Συγγραφέας του αξιόλογου αυτοί οδοιπορικού φέρεται ένας ανώνυμος «Ιταλός τζέντλεμαν» .Στον τίτλο, ωστόσο, προβάλλεται ό Άγγλος ζωγράφος και αρχιτέκτονας JAMES STUART, γνωστός από τις εργασίες (μαζί με τον συνάδελφο του REVETT) αποτυπώσεων αρχαίων αθηναϊκών μνημείων.Δημιουργείται έτσι το ερώτημα: ποιος ήταν ό πραγματικός συγγραφέας του χρονικού; Μήπως ό JAMES STUART Αλλά ό Άγγλος καλλιτέχνης και αρχαιολόγος είχε πεθάνει στις αρχές του 1788, πριν ακόμα πραγματοποιηθεί το επίμαχο ταξίδι στην Ελλάδα.
Ό Άγγλος αρχαιολόγος JAMES MORTON PATON υποστηρίζει ότι ό ανώνυμος συγγραφέας είναι ό Ιταλός ALESSANDRO BISANI .
Στο βιβλίο υπάρχουν μόνο πέντε χαλκογραφίες του STUART από την Αθήνα κι’ οπωσδήποτε αυτές οι εικόνες δεν ήταν αρκετές να του εξασφαλίσουν την πατρότητα του έργου.
Φαίνεται ότι ή προβολή του ονόματος του JAMES STUART έγινε από τον εκδότη αποκλειστικά για κυκλοφοριακούς λόγους. Ή αιτία πού υπαγόρευσε την αποσιώπηση του ονόματος του ALESSANDRO BISANI παραμένει άγνωστη.
Γεγονός πάντως είναι ότι ό Ιταλός περιηγητής, ευσυνείδητος, απροκατάληπτος, κάτι ολότελα ασυνήθιστο για καθολικό, ενημερωμένος και προικισμένος με ερευνητικό πνεύμα, έδωσε ένα λαμπρό ταξιδιωτικό κείμενο.
Μερικές παρατηρήσεις του μάλιστα πάνω σε καίρια προβλήματα του τότε Ελληνισμού είναι πολυσήμαντες.
Ή περιήγηση στον ελληνικό χώρο άρχιζε ι από την Κίμωλο, πολυσύχναστη σκάλα στις Κυκλάδες σ’ ολόκληρο τον ΙΗ’ αιώνα, όπου ό ανώνυμος περιηγητής και οι συνταξιδιώτες του έφθασαν τέλη Μαΐου 1788.
Όλοι οι κάτοικοι του νησιού έσπευσαν στην κατοικία του προεστού όπου είχαν καταλύσει οι ξένοι «για να τούς δουν και να μάθουν νέα».
Ό σπιτονοικοκύρης πρόσφερε στους επισκέπτες γάλα, «το μόνο πού παράγει το νησί)), χωρίς να δεχθή χρήματα.
«Ή διακόσμηση του σπιτιού, προσαρμοσμένη στην αισθητική και στις συνήθειες του τόπου, ήταν όλη όλη κάτι μικρά επιχρυσωμένα κανάτια από κιμωλία γη και εικόνες άγιων».
Πρόσεξε ότι όλοι οι νησιώτες άκουγαν τον προεστό με μεγάλη προσοχή. «Με τα άσπρα γένια του, το επιβλητικό και μεγαλόπρεπο ύφος και κυρίως την ηλικία και την υποδειγματική αρετή του, έχει εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του.
Είμαι βέβαιος πώς στην Ελλάδα ανακουφίζεται κανείς από τα βάσανα των γερατειών με το σεβασμό, την υπακοή και την καλοσύνη πού συναντά σ’ όλους τούς νέους».
Οι κάτοικοι της Κιμώλου ήταν όλοι ναυτικοί και οι περισσότεροι από’ αυτούς άριστοι πιλότοι Μιλούσαν ιταλικά, γαλλικά, ακόμα και αγγλικά. Οι γυναίκες έπλεκαν κάλτσες μπαμπακερές που αποτελούν βασικό έσοδο για το πάμπτωχο νησί.
Στους περισσότερους από τους ξένους πού ταξίδεψαν στην Κίμωλο προκαλούσε εντύπωση ή ζωηρή κοινωνικότητα των γυναικών. Έτσι πολλοί επηρεασμένοι από τις παλαιότερες περιπέτειες του νησιού, πού είχε μεταβληθεί σε καταφύγιο των πειρατών κατά τούς χειμερινούς μήνες, μιλούσαν για ανηθικότητα.
Ή ίδια πλάνη και οι ίδιες παρεξηγήσεις είχαν δημιουργηθεί και κατά τον ΙΖ’ αιώνα στους ταξιδιώτες πού έβλεπαν την ελευθεριότητα των γυναικών της Χίου.
Ό Ιταλός περιηγητής έχει την ικανότητα να ανακάλυψη τα αίτια της πρόθυμης επικοινωνίας των γυναικών της Κιμώλου με τούς ξένους, κάτι αδιανόητο για τούς πληθυσμούς των άλλων νησιωτικών και ηπειρωτικών ελληνικών περιοχών .
«Ή φυσική τους ζωηράδα, μαζί με την επιθυμία να διαθέσουν τα χειροτεχνήματά τους, έχουν δημιουργήσει τόση οικειότητα με τούς ξένους, ώστε πολλές από’ αυτές μας έπιαναν από το μπράτσο και μας οδηγούσαν στα σπίτια τους.
Αυτή ή συμπεριφορά καλλιέργησε την εντύπωση ότι οι γυναίκες της Κιμώλου δεν είναι ενάρετες».
Στην πραγματικότητα προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν την πώληση των προϊόντων τους πού αποτελούσαν την μοναδική ελπίδα για επιβίωση στο ολότελα άγονο νησί τους.
Δεν είναι ούτε όμορφες ούτε άσχημες, παρατηρεί ό συγγραφέας του χρονικού. «Έχουν πλούσιο στήθος και πολύ παχιά πόδια.
Γι’ αυτά τα χοντρά πόδια τους καμαρώνουν ιδιαίτερα και κάνουν ότι μπορούν — φορώντας κυρίως πολλά ζευγάρια κάλτσες—για να αυξήσουν τον όγκο τους.
Ή φορεσιά τους είναι περίεργη. Πάνω στο πουκάμισο πού κουμπώνει κάτω από το στήθος και φθάνει λίγο κάτω από τα γόνατα, φορούν ένα χρυσοκέντητο ζιπούνι με κόκκινη μπορντούρα πού περιβάλλει το στήθος χωρίς να εμποδίζει την προβολή του.
Ένα μαντήλι στερεωμένο στο κεφάλι κυματίζει πίσω. Φοράνε άσπρες κάλτσες, μικρά υποδήματα και κεφαλοδέσια κάθε λογής».
Όλα τα παιδιά του χωριού ζητούσαν από τούς ξένους «ένα παρά».
Οι κάτοικοι ζούσαν σε εξαθλίωση. Ωστόσο, παρατηρεί ό περιηγητής, τα εγκλήματα είναι σπάνια στο νησί
Οι σημειώσεις πού ακολουθούν έχουν γίνει στη Θεσσαλονίκη, όπου ό συγγραφέας του χρονικού έφθασε τον Ιούνιο του 1788.
«Δύο παλιά ερειπωμένα κάστρα βρίσκονται πλάι στη θάλασσα και άλλα δύο στο εσωτερικό.
Ή πόλη περιβάλλεται από οχυρό και καλοχτισμένο τείχος. Τα σπίτια είναι ξύλινα, βαμμένα κόκκινα, έκτος από το τμήμα κάτω από την οροφή πού έχει χρώμα μαύρο. Τα κυριότερα τμήματα των δρόμων έχουν ξύλινη στέγη για να εξασφαλίζουν προστασία από την ζέστη. Έτσι όμως δεν κυκλοφορεί εύκολα ό αέρας. Άλλοι δρόμοι είναι γεμάτοι περιστέρια, λελέκια, σπουργίτια, καρακάξες και κοράκια καθώς και από σκύλους και γάτους. Κανένας δεν τολμάει να βλάψει αυτά τα ζώα, γιατί κινδυνεύει να χαρακτηριστεί φονιάς από τούς Τούρκους και να τιμωρηθεί ανάλογα. Τα μαγαζιά κλείνουν με ένα απλό μάνταλο γιατί δεν γίνονται κλεψιές» .
Υπολογίζει τούς κατοίκους τής Θεσσαλονίκης σε 80 χιλιάδες: Εβραίοι 23.000, Έλληνες και Φράγκοι 20.000, οι υπόλοιποι Τούρκοι.
«Από την μπόχα καταλαβαίνεις πότε βρίσκεσαι σε εβραϊκή συνοικία. Γενικά οι Εβραίοι δεν προσέχουν την καθαριότητα.
Τα έβραιόπουλα μας κύκλωσαν, τσούρμο ολόκληρο, και μας ζητούσαν παράδες. Σ’ αύτη την επιχείρηση ενθαρρύνονταν και από τις μανάδες τους, πού κατά τα φαινόμενα, ήθελαν να τούς εμπνέουν από την μικρή ηλικία την γεύση τής ιδιοκτησίας.
Οι Εβραίοι τής Θεσσαλονίκης δεν αντιμετωπίζουν κακομεταχείριση από τούς Τούρκους. «Δεν τούς αποκαλούν ρουφιανιάς. Είναι οι κυριότεροι έμποροι τροφίμων.
Εργάζονται επίσης ως μεσίτες, ναυτικοί, χαμάληδες».
Ό περιηγητής γράφει ότι ακόμα και χωριάτισσες πήγαν να επισκεφθούν το καράβι τους. «Φορούσαν άσπρο μάλλινο φόρεμα με ραβδώσεις διαφόρων ζωηρών χρωμάτων και πάνω από’ αυτά ένα είδος καζάκας χωρίς μανίκια, από το ίδιο ύφασμα, πού σκέπαζε ένα μέρος του λαιμού. Ό υπόλοιπος λαιμός ήταν σχεδόν σκεπασμένος με περιλαίμιο από τούρκικα χρυσά νομίσματα και αρχαία μετάλλια.
Τα μαλλιά τους, στολισμένα με λουλούδια, έπεφταν ελεύθερα στους ώμους. Μια μέρα χόρεψαν ένα κυκλικό χορό. Στην μέση στεκόταν ό μουζικάντης με το λαούτο του και τραγουδούσε διάφορους στίχους πού επαναλάμβαναν υστέρα οι γυναίκες»
Αποτυπώσεων την Θεσσαλονίκη στη Σκιάθο. Το χωριό χτίστηκε το 1784. Έχει 200 κατοίκους, μια εκκλησία και ένα παπά. Οι γυναίκες μόλις μας είδαν εξαφανίσθηκαν».
Τέλη Ιουνίου έφθασε στην Κέα. Οι κυριότερες πληροφορίες: Το νησί αυτοδιοικείται και έχει πληθυσμό 5.000 κατοίκους. Επίσης 40 παπάδες και επτά ή οχτώ μοναστήρια.
Οι γυναίκες ασχολούνται με τα υφαντά. Το νερό φαίνεται διουρητικό και το κρασί είναι τόσο λεπτό που δεν κρατάει πάνω από τρεις μήνες. Γίνονται εξαγωγές κριθαριού, μεταξιού και βελανιδιών.
Στο καράβι ανέβηκε ό πρόξενος της Αγγλίας μαζί με τις κόρες του. «Ή μια από’ αυτές μιλούσε με καμάρι για τα ταξίδια της. Την ρωτήσαμε που είχε πάει. Μας απάντησε σοβαρά: Στην Αθήνα»
Μπήκαν σ’ ένα περιβόλι, σωστό επίγειο παράδεισο. Ό περιβολάρης γνώρισε στους ξένους τις δυο κόρες του. «Τα μοναδικά στολίδια τους ήταν ή ομορφιά και ή αγνότητα. Τα φουστάνια τους δεν σκέπαζαν εντελώς το στήθος και τα πόδια τους ήταν γυμνά» .
Το καράβι άραξε στο Πόρτο Ράφτη και ή συντροφιά ξεκίνησε για την Αθήνα. Στα Μεσόγεια ερημιά και δυστυχία. Συνάντησαν μονάχα δυο τρία πάμπτωχα χωριουδάκια.
Ή Αττική εντελώς ακαλλιέργητη. Μονάχα βάτα και αγκάθια φύτρωναν. ‘
Αλλά στα περίχωρα τής Αθήνας άρχιζαν οι καλλιέργειες. Παντού κυριαρχούσε ή ελιά. «Οι κολυμπάδες διατηρούν την αρχαία ονομασία και παρασκευάζονται με τον ίδιο πάντα τρόπο» .
Στην Αθήνα φιλοξενήθηκαν από την οικογένεια του Έλληνα πρόξενου τής Αγγλίας.
«Τι κρίμα να μη μιλάω ελληνικά για να ευχαριστήσω τις γοητευτικές αδελφές του, για τις αμέτρητες περιποιήσεις τους.
Πρόβλεπαν κάθε επιθυμία μας κι’ απαγόρεψαν κάθε ανάμιξη των υπηρετών. Έφτασαν στο σημείο να μας κάνουν αέρας όταν καθόμασταν στο σοφά με μια μεγάλη βεντάλια από φτερά.
Το ίδιο και κατά το δείπνο. Τέτοια συμπεριφορά δεν συναντάς πουθενά, σημάδι φανερό πώς αποτελεί κληρονομιά της περίφημης κατά την αρχαιότητα ελληνικής φιλοξενίας . Το βράδυ οι σοφάδες έγιναν κρεβάτια.
«Πιάνουν συνήθως τα τρία τέταρτα τής κάμαρας και περιβάλλονται με κιγκλίδωμα.
Το καλοκαιρινό σκέπασμα είναι ένα ραβδωτό ύφασμα πού εισάγεται από την Ρωσία ή άλλες χώρες και το χειμωνιάτικο δαμάσκο ή κρεμεζί βελούδο, στολισμένο πάντοτε με χρυσές φράντζες. Συνηθίζουν να κάθονται στο σοφά σταυροπόδι αφήνοντας τις παντούφλες κάτω» .
Πήγε και στο δεσπότη . Τον βρήκε να δροσίζεται στον κήπο του εξοχικού σπιτιού του. «Μας δέχτηκε ευγενικά. Οι διάκοι πού τον υπηρετούσαν στέκονταν όρθιοι όσο καθόμασταν στο σοφά. Με ένα σύνθημά του έσπευσαν να μας προσφέρουν γλυκά και καφέ».
Από την Αθήνα στην Σμύρνη. Υπολογίζει τον πληθυσμό τής μικρασιατικής πολιτείας σε 130.000 ψυχές (26.000 Έλληνες, 7-8.000 Αρμένιοι, 10.000 Εβραίοι, 4 – 5.000 Φράγκοι και οι υπόλοιποι μουσουλμάνων
Ολόκληρο το εμπόριο τής Μ. Ασίας συγκεντρώνεται στην Σμύρνη και βρίσκεται στα χέρια των Άγγλων, Ολλανδών και Γάλλων. Οι Άγγλοι εισάγουν μεγάλες ποσότητες υφασμάτων, οι Γάλλοι, έκτος από τα υφάσματα, κοχενίλλη, λουλάκι, ζαχαρωτά, μπαχαρικά, μοσχοκάρφια, μεταξωτά, σατέν, σιδηρικά κ.ά., ή Ιταλία μεταξωτά, ή Βενετία χαρτί και γυαλικά. Κάπου διακόσια καράβια βρίσκονταν στο λιμάνι τον Αύγουστο του 1788.
Ήταν ή εποχή πού γινόταν στρατολογία κληρωτών. Κι’ επειδή ή Σμύρνη αποτελούσε κέντρο για την συγκέντρωση τής νέας σοδειάς στρατιωτών, τα μαγαζιά έμειναν κλειστά για να αποφύγουν τις αρπαγές και τις κάθε λογής αυθαιρεσίες.
«Οι νεοστρατολογημένοι έμπαιναν στα καταστήματα, άρπαζαν ότι ήθελαν, ζητούσαν εκβιαστικά χρήματα και έθεταν σε κίνδυνο την ζωή των έμπορων».
Τα περίχωρα τής Σμύρνης με τούς αμέτρητους κήπους και τα ελληνικά εξοχικά πρόσφεραν ένα πολύ γραφικό θέαμα.
Αλλά και εκεί δεν έλειπαν οι αυθαιρεσίες των δυναστών. «Έμπαιναν οι Τούρκοι, έκοβαν τα καλύτερα φρούτα χωρίς να πληρώνουν ή έδιναν ένα τίποτα.
Για ν’ αποφύγουν οι Έλληνες αυτά τα κακά συναπαντήματα και τούς κινδύνους συγκέντρωναν τούς καρπούς και τούς διέθεταν στην αγορά όταν ήταν ακόμα άγουροι»
Ό περιηγητής μας απορεί γιατί οι Ελληνίδες της Σμύρνης, πού τόσα κληρονόμησαν από τούς αρχαίους προγόνους, δεν κατέχουν πια το μυστικό πού εμποδίζει το γυναικείο κορμί να παχαίνει.
Παρατήρησε ότι βάφουν το πρόσωπο τους όπως ακριβώς οι γυναίκες στην ελληνικής αρχαιότητα. Φοράνε επίσης, όπως εκείνες, κεντητές ζώνες πού συχνά σφίγγονται με στιλπνές πόρπες από πολύτιμες πέτρες. Τα χειμωνιάτικα φορέματά τους είναι πανάκριβα. Χρυσοΰφαντα και φοδραρισμένα με ερμίνα ή άλλα πολυτελή γουναρικά, στοιχίζουν 300 πιάστρα .
Υπάρχει ωστόσο και το αντιστάθμισμα: Ή μόδα δεν σημειώνει μεταβολές. Αντίθετα οι Ελληνίδες είναι τόσο προσκολλημένες στις παλιές συνήθειες πού στην Χίο οι γυναίκες προτιμούν να κουβαλούν ολόκληρο φορτίο από φορέματα και να φαίνονται καμπούρες, παρά να ελευθερώσουν το κορμί τους εγκαταλείποντας την παλιά μόδα.
Οι Σμυρνιές χτενίζονται με πολλούς τρόπους. Άλλες χωρίζουν τα μαλλιά τους και τα αφήνουν να παίζουν στα μάγουλα κι’ άλλες να πέφτουν ανέμελα στους ώμους.
Μερικές τα πλέκουν κοτσίδα και τα στολίζουν με λουλούδια, πολύτιμες πέτρες και φτερά .
Το Νοέμβριο του 1788 ό περιηγητής βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Μονάχα τέσσερες ευρωπαϊκές Δυνάμεις διατηρούσαν πρέσβεις στην οθωμανική πρωτεύουσα.
Ό Γάλλος είχε την μεγαλύτερη επιρροή. Ακολουθούσε ό Άγγλος, ό βάϊλος τής Βενετίας και ό Ολλανδός. Ή Ισπανία, Σουηδία, Πρωσία και Νεάπολη διατηρούσαν «απεσταλμένους». Υπήρχε επίσης αντιπρόσωπος τής Πολωνίας και ένας κόνσολος τής Ραγούζας.
Μόνο οι πρεσβευτές είχαν δικαίωμα για ακρόαση από το σουλτάνο. Οι άλλοι έβλεπαν μόνο το βεζίρη ή τον καϊμακάμη .
Στην Κωνσταντινούπολη έχει την ευκαιρία να διαπίστωση την παρακμή τής οθωμανικής αυτοκρατορίας και τις συνέπειες του δεσποτισμού. Και δεν θεωρεί πια δύσκολη την αποκατάσταση του ελληνικού έθνος.
«Οι Τούρκοι πιστεύουν σε μια προφητεία πού προβλέπει πώς ή Κωνσταντινούπολη θα ξαναπέσει κάποτε στα χέρια των παλαιών κυρίων της. Αν δεχθούν ένα δυνατό πλήγμα ή προφητεία μπορεί να εκπληρωθεί.
Οι Έλληνες συμπαθούν τούς ομόδοξους Ρώσους και από’ αυτούς περιμένουν την απαλλαγή από την τυραννία.
Από την άλλη μεριά οι Τούρκοι είναι εξαντλημένοι, οι φόροι μεγαλώνουν, οι καταπιέσεις πολλαπλασιάζονται, οι επιδημίες θερίζουν κάθε χρόνο. Σχεδόν πάντοτε ακολουθεί πόλεμος και τα στρατεύματα δεν πληρώνονται. Όλα αυτά ευνοούν την Ρωσία.
Μόνο πού άλλα έθνη θέτουν φραγμούς στις φιλοδοξίες της. Ωστόσο μια πραγματικά γενναιόψυχη και ανθρωπιστική συνεργασία με την αυτοκράτειρα θα μπορούσε να αποδιώξει τούς Τούρκους από την Ευρώπη και να ελευθέρωση τούς Έλληνες αποδίδοντας τους ανεξαρτησία και αυτοκυβέρνηση.
Τότε θα βλέπε κανείς αυτό το λαό να αφυπνίζεται από το λήθαργο όπου τον έχουν βυθίσει αιώνες δουλείας και ν’ αναφαίνεται αντάξιος των προγόνων του.
Μ’ όλα αυτά ή διάβρωση του σύγχρονου κόσμου είναι τόσο βαθειά πού φοβάμαι ότι αυτό το σχέδιο πού αποβλέπει στην απελευθέρωση των Ελλήνων δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ.
Κυρίως επειδή μερικά έθνη, από τον ανόητο φόβο του εμπορικού ανταγωνισμού των Ελλήνων, δεν θα επιτρέψουν ποτέ σ’ αυτό το λαό να γίνει ανεξάρτητος, για να μη τούς ξεπεράσει, όπως ακριβώς οι αρχαίοι πρόγονοι του είχαν ξεπεράσει όλους τούς συγχρόνους τους» .
Ό περιηγητής διαπίστωσε ότι ή αλιεία και το ναυτικό εμπόριο στον Εύξεινο και στο βόρειο Αιγαίο βρίσκονταν υπόλοιποι τον έλεγχο των Ελλήνων .
Πλησίαζαν οι Αποκριές του 1789 και ό συγγραφέας του χρονικού πρόσεξε το πάθος των Ελλήνων για το χορό.
«Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Έλληνες χόρευαν όσο κανείς άλλος λαός στον κόσμο. Ό χορός αποτελούσε άσκηση, ακόμα και μέσο θεραπείας. Είχε μάλιστα ένταχθή στα στρατιωτικά γυμνάσια.
Το πάθος των συγχρόνων Ελλήνων για το χορό αποτελεί διέξοδο, μια λύτρωση από τα βάσανα τής σκλαβιάς. Ομάδες από παιδιά 12 – 13 χρόνων συγκροτούν ένα είδος θιάσου, περιοδεύουν και δίνουν χορευτικές παραστάσεις, σε σπίτια, στο δρόμο, στις ταβέρνες. Ακόμα και περιοδεύουσες νεαρές χορεύτριες υπήρχαν, «προκλητικές και στην αμφίεση και στο χορό»
Τελευταίος σταθμός των περιηγήσεων στην Ελλάδα ή Μύκονος: «Οι κάτοικοι του νησιού υπολογίζονται σε 4.000 ψυχές και ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο.
Έχουν πολλά μεγάλα και μικρά καράβια και είναι σπουδαίοι ναυτικοί. Ό τουρκικός ζυγός είναι λιγότερο αισθητός σ’ αυτό το νησί. Και γι’ αυτό ή ατμόσφαιρα ειλικρίνειας και εγκαρτέρησης είναι αισθητή στην φυσιογνωμία των κατοίκων, κάτι πού σπάνια βρίσκει κανείς στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Πρόξενοι της Γαλλίας, Αγγλίας και Ολλανδίας υπάρχουν στο νησί μ όλο πού καράβια αυτών των εθνών δεν προσεγγίζουν, εκτός από περιπτώσεις κακοκαιρίας.
Τα σπίτια είναι μονώροφα, καθαρά και άνετα. Όσο για τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια είναι τόσα όσα και τα σπίτια» .
Πανέμορφες οι Μυκονιάτισσες: «Δέρμα τριαντάφυλλο, εξαίσια μαύρα μάτια, γοητευτική ζωηράδα, ύφος θαρρετό και άνετο, ωραίες, φίνες γραμμές, μικρό πόδι και τόσες άλλες χάρες πού ευκολότερα τις νοιώθει κανείς παρά τις περιγράφει.
Μας κύκλωσαν από περιέργεια κι’ άρχισαν να μας μιλάνε με τόση οικειότητα πού έκανε κάποιον από τη συντροφιά να υπόθεση πώς ή αρετή τους δεν θα άντεχε στον πειρασμό. Διάλεξε την πιο όμορφη και της είπε:
— Έρχεσαι μαζί μου;
— Όχι! του απάντησε ή Μυκονιάτισσα. Ό άντρας μου είναι πιο όμορφος από σένα!
»Ή απάντηση της ενθουσίασε τον Έλληνα πιλότο μου πού στα μάτια του οι συμπατριώτισσές του είναι όλες Πηνελόπες.
»Μόλις ζητήσαμε να αγοράσουμε πουλερικά και κάλτσες μεταξωτές, το κυριότεροι και το πιο εκλεκτό προϊόν του νησιού, όλες οι γυναίκες προθυμοποιήθηκαν και μας τριγύρισαν σ’ ολόκληρη την πόλη.
«Περάσαμε μπροστά σε ένα μεγάλο σπίτι όπου γινόταν σαματάς. Κάθε τόσο εκσφενδονίζονταν πιάτα από τα παράθυρα. Ρωτήσαμε τί είναι αυτό το σπίτι, τρελοκομείο;
Όχι, μας είπαν, είναι το παλάτι ενός άρχοντα, ενός πρίγκιπα (έτσι αποκαλούσαν ακόμα τούς πιο πλούσιους και ευγενείς Έλληνες) και απλούστατα διασκεδάζουν.
«Όπως μας πληροφόρησαν, οι άρχοντες συνήθιζαν στα συμπόσιά τους να σπάζουν πιάτα σαν απόδειξη του μεγαλείου τους. Ό δραγουμάνος ήθελε να μας οδηγήσει στο αρχοντικό λέγοντάς μας πώς θα μας υποδεχτούν πολύ πολύ θερμά.
Και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πώς έτσι θα γινόταν, γιατί ή φιλοξενία και ή αγάπη για τούς ξένους αποτελούν, όπως και κατά την αρχαιότητα, ένα από τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων» .
Δημοσίευση σχολίου