GuidePedia

0

Αναμφίβολα, η εξόντωση του αρχηγού της Αλ Κάιντα, Οσάμα Μπιν Λάντεν, αποτελεί τη μεγαλύτερη επιτυχία των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στα είκοσι χρόνια του μεταψυχροπολέμου. Το γεγονός, δηλαδή η εξόντωση του ιδεολογικού αρχηγού του διεθνοποιημένου ριζοσπαστικού ισλάμ, έχει περισσότερο συμβολική αξία,με τους αμερικανούς να πανηγυρίζουν για μία μεγάλη ψυχολογική νίκη έναντι των υπευθύνων για τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και τους υποστηρικτές της Αλ Κάιντα, δικαιολογημένα, να μιλούν για ένα μεγάλο ιδεολογικό και θρησκευτικό μάρτυρα στον αγώνα εναντίον των εχθρών του Ισλάμ.

Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, διάφοροι στρατηγικοί αναλυτές είχαν υποστηρίξει ότι δεν γνωρίζουμε παρά μόνο ένα μικρό τμήμα από το πυκνό δίκτυο της Αλ Κάιντα , η οποία συγκροτήθηκε πολύ πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, διατηρώντας από τότε κοιμώμενα δίκτυα (sleepers), τα οποία ήταν έτοιμα να δράσουν με βάση τις οδηγίες του κέντρου, που απεστέλλοντο με κωδικοποιημένα μηνύματα μέσω του διαδικτύου. Η αξιοπιστία όμως αυτής της εκδοχής αμφισβητήθηκε και πιστεύω ότι με το θάνατο του Μπιν Λάντεν επιβεβαιώνεται.

Χωρίς πρόγραμμα
Η Αλ Κάιντα, αν κρίνει κανείς από τη συμπεριφορά της τα τελευταία δέκα χρόνια, δηλαδή μετά τις επιθέσεις στους δίδυμους πύργους, δεν φαίνεται να είχε συγκεκριμένο πρόγραμμα το οποίο να στηριζόταν σε συνεκτική στρατηγική, όπως π.χ. να χτυπά σε συγκεκριμένη στιγμή για να επηρεάσει την πορεία των εξελίξεων), αλλά, αντιθέτως, η τρομοκρατική της δράση υπήρξε περισσότερο ευκαιριακή. Με άλλα λόγια χτυπούσε οποιαδήποτε στιγμή για να διατηρεί κλίμα τρόμου και να αποδεικνύει ότι όλες οι στρατιωτικές επεμβάσεις, από το Αφγανιστάν έως το Ιράκ, είναι αναποτελεσματικές. Η επίθεση της 11ης Μαρτίου 2004 στην Μαδρίτη, που επηρέασε τις εκλογές στην Ισπανία, δεν αποτελεί εξαίρεση, ο προγραμματισμός των επιθέσεων δεν συνδέεται παρά μόνο τυχαία με τις ισπανικές πολιτικές εξελίξεις - και εάν δεν υπήρχε η αδεξιότητα στους πολιτικούς χειρισμούς της τότε κυβέρνησης του Χοσέ Μαρία Αθνάρ, θα μπορούσε να επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα στην κοινή γνώμη.

Πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, η Αλ Κάιντα, βασιζόταν σε μία ένωση απομάχων του πολέμου στο Αφγανιστάν εναντίον των Σοβιετικών. Μετά την ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν και την κατοχή της χώρας από τις αμερικανικές δυνάμεις, ο πυρήνας των παλιών στελεχών άρχισε να συρρικνούται. λόγω των θανάτων, των συλλήψεων και της απομόνωσης. Έτσι, σταδιακά άρχισε η οργάνωση να χάνει τη δυνατότητά της να ανανεώνεται,. Σήμερα, η οργάνωση αυτή αποτελείται από δύο κατηγορίες: από τη μία πλευρά, τα παλιά στελέχη τα οποία πρόσκειντο στον Οσάμα Μπιν Λάντεν, ανάμεσα στους οποίους ορισμένοι τον ακολουθούσαν από τη δεκαετία του '80, και από την άλλη, το κύμα των νέων «διεθνιστών ισλαμιστών» που έφτασαν κατά τη δεκαετία του '90, και κυρίως ανάμεσα στο 1997 και το 2001, περίοδος κατά την οποία το Αφγανιστάν διακυβερνάτο από τους Ταλιμπάν. Πρόκειται για ένα περιορισμένο «φυτώριο ισλαμιστών ριζοσπαστών», το οποίο ήταν εύκολο να εντοπιστεί και να αποδυναμωθεί, τόσο από τους αμερικανούς όσο και από τα μουσουλμανικά κράτη από τα οποία προέρχονται.

Ο σκληρός πυρήνας αποτελείται από μαχητές εκ της Μέσης Ανατολής, της δεκαετίας του '80 και των αρχών της δεκαετίας του '90, που έσπευσαν να πολεμήσουν εναντίον των Σοβιετικών. Αυτοί ήταν ήδη πολιτικοποιημένοι και οι οποίοι διήλθαν μέσα από τα ριζοσπαστικά κινήματα των χωρών καταγωγής τους. Ακολούθησαν τον Μπιν Λάντεν στις κατά καιρούς μετακινήσεις του στην Υεμένη και στο Σουδάν, για να επιστρέψουν ταυτόχρονα μαζί του, το 1996, στο Αφγανιστάν.

Η νέα γενιά
Μία νέα γενιά με διαφορετικό προφίλ, έκανε την εμφάνισή της μετά το 1992, και κυρίως μετά το 1996 και την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν. Εκτός από τους Σαουδάραβες, αυτοί οι νέοι «διεθνιστές ισλαμιστές» έγιναν ακόμη πιο ριζοσπαστικοί από την παλιά γενιά και οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονται από τη Δύση, της οποίας ακολουθούν άλλωστε τον τρόπο ζωής αφού πήγαν στη Δύση είτε σε πολύ νεαρά ηλικία είτε ως φοιτητές είτε γεννήθηκαν εκεί από γονείς μετανάστες.

Μετά την ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν απώλεσαν το ασφαλές αφγανικό τους καταφύγιο. Επίσης, μετά το 2001, διεφάνη ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αναζωπυρωθεί η παλιά αλληλεγγύη των βετεράνων. Έστω και αν αναλυτές στην Δύση επικαλούντο την Τσετσενία, τις πακιστανικές ζώνες των φυλών, ακόμη και τη Φαλούτζα του Ιράκ, κανένα από αυτά τα μέρη -έστω και αν επωφελούνται εκεί από την συνεργασία ορισμένων στις τοπικές διοικήσεις- δεν μπορεί να αποτελέσει μόνιμο καταφύγιο, λόγω της παρακολούθησης και των επιλεκτικών πληγμάτων. Με αυτά τα δεδομένα, η γενιά των παλιών πολεμιστών του Αφγανιστάν έχει απομονωθεί και είναι πολύ δύσκολο να ανανεωθεί.

Συμπερασματικά, το φαινόμενο Αλ Κάιντα, όπως και οι μεταλλάξεις του, εμφανίζεται πάνω από όλα ως υπερεθνικό και δεν έχει παρά περιστασιακούς δεσμούς με τη Μέση Ανατολή. Η δυναμική ισλαμική κινητοποίηση και δράση δεν συνδέεται παρά μόνο έμμεσα με τις συγκρούσεις της περιοχής, οι οποίες εντάσσονται κυρίως σε εθνικιστικά πλαίσια παρά σε αυστηρώς θρησκευτικά. Συνεπώς, μετά το 2001, η λογική πλέον των υπολειμμάτων της οργάνωσης είναι να μάχεται πρώτον, χωρίς συγκεκριμένη στρατηγική και δεύτερον λιγότερο για την υπεράσπιση του Ισλάμ και περισσότερο για την πρωτοπορία κινημάτων αμφισβήτησης τόσο της κατεστημένης τάξης πραγμάτων στα μουσουλμανικά κράτη όσο και του αμερικανικού ηγεμονισμού. Ως εκ τούτου, ο θάνατος του Μπιν Λάντεν, πέραν της συναισθηματικής αξίας που έχει για τις ΗΠΑ, μπορεί να καταδεικνύει το βαθμό διάβρωσης που επέφερε η CIA στην Αλ Κάιντα, δεν έχει όμως στρατηγική σχέση με το μέλλον της Αλ Κάιντα ούτε πλέον μπορεί να επηρεάσει την επιχειρησιακή δράση του «Ιερού Πολέμου» των ισλαμικών ριζοσπαστικών οργανώσεων.
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)



ΠΗΓΗ

Δημοσίευση σχολίου

 
Top