GuidePedia

0

Tου Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Ελπίζουμε, καθώς γράφουμε αυτές τις γραμμές, η δυτική και παγκόσμια κοινή γνώμη να σταματήσουν τα σχέδια πολεμικής επίθεσης κατά μιας ακόμα αραβικής χώρας, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι. Ακόμα κι αν συμβεί άλλωστε, το πανίσχυρο «κόμμα του Πολέμου», σε Δύση-Ισραήλ, δεν πρόκειται να το βάλει κάτω. Θα επανέλθει με νέες προτάσεις και πράξεις κλιμάκωσης, όπως πράττει συστηματικά από το 2001, με αποτέλεσμα την καταστροφή των σημαντικότερων αραβικών κρατών (Ιράκ, Συρία, ίσως Αίγυπτος αύριο) και τη διατήρηση, ζωντανής, μιας πολύ ευρύτερης απειλής πάνω από όλη την περιοχή.

Ελλάδα και Κύπρος δεν βρίσκονται στο διάστημα – συνιστούν τομή Ευρώπης και «ευρείας Μέσης Ανατολής». Ως νεώτερο ελληνικό έθνος συγκροτηθήκαμε σε μεγάλο βαθμό από την αντίστασή μας αφενός στους Οθωμανούς, αφετέρου προς κάθε είδους Σταυροφόρους, που επεχείρησαν να ελέγξουν τον ελληνικό χώρο, προτού εξορμήσουν κατά της σλαβικής ή ισλαμικής Ανατολής. Το κράτος μας, η δημοκρατία μας δεν υπήρξε «σταυροφορικό» σχέδιο και η Ελλάδα δεν αναμείχθηκε στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Ο Χίτλερ έχασε πολύτιμο χρόνο και ενέργεια – και πιθανώς τον πόλεμο - για να καταλάβει την Ελλάδα, προτού επιτεθεί στη Ρωσία. Ο Τσώρτσιλ έδωσε τα πάντα στον Στάλιν για τον έλεγχο της Ελλάδας πριν αρχίσει ο Ψυχρός Πόλεμος. Η δικτατορία του 1967 και το πραξικόπημα του 1974 είχαν, ως κύρια επιδίωξη, τον έλεγχο Κύπρου και Κρήτης ενόψει πολέμων στη Μέση Ανατολή. Και αξίζει να διερωτηθούμε για το κατά πόσον η οικονομική επίθεση που δέχτηκαν Ελλάδα και Κύπρος δεν έχει, πέραν της οικονομικής, και κρυφή γεωπολιτική ατζέντα. Τα δύο κράτη είναι τα πρώτα ευρωπαϊκά κράτη που χάνουν την κυριαρχία τους με οικονομικό πόλεμο, όπως στρατιωτικά μέσα πραγματοποιούν το ίδιο έργο στον γειτονικό μας αραβικό κόσμο.

‘Όλα αυτά θα επέβαλαν κανονικά πολύ δραστήρια ελληνική πολιτική στη Μέση Ανατολή, μια πολιτική που είχε η Αθήνα στο παρελθόν, παίζοντας σημαντικότατο ρόλο στην περιοχή. Σήμερα, η φιλοδοξία των κυβερνώντων περιορίζεται σε αυτό, όπως και σε όλα τα θέματα, στον ρόλο πρόθυμου υπηρέτη Δυτικών και ισραηλινών συμφερόντων, εις βάρος ακόμα και των πιο ζωτικών ελληνικών. ‘Όπως είπε βετεράνος ‘Ελληνας διπλωμάτης, μετά την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, «ΗΠΑ και Ισραήλ παίρνουν τα πετρέλαια και τις δύο χώρες, οι Ευρωπαίοι τους τόκους και οι ‘Ελληνες τα αρχ… μας» - ο άνθρωπος σπανίως χρησιμοποιεί αυτή τη γλώσσα κι εμείς αποφεύγουμε να τη χρησιμοποιούμε. Αν το πράττουμε εδώ είναι γιατί αποδίδει τόσο καλά την πραγματικότητα.

Τρελαίνεται κανείς όταν ακούει π.χ. την κυπριακή κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι η μεγαλόνησος δεν θα πάθει τίποτα σε περίπτωση πολέμου. Είναι δυνατόν να ελπίζει κανείς ότι μάζες τουριστών θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν το μαύρισμα στις παραλίες, δίπλα στα αεροδρόμια από όπου θα ξεκινάνε οι επιδρομές στη Συρία; Γιατί, αφού είναι έτοιμοι να δώσουν γη και ύδωρ σε όποιον δυτικό ή ισραηλινό τους τα ζητήσει, οι Κύπριοι ιθύνοντες δεν ζητούν τουλάχιστο ρητή, προκαταβολική αποζημίωση για τις ζημιές στον τουρισμό που θα υποστούν – λίγα έπαθαν μέχρι τώρα;

Είδαμε τι έγινε με την έκρηξη στο Μαρί. Είναι άραγε οι κυπριακές αρχές (και οι ελλαδικές) σε θέση να αντιμετωπίσουν τυχόν αντίποινα με τη μορφή πυραυλικών ή τρομοκρατικών επιθέσεων; Το ότι αυτά δεν συνέβησαν σε προηγούμενες περιπτώσεις, δεν σημαίνει ότι δεν θα συμβούν και στο μέλλον.

Η κρίση στη Συρία δεν είναι μεμονωμένο γεγονός, αλλά κρίκος στην ακολουθία πολέμων που άρχισε το 2001. Αν πέσει ο ‘Ασαντ, η επίθεση θα συνεχιστεί στον Λίβανο και μετά στο Ιράν. Υπάρχουν σχέδια, δημοσιευμένα στον αμερικανικό τύπο, για χρήση τακτικών ατομικών όπλων κατά του Ιράν και επίσης είναι σαφές ότι τέτοια κλιμάκωση εμπεριέχει τον κίνδυνο εξέλιξης σε άτυπη παγκόσμια σύρραξη. Οι ιθύνοντες λοιπόν Αθηνών και Λευκωσίας, ιδίως μερικοί απόστρατοι κουφιοκεφαλάκηδες, στρατηγοί της κακιάς ώρας, που δεν κέρδισαν, ούτε μπορούν να κερδίσουν καμία μάχη στη ζωή τους, πρέπει να γνωρίζουν τι μπορεί να συνεπάγεται η ανάμειξη και εμπλοκή, πέραν ενός σημείου, Ελλάδας και Κύπρου στο μεσανατολικό ηφαίστειο. Το ίδιο και διάφοροι δήθεν «αναλυτές», που τρώνε το παντεσπάνι τους λέγοντάς μας αυτά που οι ξένοι θέλουν να ακούμε και να διαβάζουμε.

Οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου ισχυρίζονται ότι έχουν συμβατική υποχρέωση να προσφέρουν κάθε είδους διευκολύνσεις στους επιδρομείς. Ουδέν αναληθέστερο. Τη μόνη πραγματική συμβατική υποχρέωση που έχουν, και δεν τηρούν, τα δύο κράτη, είναι να μη διευκολύνουν πράξεις κατάφωρης παραβίασης του διεθνούς δικαίου, πολεμικές επιχειρήσεις δηλαδή εναντίον τρίτων κρατών, χωρίς εξουσιοδότηση του ΟΗΕ.

Αυτά όμως δεν πρέπει να τα ευνοεί Ελλάδα και Κύπρος και για άλλο λόγο. ‘Εχουν βασίσει όλη την εξωτερική πολιτική τους στις αρχές του διεθνούς δικαίου. Δεν γίνεται να το επικαλείσαι αυτό το δίκαιο όταν σε συμφέρει και να το ξεχνάς στις άλλες περιπτώσεις. Μερικοί προσβάλλουν μάλιστα και τον Θουκυδίδη, περιγράφοντάς τον ως κάτι μεταξύ ρουφιάνου και λαμόγιου, που υποστηρίζει δήθεν ότι μπορεί και πρέπει οι άνθρωποι και τα κράτη να κάνουν οτιδήποτε ανήθικο, αν είναι προς το συμφέρον τους! ‘Ετσι κατάλαβαν (και) την ιστορία, για αυτό άλλωστε και τα δύο κράτη μας βρίσκονται εκεί που βρίσκονται.

Στην πραγματικότητα, Ελλάδα και Κύπρος θα είχαν πολλά να κερδίσουν υιοθετώντας μια σοβαρή και λογική στάση και αντιτασσόμενες στα τυχοδιωκτικά σχέδια επιδρομής κατά της Συρίας, τη συμπάθεια δηλαδή ισχυρών διεθνών δυνάμεων που έχουν πλέον αγανακτήσει με την μονομερή δράση των ΗΠΑ, όπως η Ρωσία, η Γερμανία και η Κίνα π.χ., αλλά και σημαντικότατα στρώματα της διεθνούς κοινής γνώμης. Για να το καταλάβει όμως κάποιος αυτό πρέπει να αποβάλει προηγουμένως τη νοοτροπία του δούλου – αλλοιώς δεν γίνεται.

Σημειώνουμε ότι η Ελλάδα και η Κύπρος διατηρούσαν στο παρελθόν στενότατους, σχεδόν «συμμαχικούς» δεσμούς με το καθεστώς ‘Ασαντ (και δεν είναι ωραίο πράγμα να μαχαιρώνεις πισώπλατα τον φίλο σου στην πρώτη δυσκολία!). Επιπλέον, η πτώση του καθεστώτος αποτελεί πηγή δικαιολογημένου τρόμου για τους ‘Ελληνες, Ελληνορθόδοξους, Αρμένιους και Κούρδους της Συρίας, η ύπαρξη των οποίων είναι, εκτός των άλλων, και μια γέφυρα πολιτισμών. ‘Εχουν κάποιο συμφέρον, Αθήνα και Λευκωσία, να δουν την αρχαία χώρα της Συρίας, που έδωσε καταφύγιο στους Χριστιανούς της Αντιοχείας να διαμελίζεται μεταξύ Αλ Κάιντα και Τουρκίας; Μήπως τρελαθήκαμε όλοι μαζί του γαρ μεγάλου της υποτέλειας; ‘Η μήπως Ελλάδα και Κύπρος είναι έτοιμες να υποδεχθούν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που αναπόφευκτα θα μας στείλει η δυτική επιδρομή στη Συρία, που είμαστε έτοιμοι να υποστηρίξουμε;

Δεν αντέχουμε να διαφωνήσουμε με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, μας λένε και γράφουν οι απολογητές της κυβερνητικής πολιτικής. Σε τι ακριβώς όμως μας έχει βοηθήσει η Ουάσιγκτων και το Τελ Αβίβ; Γιατί ουδείς των οπαδών της υποταγής μας δεν μπορεί να περιγράψει κάπως συγκεκριμένα τα οφέλη από αυτή την πολιτική; Τι παραπάνω θα μας κάνουν από όσα ήδη μας συμβαίνουν; Μήπως μας πάρουν περισσότερο στα σοβαρά, σε όλα τα θέματα, αν δούνε ότι δεν είμαστε δεδομένοι;

Σα να μην έφτανε η Συρία, οι Υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Κύπρου σπεύδουν στην Αίγυπτο, επισκέψεις που μπορούν να θεωρηθούν πράξεις αναγνώρισης και υποστήριξης της στρατιωτικής δικτατορίας στο Κάιρο, λίγες μόνο εβδομάδες μετά ένα αιματηρό πραξικόπημα με εκατοντάδες νεκρούς (που επίσης είναι πιθανότατα και μια νίκη της πολιτικής Νετανιάχου επί της πολιτικής Ομπάμα). Τι περιμένει πάλι να κερδίσει η Ελλάδα και η Κύπρος από τέτοιες αναμείξεις; Δεν έχει κανείς καμία διάθεση να υποστηρίξει τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, αλλά δεν επιτρέπεται το όνομα της Ελλάδας να κηλιδώνεται με τέτοιο τρόπο. Η Αθήνα (και η Λευκωσία) έχει σοβαρό στρατηγικό συμφέρον να τοποθετηθεί ως μια δύναμη φιλική προς τους ‘Αραβες και τους Μουσουλμάνους, δύναμη αρχών που συμπαρίσταται στους αγώνες των λαών αυτών, χωρίς να παρεμβαίνει στα εσωτερικά τους, χωρίς να υποστηρίζει τυράννους και χωρίς να δίνει μαθήματα. Φέρουμε πολύ βαρύ όνομα και μεγάλη ιστορία. Είναι προς το συμφέρον μας να τα σεβόμαστε.
πηγή

Δημοσίευση σχολίου

 
Top