Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες μαίνεται, με αντικείμενο του πόθου τα ανεξερεύνητα φυσικά αποθέματα της πιο ευαίσθητης περιβαλλοντικά περιοχής του πλανήτη, της Αρκτικής.
Οι διεθνείς συμφωνίες και τα συμβόλαια αλληλοδιαδέχονται, με την αισιοδοξία και την απογοήτευση ως προς τα απτά οφέλη των γεωτρήσεων να χορεύουν καλλιτεχνικό πατινάζ. Ωστόσο, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, ενώ οι διεθνείς αναλυτές δεν ξέρουν εάν πρέπει να χαρούν ή να προβληματισθούν από τον έρωτα ΗΠΑ-Ρωσίας, που φούντωσε στα χιόνια
Τα μάλλον απαισιόδοξα συμπεράσματα της πρώτης απόπειρας για έρευνες πετρελαίου στην Αρκτική, από την σκωτσέζικη εταιρεία Cairn Energy, τον Οκτώβριο του 2010, έφεραν στο φως τις δυσκολίες του εν λόγω εγχειρήματος.
Μάλιστα, οι Σκωτσέζοι όχι μόνον δεν ανακάλυψαν ίχνη «μαύρου χρυσού», αλλά κλήθηκαν να αποσβέσουν από την τσέπη τους και το κόστος των ερευνών, ύψους 180 εκ. ευρώ, ενώ την ημέρα των επίσημων ανακοινώσεων η μετοχή της εταιρείας υποχώρησε κατά 7% μέσα σε λίγες ώρες
Ωστόσο, το περιστατικό αυτό δεν πτόησε τις υπόλοιπες μεγάλες εταιρείες του κλάδου, οι οποίες φαίνεται να έχουν αποφασίσει ότι η Αρκτική και τα φυσικά της αποθέματα παρά το υψηλό ρίσκο για το Περιβάλλον αποτελούν το νέο Ελντοράντο του 21ου αιώνα.
Μία από τις πιο γνωστές έρευνες που υπέδειξε ότι περιοχή της Αρκτικής, συγκεκριμένα στην ανατολική Γροιλανδία, ενδέχεται να υποκρύπτει σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου ανήκουν στο αμερικανικό Γεωλογικό Ινστιτούτο, και την ερευνητική ομάδα του γεωλόγου, Don Gautier.
Σύμφωνα με την έρευνα, η περιοχή της ανατολικής Γροιλανδίας θα μπορούσε να αποφέρει περί τα 7,5 δισ.βαρέλια πετρελαίου (1,2 τρισ. λίτρα), αποθέματα αντίστοιχα με εκείνα της δυτικής ακτής της Νορβηγίας, τα οποία έχουν χαρίσει αρκετά δισ. ευρώ στη νορβηγική κυβέρνηση εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Ωστόσο, η έρευνα περιελάμβανε και μία μικρή επισήμανση: Οτι, στατιστικά, οι πιθανότητες επιτυχίας είναι όσες ακριβώς και να μην βρεθεί ούτε σταγόνα.
Επιπλέον, τα πιο πρόσφατα ευρήματα αποτυπώνουν με σαφήνεια το πολύ μεγάλο κόστος των γεωτρήσεων, ύψους περίπου 100 δολαρίων για κάθε βαρέλι που ανακαλύπτεται, με συνολικό ύψος άντλησης περί τα 2,5 δισ. βαρέλια πετρελαίου με το κόστος να αυξάνεται ραγδαία για ακόμη μεγαλύτερα κοιτάσματα, και τις πιθανότητες άντλησης να ξεφουσκώνουν, μόλις στο 50%.
Πέραν αυτών, σαφώς το μεγαλύτερο και ουσιωδέστερο αγκάθι δεν είναι άλλο από το τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος που θα έχει ένα πιθανό ατύχημα στην τόσο ευαίσθητη και παρθένα περιοχή.
Ο επικεφαλής του προγράμματος του WWF στην Αρκτική, Alexander Shestakov, το θέτει ξεκάθαρα: «Στην περίπτωση της Αρκτικής δεν υπάρχει ούτε η τεχνολογία ούτε η ικανότητα αντίδρασης σε ατυχήματα. Αυτό δεν είναι άποψη μιας περιβαλλοντικής οργάνωσης – είναι αναγνωρισμένο γεγονός».
Μαζί του συμφωνούν σχεδόν όλες οι διεθνείς περιβαλλοντικές οργανώσεις, με τους Νορβηγούς ακτιβιστές να μιλούν για τον κίνδυνο ενός «Πετρελαϊκού Τσερνόμπιλ» στην περιοχή, και την Greenpeace να καλεί σε εκστρατεία διάσωσης της Αρκτικής από τους «νέους χρυσοθήρες», θέτοντας μάλιστα ειδικό «βέτο» έναντι της BP, λόγω του προ διετίας τεράστιου ατυχήματος που μόλυνε τον Κόλπο του Μεξικού, με δραματικές επιπτώσεις στο οικοσύστημα.
«Θα πρέπει να είναι η τελευταία εταιρεία που θα λάβει άδεια», αναφέρουν οι ακτιβιστές της οργάνωσης διάσημοι για τον επί μακρόν αγώνα τους κατά των λαθροθήρων φώκιας και πολικής αρκούδας στους πάγους της περιοχής.
Κύριο επιχείρημα των ακτιβιστικών οργανώσεων είναι το εξής: Καμία από τις εταιρείες-κολοσσούς της πετρελαϊκής βιομηχανίας, ούτε και η ισχυρότερη κοινοπραξία, δεν διαθέτει την απαραίτητη τεχνογνωσία και τεχνολογία, προκειμένου να εργασθεί στις περιοχές αυτές για μεγάλες περιόδους και να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις μεγάλες λόγω της ιδιομορφίας του εδάφους πιθανότητες διαρροής.
Μάλιστα, τα επιχειρήματα αυτά εισακούσθηκαν, όπως φαίνεται, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο μέσα στο 2010 υιοθέτησε ψήφισμα που «καλεί έθνη της Αρκτικής να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στις ενέργειες των εταιρειών πετρελαίου στην περιοχή».
Παρόλα αυτά, το δέλεαρ παραμένει ισχυρό για αρκετούς «παίκτες» της ευρύτερης περιοχής: Από την μία, οι ΗΠΑ έχουν δει στα φυσικά αποθέματα της Αρκτικής την καλύτερη λύση για να ελαττώσουν τις εισαγωγές πετρελαίου, ενώ η Ρωσία αναζητά νέες πηγές, καθώς τα κοιτάσματα στον Νότο της χώρας μοιάζουν με τον καιρό να εξαντλούνται Ακόμη, σε μεγάλο όφελος ελπίζει και η Γροιλανδία, προκειμένου να απεξαρτηθεί ενεργειακά από την Δανία.
Από κοντά, σύσσωμη η διεθνής βιομηχανία πετρελαίου και ενέργειας: Η ρωσική Rosneft, που έχει ανακοινώσει πως θα αρχίσει έρευνες έως το 2015, η αμερικανική Shell που έλαβε άδεια από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για έρευνα τις επόμενες ημέρες, καθώς και οι Cairn, Statoil, Total, BP και Exxon Mobil το τελευταίο όνομα, το κρατάμε.
I m OK, you re OK
Αναμφίβολα, ένα από τα πιο σημαντικά – για τη διεθνή οικονομία και γεωπολιτική – κεφάλαια του έργου «ο πλούτος της Αρκτικής» δεν είναι άλλο από την επισφράγιση μίας στενής και στρατηγικής συμμαχίας, ανάμεσα στους άλλοτε πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου, τις ΗΠΑ του Μπαράκ Ομπάμα, και την Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ως «η πιο επιτυχημένη προσπάθεια του Μπαράκ Ομπάμα για τη βελτίωση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας» χαρακτηρίσθηκε από τον Τύπο η κορυφαία επιχειρηματικά και τεχνολογικά συμφωνία μεταξύ της αμερικανικής Exxon Mobil και της κρατικής ρωσικής Rosneft, συμφωνία που ανακοινώθηκε παρουσία του ίδιου του Βλαντίμιρ Πούτιν, τον Αύγουστο του 2011.
Οι δύο εταιρείες αποφάσισαν να «εκμεταλλευθούν από κοινού κοιτάσματα πετρελαίου αλλά και φυσικού αερίου στη ρωσική Αρκτική», καθώς θα μοιρασθούν σε έναν κοινό σκοπό τις υψηλές δυνατότητες κεφαλαίων και τεχνολογίας ώστε να πραγματοποιήσουν γεώτρηση σε μια τόσο αγρια περιοχή – σε μία από τις πλέον σημαντικές διεθνείς συμφωνίες του 21ου αιώνα, μέχρι σήμερα.
Και τούτο, καθώς αφενός με την υπογραφή της συμφωνίας επιβεβαιώνεται η άποψη ότι οι ρωσο-αμερικανικές σχέσεις διάγουν ίσως την καλύτερή τους περίοδο στην σύγχρονη Ιστορία, αφετέρου απομακρύνεται, με τον τρόπο αυτό, ένα ιδιαίτερα σκοτεινό μελλοντολογικό σενάριο, που ήθελε την διεκδίκηση των θαλασσίων συνόρων στη διαφιλονικούμενη περιοχή της Αρκτικής ως την θρυαλλίδα που θα απειλούσε ανοιχτά την παγκόσμια ειρήνη ().
Όπως ανέφερε η επίσημη ανακοίνωση, οι δύο Όμιλοι θα επενδύσουν συνολικά 3,2 δις. δολάρια «για έρευνες σε πετρελαϊκά πεδία στη Θάλασσα Κάρα και στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς και για την εξερεύνηση πεδίων στη δυτική Σιβηρία», με την Exxon, η οποία θα έχει μερίδιο 33,3% στα πεδία έρευνας, να κάνει λόγο για «μία από τις πιο πολλά υποσχόμενες θαλάσσιες περιοχές, που έχει εξερευνηθεί όσο λίγες και παρέχει μεγάλες δυνατότητες για εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου».
Από την πλευρά του, ο Ρώσος Πρόεδρος πρωθυπουργός, τότε υπογράμμισε, στην ομιλία του, τους «νέους ορίζοντες που ανοίγονται, καθώς μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στον κόσμο, η Exxon Mobil, θα αρχίσει εργασίες στην στρατηγικής σημασίας υφαλοκρηπίδα της Ρωσίας» (), ενώ τόνισε ότι η συμφωνία αυτή πρόκειται να επεκτείνει τις δραστηριότητες της Rosneft στον Κόλπο του Μεξικού και στο Τέξας. I m OK, you re OK, όπως λέει ένα παλαιό ρητό στη γλώσσα του αμερικανικού επιχειρείν
Δεν είναι άλλωστε, καθόλου τυχαίο το γεγονός οτι ο ίδιος ο Πρόεδρος Ομπάμα την τελευταία διετία έχει καταβάλει επίπονες προσπάθειες, ώστε να είναι σε θέση η αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) να πραγματοποιεί, προς όφελος των συμφερόντων των ΗΠΑ, «περιβαλλοντική κατασκοπεία» – όπως λέγεται - χρησιμοποιώντας τα πλούσια στοιχεία τα οποία συνεχώς συλλέγει από τους πολύτιμους δορυφόρους της.
Όχι, οι Αμερικανοί κατάσκοποι δεν θα χρειασθεί να λάβουν πληροφορίες συνομιλώντας με τους πάγους απλώς έχουν και επίσημα, πλέον, την άδεια να συγκεντρώνουν και να επεξεργάζονται πληροφορίες και δεδομένα σχετικά με την κλιματική αλλαγή και την συμπεριφορά των παγόβουνων, χάρη στην τεχνολογία που διαθέται η CIA.
Να σημειωθεί ότι το εν λόγω σχέδιο είχε κατ επανάληψη απορριφθεί επί προεδρίας George W. Bush, μετά από τις έντονες διαμαρτυρίες γερουσιαστών πως «οι πράκτορες της Κεντρικής Υπηρεσίας πληρώνονται για να μάς προστατεύουν από τους τρομοκράτες και όχι για να μετράνε το κλίμα». Λατρεμένοι Ρεπουμπλικάνοι.
Ωστόσο, το ακόμη καλύτερο ήλθε λίγους μήνες αργότερα: Στα τέλη Νοεμβρίου του 2011, το Κρεμλίνο ανακοίνωσε την έγκριση ενός σχεδόν απίστευτου έργου: την κατασκευή ενός τούνελ μήκους 103 χλμ, που θα συνδέσει την Σιβηρία με την Αλάσκα, και το οποίο αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί σε 20 χρόνια, με κόστος που εκτιμάται στα 70 δισ. δολάρια.
Θα πρόκειται, στην ουσία, για τη μεγαλύτερη υποθαλάσσια σήραγγα στον κόσμο (!), διπλάσια από αυτήν της Μάγχης, με τις δύο Ηπείρους να ενώνονται μέσω του Βερίγγειου Πορθμού, ενώ παράλληλα, το φιλόδοξο σχεδόν μυθικό έργο θα περιλαμβάνει νέα σιδηροδρομική γραμμή, αυτοκινητόδρομο, καθώς και τους αγωγούς μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ακόμη, τόσο στη ρωσική όσο και την αμερικανική πλευρά, θα χρειασθεί επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου κατά τουλάχιστον 1.000 χλμ, καθώς δεν υπάρχει κάποια κοντινή πόλη στις περιοχές αυτές.
Με τον τρόπο αυτόν, η μοίρα έρχεται να συναντήσει, πάνω από έναν αιώνα μετά, την ιδέα όραμα, στην πραγματικότητα του Τσάρου Νικολάου της Ρωσίας, ο οποίος ήταν ο πρώτος άνθρωπος ο οποίος σκέφθηκε την κατασκευή ενός τεράστιου τούνελ που θα ένωνε τις δύο χώρες.
Ένας δικηγόρος για τους Ινουίτ
Στο νομικό σκέλος της υπόθεσης των ερευνών για πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην Αρκτική, την ιδιαίτερη σημασία της ενέχει η η έκθεση της μεγαλύτερης, διεθνώς, ασφαλιστικής εταιρείας, της λονδρέζικης LLOYD, η οποία συντάχθηκε τον Απρίλιο του 2012.
Έτσι, η LLOYD έγινε η πρώτη επιχειρηματική οργάνωση πέραν των ακτιβιστών και περιβαντολόγων που ύψωσε τη φωνή της κόντρα στην πιθανότητα γεωτρήσεων στην Αρκτική.
Χαρακτηριστικά, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας που έχει την έδρα της στο Σίτυ, Richard Ward, κάλεσε με ιδιαίτερη έμφαση τις εταιρείες «να μην σπεύδουν να επενδύσουν, πριν διεξαχθεί έρευνα για τα καταλληλότερα μέτρα ασφαλείας, αλλά να κάνουν ένα βήμα πίσω και να σκεφτούν προσεκτικά σχετικά με τις συνέπειες που θα έχουν οι ενέργειές τους» ().
Η πρωτοβουλία της LLOYD βασιζόταν στην έκθεση που συντάχθηκε σε συνεργασία με το think tank Chatham House, σχετικά με το «μέλλον της Αρκτικής, δύο χρόνια μετά το ατύχημα με τη διαρροή πετρελαίου στον Κόλπο του Μεξικού». Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ένα πολύ ευχάριστο γεγονός το να δραστηριοποιείται ένας κολοσσός των παγκόσμιας ασφαλιστικής αγοράς, και μάλιστα κινούμενος υπό το αίσθημα προστασίας μιας τόσο ευαίσθητης περιβαλλοντικά περιοχής του πλανήτη μας.
