Του δρα ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΣΑΚΙΡΗ*
Η νέα πολυπολιτικοποίηση του συστήματος ασφαλείας στη Μέση Ανατολή και η παράλληλη ψυχροπολεμική αντιπαράθεση Ιράν-Σαουδικής Αραβίας δημιούργησαν ένα κενό ισχύος που η Ερντογανική Τουρκία επιδιώκει να καλύψει στο πλαίσιο του νεο-οθωμανικού μεγαλοϊδεατισμού που διακατέχει τον πρόεδρο της.
Αυτή η τουρκική υπερ-επέκταση δημιουργεί μια πρόκληση ζωτικής ασφάλειας για τον Ελληνισμό, αλλά κάθε πρόκληση αποτελεί και μια ευκαιρία. Αυτή η ευκαιρία μπορεί να αναδείξει τον σταθεροποιητικό ρόλο που δύναται να διαδραματίσει ο Ελληνισμός στην Ν.Α. Μεσόγειο. Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας βρίσκονται οι τριγωνικές σχέσεις που η Αθήνα και η Λευκωσία καλλιεργούν με την Αίγυπτο και το Ισραήλ αλλά και η εμβάθυνση των διμερών αμυντικών τους σχέσεων με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.
Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν τα ανοίγματα που έγιναν μετά την τουρκο-ισραηλινή ρήξη με το επεισόδιο του πλοίου Μαβί Μαρμαρά το 2010, ενίσχυσαν συστηματικά την ελληνική διπλωματική παρουσία στην περιοχή μέσω της θεσμοθέτησης των τριμερών συνεργασιών αρχικά με το Ισραήλ (2012) και μετά με την Αίγυπτο (2014). Ειδικότερα, η τριμερής σχέση με το Κάιρο, μπορεί να συμβάλει κατά αποφασιστικό τρόπο στην επίτευξη του βασικού στρατηγικού στόχου της Ελλάδος στην περιοχή μετά τη βιώσιμη και ευρωπαϊκή επίλυση του Κυπριακού: την οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο που σε μεγάλο βαθμό θα ξεκλειδώσει και την οριοθέτηση της ελλαδο-κυπριακής ΑΟΖ.
Μετά το 2015 η παρούσα ελληνική κυβέρνηση ενίσχυσε περαιτέρω την τριγωνική αυτή διπλωματία δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη ναυτική πτυχή της τριμερούς συνεργασίας με την Αίγυπτο, με βασική έκφραση της την επιτυχημένη πρακτική των ασκήσεων «Μέδουσα» στο Αιγαίο αλλά και τη Ν.Α. Μεσόγειο. Η Αθήνα και η Λευκωσία εδραιώνοντας τη διμερή τους στρατιωτική συνεργασία με τις ΗΠΑ και πρωταγωνιστώντας στις προσπάθειες της Γαλλίας να δώσει σάρκα και οστά στην ευρωπαϊκή άμυνα μέσω της PESCO, θα είναι σε θέση να διεκδικήσουν ρόλο παραγωγού ασφάλειας σε όλο το υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου.
Κάτι τέτοιο θα τους δώσει τη δυνατότητα να αναδιαμορφώσουν την περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφαλείας κατά τρόπο που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να συγκροτήσει για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ά Παγκοσμίου Πολέμου έναν σαφή αντιτουρκικό άξονα. Ό άξονας αυτός δεν πρέπει και δεν χρειάζεται να λειτουργήσει επιθετικά έναντι της Τουρκίας επιχειρώντας να την αποκλείσει από τις περιφερειακές εξελίξεις.
Αυτό ωστόσο που δεν μπορεί να επιτρέψει είναι την ανάδυση μιας τουρκικής ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο που περιορίζει την Ελλάδα σε «ΑΟΖ» 6 ν.μ., κατέχει το ήμισυ της Κύπρου και διεκδικεί το 70% της Κυπριακής ΑΟΖ πολύ δε περισσότερο, εάν αυτή οικοδομηθεί με την ανοχή ή τη συνδρομή της Ρωσίας και του Ιράν σε μια προσπάθεια απομόνωσης του Ισραήλ και της Αιγύπτου. Σε μια τέτοια περίπτωση αυτή οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας θα επιδεινωθούν πολύ πιο ραγδαία συγκριτικά.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να αναπτύξει ένα επιθετικό βαλλιστικό οπλοστάσιο μεγάλου βεληνεκούς, η αμυντική διάσταση του οποίου εκφράζεται μέσα από την επιμονή της να αποκτήσει το ρωσικό σύστημα S-400, οι ναυτικοί της υπερεξοπλισμοί, η ανάπτυξη φρεγατών και η αγορά αεροπλάνων πολλαπλών χρήσεων (F-35) ως όπλων πρώτου πλήγματος με δυνατότητες stealth, η κατοχή συριακού εδάφους όπου επιβάλλει πολιτικές εθνοκάθαρσης με το πρόσχημα μετεγκατάστασης προσφύγων και η ανάπτυξη στρατιωτικών βάσεων προβολής ισχύος από το Κατάρ και τη Σομαλία έως το Βόρειο Ιράκ, το Σουδάν και την κατεχόμενη Κύπρο, καταδεικνύουν σαφώς ένα επιθετικό πρόγραμμα μετά-αυτοκρατορικής ανοικοδόμησης.
Η επιδίωξη της Ελλάδος βρίσκεται στον αντίποδα του Ερντογανικού αναθεωρητισμού αλλά δεν πρόκειται να επιτύχει το στόχο διατήρησης του συνοριακού status quo στο Αιγαίο και της πλήρους ενάσκησης/κατοχύρωσης των κυριαρχικών της δικαιωμάτων στο Αιγαίο και τη Ν.Α. Μεσόγειο μέσα από τις τριμερείς της συνεργασίες που έχουν επίκεντρο την μερικώς ασπόνδυλη συμμαχία της με την Κύπρο. Εάν η Ελλάδα θέλει να καταστεί σοβαρή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη στρατηγική αναγκαιότητα θεσμικής συνεννόησης της με τη Λευκωσία, μέσα από τη συγκρότηση ενός Ανώτατου Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασία κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, κάτι που έχει προταθεί από το ΔΗ.ΚΟ στην Κύπρο και τη ΝΔ στην Ελλάδα.
Η Αθήνα θα πρέπει παράλληλα να υιοθετήσει μαζί με τη Λευκωσία μια πολιτική ενίσχυσης και προβολής της αεροναυτικής της ισχύος στην περιοχή με επίκεντρο την Κύπρο στο πλαίσιο ενός εκσυγχρονισμένου Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος (ΕΑΔ) χωρίς τις υπερβολές και τα λάθη που έγιναν τη δεκαετία του ’90 με τους S-300. Αυτό το νέο ΕΑΔ προϋποθέτει τη μεσοπρόθεσμη ανανέωση του δυναμικού του ελληνικού στόλου με φρεγάτες προβολής ισχύος όπως οι γαλλικές FREMM & Belharra, την απόκτηση μαχητικού 5ης γενιάς εάν τελικά η Τουρκία αποκτήσει τα F-35, την άρση του παράλογου αμερικανικού εμπάργκο όπλων κατά της Κύπρου, τον δομικό εκσυγχρονισμό της Κυπριακής Εθνικής Φρουράς μέσω της απόκτησης σύγχρονων αεροναυτικών δυνατοτήτων και βεβαίως την ανάπτυξη νέων, πρωτίστως ναυτικών, αμυντικών υποδομών στην Κύπρο.
Αυτές θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από τη Γαλλία και όσες άλλες ευρωπαϊκές χώρες προχωρήσουν εμπράκτως στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας. Το γαλλικό ενδιαφέρον για μια ναυτική βάση στην Κύπρο είναι άλλωστε γνωστό εδώ και ένα περίπου χρόνο και δυστυχώς δεν φαίνεται να προχωρά από το επίπεδο των προεκλογικών εξαγγελιών της κυβέρνησης.
Το νέο ΕΑΔ θα αναβαθμίσει τη γεωστρατηγική υπεραξία της Κύπρου διευκολύνοντας την αξιοποίηση της γεωγραφικής της θέσης και από άλλες συμμαχικές προς την ίδια χώρες, όπως το Ισραήλ για την ανάπτυξη διμερών ή και πολυμερών υποδομών ασφαλείας.
Είναι εν προκειμένω αξιοσημείωτο το αίτημα του Ισραηλινού Υπουργού Άμυνας Avigdor Lieberman για την κατασκευή στη Μεγαλόνησο ενός πλωτού σταθμού ελέγχου και μεταφόρτωσης της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας που φτάνει στη Γάζα έτσι ώστε να αποκλείεται η ενίσχυση της Hamas που υποστηρίζεται φανατικά από τον Ερντογάν. Και σε αυτήν την περίπτωση το ζήτημα φαίνεται να αντιμετωπίζεται με αμηχανία από την κυβέρνηση Αναστασιάδη, ενώ θα έπρεπε εφόσον πρώτα διασφαλίσει και τη στήριξη της Αιγύπτου να αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία αναβάθμισης του γεωστρατηγικού ρόλου της χώρας.
ΘΩΡΑΚΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΟ ΝΕΟ ΕΝΙΑΙΟ ΑΜΥΝΤΙΚΟ ΔΟΓΜΑ
Το νέο ΕΑΔ θα θωρακίσει αποτελεσματικά την Κύπρο αποτελώντας το επίκεντρο της στρατιωτικής διάστασης των τριγωνικών διπλωματικών «αξόνων» με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, διευκολύνοντας έτσι και την υλοποίηση της ενεργειακής διάστασης των τριμερών συνεργασιών. Αυτή η ενεργειακή διάσταση προϋποθέτει την πλήρη εξερεύνηση της κυπριακής ΑΟΖ και βεβαίως την κατασκευή του έργου «ναυαρχίδα» για την ευρωπαϊκή διαφοροποίηση πηγών και οδεύσεων εισαγωγής φυσικού αερίου από την περιοχή: τον αγωγό East Med ή/και ενός μεγάλου τερματικού υγροποίησης -αναλόγως του τι θα βρεθεί- που θα είναι αφιερωμένο στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενεργειακής ασφάλειας. Εάν δεν γίνουν αυτά τα βήματα σε αμυντικό και ενεργειακό επίπεδο, οι τριμερείς συνεργασίες θα καταντήσουν συνώνυμο γεωπολιτικών photo opportunities…
*Επ. Καθηγητής Γεωπολιτικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων ΔΗ.ΚΟ.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου