Στη Σύνοδο Κορυφής, στις 25 και 26 Μαρτίου του 2010, μετά από μια δραματική διαπραγμάτευση στις Βρυξέλλες, ο τότε Έλληνας πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, δήλωσε: «Οι κόποι και οι θυσίες του ελληνικού λαού πιάνουν τόπο. Η πολιτική της υπευθυνότητας δικαιώνεται. Η Ελλάδα απέδειξε την ισχυρή της θέληση και τη δυνατότητα έγκαιρης αντίδρασής της στην κρίση… Η Ελλάδα του ευρώ είναι ασφαλής…», ενώ λίγο πιο κάτω ακούστηκε για πρώτη φορά η εμπλοκή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή η κυβέρνηση διέψευδε.
Η δικαιολογία ήταν ότι το ΔΝΤ συμπεριλήφθηκε στον μηχανισμό, λόγω της εμπειρίας του με άλλες χώρες που είχαν προβληματικούς προϋπολογισμούς. Όλα τα μέσα ενημέρωσης τότε έσπευσαν να πανηγυρίσουν για τη σωτηρία της χώρας. Η συνέχεια είναι γνωστή...
Κόμματα δίχως ιδεολογία
Το ΔΝΤ έχει διαχειριστεί ανάλογες επεμβάσεις σε άλλες χώρες και γνωρίζει καλά την πολιτική και επικοινωνιακή στρατηγική που είναι απαραίτητη, ώστε να εφαρμοστούν τέτοια μέτρα. Σε δικτατορικά καθεστώτα τα πράγματα είναι απλούστερα, αλλά σε δημοκρατικές χώρες συχνά υπάρχουν προβλήματα με τους πολίτες, όπως για παράδειγμα στην Αργεντινή και την Ισλανδία που τους απέρριψε.
Στην Ελλάδα του 2010 ίσως δεν υπήρχε δικτατορία, αλλά τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, με αποκορύφωμα την πρωθυπουργία Σημίτη 1996-2004, ο έλεγχος της οικονομικής ελίτ επί της πολιτικής ζωής του τόπου υπήρξε ουσιαστικά απόλυτος. Τηλεοπτικοί δίαυλοι, εφημερίδες, συνδικαλιστικά σωματεία και δημόσια έργα ελέγχονται, έμμεσα ή άμεσα, από λίγα πρόσωπα με πανίσχυρη επιρροή στα πολιτικά κόμματα.
Κάνοντας έναν σύντομο παραλληλισμό με τις δεκαετίες που ακολούθησαν τον Πόλεμο, τότε τα κόμματα ήταν δημιουργήματα συγκεκριμένων κοινωνικών απαιτήσεων και τις εξέφραζαν από τα κάτω. Ακόμη και οι αντιπαλότητες και τα πάθη της εποχής ήταν εκφράσεις της κοινωνίας. Φυσικά και τότε υπήρχαν ελίτ που επηρέαζαν τις εξελίξεις, αλλά και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός έδινε περιθώρια στην παραγωγή πολιτικής και λόγου.
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, οι όροι έχουν πλέον αλλάξει: τα κόμματα της Μεταπολίτευσης δεν εκφράζουν πλέον κοινωνικές απαιτήσεις και δεν εκπροσωπούν ιδεολογίες, δεν παράγουν πολιτική. Είναι αποτελεσματικότερα, βέβαια, στη διαχείριση της εξουσίας, αλλά ορίζουν τα ίδια, από πάνω προς τα κάτω πλέον, το τι πρέπει να είναι Δεξιά-Αριστερά, Προοδευτικό-Συντηρητικό, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές ζυμώσεις και την παραγωγή πολιτικής.
Αυτό αποδεικνύεται και από τις ανατροπές που έφερε το Μνημόνιο στη πολιτική ζωή του τόπου. Ουσιαστικά φανερώθηκε η ανυπαρξία ιδεολογικών διαχωρισμών των μεταπολιτευτικών κομμάτων, αφού όποιο κόμμα και να εκλεγεί, κυβερνά με τον ίδιο τρόπο, ενώ ο έλεγχος των εξωθεσμικών κέντρων επί του κράτους έχει γίνει σχεδόν απόλυτος.
Το θολό παρόν
Από την εμπειρία του στην ισοπέδωση εθνών, το ΔΝΤ γνωρίζει τις αντιδράσεις εκ των προτέρων και έχει τις ανάλογες λύσεις ανά περίπτωση. Φυσικά και θα γίνουν λάθη, αλλά ο στόχος είναι ο ίδιος: ανακατανομή του πλούτου, ιδιωτικοποιήσεις, ξεπούλημα πλουτοπαραγωγικών πόρων. Όλη αυτή όμως η αναστάτωση προκαλεί ταχεία και μεγάλη φθορά στα κόμματα εξουσίας – και δε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά στην Ελλάδα. Το μνημόνιο έσπασε τα στεγανά που χώριζαν, τυπικά πλέον, τη Δεξιά από το Κέντρο και την Αριστερά, και αποκαλύφθηκε ο οριζόντιος διαχωρισμός του πολιτικού προσωπικού.
Πρώτος, λοιπόν, μπήκε στο επικοινωνιακό παιχνίδι ο Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος συσπείρωσε πολιτικούς της Αριστεράς, όπως π.χ τη Μαρία Δαμανάκη. Ωστόσο, τον στήριξαν με θέρμη και παλαιότερες μεταγραφές, όπως ο Μίμης Ανδρουλάκης και ο Νίκος Μπίστης, οι οποίοι του έδωσαν το αριστερό άλλοθι στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που ακολούθησε.
Ο Αντώνης Σαμαράς κράτησε τη στάση της εφεδρείας μένοντας έξω από το κάδρο, με αντιμνημονιακό μεν λόγο, αλλά επιτήδειο ουδέτερο έργο σε όλα τα μεγάλα ζητήματα που απασχόλησαν την κοινωνία (συντάξεις, μισθούς, μέτρα, φόρους), μέχρι τον Νοέμβριο του 2011, όπου και χρειάστηκε να ανασυ-νταχθούν οι δυνάμεις της ελίτ, φοβούμενες τη διαρκώς αυξανόμενη δυσαρέσκεια (Αγανακτισμένοι, παρελάσεις). Και πάλι, όμως, με πρόσωπο που ήταν της εγκρίσεώς τους – τον Λουκά Παπαδήμο, πρώην τραπεζίτη, ώστε να προχωρήσει χωρίς α-ντιρρήσεις η αφαίμαξη των Ταμείων, Νοσοκομείων και Πανεπιστημίων με το PSI.
Ο Αντώνης Σαμαράς κάλεσε σε «συσπείρωση» τη Δεξιά και στις δυο εκλογικές αναμετρήσεις, ώστε από τη μια να διαλύσει το ΛΑΟΣ και από την άλλη τη ΔΗΣΥ. Μη δυνάμενοι, όμως, να κάνουν την επιθυμητή κυβέρνηση, με τον ΣΥΡΙΖΑ ανέτοιμο να κυβερνήσει και τους ΑΝ.ΕΛ. να μην πέφτουν στη παγίδα (non paper), όπως ο ΛΑΟΣ, αναγκάστηκαν να συμπράξουν Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ.
Με μια επιπόλαιη ματιά δείχνει ως κυβέρνηση αποτελούμενη από κόμματα όλου του πολιτικού φάσματος, αλλά στην ουσία και στις πράξεις ανήκουν στον ίδιο ελιτίστικο και τεχνοκρατικό χώρο της άρχουσας ελίτ.
Πρέπει, λοιπόν, να βρεθούν τα νέα πολιτικά σχήματα που θα διαδεχθούν, με τη σειρά τους, την αναμενόμενη πτώση και της ΝΔ λόγω της φθοράς, όπως και του ΠαΣΟΚ. Σίγουρα ο ένας πυλώνας θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ – γι’ αυτό κι η επίσκεψη του Α. Τσίπρα στη Γερμανία, όπου συναντήθηκε με τον Β. Σόιμπλε, κι αργότερα με το ΔΝΤ στις ΗΠΑ. Ο Α. Τσίπρας, σε συνέντευξή του στον Νίκο Χατζηνικολάου, όρισε τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ στην Αριστερά, όπως είπε χαρακτηριστικά: «από αριστερά της Αριστεράς, έως αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας». Ο ίδιος δήλωσε ότι δεν τον ενδιαφέρει να καλύψει τη Σοσιαλδημοκρατία, αλλά δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε και μια επαναπροσέγγιση στο μέλλον με τη ΔΗΜΑΡ.
Από δεξιά, η Ακροδεξιά της Χρυσής Αυγής βολεύει μέχρι στιγμής για να καλύψει το κενό που άφησε το ΛΑΟΣ ως δεξί δεκανίκι, το οποίο ανάγκασε και τον συμβιβασμό με το αριστερό του αντίστοιχο, αυτό της ΔΗΜΑΡ. Ωστόσο, δεν έχει το ιδεολογικό υπόβαθρο να εκπροσωπίσει την Δεξιά, απλώς βοηθάει στη διάσπαση του αντιμνημονιακού μετώπου. Με τη φθορά της ΝΔ θα πρέπει να φτιαχτεί ένας σχηματισμός που θα καλύψει το κενό, ενώ θα φροντίσει να απαλύνει τα «παρατράγουδα» μελλοντικών εξεταστικών για σκάνδαλα αυτής της διακυβέρνησης, όπως έκανε κι αυτή για την προηγούμενη.
Ζυμώσεις επί ζυμώσεων
Ήδη ο Πρωθυπουργός είναι σίγουρο ότι ετοιμάζει την επόμενη μέρα, πολλά πρόσωπα στον στενό του κύκλο, εντός ή εκτός της ΝΔ, γνωστά στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ανάμεσά τους ίσως και κάποιοι παραιτηθέντες από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, θα προσπαθήσουν να ελέγξουν την αναγκαιότητα του νέου σχηματισμού.
Με σχεδόν βέβαιη, μάλιστα, τη διαφαινόμενη εκλογική ήττα των κομμάτων της συγκυβέρνησης, το «ευρωπαϊκό» αυτό κόμμα θα συγκεντρώσει, ή τουλάχιστον θα προσπαθήσει, όλα τα κομμάτια από το καταρρέον πολιτικό σύστημα, με κοινή θέση την τήρηση του Προγράμματος των Μνημονίων. Θα είναι στη λογική των μνημονίων, που θεωρούν ως τη μοναδική επιλογή για να παραμείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Με την υπόσχεση, ωστόσο, ότι θα το εφαρμόσουν καλύτερα, αμβλύνοντας τα αρνητικά του σημεία – ταυτόχρονα, δηλαδή, «ριζοσπάστες» και «ρεαλιστές». Όσο «ρεαλιστικό» κι αν είναι, με χρέος 190% του ΑΕΠ και ανεργία 30% το 2016 να έχει κάποια χώρα ανάπτυξη.
Όσο προχωρούν τα νέα μέτρα, το εκλογικό σώμα θα συνειδητοποιεί όλο και περισσότερο το αδιέξοδο του Οικονομικού Προγράμματος, οπότε θα χρειαστεί κι ένα τύποις «αντιμνημονιακό» κόμμα-δεκανίκι, που ναι μεν θα είναι ενάντια στο μνημόνιο, με ρητορική διαλεκτική, αλλά θα ψηφίζει τα «σημαντικά» νομοσχέδια που ενδιαφέρουν την ξένη και ελληνική τρόικα και τις ιδιωτικοιποιήσεις. Μέχρι και ο Καρατζαφέρης προσπαθεί να μπει πάλι στο παιχνίδι αυτόνομα ή, όπως ανέφερε στο Βήμα FM, ως συνιστώσα ενός μεγάλου μετώπου της αστικής παράταξης σε έναν τρίτο πόλο ως «συνετό αντι-μνημονιακό», ανάμεσα στο δίλημμα «Σαμαράς ή Τσίπρας». Μια στάση, όμως, που στο παρελθόν τού στέρησε την είσοδο στη Βουλή σε δύο συνεχείς εκλογικές αναμετρήσεις.
Το κατά πόσο μπορούν να είναι αντιμνημονιακά κόμματα που θα προκύψουν από τέτοιες μεθοδεύσεις, είναι άλλο θέμα. Είτε νέα πρόσωπα, δηλαδή, με παλαιοκομματικές νοοτροπίες και συμπεριφορές, είτε νέα πρόσωπα στην πολιτική, με τα διαπιστευτήρια κύκλων που υπηρετούν την τρόικα, είτε πρώην μνημονιακοί, όπως ο Καρατζαφέρης.
Ο φιλο-ευρωπαϊσμός και η παραμονή στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη δεν είναι από μόνα τους ιδεολογία, αν για παράδειγμα τα μεγάλα ΜΜΕ θεωρούν «αντι-ευρωπαϊστή» όποιον θέλει να μην καταργηθούν οι συλλογικές συμβάσεις ή η μετενέργεια! Ούτε, όμως, είναι και λύση η στείρα αντί-θεση στην πολιτική των μνημονίων. Ενώ ποιος πλέον μπορεί να εμπιστευτεί τις επόμενες αλλαγές του Συντάγματος στα ίδια πρόσωπα και Ινστιτούτα με εκείνα που έφτιαξαν άρθρα, όπως εκείνο περί ευθύνης Υπουργών του Ε. Βενιζέλου!
Στον χώρο της άλλοτε Μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης, λόγω της μεγάλης φθοράς, οι διαδικασίες είναι ταχύτερες από εκείνες της ΝΔ. Ήδη υπάρχουν προσπάθειες δημιουργίας κομματικών σχηματισμών, με πρώτο το ΡΙΚΣΣΥ του Α. Λοβέρδου, που όμως δεν μπορεί να έχει τη συσπείρωση που θα ανέμενε. Επιπλέον, ακούγονται κινήσεις από την Α. Διαμαντοπούλου, αλλά και από τον Η. Μόσιαλο, ενώ στις τελευταίες εκλογές υπήρξε και το εγχείρημα της «Κοινωνικής Συμφωνίας» του Χάρη Καστανίδη και της Λούκας Κατσέλη.
Γίνονται, λοιπόν, ζημώσεις για μια σαφή κεντροαριστερή παράταξη στο χώρο της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, ενώ και ο Ε. Βενιζέλος προσπαθεί να βρει τη θέση που θα έχει στο πολιτικό τοπίο το ΠΑΣΟΚ, το οποίο συνηθίζει με τις δηλώσεις του να το τοποθετεί στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Στηρίζοντας, όμως, από κοινού μια καθαρά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, θα είναι δύσκολο να πείσει το λεγόμενο «βαθύ ΠΑΣΟΚ» ώστε να ανακάμψει.
Το ΚΚΕ, τέλος, εμμένει στις πάγιες, γενικόλογες θέσεις του για τον Καπιταλισμό, μένοντας στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων.
Δεν πρέπει να αποκλείουμε και κινήσεις από πρόσωπα που χαίρουν εμπιστοσύνης του διεθνούς κατεστημένου, με την «αύρα» του επιτυχημένου τεχνοκράτη, κατά τα πρότυπα του «λογιστή» Κ. Σημίτη, όπως ο πρόσφατα βραβευμένος από τον ΙΟΒΕ Λ. Παπαδήμος ή ακόμη και ο Γ. Στουρνάρας, ή άλλα που θα προκύψουν στην πορεία. Γιατί οι Τράπεζες και οι Αγορές με το Μνημόνιο δεν σώζουν μια χώρα, αλλά κάνουν business, οπότε θα απαιτήσουν και τον έλεγχο της χώρας στον επιχειρηματικό τομέα, κόντρα στην ελληνική ελίτ. Περιορισμός της γραφειοκρατίας για μια πολυεθνική δεν σημαίνει να βελτιωθεί η εξυπηρέτηση του Πολίτη, αλλά η κατάργηση των περιορισμών, είτε αυτοί αφορούν το περιβάλλον, είτε οικοδομικούς κανόνες (π.χ. Σαντορίνης) κ.α.
Μετά την εργατική τάξη και τη μεσαία, ήρθε η ώρα της πολιτικής να βιώσει τα δεινά του μνημονίου, ενώ τώρα θα ακολουθήσει και η εγχώρια πλουτοκρατία, που θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις μεγάλες πολυεθνικές εντός των συνόρων. Ο έλεγχος της Νέας Μεταπολίτευσης και του τρόπου με τον οποίο αυτή θα επέλθει –ομαλά ή με κοινωνικές εκρήξεις και αναταραχές– θα δείξει αν θα έχει μέλλον ο Ελληνισμός ή αν θα βρεθεί το 2021 αντιμέτωπος με το ιστορικό, πλέον, τέλος του.
Σε μια χώρα με δημογραφική ερήμωση, ΕΟΖ από στίφη μεταναστών, γερμανικές ΑΟΖ και τουρκικά λιμάνια, το αν θα είναι ελληνική η επόμενη κυβέρνηση ή ελεγχόμενη, είναι ζήτημα ζωής και ιστορικού θανάτου.
HELLENIC NEXUS
πηγή
Δημοσίευση σχολίου