>
Ο στόχος του Κινέζου πρωθυπουργού Λι Κετσιάνγκ είναι η Ελλάδα να αποτελέσει τη βασική πύλη οικονομικής διείσδυσης της Κίνας στην Ευρώπη.
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού της Κίνας Λι Κετσιάνγκ στην Ελλάδα την προηγούμενη εβδομάδα ανέδειξε το εύρος και το βάθος στο οποίο αναπτύσσονται ήδη οι σχέσεις Ελλάδας και Κίνας, αλλά και τις προοπτικές που διανοίγονται για τη συνέχεια. Ο σημαντικότερος τομέας συνεργασίας είναι τα δίκτυα μεταφορών, καθώς η Κίνα βλέπει την Ελλάδα ως βασική πύλη για την είσοδο των κινεζικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι το λιμάνι του Πειραιά προσφέρει στα container ships μεγάλη εξοικονόμηση χρόνου (της τάξης των 10 ημερών) και κόστους σε σύγκριση με τα λιμάνια της Β. Θάλασσας (Αμβούργο, Ρότερνταμ κλπ.). Το κινέζικο ενδιαφέρον δεν αφορά μόνο την επέκταση στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά και την απόκτηση υποδομών logistics και την είσοδο στους ελληνικούς σιδηροδρόμους. Δεν είναι τυχαίο ότι παρουσία των δύο πρωθυπουργών ξεκίνησε η λειτουργία του κέντρου διανομής της Huawei στον ΣΕΜΠΟ Πειραιά, με την αναχώρηση εμπορευματικής αμαξοστοιχίας φορτωμένης με κοντέινερς απευθείας στο λιμάνι, με προορισμό τις ευρωπαϊκές αγορές. Επιπλέον, η υπογραφή 19 επιχειρηματικών συμφωνιών συνολικής αξίας αρκετών δις Ευρώ (ιδιαίτερα στους τομείς της ναυτιλίας, του τουρισμού και της εξαγωγής ελληνικών προϊόντων στην αχανή κινεζική αγορά) δίνει ένα μέτρο του μεγέθους του “πελάτη”, ενώ εξ ίσου σημαντική ήταν η δέσμευση του Κινέζου πρωθυπουργού για τη συμμετοχή της Κίνας στην επόμενη έκδοση ελληνικών ομολόγων.
Η σημασία των σινοελληνικών συμφωνιών και επαφών της τελευταίας εβδομάδας είναι τεράστια, ειδικά τη στιγμή που η ελληνική οικονομία διψάει για ρευστότητα. Όμως η θεαματική σύμπλευση Ελλάδας και Κίνας τα τελευταία χρόνια εγείρει πολύ μεγαλύτερα ζητήματα από τα ήδη σημαντικά που αναφέρθηκαν: ζητήματα που άπτονται του γεωπολιτικού προσανατολισμού της χώρας.
Η σύμπλευση με την εκάστοτε θαλασσοκράτειρα δύναμη θεωρείται θεμελιώδης σταθερά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (με κυνικότερους όρους: της ύπαρξης του νεώτερου ελληνικού κράτους). Το κεντρικό σκεπτικό πίσω από το αξίωμα αυτό είναι ότι η στρατηγική θέση της Ελλάδας, που ελέγχει πλήρως την έξοδο της Μαύρης Θάλασσας και σε μεγάλο βαθμό (ειδικά μέσω της Κρήτης) την έξοδο από το Σουέζ προς τη δυτική Μεσόγειο και την Ευρώπη, την καθιστά αναγκαίο σύμμαχο για κάθε δύναμη που επιδιώκει να ελέγχει τη θαλάσσια κυκλοφορία. Και αντίστροφα, επειδή ο ανεφοδιασμός της ηπειρωτικής Ελλάδας και η ασφάλεια του ελληνικού νησιωτικού χώρου δεν μπορούν να διασφαλιστούν από την Ελλάδα ερήμην της εκάστοτε θαλασσοκράτειρας δύναμης, οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά απέφυγαν να έρθουν σε σύγκρουση με τις θαλασσοκράτειρες δυνάμεις – και όποτε το έπραξαν, ο βίος τους αποδείχθηκε βραχύς (π.χ. 1915-1916, 1920-22).
Άλλωστε η σύμπλευση της Ελλάδας με την εκάστοτε θαλασσοκράτειρα δύναμη, έστω και αν κάποτε επιβλήθηκε δια της βίας (επέμβαση Entente υπέρ Βενιζέλου το 1916, παρέμβαση Μ. Βρετανίας / ΗΠΑ στον Εμφύλιο) ή απαίτησε μισθοφορικές υπηρεσίες (εκστρατεία Ουκρανίας) και εθνικές θυσίες (Κύπρος), αποδείχθηκε σε γενικές γραμμές διαχρονικά επωφελής για τα ελληνικά συμφέροντα. Η ειρηνική επέκταση της Ελλάδας εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η προσθήκη της Κρήτης και των Δωδεκανήσων στον εθνικό κορμό και η παρουσία στο στρατόπεδο των νικητών του Ψυχρού Πολέμου είναι αποτελέσματα της σύμπλευσης με τις θαλασσοκράτειρες δυνάμεις, Μ. Βρετανία και ΗΠΑ. Ακόμα και η ιστορική ευκαιρία της Μικρασιατικής Εκστρατείας παρασχέθηκε στην Ελλάδα στο πλαίσιο των τότε σχεδιασμών της Μ. Βρετανίας για το μέλλον της περιοχής.
Το κρίσιμο ερώτημα που αναδύεται σταδιακά στο βάθος, είναι αν η Κίνα είναι η επόμενη θαλασσοκράτειρα δύναμη, με την οποία η Ελλάδα μακροπρόθεσμα θα αναπτύξει (ή οφείλει για στρατηγικούς λόγους να αναπτύξει) μια σχέση αντίστοιχη εκείνης με την Μ. Βρετανία ή τις ΗΠΑ, που καθόρισαν την πορεία της κατά τους δύο τελευταίους αιώνες.
Μια επιπόλαιη ματιά στο χάρτη θα έλεγε ότι, όπως η Γερμανία και η Ρωσία / Σοβιετική Ένωση στο παρελθόν, έτσι και η Κίνα σήμερα είναι η χερσαία δύναμη προς ανάσχεση, το νέο “αντίπαλο δέος” στις ναυτικές δυνάμεις Μ. Βρετανία και ΗΠΑ – μια τέτοια γεωπολιτική προσέγγιση θα ήταν όμως εσφαλμένη. Η συμπεριφορά της Κίνας σήμερα έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δύναμης που επιδιώκει να κυριαρχήσει στη θάλασσα και, κατ’ επέκταση, στον πλανήτη. Αυτό δεν φαίνεται μόνο στις κατευθύνσεις των εξοπλιστικών της προγραμμάτων, αλλά και (κυρίως) στη σαφή τάση της να κυριαρχήσει στο παγκόσμιο εμπόριο, μετατρεπόμενη σε εξαγωγική υπερδύναμη και προνομιακό εισαγωγέα σημαντικών πρώτων υλών (το 2013 η Κίνα κατέστη ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου παγκοσμίως, ξεπερνώντας τις ΗΠΑ). Σε αυτή την κατεύθυνση η Κίνα χρησιμοποιεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα (με πρώτο το χαμηλό κόστος εργασίας αλλά και σταδιακά την τεχνολογική πρωτοπορία), ακριβώς όπως η Μ. Βρετανία κατά τον 18ο και 19ο αιώνα και οι ΗΠΑ κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα αξιοποίησαν τα τεχνολογικά προβαδίσματά τους για να αναδειχθούν.
Άλλο ένα στοιχείο της κινεζικής πολιτικής που είναι κοινό με τις αυτοκρατορίες του παρελθόντος είναι η ευρεία διάθεση πιστώσεων προς τους “πελάτες”, που αφ’ ενός αποφέρουν οικονομικό όφελος (τόκους) και αφ’ ετέρου δίνουν σημαντικές δυνατότητες πολιτικής πίεσης και διείσδυσης σε νέες αγορές. Το χαρακτηριστικό αυτό υποστηρίζεται από τις θεαματικές επιδόσεις της κινεζικής οικονομίας: ο ρυθμός αύξησής της κατά την τελευταία 30ετία κυμάνθηκε περί το 10% ετησίως κατά μέσο όρο, οδηγώντας το ονομαστικό ΑΕΠ της στα 9 τρις δολλάρια το 2013 (το δεύτερο υψηλότερο παγκοσμίως μετά τις ΗΠΑ).
Ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας παγκοσμίως, ενώ τα εξαγωγικά προϊόντα της δεν περιορίζονται πια σε τομείς έντασης εργασίας (ένδυση, υπόδηση, γεωργία) αλλά επεκτείνονται και σε προηγμένους τεχνολογικά τομείς (αυτοκίνητα, υπολογιστές κλπ), όπυ ήδη κατέχει την πρώτη θέση.
Όπως και οι προηγούμενες μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις, η Κίνα έχει ανάγκη από τον έλεγχο των θαλασσίων οδών, για την ασφαλή μεταφορά των προϊόντων και των πρώτων υλών της βιομηχανίας της. Μία έκφανση αυτής της προτεραιότητας είναι διαχρονικά, για κάθε μεγάλη δύναμη, η ανάπτυξη της ναυτικής ισχύος. Το κινεζικό ναυτικό τα τελευταία χρόνια αυξάνει με σταθερό ρυθμό τις μονάδες επιφανείας του (από 172 το 2005 σε 221 το 2012, μια αύξηση 28% σε 7 χρόνια). Σημαντικότερη ωστόσο από την αύξηση της ποσότητας είναι η βελτίωση της ποιότητας, καθώς έχουν ενταχθεί πολλαπλάσιες νέες μονάδες όπως τα αντιτορπιλικά Luyang (τύπου 052), οι φρεγάτες κλάσης Jiangkai (τύπου 054) και τα υποβρύχια κλάσης Yuan (τύπου 041), που επέτρεψαν την απόσυρση απαρχαιωμένων πλοίων. Επιπλέον, το πρώτο κινεζικό αεροπλανοφόρο, Liaoning, τέθηκε σε υπηρεσία το 2012 και ήδη έχουν επιβεβαιωθεί δοκιμές αποπροσνηώσεων με αεροσκάφη J-15. Εκτιμάται ότι το συγκεκριμένο σκάφος (πρώην σοβιετικό Varyag) θα χρησιμεύσει για την απόκτηση εμπειρίας εν όψει της επόμενης γενιάς αεροπλανοφόρων (πιθανώς 4-5) που θα ναυπηγηθούν στην Κίνα.
Αν πάντως η Κίνα αναδειχθεί ως η επόμενη θαλασσοκράτειρα δύναμη, τα διλήμματα που θα τεθούν στην ελληνική ηγεσία θα είναι δύσκολα. Η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, και μάλιστα στην παρούσα συγκυρία η αξία της αναβαθμίζεται για την σημερινή θαλασσοκράτειρα δύναμη, που είναι οι ΗΠΑ. Αν και η κινεζική ηγεσία, βαδίζοντας στην παράδοση του Κομφουκίου και του Σουν Τζου, έχει επιδείξει ως τώρα αξιοσημείωτη σύνεση σε όλες τις κινήσεις της, οι αλλαγές στη διεθνή ισορροπία δυνάμεων σπανίως επέρχονται αναίμακτα. Η ισχύς έχει πάντοτε τη δική της λογική, και ήδη οι κινήσεις της Κίνας σε σχέση π.χ. με τα διαφιλονικούμενα νησιά Ντιαογιού (Σενκάκου κατά την Ιαπωνία) δείχνουν ότι δεν θα αφήσει τη δική της ισχύ ανεκμετάλλευτη. Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ έχουν καταστήσει σαφή την πρόθεσή τους να υποστηρίξουν τους γείτονες της Κίνας: το Μάρτιο ο διοικητής του αμερικανικού στόλου του Ειρηνικού ναύαρχος Χάρις εξέφρασε τις ανησυχίες του για την κινεζική στάση, ενώ ο πρόεδρος Ομπάμα κατά την επίσκεψή του στην Ιαπωνία τάχθηκε υπέρ της ιαπωνικής κυριαρχίας στα διαφιλονικούμενα νησιά.
Τα δύσκολα ερωτήματα για την Ελλάδα θα έρθουν, αν η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της νέας στρατηγικής εταίρου Κίνας και των “παραδοσιακών” στρατηγικών εταίρων φτάσει σε σημείο που να αναγκάσει τους τρίτους να διαλέξουν στρατόπεδο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η διεύρυνση των ελληνικών γεωπολιτικών οριζόντων είναι εσφαλμένη – το αντίθετο μάλιστα: θα συνιστούσε γεωπολιτική μυωπία η απώλεια της προσφερόμενης κινεζικής συνεργασίας. Θα χρειαστεί όμως πολλή επιδεξιότητα και διορατικότητα από ελληνικής πλευράς, ώστε οι νέες στρατηγικές συμμαχίες να αποφέρουν τα προσδοκώμενα οφέλη, χωρίς τους ελλοχεύοντες κινδύνους. Κατά την κινεζική ρήση, θα ζήσουμε σε “ενδιαφέροντες καιρούς”. Το ζητούμενο είναι αν αυτό θα αποδειχθεί ευχή ή κατάρα…
Ο στόχος του Κινέζου πρωθυπουργού Λι Κετσιάνγκ είναι η Ελλάδα να αποτελέσει τη βασική πύλη οικονομικής διείσδυσης της Κίνας στην Ευρώπη.
Η επίσκεψη του πρωθυπουργού της Κίνας Λι Κετσιάνγκ στην Ελλάδα την προηγούμενη εβδομάδα ανέδειξε το εύρος και το βάθος στο οποίο αναπτύσσονται ήδη οι σχέσεις Ελλάδας και Κίνας, αλλά και τις προοπτικές που διανοίγονται για τη συνέχεια. Ο σημαντικότερος τομέας συνεργασίας είναι τα δίκτυα μεταφορών, καθώς η Κίνα βλέπει την Ελλάδα ως βασική πύλη για την είσοδο των κινεζικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου ότι το λιμάνι του Πειραιά προσφέρει στα container ships μεγάλη εξοικονόμηση χρόνου (της τάξης των 10 ημερών) και κόστους σε σύγκριση με τα λιμάνια της Β. Θάλασσας (Αμβούργο, Ρότερνταμ κλπ.). Το κινέζικο ενδιαφέρον δεν αφορά μόνο την επέκταση στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά και την απόκτηση υποδομών logistics και την είσοδο στους ελληνικούς σιδηροδρόμους. Δεν είναι τυχαίο ότι παρουσία των δύο πρωθυπουργών ξεκίνησε η λειτουργία του κέντρου διανομής της Huawei στον ΣΕΜΠΟ Πειραιά, με την αναχώρηση εμπορευματικής αμαξοστοιχίας φορτωμένης με κοντέινερς απευθείας στο λιμάνι, με προορισμό τις ευρωπαϊκές αγορές. Επιπλέον, η υπογραφή 19 επιχειρηματικών συμφωνιών συνολικής αξίας αρκετών δις Ευρώ (ιδιαίτερα στους τομείς της ναυτιλίας, του τουρισμού και της εξαγωγής ελληνικών προϊόντων στην αχανή κινεζική αγορά) δίνει ένα μέτρο του μεγέθους του “πελάτη”, ενώ εξ ίσου σημαντική ήταν η δέσμευση του Κινέζου πρωθυπουργού για τη συμμετοχή της Κίνας στην επόμενη έκδοση ελληνικών ομολόγων.
Η σημασία των σινοελληνικών συμφωνιών και επαφών της τελευταίας εβδομάδας είναι τεράστια, ειδικά τη στιγμή που η ελληνική οικονομία διψάει για ρευστότητα. Όμως η θεαματική σύμπλευση Ελλάδας και Κίνας τα τελευταία χρόνια εγείρει πολύ μεγαλύτερα ζητήματα από τα ήδη σημαντικά που αναφέρθηκαν: ζητήματα που άπτονται του γεωπολιτικού προσανατολισμού της χώρας.
Η σύμπλευση με την εκάστοτε θαλασσοκράτειρα δύναμη θεωρείται θεμελιώδης σταθερά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (με κυνικότερους όρους: της ύπαρξης του νεώτερου ελληνικού κράτους). Το κεντρικό σκεπτικό πίσω από το αξίωμα αυτό είναι ότι η στρατηγική θέση της Ελλάδας, που ελέγχει πλήρως την έξοδο της Μαύρης Θάλασσας και σε μεγάλο βαθμό (ειδικά μέσω της Κρήτης) την έξοδο από το Σουέζ προς τη δυτική Μεσόγειο και την Ευρώπη, την καθιστά αναγκαίο σύμμαχο για κάθε δύναμη που επιδιώκει να ελέγχει τη θαλάσσια κυκλοφορία. Και αντίστροφα, επειδή ο ανεφοδιασμός της ηπειρωτικής Ελλάδας και η ασφάλεια του ελληνικού νησιωτικού χώρου δεν μπορούν να διασφαλιστούν από την Ελλάδα ερήμην της εκάστοτε θαλασσοκράτειρας δύναμης, οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά απέφυγαν να έρθουν σε σύγκρουση με τις θαλασσοκράτειρες δυνάμεις – και όποτε το έπραξαν, ο βίος τους αποδείχθηκε βραχύς (π.χ. 1915-1916, 1920-22).
Άλλωστε η σύμπλευση της Ελλάδας με την εκάστοτε θαλασσοκράτειρα δύναμη, έστω και αν κάποτε επιβλήθηκε δια της βίας (επέμβαση Entente υπέρ Βενιζέλου το 1916, παρέμβαση Μ. Βρετανίας / ΗΠΑ στον Εμφύλιο) ή απαίτησε μισθοφορικές υπηρεσίες (εκστρατεία Ουκρανίας) και εθνικές θυσίες (Κύπρος), αποδείχθηκε σε γενικές γραμμές διαχρονικά επωφελής για τα ελληνικά συμφέροντα. Η ειρηνική επέκταση της Ελλάδας εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η προσθήκη της Κρήτης και των Δωδεκανήσων στον εθνικό κορμό και η παρουσία στο στρατόπεδο των νικητών του Ψυχρού Πολέμου είναι αποτελέσματα της σύμπλευσης με τις θαλασσοκράτειρες δυνάμεις, Μ. Βρετανία και ΗΠΑ. Ακόμα και η ιστορική ευκαιρία της Μικρασιατικής Εκστρατείας παρασχέθηκε στην Ελλάδα στο πλαίσιο των τότε σχεδιασμών της Μ. Βρετανίας για το μέλλον της περιοχής.
Το κρίσιμο ερώτημα που αναδύεται σταδιακά στο βάθος, είναι αν η Κίνα είναι η επόμενη θαλασσοκράτειρα δύναμη, με την οποία η Ελλάδα μακροπρόθεσμα θα αναπτύξει (ή οφείλει για στρατηγικούς λόγους να αναπτύξει) μια σχέση αντίστοιχη εκείνης με την Μ. Βρετανία ή τις ΗΠΑ, που καθόρισαν την πορεία της κατά τους δύο τελευταίους αιώνες.
Μια επιπόλαιη ματιά στο χάρτη θα έλεγε ότι, όπως η Γερμανία και η Ρωσία / Σοβιετική Ένωση στο παρελθόν, έτσι και η Κίνα σήμερα είναι η χερσαία δύναμη προς ανάσχεση, το νέο “αντίπαλο δέος” στις ναυτικές δυνάμεις Μ. Βρετανία και ΗΠΑ – μια τέτοια γεωπολιτική προσέγγιση θα ήταν όμως εσφαλμένη. Η συμπεριφορά της Κίνας σήμερα έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δύναμης που επιδιώκει να κυριαρχήσει στη θάλασσα και, κατ’ επέκταση, στον πλανήτη. Αυτό δεν φαίνεται μόνο στις κατευθύνσεις των εξοπλιστικών της προγραμμάτων, αλλά και (κυρίως) στη σαφή τάση της να κυριαρχήσει στο παγκόσμιο εμπόριο, μετατρεπόμενη σε εξαγωγική υπερδύναμη και προνομιακό εισαγωγέα σημαντικών πρώτων υλών (το 2013 η Κίνα κατέστη ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πετρελαίου παγκοσμίως, ξεπερνώντας τις ΗΠΑ). Σε αυτή την κατεύθυνση η Κίνα χρησιμοποιεί τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα (με πρώτο το χαμηλό κόστος εργασίας αλλά και σταδιακά την τεχνολογική πρωτοπορία), ακριβώς όπως η Μ. Βρετανία κατά τον 18ο και 19ο αιώνα και οι ΗΠΑ κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα αξιοποίησαν τα τεχνολογικά προβαδίσματά τους για να αναδειχθούν.
Άλλο ένα στοιχείο της κινεζικής πολιτικής που είναι κοινό με τις αυτοκρατορίες του παρελθόντος είναι η ευρεία διάθεση πιστώσεων προς τους “πελάτες”, που αφ’ ενός αποφέρουν οικονομικό όφελος (τόκους) και αφ’ ετέρου δίνουν σημαντικές δυνατότητες πολιτικής πίεσης και διείσδυσης σε νέες αγορές. Το χαρακτηριστικό αυτό υποστηρίζεται από τις θεαματικές επιδόσεις της κινεζικής οικονομίας: ο ρυθμός αύξησής της κατά την τελευταία 30ετία κυμάνθηκε περί το 10% ετησίως κατά μέσο όρο, οδηγώντας το ονομαστικό ΑΕΠ της στα 9 τρις δολλάρια το 2013 (το δεύτερο υψηλότερο παγκοσμίως μετά τις ΗΠΑ).
Ακόμα σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας παγκοσμίως, ενώ τα εξαγωγικά προϊόντα της δεν περιορίζονται πια σε τομείς έντασης εργασίας (ένδυση, υπόδηση, γεωργία) αλλά επεκτείνονται και σε προηγμένους τεχνολογικά τομείς (αυτοκίνητα, υπολογιστές κλπ), όπυ ήδη κατέχει την πρώτη θέση.
Όπως και οι προηγούμενες μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις, η Κίνα έχει ανάγκη από τον έλεγχο των θαλασσίων οδών, για την ασφαλή μεταφορά των προϊόντων και των πρώτων υλών της βιομηχανίας της. Μία έκφανση αυτής της προτεραιότητας είναι διαχρονικά, για κάθε μεγάλη δύναμη, η ανάπτυξη της ναυτικής ισχύος. Το κινεζικό ναυτικό τα τελευταία χρόνια αυξάνει με σταθερό ρυθμό τις μονάδες επιφανείας του (από 172 το 2005 σε 221 το 2012, μια αύξηση 28% σε 7 χρόνια). Σημαντικότερη ωστόσο από την αύξηση της ποσότητας είναι η βελτίωση της ποιότητας, καθώς έχουν ενταχθεί πολλαπλάσιες νέες μονάδες όπως τα αντιτορπιλικά Luyang (τύπου 052), οι φρεγάτες κλάσης Jiangkai (τύπου 054) και τα υποβρύχια κλάσης Yuan (τύπου 041), που επέτρεψαν την απόσυρση απαρχαιωμένων πλοίων. Επιπλέον, το πρώτο κινεζικό αεροπλανοφόρο, Liaoning, τέθηκε σε υπηρεσία το 2012 και ήδη έχουν επιβεβαιωθεί δοκιμές αποπροσνηώσεων με αεροσκάφη J-15. Εκτιμάται ότι το συγκεκριμένο σκάφος (πρώην σοβιετικό Varyag) θα χρησιμεύσει για την απόκτηση εμπειρίας εν όψει της επόμενης γενιάς αεροπλανοφόρων (πιθανώς 4-5) που θα ναυπηγηθούν στην Κίνα.
Αν πάντως η Κίνα αναδειχθεί ως η επόμενη θαλασσοκράτειρα δύναμη, τα διλήμματα που θα τεθούν στην ελληνική ηγεσία θα είναι δύσκολα. Η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, και μάλιστα στην παρούσα συγκυρία η αξία της αναβαθμίζεται για την σημερινή θαλασσοκράτειρα δύναμη, που είναι οι ΗΠΑ. Αν και η κινεζική ηγεσία, βαδίζοντας στην παράδοση του Κομφουκίου και του Σουν Τζου, έχει επιδείξει ως τώρα αξιοσημείωτη σύνεση σε όλες τις κινήσεις της, οι αλλαγές στη διεθνή ισορροπία δυνάμεων σπανίως επέρχονται αναίμακτα. Η ισχύς έχει πάντοτε τη δική της λογική, και ήδη οι κινήσεις της Κίνας σε σχέση π.χ. με τα διαφιλονικούμενα νησιά Ντιαογιού (Σενκάκου κατά την Ιαπωνία) δείχνουν ότι δεν θα αφήσει τη δική της ισχύ ανεκμετάλλευτη. Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ έχουν καταστήσει σαφή την πρόθεσή τους να υποστηρίξουν τους γείτονες της Κίνας: το Μάρτιο ο διοικητής του αμερικανικού στόλου του Ειρηνικού ναύαρχος Χάρις εξέφρασε τις ανησυχίες του για την κινεζική στάση, ενώ ο πρόεδρος Ομπάμα κατά την επίσκεψή του στην Ιαπωνία τάχθηκε υπέρ της ιαπωνικής κυριαρχίας στα διαφιλονικούμενα νησιά.
Τα δύσκολα ερωτήματα για την Ελλάδα θα έρθουν, αν η σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της νέας στρατηγικής εταίρου Κίνας και των “παραδοσιακών” στρατηγικών εταίρων φτάσει σε σημείο που να αναγκάσει τους τρίτους να διαλέξουν στρατόπεδο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η διεύρυνση των ελληνικών γεωπολιτικών οριζόντων είναι εσφαλμένη – το αντίθετο μάλιστα: θα συνιστούσε γεωπολιτική μυωπία η απώλεια της προσφερόμενης κινεζικής συνεργασίας. Θα χρειαστεί όμως πολλή επιδεξιότητα και διορατικότητα από ελληνικής πλευράς, ώστε οι νέες στρατηγικές συμμαχίες να αποφέρουν τα προσδοκώμενα οφέλη, χωρίς τους ελλοχεύοντες κινδύνους. Κατά την κινεζική ρήση, θα ζήσουμε σε “ενδιαφέροντες καιρούς”. Το ζητούμενο είναι αν αυτό θα αποδειχθεί ευχή ή κατάρα…
Δημοσίευση σχολίου