ΛΥΓΕΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ
“Πισώπλατη μαχαιριά” χαρακτήρισε το Βελιγράδι ουσιαστικά τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης –έτσι όπως την εξέφρασε όχι μόνο η Ντόρα Μπακογιάννη, αλλά και οι άλλοι βουλευτές της ΝΔ– στο Συμβούλιο της Ευρώπης σε σχέση με το Κόσοβο. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι και πισώπλατη μαχαιριά στην Κυπριακή Δημοκρατία, επειδή δημιουργεί προηγούμενο, το οποίο η Άγκυρα οραματίζεται να επαναλάβει και στη Θράκη.
Η πολιτική της Δύσης στα Βαλκάνια υπαγορευόταν πάντα από την επιδίωξη να εκτοπιστεί η ρωσική επιρροή από την περιοχή. Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού, αυτή η επιδίωξη –μεταξύ άλλων– οδήγησε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και σε μία σειρά κρίσεων στην επικράτειά της. Για την ακρίβεια, οδήγησε το 1995 στη συμφωνία του Ντέιτον (με την οποία ιδρύθηκε το θνησιγενές κράτος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης), στον βομβαρδισμό της Σερβίας και το 1999 στην απόσχιση του Κοσόβου, το 2001 στη συμφωνία της Αχρίδας (μεταξύ του σλαβικού και του αλβανικού στοιχείου της τότε FYROM) και το 2018 στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται η πίεση των Αμερικανών –με τη σύμπραξη Ευρωπαίων– για διπλωματική αναγνώριση του Κοσόβου από όσα δυτικά και φιλοδυτικά κράτη δεν το έχουν ήδη αναγνωρίσει. Υπενθυμίζουμε ότι –με πράσινο φως από τη Δύση– το Κόσοβο ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος το 2008. Μέχρι τότε, ήταν προτεκτοράτο του ΟΗΕ, στην πραγματικότητα της Δύσης. Το Κόσοβο έχουν αναγνωρίσει τα μισά σχεδόν κράτη-μέλη του ΟΗΕ. Ας σημειωθεί ότι υπάρχει μία μειονότητα κρατών-μελών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που για διάφορους λόγους δεν έχει αναγνωρίσει το Κόσοβο. Ο βασικός λόγος είναι πως το Κόσοβο ιδρύθηκε ως κράτος-προτεκτοράτο μετά τον ακρωτηριασμό της Σερβίας, ο οποίος προέκυψε από τη στρατιωτική επέμβαση της Δύσης.
Αρκετά κράτη δεν θέλουν να νομιμοποιήσουν μία πράξη, η οποία καταπάτησε ωμά την αρχή για το απαραβίαστο των συνόρων (την έχει υπογράψει η Δύση) κι αναπόφευκτα δημιούργησε προηγούμενο, το οποίο το βρήκε μπροστά της η Δύση όταν η Ρωσία προσάρτησε επαρχίες της Ουκρανίας. Η Ισπανία δεν αναγνωρίζει το Κόσοβο λόγω Καταλονίας και η Ρουμανία λόγω Υπερδνειστερίας. Είναι προφανής ο λόγος που η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αναγνωρίζει το Κόσοβο.
Αλλά και η Ελλάδα, αν ολοκληρώσει την διπλωματική αναγνώρισή του, με ποιο επιχείρημα θα διαμαρτυρηθεί αύριο αν τεθεί αντίστοιχο θέμα για τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι σήμερα συμμετέχουν στο Συμβούλιο της Ευρώπης ως εκπρόσωποι του ψευδοκράτους με την ιδιότητα του παρατηρητή; Επιπλέον, είναι κοινός τόπος ότι οι Τούρκοι ονειρεύονται να επαναλάβουν στη Θράκη όσα έπραξαν το 1974 στην Κύπρο.
“Πισώπλατη μαχαιριά” χαρακτήρισε το Βελιγράδι ουσιαστικά τη θέση της ελληνικής κυβέρνησης –έτσι όπως την εξέφρασε όχι μόνο η Ντόρα Μπακογιάννη, αλλά και οι άλλοι βουλευτές της ΝΔ– στο Συμβούλιο της Ευρώπης σε σχέση με το Κόσοβο. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι και πισώπλατη μαχαιριά στην Κυπριακή Δημοκρατία, επειδή δημιουργεί προηγούμενο, το οποίο η Άγκυρα οραματίζεται να επαναλάβει και στη Θράκη.
Η πολιτική της Δύσης στα Βαλκάνια υπαγορευόταν πάντα από την επιδίωξη να εκτοπιστεί η ρωσική επιρροή από την περιοχή. Μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού, αυτή η επιδίωξη –μεταξύ άλλων– οδήγησε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και σε μία σειρά κρίσεων στην επικράτειά της. Για την ακρίβεια, οδήγησε το 1995 στη συμφωνία του Ντέιτον (με την οποία ιδρύθηκε το θνησιγενές κράτος της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης), στον βομβαρδισμό της Σερβίας και το 1999 στην απόσχιση του Κοσόβου, το 2001 στη συμφωνία της Αχρίδας (μεταξύ του σλαβικού και του αλβανικού στοιχείου της τότε FYROM) και το 2018 στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Στο ίδιο πλαίσιο εγγράφεται η πίεση των Αμερικανών –με τη σύμπραξη Ευρωπαίων– για διπλωματική αναγνώριση του Κοσόβου από όσα δυτικά και φιλοδυτικά κράτη δεν το έχουν ήδη αναγνωρίσει. Υπενθυμίζουμε ότι –με πράσινο φως από τη Δύση– το Κόσοβο ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος το 2008. Μέχρι τότε, ήταν προτεκτοράτο του ΟΗΕ, στην πραγματικότητα της Δύσης. Το Κόσοβο έχουν αναγνωρίσει τα μισά σχεδόν κράτη-μέλη του ΟΗΕ. Ας σημειωθεί ότι υπάρχει μία μειονότητα κρατών-μελών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που για διάφορους λόγους δεν έχει αναγνωρίσει το Κόσοβο. Ο βασικός λόγος είναι πως το Κόσοβο ιδρύθηκε ως κράτος-προτεκτοράτο μετά τον ακρωτηριασμό της Σερβίας, ο οποίος προέκυψε από τη στρατιωτική επέμβαση της Δύσης.
Αρκετά κράτη δεν θέλουν να νομιμοποιήσουν μία πράξη, η οποία καταπάτησε ωμά την αρχή για το απαραβίαστο των συνόρων (την έχει υπογράψει η Δύση) κι αναπόφευκτα δημιούργησε προηγούμενο, το οποίο το βρήκε μπροστά της η Δύση όταν η Ρωσία προσάρτησε επαρχίες της Ουκρανίας. Η Ισπανία δεν αναγνωρίζει το Κόσοβο λόγω Καταλονίας και η Ρουμανία λόγω Υπερδνειστερίας. Είναι προφανής ο λόγος που η Κυπριακή Δημοκρατία δεν αναγνωρίζει το Κόσοβο.
Αλλά και η Ελλάδα, αν ολοκληρώσει την διπλωματική αναγνώρισή του, με ποιο επιχείρημα θα διαμαρτυρηθεί αύριο αν τεθεί αντίστοιχο θέμα για τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι σήμερα συμμετέχουν στο Συμβούλιο της Ευρώπης ως εκπρόσωποι του ψευδοκράτους με την ιδιότητα του παρατηρητή; Επιπλέον, είναι κοινός τόπος ότι οι Τούρκοι ονειρεύονται να επαναλάβουν στη Θράκη όσα έπραξαν το 1974 στην Κύπρο.
Δυτικές πιέσεις στην Αθήνα
Αν και το εθνικό συμφέρον επιβάλει ξεκάθαρα η Ελλάδα να μην αναγνωρίσει το Κόσοβο, η Αθήνα πιέζεται και από την Ουάσινγκτον και από την ΕΕ να πράξει εναντίον των εθνικών συμφερόντων της. Και δυστυχώς, σ’ αυτόν τον δρόμο κινείται και μάλιστα χωρίς να εξασφαλίσει το παραμικρό αντάλλαγμα. Αναμφίβολα, στο Κόσοβο έχουν δημιουργηθεί πολιτικά και διπλωματικά τετελεσμένα, τα οποία ωθούν προς την αναγνώριση. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για την κατεχόμενη Κύπρο. Και στο Κόσοβο και στα Κατεχόμενα λειτουργεί κρατική δομή. Κατά συνέπεια, αυτό δεν είναι επιχείρημα, το οποίο μπορεί να επικαλεστεί η Αθήνα.
Μπορεί να μην το επικαλείται, αλλά οι πράξεις της μιλάνε καθαρά. Είναι αληθές ότι οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ανοίξει διαύλους με την Πρίστινα και έχουν κάνει βήματα ανάπτυξης των διμερών σχέσεων, χωρίς, όμως, να κάνουν το βήμα της επίσημης αναγνώρισης. Ακόμα κι αν θεωρήσουμε πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποφασίσει οριστικά να αδιαφορήσει πλήρως για την Κυπριακή Δημοκρατία, κάτι που ισοδυναμεί με εθνικό έγκλημα, για την Ελλάδα το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη σχέση της με ένα –έστω και ημιαναγνωρισμένο διεθνώς– κράτος της περιοχής. Στην πραγματικότητα αφορά και τη σχέση της με την Αλβανία και τη Σερβία, ουσιαστικά σε ποιο σημείο θα ισορροπήσει διπλωματικά μεταξύ τους.
Με τη Σερβία υπάρχουν ιστορικοί δεσμοί, αφού τα δύο έθνη ήταν πάντα στην ίδια πλευρά στους πολέμους. Η Αθήνα έχει κάθε λόγο να διατηρεί καλές σχέσεις με το Βελιγράδι, χωρίς, όμως, συναισθηματικές υπερβολές. Υπενθυμίζουμε πως η Σερβία είχε αναγνωρίσει εξαρχής τα Σκόπια σαν “Μακεδονία”, επειδή έκρινε ότι αυτό υπαγόρευαν τα συμφέροντά της. Κατά συνέπεια, η ελληνική στάση στο ζήτημα του Κοσόβου πρέπει να καθορισθεί από το τι εξυπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα, σταθμίζοντας συνολικά όλους τους παράγοντες.
Οι δύσκολες σχέσεις Ελλάδας-Αλβανίας
Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις έχουν αρνητικό ιστορικό, αλλά και σήμερα είναι δύσκολες. Ειδικά με τη φυλάκιση Μπελέρη, ο Ράμα τράβηξε πολύ το σκοινί. Αν δεν έσπασε, αυτό οφείλεται στην υποχωρητικότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η οποία την τελευταία στιγμή συμπεριέλαβε τον εκλεγμένο δήμαρχο Χειμάρας στο ευρωψηφοδέλτιο, κυρίως για να αποτρέψει τη μεγάλη εκλογική διαρροή “γαλάζιων” ψηφοφόρων, οι οποίοι μεταξύ των άλλων έχουν αγανακτήσει με την υποχωρητικότητας της επίσημης Αθήνας έναντι των Τιράνων. Με άλλα λόγια, η υποψηφιότητα υπηρετεί πρωτίστως ψηφοθηρικό, παρά εθνικό σκοπό.
Η “μεγάλη ιδέα” των Αλβανών είναι η “Μεγάλη Αλβανία”, η ένωση με το Κόσοβο και η ενσωμάτωση στο κοινό κράτος του αλβανικού στοιχείου αφενός της Βόρειας Μακεδονίας, αφετέρου της νότιας Σερβίας (Πρέσεβο και Μπουγιάνοβατς), ενώ αναφορές γίνονται και για τη Θεσπρωτία, όπου, όμως, δεν υπάρχει αλβανικό στοιχείο. Η Ελλάδα έχει πρόσθετο στόχο να είναι επιφυλακτική με την Αλβανία, παρότι φιλοξενεί τα τελευταία 30 χρόνια εκατοντάδες χιλιάδες Αλβανούς οικονομικούς μετανάστες.
Τα Τίρανα έχουν την τάση –περισσότερο ή λιγότερο ανάλογα με την εκάστοτε κυβέρνηση– να αναπτύσσουν προνομιακές σχέσεις με την Άγκυρα, θεωρώντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο εξισορροπούν την ιστορικά υπαρκτή (Βορειοηπειρωτικό), αλλά σήμερα ανύπαρκτη ελληνική πίεση. Στο πλαίσιο αυτό έχει αναβιώσει στην Αλβανία μία σύγχρονη εκδοχή ανθελληνικού “τουρκαλβανισμού”, την οποία ο χριστιανικών καταβολών Ράμα υπηρετεί με φανατισμό.
Για τους Τούρκους, η προνομιακή σχέση με την Αλβανία (διμερής στρατιωτική συνεργασία και τουρκική ναυτική βάση στον Αυλώνα) είναι ένας τρόπος “περικύκλωσης” της Ελλάδας. Προς την ίδια κατεύθυνση –εκτός των άλλων σκοπιμοτήτων– λειτουργεί και η τουρκική στρατιωτική παρουσία στη Λιβύη. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά από δύο αιώνες ο τουρκικός στόλος πραγματοποιεί ασκήσεις νότια και δυτικά της Ελλάδας.
Το αντάλλαγμα για την αναγνώριση
Αν και 33 χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος Χότζα, η Αλβανία παραμένει ένα ιδιαιτέρως προβληματικό κράτος, ο αλβανικός παράγοντας είναι σημαντικός για τις ισορροπίες στα Βαλκάνια. Η δε διεθνής αναγνώριση του Κοσόβου είναι βασική προτεραιότητα. Όπως προανέφερα, λόγω Κύπρου, η Ελλάδα έχει ισχυρό λόγο να μην προχωρήσει σε αναγνώριση. Από την άλλη, η πίεση που δέχεται από ΗΠΑ και Ευρωπαίους είναι έντονη. Και όπως γνωρίζουμε ούτε οι προηγούμενες, ούτε η παρούσα ελληνική κυβέρνηση διακρίνονται για την αντίστασή τους σε δυτικές πιέσεις. Εξ’ ου και οι Τσίπρας και Γιώργος Παπανδρέου δεν τόλμησαν να καταψηφίσουν (μόνο η Νίνα Κασιμάτη), προτιμώντας την αποχή.
Ας σημειωθεί ότι αμέσως μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου (2008), η Δύση αναζητούσε κράτη να το αναγνωρίσουν. Τότε, είχα υποστηρίξει ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να συζητήσει την αναγνώρισή του μόνο εάν εξασφάλιζε κρίσιμα ανταλλάγματα. Ποια μπορούσαν να είναι αυτά; Τα Τίρανα, η Πρίστινα, η αλβανική κοινότητα της τότε FYROM, αλλά και ΗΠΑ και ΕΕ, να ταχθούν επισήμως υπέρ μίας λύσης του Μακεδονικού, η οποία να στηρίζεται σε δύο πυλώνες:
Πρώτον, το όνομα του κράτους να είναι κατά προτίμηση Άνω Μακεδονία και κυρίως με την ιθαγένεια ως παράγωγο της κρατικής ονομασίας (ανωμακεδονική).
Δεύτερον, οι δύο συνιστώσες εθνότητες να είναι η σλαβομακεδονική (σλαβομακεδονική και η γλώσσα της) και η αλβανική (αλβανική η γλώσσα της).
Εάν ο αλβανικός παράγοντας και η Δύση υιοθετούσαν –όπως ήταν πιθανόν εκείνη την περίοδο– αυτή τη θέση, θα ήταν πολύ δύσκολο για τους Σλαβομακεδόνες να την αγνοήσουν. Η δε Δύση θα είχε κίνητρο να πιέσει προς αυτή την κατεύθυνση τα Σκόπια και πάντως το πολιτικό της δημιούργημα, τον Ζάεφ. Με άλλα λόγια, πιθανότατα το Μακεδονικό να είχε πάρει άλλη τροπή και να μην είχαμε φθάσει ποτέ στη Συμφωνία των Πρεσπών, με την οποία η Ελλάδα (Τσίπρας-Κοτζιάς) παρέδωσε στους Σλαβομακεδόνες τη μακεδονική ταυτότητα.
Τώρα, σε διακρατικό επίπεδο, τα Τίρανα και η Πρίστινα δεν έχουν να προσφέρουν στην Αθήνα απτό και μη αντιστρέψιμο αντάλλαγμα που να εξισορροπεί πολιτικά το γεγονός ότι η εκ μέρους της αναγνώριση του Κοσόβου δημιουργεί βαρύ αρνητικό προηγούμενο για την Κύπρο και επιπροσθέτως επιβαρύνει τις σχέσεις με το Βελιγράδι. Το παράθυρο ευκαιρίας για να μετατρέψουμε τον αλβανικό παράγοντα σε σύμμαχο στο Μακεδονικό κράτησε μία δεκαετία (2008-2018), αλλά δυστυχώς η Αθήνα το άφησε ανεκμετάλλευτο. Πλέον, το πουλάκι έχει πετάξει…
πηγή
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του Ellada simera.
Δημοσίευση σχολίου