Της ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΓΙΩΣΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Στις 20 Οκτωβρίου 2014 το τουρκικό σεισμογραφικό πλοίο «Μπαρπαρός Χαριεντίν Πασά», συνοδευόμενο από δύο σκάφη, ένα τουρκικό και ένα νορβηγικό (τα M/V «Bravο» και M/V «Deep Supporter»), εισήλθε στην κυπριακή ΑΟΖ, με σκοπό να διατελέσει παρανόμως μέχρι τις 30 Δεκεμβρίου 2014 σεισμογραφική έρευνα ώστε να αποτυπώσει τον ενεργειακό πλούτο μεγάλων τμημάτων των τεμαχίων 1, 2, 3 και 9 επί της Κυπριακής ΑΟΖ.
Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, όλα τα κράτη απολαύουν του δικαιώματος της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, των υπερπτήσεων και της πόντισης καλωδίων εντός των ορίων της ΑΟΖ του αντίστοιχου παράκτιου κράτους. Εντούτοις, όσον αφορά τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το καθεστώς είναι διαφορετικό, με αποτέλεσμα η ως άνω συμπεριφορά της Τουρκίας να αποτελεί κατάφωρη παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου επί της ΑΟΖ της.
Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΟΗΕ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ Η ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ
Το 1982 δημιουργήθηκαν νέα δεδομένα για το Δίκαιο της Θάλασσας, με τη νέα Σύμβαση του ΟΗΕ (UNLOSC, εις το εξής η «Σύμβαση») στο Montego Bay της Τζαμάικα, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή στις 16 Νοεμβρίου 1994. Η βαρύνουσα σημασία της εν λόγω Σύμβασης έγκειται στο γεγονός ότι οριοθετήθηκαν εκ νέου οι έννοιες της αιγιαλίτιδας ζώνης (τα γνωστά σε όλους μας χωρικά ύδατα), η συνορεύουσα ή παρακείμενη ζώνη και η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ).
Η Κύπρος επικύρωσε τη Σύμβαση στις 12 Δεκεμβρίου 1988, ενώ η Τουρκία την καταψήφισε, εφόσον δεν εξυπηρετούνταν τα συμφέροντά της. Αυτό ως γεγονός ίσως θα μπορούσε να έχει κάποιον αντίκτυπο σε ό,τι αφορά την μη δέσμευση της Τουρκίας από τις πρόνοιες της εν λόγω Σύμβασης. Όμως, έχει γενικά αναγνωριστεί ότι με τη συμμετοχή 164 κρατών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως συμβαλλόμενων μερών της Σύμβασης, αυτή έχει πλέον αποκτήσει την ισχύ του Εθιμικού Δικαίου κι έτσι είναι δεσμευτική για όλα τα μέλη της διεθνούς κοινότητας, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας. Επομένως, όλες οι πρόνοιες της Σύμβασης που αφορούν στη Θαλάσσια Επιστημονική Έρευνα, ισχύουν και για την Τουρκία ακόμα κι αν δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης.
ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ-ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΑΥΤΗΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 56 της Σύμβασης, κάθε παράκτιο κράτος που έχει διακηρύξει και οριοθετήσει την ΑΟΖ του, όπως έπραξε η Κύπρος μέσω της σύναψης συμφωνιών με τα κράτη που οι ακτές τους είναι αντικείμενες των δικών της, έχει κυριαρχικά δικαιώματα επί αυτής, που αποσκοπούν στην εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μη, όπως είναι οι υδρογονάνθρακες και τα ορυκτά, χωρίς να υπέχει καμιά υποχρέωση για διατήρηση ή συνετή χρήση αυτών. Αυτά τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους επί των μη ζωντανών, φυσικών πόρων της ΑΟΖ του, είναι αποκλειστικά, υπό την έννοια ότι το παράκτιο κράτος δεν έχει καμιά υποχρέωση να μοιραστεί την πρόσβαση ή/και οποιαδήποτε οφέλη προκύψουν από την εκμετάλλευσή τους. Το παράκτιο κράτος έχει δε εθνική δικαιοδοσία σχετικά με τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα που διενεργείται στην ΑΟΖ του.
Η Σύμβαση δεν περιέχει κανέναν ορισμό για τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα. Θα μπορούσαμε όμως να ορίσουμε την έννοια αυτή ως κάθε επιστημονική εργασία ή σχετική εμπειρική εργασία που έχει ως αντικείμενο το θαλάσσιο περιβάλλον και ως σκοπό να μεγιστοποιήσει τις γνώσεις που κατέχουμε επί των ωκεανών. Για την πλήρη κατανόηση τόσο του όρου αυτού όσο και του καθεστώτος που διέπει τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα, θα πρέπει κανείς να μελετήσει το άρθρο 56 της Σύμβασης συνδυαστικά με το άρθρο 246 αυτής, Μέρος XIII.
Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 246 της Σύμβασης, τα παράκτια κράτη κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους, έχουν το δικαίωμα να ρυθμίζουν, να εξουσιοδοτούν και να διεξάγουν θαλάσσια επιστημονική έρευνα στην ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα τους, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της Σύμβασης. Κάθε δε θαλάσσια επιστημονική έρευνα στην ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα διεξάγεται με τη συναίνεση του παράκτιου κράτους.
Λαμβάνοντας υπόψη την ως άνω πρόνοια της Σύμβασης που ρητά καθορίζει ότι για οποιαδήποτε θαλάσσια επιστημονική έρευνα στην ΑΟΖ ενός κράτους χρειάζεται η προηγούμενη συναίνεση αυτού, γίνεται πλήρως αντιληπτό ότι η Τουρκία δρα παράνομα, καταπατώντας το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, αφού ουδέποτε ζήτησε τη συναίνεση της Κυπριακής Δημοκρατίας προκειμένου να προβεί στις σεισμογραφικές έρευνες επί των τεμαχίων της κυπριακής ΑΟΖ.
Στο σημείο αυτό θεωρείται απαραίτητο να επισημανθεί ότι η Σύμβαση, στα πλαίσια της ειρηνικής επίλυσης οποιωνδήποτε διαφορών μεταξύ των κρατών και προς αποφυγή οποιασδήποτε έντασης μεταξύ τους, θεωρεί αναγκαία, υπό κανονικές συνθήκες, την χορήγηση άδειας από το παράκτιο κράτος προς ένα τρίτο κράτος για τη διεξαγωγή από το τελευταίο θαλάσσιας έρευνας επί της ΑΟΖ του πρώτου, εφόσον πληρούνται κάποιες τυπικές προϋποθέσεις, οι οποίες απαριθμούνται στην παράγραφο 5 του άρθρου 246 της Σύμβασης. Για τους σκοπούς μάλιστα εφαρμογής αυτής της ευρύτερης φιλοσοφίας που προωθεί η Σύμβαση με σκοπό την αποφυγή εντάσεων μεταξύ των κρατών, κανονικές συνθήκες μπορεί να υπάρχουν ακόμα κι όταν απουσιάζουν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ του παράκτιου κράτους και του διεξάγοντος τις έρευνες κράτους (παράγραφος 4, άρθρο 246 της Σύμβασης).
Ενόψει της παραπάνω «ελευθεριότητας» της Σύμβασης, όσον αφορά τη διεξαγωγή θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας σε ξένη ΑΟΖ, γεννιέται το ερώτημα γιατί η Τουρκία προτίμησε την παρανομία έναντι της νομιμότητας που θα μπορούσε να της προσδώσει η Σύμβαση και κατ’ επέκταση το Διεθνές Εθιμικό Δίκαιο, αν ζητούσε προηγουμένως τη συναίνεση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί εύκολα να δοθεί αφενός αν αναλογιστεί κανείς ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος, αφετέρου αν μελετήσουμε προσεκτικά την παράγραφο 3 του Άρθρου 246 της Σύμβασης, σε αντιπαραβολή με την παράγραφο 5 αυτού.
Αν και η Σύμβαση δεν προβαίνει ευθαρσώς σε οποιαδήποτε διάκριση, εντούτοις στο ευρύτερο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου έχει αναγνωριστεί ότι η θαλάσσια επιστημονική έρευνα για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 246 της Σύμβασης, διακρίνεται σε «βασική» (pure/fundamental) και «εφαρμοσμένη» (applied/resource-oriented) θαλάσσια επιστημονική έρευνα.
