Η ευθεία αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάνης από τον «σουλτάνο της Αγκύρας», η απροκάλυπτη εκδήλωση των νεο-οθωμανικών του εμμονών και ο ωμός τρόπος που τις εξέφρασε έπεσαν ως κεραυνός στα σαλόνια της αθηναϊκής ελίτ. Και είναι απολύτως φυσιολογικό να συμβαίνει τούτο, καθώς οι ψευδαισθήσεις με τις οποίες για χρόνια τρέφουν τον ελληνικό πληθυσμό έχουν μετατραπεί για τα μέλη της ιθύνουσας τάξης μας σε δεύτερη φύση. Ως εκ τούτου, κάθε φορά που το σκηνικό που έχουν στήσει καταρρέει, εκπλήσσονται σφόδρα, αν και πάντα παροδικά. Σύντομα ανακτούν τη ψυχραιμία τους για να κατασκευάσουν ένα νέο «αφήγημα», και έτσι να συνεχιστεί ο ύπνος του δικαίου. Αυτό συνέβη, στην ουσία, και σε αυτή τη περίπτωση. Λένε λοιπόν, για εσωτερική κατανάλωση και για να πικάρουν τους κεμαλιστές είναι οι βρυχηθμοί του Τούρκου, που απειλεί να καταβροχθίσει από τα Δωδεκάνησα μέχρι την Λήμνο και τη Σαμοθράκη κάθε νησί από το οποίο ακούγονται ήχοι μέχρι τις ακτές της Μικράς Ασίας! Έτσι, εμείς μπορούμε να παραμείνουμε ψύχραιμοι για να συνεχίσουμε τις καθημερινές μας ασχολίες.
Δυστυχώς, όμως, η παρούσα συγκυρία είναι απείρως πιο δραματική για την ελληνική πλευρά. Και γι’ αυτό εκπέμπεται και ένας κεκαλυμμένος πανικός στα υψηλά δώματα της εξουσίας.
Γιατί ο Ερντογάν, ο πάντα παρορμητικός, φανατικός και κατακτητικός, δεν συνηθίζει να αστειεύεται. Αποφάσισε ψύχραιμα και μεθοδικά να αναβαθμίσει τον τουρκικό αναθεωρητισμό, βασιζόμενος σε υπαρκτά, θετικά για τον ίδιον, δεδομένα ώστε να επιτύχει συγκεκριμένους και πολλαπλούς στόχους.
Ποια είναι τα δεδομένα και ποιοι οι στόχοι του;
Η αίσθηση της απόλυτης παντοδυναμίας που απολαμβάνει στο εσωτερικό της χώρας, και η οποία ψυχολογικά τον εξωθεί στη ανοιχτή διατύπωση των βαθύτερων επιδιώξεών του, που άλλωστε δεν είναι μόνον δικές του. Ο σχεδιασμός του κινείται σταθερά επί του άξονος της αποκατάστασης, με κάθε μέσο, της οθωμανικής τάξης. Το όραμά του συνεπαίρνει όχι μόνον τις ισλαμιστικές μάζες της Ανατολίας, που τον λατρεύουν ως τον μεγάλο πατέρα, αλλά και το ισχυρό εθνικιστικό κίνημα, που συντάσσεται δι’ αυτού του τρόπου στο πολιτικό του άρμα. Η σωβινιστική εξωτερική πολιτική δίνει συνάμα και εντός του στρατού, που το κύρος του επλήγη από το φιάσκο του στρατιωτικού πραξικοπήματος, αφορμή ταύτισής του με την εκτελεστική εξουσία.
Η μεταπραξικοπηματική πραγματικότητα επιτρέπει στην Άγκυρα να κινείται με πρωτοφανή ευχέρεια στο διεθνές πεδίο. Η Τουρκία χρησιμοποιεί εντέχνως προς όφελός της την αντιπαράθεση Αμερικής-Ρωσίας αλλά και την αντίθεση Αμερικής-Γερμανίας, που δεν πρέπει καθόλου να την υποτιμούμε, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τον ελληνοτουρκικό χώρο. Κατόρθωσε ο Ερντογάν να βρεθεί σε μια θέση, σχεδόν στο απυρόβλητο, που όλα να του επιτρέπονται ώστε να μην χολωθεί και συνταυτιστεί με τον αντίπαλο. Ωστόσο, ο ίδιος γνωρίζει ότι αυτή η ιδανική για τη Τουρκία κατάσταση έχει ημερομηνία λήξεως. Αργά ή γρήγορα το τοπίο θα ξεκαθαρίσει και θα πρέπει να διαλέξει με ποιόν θα πάει και ποιόν θα αφήσει – αν και είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα πέσει και πάλι στην αγκαλιά των Αμερικανών. Οπότε, βιάζεται να βάλει όλα τα θέματα πάνω στο τραπέζι, αφού προς ώρας κανείς δεν θα του τραβήξει το αυτί, αλλά αντιθέτως θα βρει ευήκοα ώτα...
Ιδιαίτερα εύστοχα ο νεοσουλτάνος χειρίζεται τη σχέση του με τη Μόσχα. Οι «αταξίες» της Άγκυρας προς το ΝΑΤΟ, οι υποσχέσεις της για τη δημιουργία του «Turkish Stream», και η όποια συμφωνία υφίσταται για τη Συρία, είναι θεμιτά πλεονεκτήματα για τη Ρωσία, έστω και πρόσκαιρα, ώστε να προωθήσει τους στόχους της σε τρία μέτωπα –το συριακό, το ουκρανικό, αλλά και της Υπερκαυκασίας. Και μόνον το γεγονός ότι ο Πούτιν επέτρεψε, κατ’ ουσίαν, την εισβολή και κατοχή της σημαντικής αυτής λωρίδας της βόρειας Συρίας από το τουρκικό στρατό, καταδεικνύει τη σημασία που δίνει στη σχέση αυτή. Οι Τούρκοι γνωρίζουν ότι και στις δύο περιπτώσεις που κατανίκησαν τους Έλληνες στον 20ό αιώνα, στην Μικρά Ασία το 1922 και στην Κύπρο το 1974, οι Ρώσοι ήταν ή σύμμαχοί τους –σύμφωνο Λένιν-Κεμάλ- ή έμειναν αμέτοχοι –λόγω του φόβου η Κύπρος να γίνει νατοϊκό έδαφος. Ασφαλώς, σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, γιατί ακόμη, ευτυχώς, οι σχέσεις της Ελλάδας και της Κύπρου με τη Ρωσία παραμένουν στενές και φιλικές. Ο Ερντογάν, όμως, αντιλαμβάνεται ότι έστω και αυτή τη σχετική ρωσική ανοχή τουλάχιστον στις ρητορικές του υπερβάσεις, την ώρα που διεξάγεται η καθοριστική μάχη του Χαλεπιού, δεν είναι βέβαιος ότι θα την ξαναβρεί στο μέλλον.
Από την πλευρά των ΗΠΑ, η αγωνία να επαναφέρουν τον αγριεμένο πρόεδρο στα νερά τους δημιουργεί μια αξιοκαταφρόνητη εικόνα για την Ουάσιγκτον. Εμφανίζονται οι Αμερικανοί να του προσφέρουν «γη και ύδωρ» σε κάθε επίπεδο, λόγω της γεωπολιτικής αξίας της Τουρκίας, και ιδιαίτερα σε μια στιγμή που προωθείται ένα νέο σύστημα ασφαλείας και ενεργειακών δικτύων που μπορούν να εξασφαλίσουν στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ την αύξηση της επιρροής τους στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και, εν μέρει, στην Ευρώπη. Το πρόβλημα είναι, ωστόσο, ότι οι χουβαρντάδικες παραχωρήσεις των Αμερικανών γίνονται σε βάρος των αδυνάμων αντιπάλων της Τουρκίας δηλαδή: Κούρδων, Κυπρίων και Ελλαδιτών, που συμπτωματικά είναι όλοι σύμμαχοι των ΗΠΑ. Επιπλέον, οι Τούρκοι λαμβάνουν υπ’ όψιν τους ότι το πολιτικό κατεστημένο στην Αμερική βρίσκεται προσηλωμένο στις επικείμενες προεδρικές εκλογές και οι αποφάσεις ενός απερχόμενου προέδρου είναι πάντοτε πολύ συγκρατημένες.
Η Γερμανία, έχει επίσης τα δικά της συμφέροντα στην περιοχή, ενώ οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζονται άμεσα από το μεταναστευτικό, για το οποίο έχει τον πρώτο λόγο. Το Βερολίνο δεν είναι καθόλου διατεθειμένο να πιέσει τον Ερντογάν για το ζήτημα της Ελλάδας. Αντιθέτως, ευνοεί τις οθωμανικές επιδιώξεις στο δικό του παζάρι με την Άγκυρα. Και για όποιον αμφιβάλει ας ανατρέξει στην είδηση ότι τίθεται ζήτημα από τη Γερμανία για τους μετανάστες που βρίσκονται στα νησιά, ότι αυτοί δεν περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα μετεγκατάστασης. Δίνει δηλαδή το σήμα ότι άλλο τα νησιά του Αιγαίου και άλλο η ηπειρωτική Ελλάδα. Και ας έχουμε επίσης στο νου μας ότι ο τουρκικός εκβιασμός έρχεται σε μια βολική για τη Γερμανία στιγμή που ΗΠΑ και ΔΝΤ πιέζουν το Βερολίνο, για τους δικούς τους λόγους, να ανοίξει η συζήτηση για το ελληνικό χρέος.
Η όξυνση στο Αιγαίο αφορά, αναμφίβολα, και στο σχεδιασμό της Άγκυρας στο συριακό Κουρδιστάν. Κάθε απόπειρα να δημιουργηθεί μια κουρδική οντότητα στη Ροτζάβα, ή η πρόθεση των Κούρδων να παραμείνουν δυτικά του Ευφράτη, δημιουργεί ιδιαίτερο εκνευρισμό στους Τούρκους. Οπότε ας μην υπάρχει αμφιβολία ότι το παζάρι έναντι του ελληνισμού, συνδέεται με το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Κούρδων και τις εξελίξεις στη Συρία.
Η επιθετική ρητορεία για το Αιγαίο σχετίζεται και με το Κυπριακό. Σήμερα, όλοι παρακαλούν τον Ερντογάν να βάλει λίγο νερό στο κρασί του, ώστε να καταφέρουν να παρουσιάσουν ένα κάπως ευπρεπές σχέδιο επίλυσης, έστω κι αν αυτό θα είναι τρισχειρότερο από το «Ανάν». Ο σουλτάνος, όμως, που δεν μπορεί να ακούει φωνές από περιοχές που ανήκαν στην οθωμανική αυτοκρατορία και αυτές οι περιοχές να μην του ανήκουν, πώς θα κάνει την παραμικρή παραχώρηση, έστω και για τα μάτια του κόσμου; Τα θέλει, λοιπόν, όλα: και μεγαλύτερο μερίδιο στην εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων, που θα περνούν εννοείται από την Τουρκία, και ουσιαστικό έλεγχο όλης της Κύπρου, και πρόεδρο Τουρκοκύπριο, και στρατό πάνω στο νησί.