Ωστόσο, η μύχεια ικανοποίηση αμβλύνεται, κοιτάζοντας παράλληλα, την είδηση της 17ης Μαΐου 2011, σχεδόν έναν χρόνο πριν, η οποία έλεγε το εξής:
«Σε ναυάγιο οδηγήθηκαν, τελικώς, οι προσπάθειες της BP να συνάψει στρατηγική συνεργασία με την κρατική εταιρεία πετρελαίου της Ρωσίας Rosneft, καθώς ο βρετανικός όμιλος δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τη στήριξη των συνεργατών του στη Ρωσία».
Μπορεί ασφαλώς αυτή η αλληλουχία των γεγονότων να είναι μία απλή σύμπτωση αλλά μπορεί και να μην είναι.
Σε κάθε περίπτωση, θα ήμασταν απολύτως εκτός τόπου και χρόνου, εάν δεν περιλαμβάναμε στην προσέγγισή μας τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τις πιο άμεσες και επικίνδυνες συνέπειες από όλον αυτόν τον διεθνή επιχειρηματικό και γεωπολιτικό οργασμό, που λαμβάνει χώρα με επίκεντρο την Αρκτική.
Και αυτοί, ασφαλώς, δεν είναι άλλοι από τους ίδιους τους κατοίκους των παγετώνων, τους θρυλικούς Ινουίτ, που και μόνον το γεγονός πως έχουν καταφέρει να επιβιώσουν και να διατηρήσουν τον ίδιο τρόπο ζωής μέσα σε ένα τόσο δύσκολο και σκληρό περιβάλλον, αποτελεί μία γνήσια πολιτισμική κατάκτηση.
Η κοινότητα των Ινουίτ της Γροιλανδίας κοιτάζει με έκδηλη ανησυχία όλην αυτήν την κινητικότητα γύρω από τα παγωμένα εδάφη των προγόνων τους, με τους σοφούς της γέροντες να λένε απλά:
«Πρέπει οι ίδιοι να βρούμε τον τρόπο να κοιτάξουμε τις προτάσεις των εταιρειών για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα χάσουμε τη χώρα, την αυτοκυριαρχία και τα μέσα να κερδίζουμε τη ζωή μας».
Οι Ινουίτ είναι ανήσυχοι και φοβούνται μήπως «η βιασύνη της κυβέρνησης να εκμεταλλευτεί τον ορυκτό πλούτο της Αρκτικής δεν επιτρέψει τη διεξαγωγή μιας σοβαρής εθνικής συζήτησης για τα οφέλη και τα προβλήματα της βιομηχανοποίησης».
ασικός τους φόβος; Μα, η παρακμή με την οποία η βιομηχανοποίηση των πάγων απειλεί τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, δηλαδή το ψάρεμα και το κυνήγι. Καθώς, έτσι επέζησαν επί εκατοντάδες χρόνια.
Όπως θυμόσοφα τονίζουν οι σοφοί τους, «το πετρέλαιο και τα ορυκτά κάποια στιγμή θα εξαντληθούν»…
Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της Γροιλανδίας απαντά στις αγωνίες αυτές με έναν μάλλον κυνικό τρόπο:
«Το ενδιαφέρον μας για το περιβάλλον είναι υπαρκτό, όμως δεν θα θυσιάσουμε την οικονομική ανάπτυξη της χώρας στην ανησυχία αυτή» ().
Εάν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερα φιλότιμος νέος δικηγόρος που θα ήθελε να υπερασπισθεί τους Ινουίτ, προφανώς υπάρχει πεδίον δόξης λαμπρόν.
Αρκεί, φυσικά, να αντέχει το κρύο.
πηγή
Δημοσίευση σχολίου