Του Χρήστου Μηνάγια
Οι τελευταίες γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή κατέδειξαν ότι μια κοινωνική αναταραχή είναι δύσκολο να προβλεφθεί πότε και που θα ξεκινήσει, καθώς επίσης πότε και πως θα τελειώσει. Κατόπιν τούτου, και λόγω των πρόσφατων αναταραχών στην Τουρκία κρίθηκε σκόπιμο να παρατεθούν ορισμένες σκέψεις για τα πραγματικά αίτια και τις διαστάσεις του εν λόγω προβλήματος.
Το σημαντικότερο πρόβλημα της Τουρκίας εστιάζεται στο ποιος κατέχει την εξουσία της χώρας. Στο παρελθόν, το στρατιωτικό κατεστημένο ρύθμιζε και έλεγχε όλες τις εξελίξεις αφήνοντας μικρά περιθώρια ελιγμών στις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Σήμερα, παρόλο που η στρατοκρατία ηττήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την νέα πολιτική πραγματικότητα, η νοσηρή αντίληψη περί εξουσίας εξακολουθεί να υπάρχει στη χώρα με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι η δικτατορία των τουρκο-ισλαμιστών στρατηγών αντικαταστάθηκε από την δικτατορία των τουρκο-ισλαμιστών πολιτικών.
Ο συντάκτης του παρόντος, με άρθρα του (σ.σ. «Μη ελεγχόμενη δύναμη αποκτά ο Ερντογάν», «Τουρκία: Τέλος της στρατιωτικής χειραφέτησης και αποκατάσταση της δημοκρατίας;», «Από τους Τούρκους στρατηγούς στην πολιτική δικτατορία του ήπιου Ισλάμ», «Η Τουρκία και ο ρόλος των τουρκο-ισλαμιστών», «Ο αυταρχισμός των τουρκο-ισλαμικών μηχανισμών της Άγκυρας» και «Η πολιτική δικτατορία των τουρκο-ισλαμιστών»), ανέλυσε τόσο την πολιτική κατάσταση της Τουρκίας, όσο την ιδεολογική ταυτότητα και τα τρωτά σημεία της. Ειδικότερα δε, τα κύρια σημεία των αναλύσεων αυτών εστιάζονται στα εξής:
• Μετά το 1982, ο τουρκο-ισλαμισμός, δηλαδή η ανάδειξη του τουρκισμού μέσω του ισλαμισμού, αποτέλεσε τη βασική ιδεολογία τόσο της δικτατορίας του στρατηγού Κενάν Εβρέν όσο και των κυβερνήσεων που ακολούθησαν, συμπεριλαμβανομένης και του Ερντογάν. Άλλωστε, είναι ευρέως γνωστό στην Τουρκία, ότι υποστηρικτές της ιδεολογίας αυτής ήταν η στρατοκρατία, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα CHP, το Εθνικιστικό Κόμμα ΜΗΡ και οι ισλαμιστές, ενώ το όραμα του τουρκο-ισλαμισμού, το 1991, άνοιξε το δρόμο για την εξουσία της χώρας στον Ερμπακάν και τώρα υπερασπίζεται και στηρίζει τον Ερντογάν. Επίσης, μια άλλη βασική επισήμανση αποτελεί το γεγονός ότι, παρόλο που η ισλαμική θρησκεία είναι δύσκολο να συνυπάρξει με τον εθνικισμό, στην Τουρκία οι έννοιες του εθνικισμού και του κρατικισμού τυγχάνουν κοινής αποδοχής τόσο από τους κεμαλιστές όσο και από τους θρησκευόμενους μουσουλμάνους.
• Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια νέα θρησκευόμενη γενεά νεο-συντηρητικών διανοουμένων που υιοθέτησε τη συνύπαρξη του συντηρητισμού με τη θεωρία της ένωσης και της προόδου, επηρεαζόμενη από αρκετά δυτικά πρότυπα. Σημειωτέον ότι, το φρόνημα των διανοουμένων αυτών τροφοδοτείται από την οθωμανική κληρονομιά της Τουρκίας και αποτελεί το προϊόν μιας ιδεολογίας, η οποία έχει σαν στόχο τη διαφύλαξη, προώθηση και ανάδειξη του τουρκικού εθνικισμού, ενώ η διαφύλαξη και προώθηση του Ισλάμ αποτελεί θέμα δεύτερης προτεραιότητας. Όμως, το στρατιωτικό κατεστημένο που κυβερνούσε τη χώρα πριν τον Ερντογάν αποδείχθηκε ανεπαρκές να διαχειρισθεί την εν λόγω νέα γενεά, η οποία, στη συνέχεια, με τη δύναμη που απέκτησε συνέβαλε σημαντικά στις γνωστές πολιτικο-στρατιωτικές εξελίξεις της χώρας, δεδομένου ότι τα μέλη της στήριξαν άμεσα ή έμμεσα το ισλαμικό κόμμα ΑΚΡ του Ταγίπ Ερντογάν.
• Πέραν των παραπάνω, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, το κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ, ιδρύθηκε ως ένα πολιτιστικό κόμμα και επιβλήθηκε έναντι των αντιπάλων του μέσω της πολιτιστικής ηγεμονίας που προέβαλε και όχι μέσω της οικονομίας ή μέσω του κρατικού μηχανισμού. Άλλωστε, η στρατηγική του στηρίχθηκε στην άποψη ότι η πολιτική, η ιδεολογία και ο πολιτισμός αποτελούν τους κύριους πυλώνες για την αποδοχή του από την τουρκική κοινωνία, η οποία στο μεγαλύτερο ποσοστό της πλαισιώνεται από θρησκευόμενους μουσουλμάνους εθνικιστές και κρατικιστές, των οποίων οι απόψεις για τους Αλεβήδες, το κουρδικό, την Ελλάδα, το κυπριακό, την Αρμενία και άλλα εθνικά θέματα έχουν τις ρίζες τους στον τουρκο-ισλαμισμό και συμπίπτουν με τους κεμαλιστές.
• Υπάρχει η άποψη ότι το κυβερνόν κόμμα ΑΚΡ είναι ένα ισλαμικό κόμμα. Όμως, η ταυτότητά του, οι δηλώσεις της ηγετικής του ομάδας και οι ισλαμικές-εθνικιστικές-«δημοκρατικές» αρχές που συνθέτουν την πολιτική του, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα «ημίαιμο» κόμμα. Συνεπώς, το ΑΚΡ δεν αποτελεί μια ομοιογενή πολιτική κίνηση, αλλά ένα συνασπισμό φιλελεύθερων, θρησκευόμενων, συντηρητικών, εθνικιστικών και αριστερών τάσεων, των οποίων οι κόκκινες γραμμές υπερβαίνουν την εξάρτησή τους από τα πολιτικά κόμματα. Υπό τις συνθήκες δε αυτές, εάν δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του συνόλου των συνιστωσών του ΑΚΡ δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο, στη μετά Ερντογάν περίοδο, το κόμμα αυτό να έχει την τύχη του προηγούμενου ισλαμικού κόμματος Refah Partisi (Κόμμα Ευημερίας του Νετζμετίν Ερμπακάν). (σ.σ. Ο Ερμπακάν ήταν ο ηγέτης του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία και πολιτικός μέντορας του Ταγίπ Ερντογάν).
• Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι, ενώ οι συνθήκες ζωής στην Τουρκία έχουν υποστεί τις πιο βαθιές αλλαγές που έχουν καταγραφεί στην ιστορία της χώρας, ο τουρκικός τρόπος σκέψης έχει παραμείνει αναλλοίωτος. Παρά τις διαφορές που χωρίζουν τους πολιτικούς από τους στρατιωτικούς, τους ισλαμιστές από τους κεμαλιστές, τους εθνικιστές από τους συντηρητικούς μουσουλμάνους, τους προοδευτικούς από τους οπαδούς της θρησκευτικής οπισθοδρόμησης, όλοι τους συμμερίζονται την πεποίθηση ότι, εάν όχι τώρα τουλάχιστον στο απώτερο μέλλον, η Τουρκία θα αποκτήσει το πάλαι ποτέ κύρος της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας. Εν τω μεταξύ, οι επιπτώσεις της Αραβικής Άνοιξης σε όλη τη Μέση Ανατολή, οι συγκρούσεις στη Συρία και οι εξελίξεις στο κουρδικό πρόβλημα έχουν λάβει πολύ σοβαρές διαστάσεις, επηρεάζοντας άμεσα την εσωτερική ασφάλεια της Τουρκίας και αποτελούν τις βασικές αιτίες ενεργοποίησης των εθνικιστικών αντανακλαστικών των Τούρκων.
Η πολιτική επιστήμη είναι μια κοινωνική επιστήμη που μελετά τις σχέσεις εξουσίας μέσα σε μια κοινωνία και ειδικότερα αφορά στους θεσμούς, το λόγο, τα πολιτικά συστήματα και τις πολιτικές ιδέες. Βάσει αυτής, οι αρχές που διέπουν την καθημερινή ζωή μιας κοινωνίας, θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές και θα πρέπει να αποτελούν μέρος του τρόπου διακυβέρνησης ενός κράτους. Σε περίπτωση δε, που υπάρξουν αποκλίσεις και δεν γίνει ορθή διαχείριση αυτών των αρχών, οι αντιδράσεις που θα προκύψουν ενδέχεται να μετατραπούν σε προβλήματα με πολλαπλές διαστάσεις, όπως ασφαλείας, εθνικές, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, οι επιπτώσεις όλων αυτών των διαστάσεων ομαδοποιήθηκαν σε ένα σοβαρότατο πρόβλημα, το «τουρκικό πρόβλημα» που ξεκίνησε ταυτόχρονα με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας και τη βασική της αρχή του αυταρχικού κράτους-έθνους, ήτοι: μια σημαία, ένα έθνος, μια πατρίδα, ένα κράτος. Μερικές από τις συνέπειες του «τουρκικού προβλήματος» είναι: πρώτον, το κουρδικό πρόβλημα, ενώ συνέπεια του κουρδικού προβλήματος είναι το πρόβλημα του ΡΚΚ. Και δεύτερον, το πρόβλημα της θρησκευτικής και πολιτιστικής μειονότητας των αλεβήδων ή αλεβιτών που αριθμεί περισσότερα από 15 εκατομμύρια οπαδούς.
Όμως, πέραν του «τουρκικού προβλήματος», η αδυναμία και η απραξία της αντιπολίτευσης αφενός δημιούργησε μια σοβαρή ανισορροπία πολιτικής ισχύος στην Τουρκία, αφετέρου μετέτρεψε το κόμμα του Ερντογάν σε μια μορφή μετακεμαλικής ολιγαρχίας στηριζόμενης στην αυταρχικότητα και τον ολοκληρωτισμό. Συνεπώς, ενώ η Τουρκία αυτοπροβάλλεται στο εξωτερικό ως η χώρα πρότυπο, στο εσωτερικό της αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα δημοκρατίας και συνεχώς ενδυναμώνεται η κοινωνική και πολιτική πόλωση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πόλωσης αυτής αποτελούν οι αναταραχές των τελευταίων ημερών, οι οποίες ξεκίνησαν λόγω της υπερβολικής χρήσης βίας από την αστυνομία σε μια εκδήλωση διαμαρτυρίας 50 ακτιβιστών της Κίνησης Συνιστωσών Αλληλεγγύης στο πάρκο Gezi της περιοχής Τaksim της Κων/πολης, οι οποίες στη συνέχεια επεκτάθηκαν σε 67 νομούς της Τουρκίας.
Αφορμή για τις εξελίξεις αυτές αποτέλεσε το γεγονός ότι ο Ερντογάν με τις τελευταίες ενέργειες του έδωσε την εντύπωση ότι επιχειρεί μια αντιπαράθεση προς τον ατατουρκισμό, προσβάλλοντας και ταπεινώνοντας τη μνήμη του Μουσταφά Κεμάλ, οραματιζόμενος ταυτόχρονα την εγκαθίδρυση ενός θεοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης της χώρας. Ειδικότερα δε:
• Στο πλαίσιο του προγράμματος αναμόρφωσης του πάρκου Gezi, όπου ξεκίνησαν οι ταραχές, αποφασίστηκε η κατεδάφιση του Πολιτιστικού Κέντρου Ατατούρκ και η κατασκευή τζαμιού.
• Στις 10-05-2013, κατατέθηκε πρόταση νόμου αναφορικά με το αλκοόλ, θέμα το οποίο εκλήφθηκε από τους κοσμικούς ότι επιχειρείται μια «δημόσια-θρησκευτική» παρέμβαση στον τρόπο ζωής των πολιτών με ιδεολογικό χαρακτήρα.
• Στις 29-05-2013, έγιναν τα εγκαίνια έναρξης των εργασιών στη 3η γέφυρα του Βοσπόρου, στην οποία θα δοθεί το όνομα του Yavuz Sultan Selim (10/10/1470-22-09-1520). Ο Selim ήταν ο 9ος Οθωμανός Σουλτάνος, ο 74ος Χαλίφης του Ισλάμ, ο 1ος Οθωμανός Χαλίφης και ενσωμάτωσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τους Κούρδους σουνίτες. Ωστόσο, αυτός κατηγορείται για τη σφαγή 40.000 αλεβιτών το 1512, με αποτέλεσμα η επιλογή του ονόματός του να προκαλέσει αντιδράσεις στην αλεβιτική μειονότητα, η οποία, για να προστατευθεί από τη σουνιτική ηγεμονία του Ερντογάν, συνεχίζει να στηρίζει το κόμμα CHP. Επισημαίνεται ότι ο Ερντογάν, προκειμένου να έχει υπό τον έλεγχο του τη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (σ.σ. εκπροσωπεί το Hanefi Islam που είναι μία από τις τέσσερεις σουνιτικές σχολές ισλαμικής σκέψης), μεροληπτεί υπέρ των σουνιτών και άφησε ημιτελή όλα τα ανοίγματα που υποσχέθηκε στους αλεβίτες. Άλλωστε, στην κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνόντος κόμματος ΑΚΡ δεν υπάρχει κανένας Τούρκος ή Κούρδος αλεβίτης, ενώ υπάρχουν αρκετοί Κούρδοι σουνίτες.
Όπως γίνεται κατανοητό, η μέχρι τώρα πολιτική φιλοσοφία του Ερντογάν προσέκρουσε σε ύφαλο διότι είχε πολωτικά χαρακτηριστικά, περιορίσθηκε αποκλειστικά στις απαιτήσεις των ψηφοφόρων του και δεν έδωσε καμία σημασία και εκτίμηση στους αντιπάλους του. Επίσης, τα πρώτα συμπεράσματα από τη δυναμική αντίδραση και τις αναταραχές στην Τουρκία εστιάζονται στα εξής:
• Πρόκειται για μια αντίδραση χωρίς αρχηγό και χωρίς καθοδήγηση, που είχε ως στόχο την αλαζονική συμπεριφορά του Τούρκου πρωθυπουργού και τα σχέδια του να αλλάξει το πολίτευμα της χώρας σε μία μορφή προεδρικής ή ημιπροεδρικής δημοκρατίας.
• Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης CHΡ δεν ηγήθηκε της εξέγερσης, απλώς εκμεταλλεύθηκε τις περιστάσεις.
• Η υπερβολική χρήση βίας από την αστυνομία επιδείνωσε την κατάσταση και επέφερε σοβαρό πλήγμα στο προφίλ της κυβέρνησης.
• Υπήρξε προσπάθεια από εξωκοινοβουλευτικούς κύκλους και τρομοκρατικές οργανώσεις να επιδεινωθεί η κατάσταση, προσδοκώντας ακόμη και σε αιματοχυσία.
• Κυβερνητικοί παράγοντες απέδωσαν τα γεγονότα σε κύκλους που είχαν σχεδιάσει στο παρελθόν την ανατροπή του Ερντογάν με πραξικόπημα. Επίσης, τα παρομοίασαν με τα γεγονότα που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος το 1960. Φυσικά, αυτό πιθανόν θα συσπειρώσει έτι περαιτέρω του ψηφοφόρους του ΑΚΡ, φέρνοντας στη μνήμη τους εικόνες του παρελθόντος.
• Δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να υπήρξε και παρέμβαση από το εξωτερικό ώστε να τρωθεί το κύρος του Ερντογάν διότι οι αναταραχές άρχισαν λίγες ημέρες πριν την επίσκεψη του στην Παλαιστίνη, την Τυνησία και την Αλγερία.
Τέλος, αν κρίνουμε από τις μέχρι τώρα συμπεριφορές του Τούρκου πρωθυπουργού και ειδικά σε ότι αφορά στη συνδιαλλαγή του με τον Οτζαλάν, εκτιμάται ότι πιθανόν θα μετριάσει εν μέρει την αλαζονική συμπεριφορά του και η κατάσταση θα εκτονωθεί. Αυτό όμως θα εξαρτηθεί από το αν διάβασε όλες τις παραμέτρους των εξελίξεων και αν πήρε το σωστό μήνυμα.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου