Του ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΥΓΕΡΟΥ
Τα τελευταία χρόνια στη Δύση ομιλούν για καθεστώς Ερντογάν και να ανακαλύπτουν αντιδημοκρατικές πρακτικές. Στην πραγματικότητα, όμως, το “βαθύ κράτος” και η συστηματική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πάει πολύ πιο πίσω από την επικράτηση των νεοοθωμανών. Αυτή είναι η αλήθεια, έστω κι αν οι Δυτικοί έκαναν πως δεν έβλεπαν. Ας τους φρεσκάρουμε, λοιπόν, λίγο τη μνήμη.
Το μετακεμαλικό καθεστώς είναι ταυτισμένο με αυτό που έχει αποκληθεί “βαθύ κράτος”. Πρόκειται για ένα πλέγμα κρατικών και παρακρατικών δομών, που στο όνομα του τουρκικού έθνους όχι μόνο παραβίαζαν κάθε έννοια Κράτους Δικαίου και δημοκρατικών δικαιωμάτων, αλλά και επιδίδονταν σε κερδοφόρες εγκληματικές δραστηριότητες. Είναι ακριβώς αυτό το “βαθύ κράτος” που οργάνωσε το πογκρόμ των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955 και που ίδρυσε την ένοπλη οργάνωση των Τουρκοκυπρίων ΤΜΤ το 1957.
Στην Τουρκία υπάρχει παράδοση παρακρατικών μηχανισμών, η οποία έχει τις ρίζες της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κυρίως στη δράση των μυστικιστικών οργανώσεων των Νεότουρκων. Το πρότυπο του μεταπολεμικού παρακράτους είναι η περιβόητη οργάνωση Teskilat-i Mahsusa στη δεκαετία του 1910, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη γενοκτονία των Αρμενίων.
Υπό τη σημαία του εθνικισμού, σ’ αυτήν συμμετείχαν όχι μόνο στρατιωτικοί και επιφανείς πολίτες, αλλά και ηχηρά ονόματα του τότε υποκόσμου. Ας σημειωθεί ότι αργότερα ο Κεμάλ ανέθεσε στον επικεφαλής αυτής της οργάνωσης Χουσαμετίν Ερτούρκ να οργανώσει τη μυστική αστυνομία του νέου καθεστώτος.
Ο Τομέας Ειδικού Πολέμου
Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου στις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ οικοδομήθηκαν μυστικά παρακρατικά δίκτυα με αποστολή να προβάλουν αντίσταση στην περίπτωση επικράτησης των κομμουνιστών. Την ίδια περίοδο στην Τουρκία η στρατογραφειοκρατία οικοδόμησε το «βαθύ κράτος» για να διατηρήσει τον έλεγχο, δεδομένου ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υποχρεώθηκε να υιοθετήσει τον κοινοβουλευτισμό για να προσαρμοσθεί στο δυτικό πρότυπο.
Ο πυρήνας του τουρκικού δικτύου ήταν ο Τομέας Ειδικού Πολέμου, ο οποίος –όπως προαναφέραμε– πρωτοστάτησε στο πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955 και στην ίδρυση της ένοπλης οργάνωσης των Τουρκοκυπρίων ΤΜΤ το 1957. Ο Τομέας Ειδικού Πολέμου όχι απλώς συστεγαζόταν, αλλά συνιστούσε τρόπον τινά μεσοτοιχία με την αμερικανική στρατιωτική αποστολή JUSMAT, η οποία χρηματοδοτούσε όλες τις δράσεις του μέχρι το 1971. Ο τότε Τούρκος πρωθυπουργός Ετσεβίτ είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη αυτής της οργάνωσης όταν ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ του είχε ζητήσει κονδύλια για τον Τομέα Ειδικού Πολέμου.
Ενώ στις υπόλοιπες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ κατά τη δεκαετία του 1980 αυτές οι οργανώσεις ατροφούσαν, στην Τουρκία ο Τομέας Ειδικού Πολέμου μετεξελίχθηκε και ενισχύθηκε για να εξυπηρετήσει αμιγώς εθνικιστικούς στόχους. Ειδικά μετά την εκδήλωση του κουρδικού αντάρτικου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η εν λόγω οργάνωση διείσδυσε παντού. Για να χρηματοδοτήσει, μάλιστα, τη δράση της, επεκτάθηκε δυναμικά στον χώρο του οργανωμένου εγκλήματος (κυρίως στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων και αργότερα στη διακίνηση λαθρομεταναστών).
Για την ακρίβεια, έλεγξε και κατέστησε παραρτήματά της όχι μόνο ομάδες φανατικών εθνικιστών, όπως ήταν η οργάνωση «Γκρίζοι Λύκοι», αλλά και συμμορίες κακοποιών. Οι δύο αυτές κατηγορίες, άλλωστε, είχαν από τη δεκαετία του 1980 μετατραπεί σε συγκοινωνούντα δοχεία. Οι παρακρατικές αυτές ομάδες διεκπεραίωναν το μεγαλύτερο μέρος της βρόμικης δουλειάς (δολιοφθορές, βομβιστικές επιθέσεις εναντίον αρμενικών στόχων, δολοφονίες, απαγωγές, ειδικά βασανιστήρια κ.λπ.).
Η περιβόητη JITEM
Για τη διεξαγωγή των μυστικών επιχειρήσεων εναντίον του ΡΚΚ, δημιουργήθηκε το 1987 και η Υπηρεσία Πληροφοριών της Στρατοχωροφυλακής (JITEM), με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Αρίφ Ντογάν και βοηθό του τον ταγματάρχη Αχμέτ Τζεμ Ερσεβέρ (δολοφονήθηκε το 1993). Υπό την πίεση της ανάγκης να καταπολεμήσει το κουρδικό αντάρτικο, το –κατά τα άλλα κοσμικό– μετακεμαλικό καθεστώς επέτρεψε στη JITEM να παίξει και το χαρτί της θρησκευτικού φανατισμού.
Στρατολόγησε φανατικούς ισλαμιστές για να στελεχώσει αντιαντάρτικες παρακρατικές οργανώσεις, επειδή το ΡΚΚ (Κουρδικό Εργατικό Κόμμα) έχει αριστερή εθνικοαπελευθερωτική ιδεολογία κι όχι ισλαμική. Τότε ιδρύθηκε η τουρκική παραστρατιωτική οργάνωση Χεζμπολάχ (καμία σχέση με τη σιιτική Χεζμπολάχ του Λιβάνου), τα μέλη της οποίας στρατολογήθηκαν, χρηματοδοτήθηκαν, εξοπλίσθηκαν και εκπαιδεύθηκαν στα στρατόπεδα της Στρατοχωροφυλακής. Η Χεζμπολάχ είναι υπεύθυνη για τις δολοφονίες χιλιάδων Κούρδων. Διαλύθηκε μετά τη σύλληψη του Οτσαλάν, όταν ήταν πλέον περιττή.
Το μετακεμαλικό καθεστώς δεν χρησιμοποίησε μόνο φανατικούς ισλαμιστές. Χρησιμοποίησε και το Ισλάμ ως ιδεολογικό όπλο για να εξουδετερώσει την εθνική χειραφέτηση του κουρδικού στοιχείου και να το διατηρήσει υπό έλεγχο. Οι Κούρδοι παραδοσιακά προτιμούσαν εκλογικά τα οθωμανίζοντα κόμματα από τα κόμματα της κεμαλικής ορθοδοξίας. Κι αυτό, επειδή στην οθωμανική αυτοκρατορία ως μουσουλμάνοι είχαν πλεονεκτήματα, ενώ η κεμαλική Τουρκική Δημοκρατία τούς αρνήθηκε την ταυτότητά τους, εμφανίζοντάς τους σαν “ορεινούς Τούρκους”.
Οι σκληροπυρηνικοί ισλαμιστές των παρακρατικών μηχανισμών χρησιμοποιήθηκαν και στις αιματηρές επιθέσεις εναντίον αλεβιτών (στο ιδιότυπο αυτό μουσουλμανικό δόγμα που συγγενεύει με τους σιίτες ανήκει περίπου το 30% των Τούρκων). Οι επιθέσεις αυτές δεν είχαν αμιγώς θρησκευτικό χαρακτήρα. Οφείλονταν και στο γεγονός ότι οι ηγέτες του αριστερού κινήματος της δεκαετίας του 1970 ήταν κυρίως αλεβίτες. Οι επιθέσεις αυτές έγιναν και για να δημιουργηθεί κλίμα αναρχίας, ώστε να δικαιολογηθεί η κήρυξη νόμου εκτάκτου ανάγκης και στη συνέχεια η επιβολή της δικτατορίας του Εβρέν.
Οι Κούρδοι κορουτζού
Εάν η χρησιμοποίηση φανατικών ισλαμιστών ήταν μια παρένθεση, η χρήση ανορθόδοξων μεθόδων ήταν πάγια και συστηματική. Στο πλαίσιο εφαρμογής αυτών των μεθόδων η Άγκυρα επιχείρησε να μετατρέψει το εθνικοαπελευθερωτικό αντάρτικο των Κούρδων σε εμφύλια κουρδική σύγκρουση. Από το 1986 άρχισε να στρατολογεί Κούρδους χωρικούς στο σώμα ένοπλης πολιτοφυλακής (τους αποκαλούμενους Κορουτζού) για να πολεμήσει το ΡΚΚ.
Οι Κορουτζού μπορεί να μην αναχαίτισαν τη δράση του αντάρτικου, αλλά κατάφεραν να προκαλέσουν τεράστια ρήγματα στον κοινωνικό ιστό της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Χαρακτηριστικές ήταν οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ένας συγγενής εργαζόταν ως μισθοφόρος για το τουρκικό κράτος και ο άλλος ήταν μαχητής του ΡΚΚ, ή απλώς υποστήριζε τον κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Εκτός αυτών όμως, και μη πολιτικές αντιθέσεις στις μικρές τοπικές κοινωνίες προσέλαβαν βίαιες διαστάσεις με το πρόσχημα του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας.
Οι Κούρδοι πολιτοφύλακες εκμεταλλεύθηκαν το ακαταδίωκτο από τις τουρκικές αρχές για να ξεκαθαρίσουν παλιούς και νέους λογαριασμούς με συντοπίτες τους, για να αρπάξουν περιουσίες συγχωριανών και για να επιδοθούν σε κάθε είδους παράνομη δραστηριότητα με σκοπό τον πλουτισμό, κυρίως στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων. Επρόκειτο για κοινό μυστικό, αλλά η νοσηρή αυτή κατάσταση παρέμενε επί χρόνια στη σκιά. Υπήρξαν σποραδικές καταγγελίες, αλλά γενικά κυριαρχούσε η νοοτροπία την οποία αποτυπώνει με ακρίβεια η τουρκική παροιμία «φίδι που δεν με δαγκώνει χίλια χρόνια να ζήσει»!
17.000 δολοφονίες
Το ποτήρι ξεχείλισε με δραματικό τρόπο την άνοιξη του 2009, όταν Κορουτζού επιτέθηκαν κατά τη διάρκεια γαμήλιας τελετής σε κουρδικό χωριό και σκότωσαν 44 άτομα. Με αφορμή το μακελειό στον γάμο, τα τουρκικά ΜΜΕ έφεραν στην επιφάνεια λεπτομέρειες για τη δράση αυτού του σώματος πολιτοφυλακής και για την κατάσταση που επικρατoύσε στις κουρδικές περιοχές. Σύμφωνα με τους δημοσιευμένους τουρκικούς υπολογισμούς, οι Κορουτζού έχουν διαπράξει περίπου 12.000 εγκλήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων οι Τούρκοι τα απέδιδαν στο ΡΚΚ.
Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Τζεμίλ Τσιτσέκ, τα σώματα των Κορουτζού αριθμούσαν περίπου 70.000 έμμισθους ένοπλους πολιτοφύλακες. Αυτοί πλαισιώνονται από άλλους 15.000 άμισθους, οι οποίοι συμμετέχουν εθελοντικά, με προφανή σκοπό το πλιάτσικο και τις παράνομες δραστηριότητες. Ας σημειωθεί ότι στην Τουρκία έχουν διαπραχθεί 17.000 ανεξιχνίαστες δολοφονίες, οι οποίες στην πλειονότητά τους συνδέονται με τη δράση παρακρατικών μηχανισμών. Πάνω από 3.000 Κορουτζού έχουν κατηγορηθεί για δολοφονίες, απαγωγές και για λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων, αλλά ελάχιστοι βρίσκονται στη φυλακή.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, μια δεύτερη ανορθόδοξη μέθοδος του “βαθέος κράτους” ήταν η χρησιμοποίηση συμμοριών του κοινού ποινικού δικαίου για τη διεξαγωγή των βρόμικων επιχειρήσεων εναντίον του ΡΚΚ κι όχι μόνο. Στην πραγματικότητα επήλθε ένα είδος όσμωσης του“βαθέος κράτους” και του οργανωμένου εγκλήματος.
Όλες αυτές οι κρατικές και παρακρατικές ομάδες κρούσης παραλλήλως επιδίδονταν σε κερδοφόρες εγκληματικές δραστηριότητες, μετατρέποντας την “εθνική” δράση τους σε πηγή πλουτισμού. Όλα αυτά ήταν κοινό μυστικό για τις τουρκικές ελίτ, αλλά ακόμα και όσοι θα ήθελαν να βάλουν ένα φρένο σ’ αυτές τις πρακτικές, που δηλητηρίαζαν την τουρκική κοινωνία, δεν τολμούσαν να αμφισβητήσουν την κυρίαρχη “αντιτρομοκρατική” ιδεολογία.
πηγή
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου.
Δημοσίευση σχολίου