κώστας Γεννάρης προσθέτει στο βιβλίο του: «Ερευνώντας για το βιβλίο μου, βρήκα πολλά άλλα παρόμοια περιστατικά, που εξυπηρέτησαν τα τουρκικά συμφέροντα και τους στόχους της Άγκυρας και που η Τ.Μ.Τ. ενεργοποίησε ως την πολιτική της στην Κύπρο […]».

Ο Αχμέτ Μπαράν ήθελε να πει σε κάποιον την αλήθεια, δεν επιθυμούσε να πεθάνει χωρίς να έχει ξεσκεπάσει εκείνη τη σοβαρή αδικία σε βάρος των Ελληνοκυπρίων. Μίλησε στον Κώστα Γεννάρη, με την προϋπόθεση «ο Γεννάρης να μην πει τίποτε ενώ ο Μπαράν ζούσε». Αποκάλυψε την αληθινή ιστορία, μετά από το θάνατο του Μπαράν.

Για το θέμα αυτό η εφημερίδα «Χαραυγή», εκφραστικό όργανο του Α.Κ.Ε.Λ. έγραψε στις 07.02.1964:

«Ο Αμερικανικός Τύπος, απηχώντας τις απόψεις της Ουάσιγκτων, αποδύθηκε σε ανίερη ανθελληνική εκστρατεία κατηγορώντας τους Έλληνες Κυπρίους ως δολοφόνους παιδιών, γυναικών και γερόντων, δικαιώνοντας έτσι τους Τουρκοκυπρίους εξτρεμιστές, που φωνασκούν ότι είναι αδύνατη η ειρηνική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων και ότι η μόνη λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη διχοτόμηση.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν την μια όψη της σελήνης. Πάντα όμως υπάρχει και η άλλη όψη, η αθέατη, που συνήθως παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον: Η ελεεινή μυθοπλασία της τουρκικής μαύρης προπαγάνδας που καταβάλει έντονη προσπάθεια παραποίησης των πραγματικών γεγονότων και δημιουργίας ενοχών στους Έλληνες της Κύπρου για ενέργειες με τις οποίες δεν είχαν ποτέ καμία απολύτως σχέση, υιοθετήθηκε και από Έλληνες συγγραφείς βιβλίων! Μια τέτοια κραυγαλέα περίπτωση αποτελούν οι αναφορές του Αθανάσιου Στριγά στο βιβλίο του «ΚΥΠΡΟΣ – ΑΠΟΡΡΗΤΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ», όπου περιγράφονται περιστατικά βιαιοτήτων με πρωταγωνιστές Ελληνοκύπριους (όπως αυτό την «μπανιέρας») που αποδίδεται στον Νικόλαο Σαμψών! Πιο συγκεκριμένα στην σελίδα 56 παρουσιάζεται σχετική φωτογραφία με την περιγραφή: «Η γυναίκα του στρατιωτικού γιατρού της «ΤΟΥΡΔΥΚ» και τα τρία του παιδιά σφαγμένα μέσα στην μπανιέρα από την Πολιτοφυλακή του Σαμψών μετά την ανακατάληψη της Ομορφίτας».

«Χρήσιμοι νεκροί»

Μαρτυρία της τουρκοκύπριας δασκάλας Σεβίμ Ουλφέτ (ο Ουλούς Ουλφέτ, αδελφός της δασκάλας Σεβίμ Ουλφέτ, είχε σκοτωθεί στην Ομορφίτα στις 30 Αυγούστου 1957, μαζί με τους Μουσταφά Ερτάν, Κουμπιλάι Αλταϊλί και Ισμαήλ Μπέιογλου, από βόμβα που οι ίδιοι κατασκεύαζαν), η οποία βρέθηκε κατά τη διάρκεια επεισοδίων, της 27ης Ιανουαρίου 1958, σε κλινική, όπου συνάντησε τυχαία τον Ραούφ Ντενκτάς:

«Η κλινική είχε γεμίσει με τραυματίες και νεκρούς. Κάποια στιγμή είδα τον Ντενκτάς και του είπα: «Για όνομα του Θεού, δώσε εντολή να σταματήσουν επιτέλους αυτοί οι σκοτωμοί». Κι εκείνος μου έδωσε την εξής απάντηση: «Οι νεκροί αυτοί, μας είναι χρήσιμοι. Μ’ αυτούς θα κάνουμε να ακουστεί η φωνή μας στον κόσμο». «Τότε γιατί δεν πεθαίνετε εσείς και ο δρ Κιουτσούκ; Θα ακουστεί καλύτερα η φωνή μας», του είπα». («Αιματηρή Αλήθεια»», από το βιβλίο του Αρίφ Χασάν Ταχσίν, σελ 66).

*Επίκουρος καθηγητής στο Τ.Ε.Ι. Λάρισας

πηγή 


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.

Δημοσίευση σχολίου

 
Top