Ως βασική θεωρείται η θαλάσσια επιστημονική έρευνα που εκτελείται αποκλειστικά για ειρηνικούς σκοπούς και με σκοπό την αύξηση των επιστημονικών γνώσεων του θαλάσσιου περιβάλλοντος προς όφελος όλης της ανθρωπότητας (άρθρο 246, παράγραφος 3). Ως εφαρμοσμένη θεωρείται η θαλάσσια επιστημονική έρευνα που έχει άμεση σημασία για την εξερεύνηση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μη, εφόσον (α) συνεπάγεται γεώτρηση στην υφαλοκρηπίδα, τη χρήση εκρηκτικών ή την εισαγωγή επιβλαβών ουσιών στο θαλάσσιο περιβάλλον, (β) συνεπάγεται την κατασκευή, λειτουργία ή χρήση τεχνητών νήσων, εγκαταστάσεων και κατασκευών, όπως αναφέρονται στα άρθρα 60 και 80 της Σύμβασης (άρθρο 246, παράγραφος 5).
Από τις παραπάνω δύο κατηγορίες της θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας, η εφαρμοσμένη έρευνα παραβιάζει ευθέως τα συμφέροντα του παράκτιου Κράτους και την άσκηση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων επί των φυσικών του πόρων. Οι σεισμογραφικές έρευνες της Τουρκίας επί της κυπριακής ΑΟΖ εμπίπτουν στην κατηγορία της εφαρμοσμένης θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας, επομένως, ακόμα κι αν η Τουρκία ζητούσε τη συναίνεση της Κυπριακής Δημοκρατίας προτού προβεί στις εν λόγω έρευνες, η Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε κάθε δικαίωμα να της αρνηθεί, καθότι με αυτόν τον τρόπο παρεμποδίζονται τα κυριαρχικά δικαιώματά της επί του φυσικού πλούτου της ΑΟΖ της.
ΣΕΙΣΜΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ: ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΓΙΑ ΑΞΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ;
Στην παρούσα φάση, εφόσον η Τουρκία έχει ήδη εισέλθει στην κυπριακή ΑΟΖ και πραγματοποιεί στα πλαίσια αυτής σεισμογραφικές έρευνες, το ερώτημα που πρωτίστως μας απασχολεί, εκτός από τη λήψη των κατάλληλων μέτρων για την απομάκρυνση του Μπαρμπαρός από τη θαλάσσια ζώνη της Κύπρου, είναι κατά πόσο θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο μέλλον αξίωση της Τουρκίας επί των τεμαχίων 1, 2, 3 και 9 της Κυπριακής ΑΟΖ, όπου τώρα διεξάγει τις ανάλογες θαλάσσιες επιστημονικές έρευνες.
Το ενδεχόμενο αυτό μπορεί να αποκλειστεί, καθότι η Σύμβαση είναι κατηγορηματική στο άρθρο 241, όπου προνοείται ότι «δραστηριότητες σχετικές με θαλάσσια επιστημονική έρευνα δεν συνιστούν τη νομική βάση για οποιαδήποτε αξίωση σε οποιοδήποτε μέρος του θαλάσσιου περιβάλλοντος ή των πόρων του», πόσο μάλλον όταν η θαλάσσια επιστημονική έρευνα που διενεργείται ανήκει στην κατηγορία των εφαρμοσμένων θαλάσσιων επιστημονικών ερευνών και γίνεται χωρίς τη συναίνεση του παράκτιου κράτους.
Εντούτοις, η παραπάνω πρόνοια της Σύμβασης δεν θα πρέπει να μας καθησυχάζει, αλλά αντιθέτως, επιβάλλεται η Κυπριακή Δημοκρατία να δράσει άμεσα στις προκλήσεις της Τουρκίας με τέτοιο τρόπο, ώστε να υποδηλώνει αναντίρρητα την ικανότητα επιβολής της επί της ΑΟΖ και να μην δημιουργηθούν εντυπώσεις, ούτε σε πολιτικό ούτε σε νομικό επίπεδο, ότι πλέον έχει διαμορφωθεί ένα status quo στην περιοχή.
Η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΟΖ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Με την εξέλιξη του Δικαίου της Θάλασσας ανά τους αιώνες, έχει παρατηρηθεί ότι πλέον τα παράκτια κράτη έχουν το δικαίωμα να ασκούν υπέρμετρο έλεγχο στις θαλάσσιες ζώνες που εμπίπτουν στην κυριαρχία τους και στην εθνική τους δικαιοδοσία. Στηριζόμενη στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, η Κύπρος έχει στη διάθεσή της μια σειρά από δικαιώματα που μπορεί να ασκήσει προκειμένου να άρει την παρανομία του τουρκικού σεισμογραφικού πλοίου «Μπαρπαρός Χαριεντίν Πασά», απέχοντας ταυτόχρονα από κάθε χρήση απειλής ή βίας.
Δικαίωμα Συνεχούς Καταδίωξης του Μπαρμπαρός
Η Κύπρος προτού προβεί σε οποιαδήποτε προσπάθεια επίλυσης των διαφορών της με την Τουρκία, έχει πρωτίστως το δικαίωμα της συνεχούς καταδίωξης του πλοίου Μπαρμπαρός από την ΑΟΖ της, δυνάμει του άρθρου 111, παράγραφος 2 της Σύμβασης. Η Κύπρος δύναται ανά πάσα στιγμή να στείλει πολεμικά πλοία ή στρατιωτικά αεροσκάφη ή άλλα πλοία ή αεροσκάφη με εμφανή διακριτικά στοιχεία ότι ανήκουν σε κρατική υπηρεσία και να είναι εξουσιοδοτημένα για το σκοπό αυτό, για να καταδιώξει το τουρκικό πλοίο μαζί με τα δύο σκάφη που το συνοδεύουν, έως ότου αποχωρήσουν από την ΑΟΖ της. Η καταδίωξη θα μπορεί να αρχίσει μετά την εκπομπή οπτικού ή ηχητικού σήματος για την ανακοπή του πλου, το οποίο θα πρέπει να εκπέμπεται από απόσταση που να μπορεί να ακουστεί ή να γίνει ορατό από το ξένο πλοίο. Σε περίπτωση που το καταδιωκόμενο πλοίο δεν συμμορφωθεί, οι κυπριακές αρχές έχουν το δικαίωμα να συλλάβουν το πλοίο και να το συνοδεύσουν σε λιμάνι της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου θα διεξαγάγουν ανάκριση του πληρώματος. Οι προϋποθέσεις που προνοεί το άρθρο 111 της Σύμβασης είναι σωρευτικές και θα πρέπει η καθεμιά από αυτές να πληρούται ξεχωριστά (υπόθεση Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες εναντίον Γουινέας ή M/V “Saiga”No2).
Όσον αφορά δε τη δυνατότητα του παράκτιου κράτους να προστρέξει σε τρίτα κράτη για βοήθεια ώστε να μπορέσει να καταδιώξει το πλοίο που βρίσκεται παρανόμως στις θαλάσσιες ζώνες του, η Σύμβαση δεν κάνει οποιονδήποτε λόγο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάτι τέτοιο απαγορεύεται. Ενδεχομένως θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι από τη στιγμή που η συμμετοχή τρίτων κρατών στην καταδίωξη θεωρείται αναγκαία από το ίδιο το παράκτιο κράτος και γίνεται με την έγκρισή του, είναι σύμφωνη με τις κύριες προϋποθέσεις, τόσο τις ουσιαστικές όσο και τις διαδικαστικές, που θέτει το Άρθρο 111 της Σύμβασης. Άλλωστε παρόμοια καταδίωξη είχε σημειωθεί κατά το παρελθόν στο Νότιο Ωκεανό, εναντίον των πλοίων Viarsa I και South Tomi.
Κατάσχεση Σκάφους & Εξοπλισμού-Καταδίκη σε πρόστιμο ή φυλάκιση
Η Κύπρος κατά το έτος 2004 υπέβαλε στα Ηνωμένα Έθνη, δυνάμει της Σύμβασης, τον νόμο 64(Ι)/2004 (εις το εξής ο «Νόμος») με τον οποίο κήρυξε την ΑΟΖ της. Ο νόμος αυτός στην πραγματικότητα ενσωματώνει στην κυπριακή έννομη τάξη τις διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας, ήτοι της Σύμβασης, σχετικά με την ΑΟΖ και αποτελεί έμπρακτη εφαρμογή του δικαιώματος που κατέχει η Κύπρος να ασκεί πλήρη δικαιοδοσία στην ΑΟΖ της.
Το άρθρο 8, παράγραφος 2 του Νόμου επιτρέπει στην Κυπριακή Δημοκρατία να επιβάλει χρηματική ποινή έως και €1.000.000 ή και φυλάκιση για χρονική περίοδο μέχρι και πέντε έτη ή και τις δυο αυτές ποινές σε οποιοδήποτε πρόσωπο προβαίνει μέσα στην ΑΟΖ σε εξερεύνηση και εκμετάλλευση των μη ζώντων πόρων, εκτός από τις περιπτώσεις που έχει λάβει άδεια από τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, ο οποίος με τη σειρά του θα πρέπει να έχει λάβει τη σύμφωνη γνώμη των Υπουργών Εξωτερικών, Άμυνας, Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος και Συγκοινωνιών και Έργων. Σε περίπτωση δε διάπραξης του αδικήματος από νομικό πρόσωπο, ποινική ευθύνη υπέχουν οι αξιωματούχοι αυτού.
Επιπρόσθετα με οποιαδήποτε από τις παραπάνω ποινές, τα κυπριακά δικαστήρια δύνανται να διατάξουν την κατάσχεση οποιουδήποτε σκάφους, αντικειμένου, εξοπλισμού ή υλικού, συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των μη ζώντων πόρων, που λήφθηκαν κατά τη διάπραξη του αδικήματος.
Συνεπώς, η Κυπριακή Δημοκρατία δύναται να προβεί σε κατάσχεση του σεισμογραφικού πλοίου Μπαρμπαρός, των σκαφών που το συνοδεύουν καθώς και του αντίστοιχου εξοπλισμού τους. Παράλληλα η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη και να επιβάλει πρόστιμα ή/και φυλάκιση στην τουρκική εταιρεία πετρελαίου ΤΡΑΟ και τους αξιωματούχους αυτής, στο νορβηγικό επιστημονικό προσωπικό που εργάζεται εντός του Μπαρμπαρός καθώς και στο πλήρωμα των δυο συνοδευτικών σκαφών, M/V «Bravο» και M/V «Deep Supporter».
Ειρηνική Διευθέτηση της Διαφοράς
Σύμφωνα με το άρθρο 33 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών που έχει υπογράψει τόσο η Κύπρος όσο και η Τουρκία, σε κάθε διαφορά που η παράτασή της μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα προσπαθούν πρώτα από όλα να λύσουν τη διαφορά τους με πολιτικές μεθόδους όπως διαπραγματεύσεις, έρευνα, μεσολάβηση, συνδιαλλαγή, προσφυγή σε τοπικούς οργανισμούς ή με νομικές, όπως η διαιτησία και η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο.
Οι ως άνω αναφερόμενοι τρόποι ειρηνικής επίλυσης των διαφορών μεταξύ δυο χωρών, πιθανόν να είχαν κάποιο θετικό αποτέλεσμα και στην προκειμένη περίπτωση, αν η Τουρκία δεν προέβαινε σε μονομερή Διακήρυξη κατά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Άγκυρας στις 29 Ιουλίου 2005, με την οποία δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος και κατ’ επέκταση ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μπορούσε η Τουρκία να παρευρεθεί στο ίδιο τραπέζι διαπραγματεύσεων με την Κύπρο ή να προβεί σε οποιουδήποτε είδους δικαστικό ή εξωδικαστικό διακανονισμό μαζί της. Άλλωστε για να μπορέσουν δυο διάδικα κράτη να απευθυνθούν ενδεχομένως στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση της διαφοράς τους, θα πρέπει να συναινέσουν πρώτα και τα δυο μεταξύ τους.
Την παραπάνω περίπτωση διαφορών που δεν καρποφόρησε η επίλυσή τους με τα μέσα που προνοεί το άρθρο 33 του Καταστατικού Χάρτη, προβλέπει το άρθρο 37 του ίδιου Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, σύμφωνα με το οποίο μπορεί η εν λόγω διαφορά να υποβληθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ώστε εκείνο να αναλάβει δράση ή να συστήσει τους όρους διακανονισμού που αυτό θα κρίνει κατάλληλους και τις νομικές διαφορές μπορεί να τις παραπέμψει το ίδιο στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Άλλωστε, κάτι τέτοιο είχε γίνει και στην περίπτωση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου κατά το 1976. Σε μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να προβεί κι η Κυπριακή Δημοκρατία και μάλιστα άμεσα.
ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ- ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μια από τις πάγιες αρχές του Διεθνούς Δικαίου είναι ότι κανένα κράτος δεν θα πρέπει να υποβάλλεται στα δικαστήρια ενός άλλου κράτους, με αποτέλεσμα η Κύπρος να μην έχει τη δυνατότητα να «δικάσει» η ίδια την Τουρκία για την παράνομη διεξαγωγή σεισμογραφικών ερευνών στην ΑΟΖ της. Εντούτοις, όπως ήδη εξηγήσαμε παραπάνω, το Διεθνές Δίκαιο παρέχει στην Κύπρο άλλες δυνατότητες τις οποίες θα πρέπει να εξαντλήσει άμεσα, καθότι έγκεινται στα πλαίσια της πλήρους νομιμότητας και δεν αποτελούν ουδαμώς λόγο άσκηση βίας ή απειλών κατά της Τουρκίας.
Η Κύπρος, όπως ήδη εξηγήσαμε, δεν μπορεί να οδηγήσει την Τουρκία στα κυπριακά δικαστήρια για την παρανομία της, ούτε βέβαια μπορεί από μόνη της να απευθυνθεί στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για επίλυση της διαφοράς χωρίς τη συναίνεση της Τουρκίας. Αυτό όμως που μπορεί να κάνει και είναι αναφαίρετο δικαίωμα που της προσδίδει έμμεσα το Διεθνές Δίκαιο μέσω του Νόμου 64(Ι)/2004 είναι να οδηγήσει Τούρκους υπηκόους ενώπιον της κυπριακής δικαιοσύνης. Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία θα δεχθεί έμμεσο πλήγμα μέσω των υπηκόων της και το πιθανότερο είναι να θελήσει να ασκήσει διπλωματική προστασία υπέρ τους, εφόσον εκείνη ήταν που τους έδωσε το πράσινο φως για να ενεργήσουν τοιουτοτρόπως.
Η άσκηση διπλωματικής προστασίας πηγάζει από την αντίληψη ότι το κράτος ως κύριος φορέας διεθνών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει δικαίωμα να εξασφαλίσει το σεβασμό του διεθνούς δικαίου στο πρόσωπο των πολιτών του. Πρόκειται για δικαίωμα και όχι καθήκον του κράτους εκείνου του οποίου οι υπήκοοι οδηγούνται ενώπιον αλλοδαπών δικαστηρίων και καλύπτει τόσο τους υπηκόους του (συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών που έχουν ιδρυθεί στο έδαφος αυτού), όσο και τα πλοία και αεροσκάφη που πετάνε υπό τη σημαία αυτού του κράτους. Από τη στιγμή που ένα κράτος ασκεί διπλωματική προστασία υπέρ ενός υπηκόου του, είναι αυτό που θα υπεισέλθει στη θέση του υπηκόου του, ως διαπράττον το αδίκημα εναντίον του αλλοδαπού κράτους κι έτσι πλέον η διαφορά μετατρέπεται σε διακρατική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης είναι το Ηνωμένο Βασίλειο που ανέλαβε τις υποθέσεις Βρετανών ιδιοκτητών αλιευτικών πλοίων που συνελήφθησαν σε τόπο αλιείας της Ισλανδίας, κατά την περίοδο του πολέμου για τα χωρικά ύδατα (“cod wars”) με την Ισλανδία.
Με τον παραπάνω τρόπο, στο τέλος της ημέρας η Κύπρος θα μπορέσει να οδηγήσει την Τουρκία στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αφού προηγουμένως εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα της κυπριακής έννομης τάξης εναντίον των Τούρκων υπηκόων. Σίγουρα υπάρχει ο κίνδυνος η Τουρκία να μην δεχθεί να παράσχει διπλωματική προστασία στους υπηκόους της, μιας και όπως επισημάναμε, πρόκειται για δικαίωμα κι όχι για καθήκον του αντίστοιχου κράτους. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Τουρκία θα έχει να αντιμετωπίσει την κατακραυγή της κοινής γνώμης στο εσωτερικό της κοινωνίας της, καθότι δεν αναλαμβάνει το βάρος των ευθυνών της και αφήνει εκτεθειμένους τους υπηκόους της έναντι των ξένων δικαστικών αρχών. Το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας θρασύδειλης συμπεριφοράς εκ μέρους της Τουρκίας σαφώς θα είναι μεγάλο για τους πολιτευτές της και είναι αμφίβολο κατά πόσο οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην υπόθεση υπήκοοί της θα θελήσουν να συνεχίσουν το εγχείρημα που τους ανατέθηκε στην κυπριακή ΑΟΖ μέχρι τέλους.
Προτού λοιπόν μεμψιμοιρήσουμε για το μέλλον της Κύπρου και της ΑΟΖ της, ας αναλογιστούμε καλύτερα και ας ασκήσουμε έξυπνα τα δικαιώματα που εναπόθεσε στην φαρέτρα της Κύπρου το Διεθνές Δίκαιο.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου