Του Χρήστου Ιακώβου
Τον τελευταίο καιρό άρχισαν να πυκνώνουν οι δηλώσεις του τύπου «θα πρέπει η λύση που θα προκύψει στο Κυπριακό να ικανοποιεί και τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας». Πρόκειται για διατυπώσεις που εκφράζουν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από δομημένη στρατηγική σκέψη.
Αναλύοντας την στρατηγική της Τουρκίας στο Κυπριακό, μετά το 1974, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι βασίζεται στην εκμετάλλευση τόσο των γεωστρατηγικών πλεονεκτημάτων που απεκόμισε η Άγκυρα μετά την εισβολή όσο και στην υπό εξέλιξη υπεροπλία της χώρας, με σκοπό την επίτευξη των γεωπολιτικών της επιδιώξεων.
Πιο συγκεκριμένα, η Τουρκία, με την εισβολή στην Κύπρο το 1974, απεκόμισε τέσσερα στρατηγικά πλεονεκτήματα:
α) εξασφάλιση της στρατηγικής ομηρίας του νησιού,
β) δορυφοροποίηση του ελεύθερου τμήματος της Κύπρου,
γ) αποκοπή της γεωπολιτικής παρουσίας της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο (η αποτυχία του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου αποτελεί την πιο κατηγορηματική επιβεβαίωση αυτού του συμπεράσματος), και
δ) μονοπώληση του στρατηγικού ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου που της επιτρέπει σύγκλιση συμφερόντων σε γεωστρατηγικό επίπεδο με τις ΗΠΑ, γεγονός που αποτελεί προϋπόθεση για την αναβάθμισή της σε περιφερειακή δύναμη.
Ο ισλαμιστής Τούρκος υπουργός εξωτερικών, Αχμέντ Νταβούτογλου, ανακεφαλαιώνει αυτά τα Κεμαλικά κεκτημένα στη στρατηγική του σκέψη μέσα στο βιβλίο του «Στρατηγικό Βάθος» ως εξής: «Την Κύπρο δεν μπορεί να αγνοήσει καμία περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη που κάνει στρατηγικούς υπολογισμούς στη Μ. Ανατολή, την Α. Μεσόγειο το Αιγαίο, το Σουέζ, την Ερυθρά θάλασσα και τον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε τόσο ιδανική απόσταση απ’ όλες τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μίας παραμέτρου που τις επηρεάζει όλες άμεσα. Η Τουρκία, το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε την δεκαετία του 1970 πάνω σε αυτήν την παράμετρο, πρέπει να το αξιοποιήσει όχι ως στοιχείο μίας αμυντικής Κυπριακής πολιτικής με στόχο την διαφύλαξη του σημερινού στάτους κβο, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μίας επιθετικής θαλάσσιας στρατηγικής διπλωματικού χαρακτήρα».
Εκτοτε η Τουρκία, ακολούθησε τη στρατηγική του καταναγκασμού, έναντι Ελλάδος και Κύπρου, προκειμένου να περιχαρακώσει τα κεκτημένα της στο Κυπριακό και να τα ενσωματώσει σε ένα σχέδιο λύσης, σύμφωνα τις δικές της προδιαγραφές. Αυτή η στρατηγική υλοποιείται στη βάση των εξής σημείων:
α) Ισχυροποιεί τη θέση της δημιουργώντας νομικά ερείσματα, (πχ. προσπάθεια νομιμοποίησης της παρουσίας της στην Κύπρο, είτε με την αναγνώριση του ψευδοκράτους είτε με τη δημιουργία τουρκοκυπριακού κρατιδίου στο βορρά το οποίο θέλει να ελέγχει και μετά τη λύση μέσω του ελέγχου της Τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ)
β) Αποδυναμώνει την Κυπριακή Δημοκρατία υποσκάπτοντας τα νομικά της ερείσματα (πχ. η διαρκής αμφισβήτηση που θέτει η Άγκυρα τόσο κατά την νομιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και κατά των επιλογών της να ασκήσει κατά καιρούς το νόμιμο δικαίωμα της για την άμυνα της χώρας),
γ) Εξαναγκάζει την Κύπρο σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου (πχ. η κρίση στο θέμα των S300, όπου κατάφερε να επιβάλει την βούληση της στην τελική απόφαση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την απειλή χρήσης βίας).
Όλα αυτά τα πέτυχε η Άγκυρα επιβάλλοντας την στρατηγική αντίληψη ότι το κόστος από ένα ενδεχόμενο πόλεμο αναμένεται να είναι μικρό για την Τουρκία γιατί ακριβώς συντρέχουν δύο λόγοι:
α) ο αμυνόμενος δεν είναι σε θέση να προβάλει ουσιαστική αντίσταση (πχ. Ελλάδα και Κύπρος απέτυχαν μετά το 1974 να δημιουργήσουν ένα ισχυρό δόγμα αποτρεπτικής στρατηγικής έναντι της τουρκικής επιθετικότητας) και
β) οι συγκυρίες δημιουργούν ένα πλαίσιο σύγκλισης των Τουρκικών συμφερόντων με αυτά των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ.
Η Τουρκία επεδίωξε και πέτυχε σε πολύ μεγάλο βαθμό να καλλιεργήσει για τον εαυτό της, την εικόνα ενός αποφασιστικού αντιπάλου που μπορεί ανά πάσα στιγμή να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα που απεκόμισε από το στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων προκειμένου να επιβάλει τη θέλησή της.
Με δεδομένη αυτή την πραγματικότητα, η Τουρκία καθιστά σαφές προς τους διεθνείς διαμεσολαβητές ότι υπάρχουν κάποια όρια μέσα στα οποία μπορεί να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», αφού διαπραγματεύεται από θέση ισχύος και ιδιαίτερα όταν γνωρίζουν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει την δυνατότητα να αναιρέσει τα σε βάρος της στρατηγικά δεδομένα που επέφερε το 1974. Αυτό για τους διεθνείς μεσολαβητές είναι μία πραγματικότητα που υπαγορεύει υποβολή ευνοϊκών σχεδίων προς την Τουρκία και περισσότερη άσκηση πιέσεων προς την Ελληνική πλευρά να αποδεχθεί μία λύση που να νομιμοποιεί τόσο τον διοικητικό όσο και τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων στη βάση των πραγματικοτήτων που δημιούργησε ο τουρκικός στρατός.
Η στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων Ελλάδος και Κύπρου, από το 1974 και εντεύθεν, να αναζητήσουν λύση στη βάση του διοικητικού και γεωγραφικού διαχωρισμού, ήτοι επί της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας, έχοντας ήδη αποδεχθεί ότι δεν μπορούν να ανατρέψουν τα αρνητικά επακόλουθα της ήττας και με εμφανή την μακρά τουρκική απροθυμία να διαπραγματευτεί επί της ουσίας, είχε ως συνέπεια η Ελληνική πλευρά να διολισθαίνει σταδιακά προς στις τουρκικές θέσεις. Γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα να εξηγήσουν αυτοί που διατυπώνουν την άποψη, «θα πρέπει η λύση που θα προκύψει στο Κυπριακό να ικανοποιεί και τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας», να εξηγήσουν δημοσίως ποια στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας εννοούν.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου