GuidePedia

0

Η γενεσιουργός αιτία του Ζητήματος των Τσάμηδων θα πρέπει να αναζητηθεί ταυτόχρονα με την δημιουργία του Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού. Λίγο πριν από την περίοδο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει (περίοδος Ανατολικής Κρίσης 1885-1887) η Οθωμανική εξωτερική πολιτική διαβλέπουσα την αδυναμία της να διατηρήσει στο μέλλον τις Βαλκανικές κατακτήσεις της και προκειμένου να εμποδίσει την διανομή τους μεταξύ των ορθοδόξων βαλκανικών κρατών σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου (Μάρτιος 1878), επιδίωξε την δημιουργία του Αλβανικού έθνους δίνοντας για πρώτη φορά εθνική υπόσταση στον αλβανικό παράγοντα της περιοχής.

Όπως είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες ένα είδος «προτεκτοράτου» ελεγχόμενο από εκτουρκισθέντες «μουσουλμάνους Αλβανούς αδελφούς» είναι ότι το καλύτερο μπορούσε να επιδιώξει .
Τις παραμονές του Συνεδρίου του Βερολίνου με την ενθάρρυνση και ανοχή των Τούρκων αλλά και την βοήθεια της Ιταλίας συστάθηκε στο Κοσσυφοπέδιο η οργάνωση "Αλβανική Ένωση για τα Δικαιώματα του Αλβανικού Έθνους" γνωστή ως "Λίγκα του Πρίζρεν" με έδρα την Κωνσταντινούπολη η οποία βαθμιαία επέκτεινε τις δραστηριότητές της μέχρι τα Ιωάννινα και την Πρέβεζα. Έτσι κατά το Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούλιος 1878) που επακολούθησε παρουσιάσθηκαν για πρώτη φορά οι αντιπρόσωποι της Λίγκας ως παρατηρητές . Μέσα στα πλαίσια της παραπάνω πολιτικής και της περιστασιακής σύμπτωσης των συμφερόντων μεταξύ Τούρκων και Αλβανών, η Λίγκα του Πρίζρεν ζητά από την Πύλη την ένωση όλων των «αλβανικών εδαφών» που μέχρι τότε ήταν διηρημένα στα Βιλαέτια (οθωμανικές διοικητικές περιφέρειες) Σκόρδας, Κοσσυφοπεδίου, Μοναστηρίου και Ιωαννίνων σ΄ένα "αυτόνομο" Βιλαέτι υπό την επικυριαρχία της Πύλης.

Στη φάση αυτή συγκεκριμενοποιείται πλέον και ο «Αλβανικός Εθνικισμός» και εκφράζονται κατά πρώτον οι διεκδικήσεις για τη δημιουργία Αλβανικού Έθνους Τελικά με την υποστήριξη της Αυστρίας αλλά και της Ιταλίας τον Δεκέμβριο του 1912 αναγνωρίζεται από τις Μεγάλες Δυνάμεις το Αλβανικό κράτος ενώ στις 17 Μαΐου 1913 με την Συνθήκη του Λονδίνου τα οριστικά σύνορα και ο διακανονισμός όλων των άλλων θεμάτων του νεοσύστατου κράτους ανατέθηκαν στις Μεγάλες Δυνάμεις . Κατά τις προκαταρκτικές διαβουλεύσεις (Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη) οι Αλβανοί αντιπρόσωποι της προσωρινής κυβερνήσεως προέβαλαν απαιτήσεις που περιελάμβαναν ολόκληρο το Κοσσυφοπέδιο και οι περιοχές Σκοπίων, Μοναστηρίου που κατέχονταν από τη Σερβία και προς νότο ,την περιοχή μέχρι λίγο ΒΔ της Καστοριάς, αμέσως ανατολικά του Μετσόβου μέχρι τον Αμβρακικό δηλαδή την περιοχή του «Βιλαετίου Ιωαννίνων» που ταυτίζεται με τη σημερινή ελληνική Ήπειρο την οποία η αλβανική προπαγάνδα παρουσιάζει στο σύνολο της ως Τσαμουριά. Την περίοδο αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ότι συγκεκριμενοποιήθηκε και ο Αλβανικός Αλυτρωτισμός και Μεγαλοϊδεατισμός αφού η οριστικοποίηση των συνόρων άφησε έξω τις περιοχές των «Αλβανών αδελφών» που κατά την αλβανική αντίληψη δικαιωματικά τους ανήκαν δηλαδή Κοσσυφοπέδιο, Μαυροβούνιο, Σκόπια και προς νότο ή Ήπειρος που έμειναν εκτός του νέου αλβανικού κράτους.

Έκτοτε οι Αλβανοί ουδέποτε συμβιβάσθηκαν με τα όρια που διεθνώς αναγνωρίσθηκαν με την σύσταση του Αλβανικού κράτους υποστηρίζοντας ότι σε αυτά έπρεπε να συμπεριληφθούν και τα υπόλοιπα «αλβανικά εδάφη» όπως αυτά είχαν προβλεφθεί από την Λίγκα του Πρίζρεν το 1878.
Αποτελεί κατά συνέπεια μόνιμο εθνικό στόχο και κύριο άξονα της εθνικής αλβανικής πολιτικής "η απελευθέρωση των σκλαβωμένων Αλβανών" και η ενσωμάτωση των αλβανικών εδαφών στην Αλβανία η δημιουργία δηλαδή της Μεγάλης Αλβανίας

Το Ζήτημα των Τσάμηδων
Δημιουργία του Ζητήματος των Τσάμηδων από το 1912 έως το 1935
Τσαμουριά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν η περιοχή της Ηπείρου που περιελάμβανε τις επαρχίες Παραμυθιά, Φιλιατίου, Πάργας και Μαργαριτίου (με την περιφέρεια Θυαμίδος) καθώς και μερικά χωριά του Δελβίνου και άρχιζε από την εκβολή του Αχέροντα φτάνοντας μέχρι του Βουθρωτό προς τα μεσόγεια δε μέχρι τις Δυτικές υπώρειες του Ολύτσικα (Τομάρου).
Γεωγραφικά ο χώρος αυτός συμπίπτει με την κατά την αρχαιότητα χώρα της Ηπείρου Θεσπρωτία κατοικημένη από το ελληνικό φύλλο των Θεσπρωτών. Συναφές με την Τσαμουριά είναι και το όνομα Τσάμης και Τσάμηδες που προέρχεται πιθανότατα από την παραφθορά του αρχαίου ονόματος του Ποταμού Καλαμά (Θυαμίς-Τσιαμίς-Τσάμης).


Κατά μια άποψη οι Τσάμηδες δεν είναι ούτε τουρκικής ούτε αλβανικής καταγωγής αλλά πρόκειται για το μέρος εκείνο του ελληνικού πληθυσμού της Θεσπρωτίας (Χριστιανοί από τον ΣΤ΄ αιώνα περίπου) οι οποίοι κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα τον ΙΣΤ΄ αιώνα (ατυχή επανάσταση του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Τρίκκης Διονυσίου το 1611) εξισλαμίσθηκαν είτε δια της βίας είτε θεληματικά ενώ παράλληλα η εξάρτηση και οι σχέσεις τους με τους Αλβανούς Αγάδες της περιοχής οδήγησε στην άρνηση της ελληνικής γλώσσας και υιοθέτηση της αλβανικής. Το σπέρμα του διαχωρισμού των Τσάμηδων ως μια ξεχωριστή κοινότητα στην περιοχή Θεσπρωτίας φαίνεται ότι δημιουργήθηκε κατά την περίοδο του Βαλκανικού Πολέμου και μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό. Το Φεβρουάριο του 1913 που λευτερώθηκε η Ήπειρος, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες που ήταν μεχρι τότε Τούρκοι υπήκοοι, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σύμφωνα με τη Συνθήκης Ειρήνης της Αθήνας, κατέστησαν Έλληνες υπήκοοι. Μετά τη δημιουργία του αλβανικού κράτους και κατά την περίοδο των εργασιών της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης (Σεπτέμβριος 1913) και της Διεθνούς Επιτροπής Καθορισμού των Νοτίων Συνόρων οι Αλβανοί επιδιώκοντας την υλοποίηση της Μεγάλης Αλβανίας της Λίγκας του Πριζρέν, υποκίνησαν ορισμένους Τσάμηδες να διεκδικήσουν την προσάρτηση της Θεσπρωτίας στο νέο Αλβανικό κράτους χωρίς όμως αποτέλεσμα.


Ατυχώς όμως για την Ελλάδα τελικά η ελληνική Βόρειος Ήπειρος περιελήφθη στα σύνορα του νέου κράτους. Το θέμα λαμβάνει συγκεκριμένη πλέον μορφή συνδυασμένο άμεσα με τον Αλβανικό Μεγαλοϊδεατισμό από την περίοδο των διαπραγματεύσεων της Συνθήκης της Λωζάνης. Σύμφωνα με την Σύμβαση Ελλάδος-Τουρκίας της 30 Ιανουαρίου 1923 περί ανταλλαγής πληθυσμών και σύμφωνα με έκθεση της Μεικτής Επιτροπής της KτΕ κρίθηκε ότι το Μουσουλμανικό στοιχείο στην Ελλάδα έχει «Τουρκική καταγωγή και συνείδηση» και κατά συνέπεια θεωρείται ανταλλάξιμο. Η Αλβανία αποβλέπουσα στα πολλαπλά οφέλη εκ της δημιουργίας μιας αλβανικής μειονότητας στην Ελλάδα και με την παρακίνηση και υποκίνηση της Ιταλίας προβάλλει την αξίωση να εξαιρεθούν οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της ανταλλαγής παρουσιάζοντάς τους ως Αλβανούς. Σε αντίθετη περίπτωση η Αλβανία θα ελάμβανε μέτρα κατά των Βορειοηπειρωτών. Το 1924 οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες υποβάλλουν υπόμνημα προς την ΚτΕ διαμαρτυρόμενοι για την απολοτρίωση των τσιφλικιών και από την ελληνική διοίκηση αν και γνώριζαν ότι το ίδιο είχε γίνει και με τα τσιφλίκια των Χριστιανών προκειμένου να αποκατασταθούν οι πρόσφυγες από την Μικρά Ασία.


Αποτελεί δε γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε στείλει στη Θεσπρωτία από το 1923 περίπου 18.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες για εγκατάσταση στη περιοχή σε ανταλλαγή ισάριθμων περίπου Μουσουλμάνων Τσάμηδων που θεωρήθηκε ότι υπόκειντο στις προβλέψεις σχετικής Συνθήκης. Η αλβανική προπαγάνδα κινήθηκε δραστικά χρησιμοποιώντας κάθε μέσο (χρήματα, απειλές, εκβιασμούς ακόμη και δολοφονίες) για να εξουδετερώσει αυτές τις κινήσεις. Σαν αποτέλεσμα οι μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας για να αποφύγουν την ανταλλαγή με το υπ΄αριθμ. 2874/2 από 18-2-1926 Υπόμνημά τους προς την Ελληνική Κυβέρνηση, υποστήριξαν ότι είναι : "Αλβανοί την φωνήν και το γένος, μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, αλλά πολίται Έλληνες από του ευτυχούς γεγονότος του 1912-1913". Η Ελλάδα όμως δεν επωφελήθηκε από την ευκαιρία που της παρουσιαζόταν. Ήδη είχε καταλάβει την εξουσία στην Ελλάδα ο Αντιστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, ο οποίος, στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής του προσέγγισης με την Αλβανία, «πάγωσε» το 1925 κάθε προσπάθεια σχηματισμού ρεύματος εξόδου μεταξύ των Μουσουλμάνων της Τσαμουριάς ενώ εκκρεμούσε η μετανάστευση 5.οοο περίπου Τσάμηδων τους οποίους είχε δεχθεί η Τουρκία. Οι μέχρι εκεί «καλές προθέσεις» του Θ. Πάγκαλου φαίνεται όμως ότι δεν αρκούσαν στην αλβανική πλευρά η οποία πιέζει με κάθε τρόπο για τα δικαιώματα των «αδελφών αλβανών Τσάμηδων» επιδιώκοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς να αναγνωρισθεί η ύπαρξη αλβανικής μειονότητας στην Θεσπρωτία.
Στις αρχές του 1926 η ελληνική κυβέρνηση δέχθηκε να εξαιρέσει από την ανταλλαγή των πληθυσμών "όλους τους Τσάμηδες". Ταυτόχρονα κίνησε τη διαδικασία χορήγησης αμνηστίας σε όσους Μουσουλμάνους της Τσαμουριάς, είχαν επιβληθεί ποινές επειδή ενεργούσαν προπαγάνδα υπέρ της Αλβανίας και έκανε απροσδόκητα λόγο για ύπαρξη στην Ελλάδα «Αλβανικής μειονότητας» Παράλληλα διέλυσε όλους τους βορειοηπειρωτικούς συλλόγους, η ύπαρξη των οποίων ενοχλούσε ιδιαίτερα τα Τίρανα.

Η εφαρμογή αυτής της εξωτερικής πολιτικής από την κυβέρνηση Θ. Πάγκαλου, έναντι της Αλβανίας και ειδικότερα σ ότι αφορά στο ζήτημα των Τσάμηδων υπήρξε βαρύτατο σφάλμα. με μακροχρόνιες επιπτώσεις για τον ελληνισμό της Θεσπρωτίας ο οποίος πλήρωσε βαρύ τίμημα τα κατοπινά χρόνια μέχρι το 1944. Έτσι το σύνολο των Τσάμηδων έμεινε στη Θεσπρωτία ενώ οι 18.000 Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία μετακινήθηκαν αναγκαστικά προς τη Μακεδονία.
Το 1927 η Αλβανία θέτει έντονα το θέμα της αποζημιώσεως των απαλλοτριωθέντων κτημάτων. Η ελληνική κυβέρνηση κάνει σαφές ότι δεν θα αναγνωριζόταν στους Αλβανούς κτηματίες δικαίωμα αποζημίωσης μεγαλύτερης από εκείνη που θα καταβαλλόταν στους Έλληνες. Ο Αλβανικός Μεγαλοϊδεατισμός ήδη χρησιμοποιούσε κάθε μέσον για τον διεθνή διασυρμό της Ελλάδας και την προβολή του «μειονοτικού προβλήματος» των δήθεν καταπιεζόμενων από τους Έλληνες Τσάμηδων.  Τον Μάρτιο του 1928 ταυτόχρονα με το θέμα της ειδικής αποζημίωσης των απαλλοτριωθέντων κτημάτων, ο Αλβανός ΥΠΕΞ προσφεύγει στην ΚτΕ και θέτει καθαρά πλέον θέμα αναγνώρισης των Τσάμηδων ως μειονότητα εντός της ελληνικής δημοκρατίας. Είναι φανερό ότι τα Τίρανα, σε εφαρμογής μιας σταθερής πολιτικής τους, προσπαθούσαν ανοιχτά πια, την ασήμαντη αυτή μειονότητα να την ανάγουν σε εστία αλβανικού αλυτρωτισμού μέσα στο ελληνικό έδαφος με σκοπό αφ' ενός να δικαιολογήσουν τις ήδη εκδηλωθείσες στην Αλβανία αλλυτρωτικές διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδος αφ' ετέρου να εκβιάσουν για την αποδοχή της λύσης που επεδίωκαν για το ζήτημα των κτημάτων


Η απόρριψη, τον Ιούνιο του 1928, της αλβανικής προσφυγής στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών (50η Σύνοδος του Συμβουλίου της ΚΤΕ), επέφερε την αλλαγή της αλβανικής πολιτικής που άρχισε να εφαρμόζει έναντι της Ελλάδος μία τακτική « ήπιων τόνων» με την οποία επιδιώκει την σταδιακή επιδίωξη των στόχων της. Από τα τέλη όμως του 1930, η αλβανική πλευρά άρχισε να εκφράζει οξύτερες διαμαρτυρίες κατά της ελληνικής και - το κυριότερο - να διατυπώνει και πάλι αιτιάσεις την δήθεν άδικη μεταχείριση των Τσάμηδων από τις Αρχές της Ηπείρου και για το θέμα των αποζημιώσεων. Το 1935 τελικά παρασχέθηκε με Νόμο η δυνατότητα προσφυγής στην Επιτροπή απαλλοτριώσεων εκείνων οι οποίοι θεωρούσαν ότι είχαν παράπονα για το θέμα των αποζημιώσεων και έγιναν μεμονωμένα πρόσφυγες οι οποίες και επανεκδικάσθηκαν .Έτσι το θέμα νομικά έκλεισε οριστικά.

Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940

Κατά την τραγική αυτή περίοδο οι Τσάμηδες, επιδιώκουν να εκμεταλλευθούν την κατοχή της χώρας μας για να υλοποιήσουν τα οράματα του Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού.
Συνεργαζόμενοι με τους κατακτητές , Ιταλούς και αργότερα Γερμανούς, διαπράττουν φρικαλέα εγκλήματα στην προσπάθεια τους να πετύχουν τον αφελληνισμό της περιοχής ενώ ταυτόχρονα επιχειρούν να κηρύξουν την αυτοδιάθεση της Θεσπρωτίας με απώτερο σκοπό την ένωση της με την «Μητέρα Αλβανία».
Περί το τέλος του πολέμου εντάσσονται στα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής και συγκρούονται με τις αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΔΕΣ 1που δρούσαν στην περιοχή και τελικά με την κατάρρευση του Άξονα φοβούμενοι τις συνέπειες των τρομερών εγκλημάτων που διέπραξαν εγκαταλείπουν θεληματικά την περιοχή και εγκαθίστανται μόνιμα στην Αλβανία. Είναι φανερό ότι όλοι οι Τσάμηδες που εγκατέλειψαν την Ελλάδα δεν μπορεί να ήταν εγκληματίες. Μαζί με τους εγκληματίες έφυγαν και κάποιοι φιλήσυχοι πολίτες φοβούμενοι κατά την τραγική και ταραγμένη εκείνη συγκυρία μήπως ίσως θεωρηθούν και αυτοί υπεύθυνοι των φρικαλεοτήτων που διέπραξαν στο σύνολο τους σχεδόν οι ομόθρησκοί τους .
Ο αποδεδειγμένος επίσημα αριθμός των Τσάμηδων που εγκατέλειψαν την περιοχή είναι 18.5762.

Οι Πρόσφατες Εξελίξεις

Από τις αρχές του 1990 ταυτόχρονα με τις εξελίξεις στην Αλβανία προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και των ανοιγμάτων προς τη Δύση εμφανίζονται έντονα και οι υποβόσκουσες εθνικιστικές τάσεις του Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού και οι αντίστοιχες αλλυτρωτικές για τους «αλβανούς μουσουλμάνους αδελφούς» των γειτονικών χωρών. Οι στην συνέχεια εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο στη Νοτ. Σερβία και τα Σκόπια επιβεβαιώνουν την εφαρμογή μιας μακροπρόθεσμης Εθνικής Στρατηγικής που ακολουθεί τις διαδοχικές φάσεις « πρόκληση εθνοτικής σύγκρουσης-αυτονομία -ανεξαρτησία -συνένωση με Αλβανία» με τελικό στόχο την Μεγάλη Αλβανία. Ταυτόχρονα από το 1990 παρουσιάζεται μια έντονη δραστηριότητα πολύπλευρης προβολής του Ζητήματος των Τσάμηδων και σε επίπεδο διεθνών και διμερών πολιτικών σχέσεων αλλά και μέσω οργανώσεων στο εσωτερικό της Αλβανίας και στη διασπορά. Οι παραπάνω δραστηριότητες επικεντρώνονται στη διεθνή προβολή του Ζητήματος των Τσάμηδων μέσω μιας έντονης προπαγάνδας με ευρεία χρήση του διαδικτύου, επιδίωξη εκπροσώπησης σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς (ΜΚΟ), προσφυγή σε επίσημους διεθνείς οργανισμούς ,εξασφάλιση υποστήριξης από άλλα κράτη όπως η Τουρκία και σύνδεση του όλου θέματος με τον Μουσουλμανικό Φονταμεταλισμό. Το Ζήτημα των Τσάμηδων εξ άλλου φαίνεται ότι συνδυάσθηκε άμεσα - ως μέρος του Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού - και με τις εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο ,Πρέσεβο και Σκόπια και κατά ανεπιβεβαίωτες δημοσιογραφικές πληροφορίες συνδέθηκε με πιθανή στρατιωτική δράση του Αλβανικού Απελευθερωτικού Στρατού (UCK).
Το Ζήτημα των Τσάμηδων - Υπαρκτό Πρόβλημα

Το Ζήτημα των Τσάμηδων είναι υπαρκτό για τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα μετά δε τις πρόσφατες Βαλκανικές εξελίξεις θα πρέπει να θεωρείται «πρόβλημα» υπό την μορφή του «ενδεχομένου» για την χώρα μας «κινδύνου» αφού είναι συνυφασμένο διαχρονικά και αναπόσπαστα με τον Αλβανικό Μεγαλοϊδεατισμό και βρίσκεται σε δυναμική εξελικτική τροχιά.
Αναμφισβήτητα οι Τσάμηδες αποτελούν μια υπαρκτή πληθυσμιακή ομάδα τόσο στην Αλβανία όσο και την διασπορά η οποία αναπόφευκτα επηρεάζει και την εξωτερική και την εσωτερική πολιτική της χώρας τους . Τούτο διότι είναι αναμφίβολο ότι πιέζουν προς την κατεύθυνση της καταβολής αποζημιώσεων χωρίς να παραβλέπεται και η προβολή αλλυτρωτικών διεκδικήσεων κυρίως από εθνικιστικά στοιχεία. Ταυτόχρονα είναι δεδομένο ότι το Ζήτημα των Τσάμηδων είτε κεκαλυμμένα (αποζημιώσεις) είτε ευθέως αποτελεί αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από τον εθνικιστικό αλβανικό παράγοντα σ’ ότι αφορά την υλοποίηση του Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού και εκεί συγκεκριμενοποιείται κυρίως το πρόβλημα για την Ελλάδα. Σήμερα δεν διαπιστώνεται διακριτή παρουσία Τσάμηδων στη χώρα μας, θα πρέπει όμως να αναμένεται μια αναλογική παρουσία μέσα στο σύνολο των Αλβανών μεταναστών οι οποίο (αλβανοί μετανάστες) όμως για την Ήπειρο και ειδικότερα την Θεσπρωτία εκτιμώνται ως εξαιρετικά περιορισμένοι (0,2-0,3% του γηγενούς ελληνικού πληθυσμού κατά την τελευταία απογραφή του 2001) ώστε να είναι δυνατόν να στηριχθούν γεωπολιτικές διεκδικήσεις και ανάλογη στρατηγική από πλευράς αλβανικού παράγοντα κατά τα πρότυπα Κοσσυφοπεδίου και Σκοπίων.
Η θεληματική αποχώρηση των 18546 Τσάμηδων από την Θεσπρωτία το 1944 θα πρέπει να θεωρείται γεγονός εθνικής σημασίας για τη χώρα μας. Εάν τούτο δεν είχε συμβεί, οι Τσάμηδες λόγω των υψηλών ρυθμών πληθυσμιακής ανάπτυξης το πιθανότερο θα αποτελούσαν σήμερα μια υπερτερούσα πληθυσμιακή εθνοτική ομάδα στην περιοχή με αυτονόητες συνέπειες για την περιοχή και την Ελλάδα γενικότερα.
Είναι όμως πιθανή και δυνατή υπό ορισμένες συνθήκες η δημιουργία μιας περιορισμένης πραγματικής ή πλασματικής εθνοτικής παρουσίας μέσω του μεταναστευτικού ρεύματος κυρίως για δημιουργία εντυπώσεων3 λόγω ελαστικότητας του μεταναστευτικού Νόμου και της αδυναμίας ελέγχου του όλου συστήματος (είσοδος, νομιμοποίηση, παραμονή, εγκατάσταση, μετακίνηση)

Η Αλβανική Πολιτική- Η σημερινή Αλβανία:
O αλβανικός παράγων δεν αναμένεται να εμπλακεί άμεσα με το θέμα των Τσάμηδων όσο εκκρεμούν οι εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο, Νοτ. Σερβία και ΠΓΔΜ που αποτελούν και τους μείζονος σημασίας και προτεραιότητος αλλυτρωτικούς του στόχους, αλλά θα το συντηρεί εφαρμόζοντας μια πολιτική «χαμηλών εντάσεων» (διμερείς σχέσεις, προπαγάνδα, προσφυγή σε διεθνείς οργανώσεις κ.λ.π) και μια στρατηγική περιορισμένων επί μέρους στόχων (αναγνωρίσεως μειονότητας, αποζημιώσεων κ.λ.π) λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών αποτρεπτικών ιδιαιτεροτήτων του θέματος (Διεθνής θέση και ισχύς της Ελλάδος κ.λ.π).
Σε περίπτωση όμως περαιτέρω ευνοϊκών εξελίξεων στο Κοσσυφοπέδιο και ΠΓΔΜ από πλευράς αλβανικών επιδιώξεων θα διαμορφωθούν ανάλογα και στρατηγικές «μεγαλυτέρων απαιτήσεων» και για την περίπτωση της Τσαμουριάς.
Πλέον όμως των παραπάνω εάν ποτέ οι αστάθμητες εξελίξεις στην Βαλκανική οδηγήσουν σε ευρύτερη Βαλκανική κρίση με εμπλοκή του συνόλου σχεδόν των Βαλκανικών χωρών κατά την θεωρία του Ντόμινο είναι δυνατόν να εμφανισθούν μαξιμαλιστικές επιδιώξεις και σ’ότι αφορά την χώρα μας.
Κατά συνέπεια παρά το ότι ελληνικές δυνατότητες από πλευράς Εθνικής Ισχύος εκτιμώνται ως υπέρ αρκετές για την αντιμετώπιση οποιωνδήποτε «ενδεχομένων» που μπορεί να επιχειρήσει ο αλβανικός παράγων στη χώρα μας, εκτιμάται ως σκόπιμο και αναγκαίο και ότι αφορά το Ζήτημα των Τσάμηδων να μελετηθούν και σχεδιασθούν πολιτικές και μέτρα για κάθε «ενδεχόμενο» όσο και να φαίνεται απομεμακρυσμένο.
Ειδικότερα:
Πολιτικές

Ανεξάρτητα της επίσημης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής η οποία ορθώς δεν αποδέχεται την ύπαρξη θέματος Τσάμηδων, θα πρέπει το υπόψη Ζήτημα των Τσάμηδων να αναγνωρισθεί στα πλαίσια των εθνικών μας θεμάτων ως «υπαρκτό πρόβλημα» για την ελληνική πραγματικότητα το οποίο ως αναπόσπαστο μέρος του ευρισκομένου ήδη σε τροχιά υλοποίησης Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού είναι δυνατόν να δημιουργήσει μελλοντικούς ενδεχομένως κινδύνους για τη χώρα μας η αντιμετώπιση των οποίων θα πρέπει έγκαιρα να μελετηθεί και σχεδιασθεί.
Η Ελλάς δεν θα πρέπει να αναγνωρίσει ούτε το προβαλλόμενο από πλευράς επίσημης αλβανικής πολιτικής δικαίωμα αποζημιώσεων των Τσάμηδων αφού μια τέτοια αναγνώριση στην ουσία νομιμοποιεί διεθνώς τους Τσάμηδες ως «υπαρκτή μειονότητα» που εκδιώχθηκε βίαια από την Ελλάδα και τους συνδέει με την διεκδικούμενη περιοχή της Θεσπρωτίας.

Τσάμηδες και Μεταναστευτικό

Με δεδομένο ότι η ανυπαρξία εθνοτικής ομάδας Τσάμηδων στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Θεσπρωτία ,θα πρέπει να καταβληθεί από ελληνικής πλευράς κάθε προσπάθεια για την μη δημιουργία μιας πραγματικής ή και τεχνητής μειονότητας Τσάμηδων στην περιοχή αυτή μέσω του Μεταναστευτικού Ρεύματος των ευρισκομένων στην Ελλάδα Αλβανών.
Κατά συνέπεια η έγκριση παραμονής Αλβανών μεταναστών να γίνεται ελεγχόμενη και λελογισμένα ώστε να αποφεύγεται κυρίως η εγκατάστασή της σε παραμεθόριες περιοχές και ιδιαίτερα στην Ήπειρο όπου στρέφονται οι αλβανικές αλλυτρωτικές επιδιώξεις.

Προσφυγή σε Διεθνείς Οργανισμούς ή Θεσμικά Όργανά των

Θα πρέπει να μελετηθεί από ελληνικής πλευράς ο τρόπος αντίδρασης για την διαφαινόμενη ήδη αλβανική πολιτική προσφυγής σε νομικά και θεσμικά όργανα των Διεθνών Οργανισμών αλλά και της Ελλάδος (όπως του Συνηγόρου του Πολίτη) για τη διεκδίκηση συγκεκριμένων οικονομικών και άλλων διεκδικήσεων που έχουν σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα ή δικαιώματα μειονοτήτων.

Η Αλβανική Προπαγάνδα

Η ελληνική αντίδραση στην αλβανική προπαγάνδα είναι αναγκαία,έστω και συγκεκαλυμμένα, συντονιζόμενη όμως και κατευθυνόμενη από τον αρμόδιο κρατικό φορέα. Η ενεργοποίηση ΜΚΟ και Οργανώσεων Αποδήμων και του ελληνικού Λόμπυ κυρίως στις ΗΠΑ και η ευρεία χρησιμοποίηση Διαδικτύου μέσω ΜΚΟ ή ελληνικών οργανώσεων της διασποράς ή και ακόμη μεμονωμένων ατόμων για την αντίκρουση της αλβανικής προπαγάνδας αποτελούν μερικά από τα κύρια μέτρα που μπορεί να ληφθούν.

Το «Μείζον Πρόβλημα»
Συμπερασματικά το «Ζήτημα των Τσάμηδων» αποτελεί πρόβλημα για την χώρα μας στην έκταση που αποτελεί παράμετρο του Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού ο οποίος θα πρέπει να θεωρείται και η κυρία μελλοντική απειλή για την ασφάλεια και σταθερότητα στην Βαλκανική. Εάν κάποιοι καθίσουν κάποτε γύρω από ένα τραπέζι για να αποφασίσουν «πόσο μεγάλη Αλβανία» τους συμφέρει να δημιουργήσουν και τραβήξουν μερικές γραμμές στο χάρτη, τότε είναι βέβαιο ότι κάποιοι θα ζημιωθούν και τότε κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι η Ελλάς θα μείνει έξω από αυτό το παιχνίδι.  Στην εποχή των ασύμμετρων απειλών και των συναφών κινδύνων θα ήταν σφάλμα να αποκλείσει και παραβλέψει κανείς το ενδεχόμενο μίας τέτοιας εξέλιξης . Κατά συνέπεια η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να εστιασθεί στην αντιμετώπιση του Αλβανικού Μεγαλοϊδεατισμού εντάσσοντας στο πλαίσιο αυτό και το Ζήτημα των Τσάμηδων στο μέτρο βέβαια που του αναλογεί, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο.
πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top