Επομένως η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, ανεβάζει και το μερίδιό του στην Κύπρο. Προς συμμόρφωση, βεβαίως, και όσων αλόγιστα μπήκαν σε μια διαπραγμάτευση, με μόνο εφόδιο τις διαβεβαιώσεις ισχυρών διεθνών παραγόντων. Γιατί λησμόνησαν, επηρμένοι από τις κολακείες των ισχυρών, ότι στη μόνη ισχύ που μπορείς να βασίζεσαι είναι η δική σου…
Άλλη μια ευνοϊκή συγκυρία για τον Ερντογάν, που σχετίζεται με τη διαδικασία της επίλυσης του Κυπριακού, είναι και η φαεινή ιδέα εκ μέρους του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών να αντικατασταθεί το σύστημα εγγυήσεων του 1960, με ένα σύμφωνο φιλίας και συμμαχίας Ελλάδος-Κύπρου-Τουρκίας. Τι σημαίνει αυτό με απλά λόγια; Ότι μέσω αυτού του συμφώνου μπορούμε να πάμε σε μια συνολικότερη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών, ουσιαστικά δηλαδή να συζητήσουμε τις τουρκικές διεκδικήσεις. Άρα ο Ερντογάν, μιας και του προσφέρουμε αυτήν την ευκαιρία, και μάλιστα τον παρακαλούμε μαζί με τον κ. Έιντε, την κα Νούλαντ κ.λπ., ξεκινάει το πάρε-δώσε ή μάλλον το πάρε-πάρε, ανεβάζοντας τον πήχη των απαιτήσεών του.
Η συζήτηση για τα νησιά του Αιγαίου έρχεται τη στιγμή που επί ενάμιση έτος το Αιγαίο έχει καταστεί θάλασσα μειωμένης κυριαρχίας. Οι μεταναστευτικές ροές και κυρίως η ομολογημένη αδυναμία του ελληνικού κράτους να τις ελέγξουν ή να τις διαχειριστούν έχουν δημιουργήσει στην παγκόσμια κοινότητα την αίσθηση ότι εδώ δεν υπάρχει τίποτε, δεν υπάρχουν σύνορα, όπως είχε πει και ο κ. Τσίπρας, δεν υπάρχει οργανωμένη πολιτεία, παρά μόνο ένα κενό. Που γεμίζει από τη δράση δεκάδων ΜΚΟ, μυστικών υπηρεσιών, πλοίων του ΝΑΤΟ κ.λπ.. Το έδαφος, λοιπόν, είναι καλά οργωμένο για τις τουρκικές διεκδικήσεις.
Απέναντι από την αναθεωρητική Τουρκία, των 75 εκατομμυρίων, βρίσκεται μια χώρα διαλυμένη δημογραφικά, οικονομικά, κοινωνικά, ηθικά, πολιτικά. Απέναντι στον ιμπεριαλιστή Ερντογάν, βρίσκεται μια ελληνική κυβέρνηση αδύναμη, ανίκανη και ιδεοληπτική, που διέπεται από ψευδοειρηνόφιλες διεθνιστικές αρχές, ικανές μόνον για να παίξει κάποιος τον ρόλο του «χρήσιμου ηλίθιου». Πού θα βρεθεί, λοιπόν, καλύτερη συγκυρία για να εγερθούν οι τουρκικές απαιτήσεις στην ολότητά τους. Πολλώ δε μάλλον, που το κυβερνητικό σχήμα στην Ελλάδα έχει χάσει δια παντός την αρχική αίγλη του στο διεθνές στερέωμα ως εξωτικό εναλλακτικό φρούτο, και αντιμετωπίζεται με απαξίωση, ενώ και στο εσωτερικό πνέει τα λοίσθια.
Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, ο Ερντογάν έβγαλε από το συρτάρι τη Λωζάνη και το Αιγαίο. Και για να μην μείνει στα λόγια δέσμευσε και το μισό Αιγαίο με δύο ΝΟΤΑΜ για να ασκηθεί ο τουρκικός στρατός και να προχωρήσει στην πράξη ο εκβιασμός του. Η κατάσταση τους επόμενους μήνες, που διακυβεύονται πολλά –αμερικανικές εκλογές, πόλεμος στη Συρία, κυπριακό, συμφωνία για το μεταναστευτικό- θα είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Άραγε απέναντι σε όλα αυτά, εμείς θα συνεχίσουμε να παίζουμε τις στρουθοκαμήλους
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου