Του Σάββα Καλεντερίδη
Όσο διαρκούσε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Αγγλία, η Γαλλία καιη Ρωσία, οι δυνάμεις της Τριπλής Συνεννόησης (Αντάντ), αποφάσισαν να διαμοιράσουν τα εδάφη της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή.
Την ευθύνη των διαπραγματεύσεων ανέλαβαν ο διπλωμάτης Πικό (François Georges-Picot), από την πλευρά της Γαλλίας, και ο σερ Σάικς (Sir Mark Sykes), από την πλευρά της Αγγλία, ενώ η Ρωσία δεν συμμετείχε σ’ αυτές. Οι διαπραγματεύσεις, που διήρκεσαν από το Νοέμβριο του 1915 μέχρι το Μάρτιο του 1916, κατέληξαν στην υπογραφή μυστικής συμφωνίας στις 16 Μαΐου 1916, με βάση την οποία αποφασίστηκε ο χωρισμός της Μέσης Ανατολής σε ζώνες επιρροής, που οδήγησαν αργότερα στη δημιουργία του Ιράκ και της Ιορδανίας, υπό αγγλική επιρροή, της Συρίας και του Λιβάνου, υπό γαλλική κατοχή, ενώ θα ασκούσαν επιρροή, χωρίς να έχουν ληφθεί αποφάσεις για τη δημιουργία άλλων κρατών, η Γαλλία στην περιοχή της Κιλικίας και μέρους του Κουρδιστάν, η Αγγλία στην Παλαιστίνη και η Ρωσία στην Τραπεζούντα, το Ερζερούμ, το Βαν το Μπίτλις και μέρος του Κουρδιστάν.
Η συμφωνία παρέμεινε μυστική για ενάμισο χρόνο, μέχρι τις 23 Νοεμβρίου 1917, όταν οι Μπολσεβίκοι δημοσίευσαν στις εφημερίδες το πλήρες κείμενο και τους χάρτες της συμφωνίας, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι παραιτούνται κάθε δικαιώματος που πηγάζει από την εν λόγω συμφωνία, προκαλώντας αισθήματα θλίψης στους Αρμενίους του Αντικαυκάσου και στους Έλληνες του Πόντου και της Τραπεζούντας, χαράς ανάμεικτα με εκδίκησης στους Τούρκους και αμηχανία στους Άραβες συνεργάτες της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Όλο αυτό το διάστημα, από το 1916 μέχρι το 1918, την ώρα που μοίραζαν την περιοχή στο χάρτη με τους Γάλλους, οι Άγγλοι εξωθούσαν τους Άραβες σε εξέγερση εναντίον των Οθωμανών, με πρωταγωνιστή τον νεαρό αρχαιολόγο, Τόμας Έντουαρντ Λόρενς, ο οποίος εντάχτηκε στο στρατό και ηγήθηκε της εξέγερσης των Αράβων, παίρνοντας τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη και τον διαχρονικό τίτλο «Ο Λώρενς της Αραβίας».
Τον Οκτώβριο του 1918 τα στρατεύματα των εξεγερμένων Αράβων του εμίρη Φαϋσάλ εισέρχονται νικηφόρα στη Δαμασκό και αμέσως μετά η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδέχεται τη συντριπτική της ήττα και υπογράφει τη συνθήκη ανακωχής του Μούδρου, ενώ η Αγγλία αναλαμβάνει να διαχειριστεί τη διαδικασία διάλυσης της αυτοκρατορίας, με τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα να αναλαμβάνουν η κάθε μια το δικό της ρόλο στη διαδικασία αυτή.
Ο Φαϋσάλ, ενώ ετοιμάζεται να ανακηρύξει ανεξάρτητο αραβικό βασίλειο, δέχεται τη σφοδρή επίθεση των γαλλικών στρατευμάτων και με τη βοήθεια των Άγγλων καταφεύγει κακήν κακώς στο Bαγδάτη, όπου ανακηρύσσεται βασιλιάς του Ιράκ. Από τότε και για τα επόμενα 25 χρόνια, τη Συρία κυβερνούσαν Γάλλοι αποικιοκράτες κάτω από την κάλυψη εξουσιοδότησης από την Kοινωνία των Eθνών, μέχρι που το 1946, μια λαϊκή εξέγερση αναγκάζει τους Γάλλους να υποχωρήσουν αποσύρουν τα στρατεύματά τους, για να αποκτήσει η Συρία την ανεξαρτησία της και να συγκαταλεχθεί πλέον από τούδε και στο εξής στα ελεύθερα και ανεξάρτητα κράτη.
Έκτοτε η Συρία πέρασε από διάφορες περιόδους, προσπαθώντας να απαλλαγεί και να βγάλει από πάνω της τα σημάδια της οθωμανοκρατίας και της γαλλικής επιρροής, φλερτάροντας πότε με τον αραβικό εθνικισμό και πότε με τη σοσιαλιστική ιδεολογία, αποτέλεσμα της βούλησης της Σοβιετικής Ένωσης να αποκτήσει επιρροή στη Μέση Ανατολή.
Τελικά, το φλερτ με τον αραβικό εθνικισμό και τον σοσιαλισμό κατάληξε σε μπααθικό γάμο, το 1963, όταν τη διακυβέρνηση της χώρας αναλαμβάνει Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ, αφού προηγούμενος η Συρία είχε «αρραβωνιαστεί» με την Αίγυπτο του Νάσερ, σχηματίζοντας για τρία χρόνια την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία (ΗΑΔ).
Από 1971 μέχρι και το θάνατό του, το 2000, πρόεδρος της ανεξάρτητης πλέον Δημοκρατίας της Συρίας ήταν ο Χαφέζ αλ Άσαντ, τον οποίον διαδέχτηκε ο γιος του Μπασάρ αλ Άσαντ, που κυβερνά τη χώρα μέχρι σήμερα. .
Ίσως να αναρωτηθούν μερικοί αναγνώστες μας γιατί αυτή η ιστορική αναδρομή. Από τον Απρίλιο του 2011, και αφού ήδη είχαν εκδηλωθεί οι εξεγέρσεις σε Τυνησία, Αίγυπτο και Λιβύη, ομάδες ενόπλων άρχισαν να δρουν κυρίως σε σουνιτικές πόλεις στο εσωτερικό της Συρίας, με σκοπό τη δημιουργία εξεγερσιακού κλίματος που θα οδηγούσε στην ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, που σημειωτέον είχε στηρίξει τις ΗΠΑ στην επιχείρηση εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν, το 2003.
Το καθεστώς Άσαντ, στηριζόμενο στις ένοπλες δυνάμεις, τις αρχές και τις υπηρεσίες ασφαλείας, στο κράτος, που λειτουργεί αρκετά ικανοποιητικά για αραβική χώρα, και στην υποστήριξη του Ιράν, της Κίνας και της Ρωσίας, κατόρθωσε τους πρώτους δώδεκα μήνες να σταθεί στα πόδια του, δίνοντας μάλιστα τη χαριστική βολή στις ομάδες των ενόπλων, που τους τελευταίους μήνες είχαν πυκνώσει την παρουσία τους στην περιοχή, αφού προηγουμένως είχαν ολοκληρώσει την αποστολή τους στη Λιβύη.
Μετά την ξεκάθαρη νίκη των δυνάμεων του Άσαντ επί των ομάδων των ενόπλων που δρούσαν στο εσωτερικό της χώρας και μπροστά στην επιμονή της Ρωσίας και της Κίνας να μην δώσουν το πράσινο φως σε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών για ένοπλη επιχείρηση εναντίον της Συρίας, ακολούθησε η αποδοχή του ειρηνευτικού Σχεδίου Αννάν, από τις 10 Απριλίου, με βάση το οποίο ο στρατός θα απέσυρε τις δυνάμεις του από τις πόλεις και οι δυνάμεις του κράτους και οι ομάδες των ενόπλων θα σταματούσαν τη χρήση όπλων.
Τον ενάμισο μήνα που ακολούθησε, ενώ επικράτησε σχετική ηρεμία στα μέτωπα δράσης των ενόπλων και των υποτιθέμενων εξεγερμένων, οι δυνάμεις που επιδιώκουν την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ και την αποσταθεροποίηση της Συρίας, που θα ισοδυναμεί με την καταστροφή ενός κράτους, σημειώθηκαν πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις στη Δαμασκό και σε άλλες πόλεις της Συρίας, για να ακολουθήσει η σφαγή 108 ατόμων στην πόλη Χούλα, ανάμεσα στους οποίους και περίπου 40 παιδιά.
Εκεί που η κατάσταση έβαινε προς ομαλοποίηση, η σφαγή στη Χούλα, για την οποία ο Ρώσος υπουργός εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δήλωσε ότι: «Πρέπει να διενεργηθεί έρευνα, αντικειμενική και χωρίς προκατάληψη, σχετικά με τα συμβάντα υπό την αιγίδα των παρατηρητών του ΟΗΕ στο συριακό έδαφος», αμφισβητώντας ευθέως ότι η σφαγή είναι αποτέλεσμα της δράσης του συριακού στρατού, ήταν το αναμενόμενο άλλοθι για να προχωρήσουν οι ΗΠΑ, Η Γαλλία, η Βρετανία, η Γερμανία αλλά και η Τουρκία στην απέλαση των Σύρων διπλωματών, κόβοντας έτσι όλους τους δρόμους διπλωματικής συνεννόησης και φέρνοντας πιο κοντά την ένοπλη επέμβαση στη Συρία.
Τις ώρες που γράφονται αυτές οι γραμμές (Πέμπτη μεσημέρι), η Ρωσία και η Κίνα δηλώνουν κατηγορηματικά αντίθετες σε μία στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, με την πρώτη να θεωρεί πρώιμο για το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών να εξετάσει νέα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης στην παρούσα φάση.
Επειδή παρά τις αντιστάσεις του καθεστώτος Άσαντ και την αντίθεση Ρωσίας και Κίνας, όλα δείχνουν ότι είμαστε κοντά σε μια ένοπλη επέμβαση στη Συρία, καλό είναι Ελλάδα και Κύπρος να δουλέψουν πάνω σε όλα τα σενάρια και να είμαστε έτοιμοι για όλα. Γιατί ο «γκρίζος» λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται...
πηγή
Δημοσίευση σχολίου